Πρώτα από όλα να πω χαίρομαι ιδιαίτερα που ακόμα μια γενιά ανακαλύπτει τον "πρίγκιπα" της ελληνικής μουσικής σκηνής, τον πατέρα του ελληνόφωνου ροκ, τον Παύλο Σιδηρόπουλο.
Γιατί ένα πρόσφατα δημοσιευμένο ποίημά του επέλεξε να σχολιάσει ο Νίκος από το Ε2 του Μουσικού Σχολείου Ρόδου στα πλαίσια των δημιουργικών εργασιών με θέμα την ποίηση που αναλαμβάνουν τα καμάρια μου της Β΄Λυκείου στο μάθημα της Λογοτεχνίας.
Για το ποιος είναι ο Σιδηρόπουλος και τι λέει η "Άπονη ζωή", ας δώσουμε το λόγο στον Νίκο, εγώ απλά θα περιοριστώ να βάλω εδώ το ποίημα, μελοποιημένο από τον Δημήτρη Καρρά και τραγουδισμένο από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Λίγα Λόγια για τον Παύλο:
Ο
Παύλος Σιδηρόπουλος αποτελεί αναμφίβολα τον Πρίγκηπα της ελληνικής ροκ, ένα
σύμβολο του περιθωρίου κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, αλλά και μια
ευαίσθητη ψυχή που έφυγε νωρίς, ηττημένη από τον εφιάλτη της ηρωίνης.
Ο
Παύλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου του 1948 στην Αθήνα. Ήτανε δισέγγονος του
Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Τα
πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Θεσσαλονίκη, ωστόσο από το 1955 κι
έπειτα η εύπορη οικογένεια Σιδηροπούλου επανεγκαταστάθηκε στην
Αθήνα. Ως μαθητής ακόμα κατά την δεκαετία του ’60 μυήθηκε στην ροκ
μουσική και την λάτρεψε. Έχοντας τελειώσει το σχολείο, το 1967, πέρασε στο
Μαθηματικό του Α.Π.Θ., το οποίο ωστόσο εγκατέλειψε στο 3ο έτος
για να ακολουθήσει το μουσικό και λογοτεχνικό του πάθος.
Η
καριέρα του ως συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής ξεκίνησε περί το 1971,
όταν δημιούργησαν με τον κιθαρίστα Παντελή Δεληγιαννίδη το ντουέτο «Δάμων και
Φιντίας» και ηχογράφησαν τον πρώτο τους δίσκο. Το 1972, οι «Δάμων και Φιντίας»
συνεργάστηκαν με Νίκο Τσιλογιάννη και
Βασίλη Ντάλλα,
και δημιούργησαν το συγκρότημα «Μπουρμπούλια»
Το 1974, σε μια δύσκολη συγκυρία για το ελληνικό ροκ, τα Μπουρμπούλια διαλύθηκαν,
ο Δεληγιαννίδης έφυγε στην Αγγλία και ο Παύλος ξεκίνησε μια συνεργασία με τον
συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Το 1978, ηχογράφησε με το συγκρότημα «Σπυριδούλα»
τον πρώτο μεγάλο προσωπικό του δίσκο ‘‘Φλου’’, ενώ τον επόμενο χρόνο ο
Σιδηρόπουλος παράλληλα με την μουσική καριέρα, πρωταγωνίστησε και στην
εμβληματική ταινία «Ο Ασυμβίβαστος», του Ανδρέα Θωμόπουλου. Έπειτα με το
συγκρότημα «Απροσάρμοστοι» που διαμορφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80,
κυκλοφόρησαν τους δίσκους ‘‘Εν Λευκώ’’ το 1982, ‘‘Zorba the Freak’’
το 1984 και από ζωντανή ηχογράφηση στο Μετρό, το ‘‘Χωρίς Μακιγιάζ’’ το 1989. Η
σχέση του Παύλου με τα ναρκωτικά, η οποία ξεκινάει κάπου στα τέλη της δεκαετίας
του ’70 ωστόσο, σε συνδυασμό με άλλα προβλήματα, θα διακόψουν απότομα την
πορεία του Παύλου. Την άνοιξη του 1990, χάνει την μητέρα και καταβάλλεται
ψυχολογικά. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς επιπλέον αντιμετωπίζει ένα σοβαρό
πρόβλημα με το αριστερό του χέρι, που κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Το
πρόβλημα με το χέρι του, τον αναγκάζει να το έχει δεμένο στις τελευταίες
συναυλίες και τον δίσκο ‘‘Άντε και Καλή Τύχη Μάγκες’’ που ηχογραφούσαν το
φθινόπωρο. Τα ναρκωτικά και οι καταχρήσεις τον καταστρέφουν μέρα
με την μέρα όλο και πιο πολύ. Στις 5 Δεκεμβρίου του 1990, ο Σιδηρόπουλος
ήρθε στο στούντιο καθυστερημένος και μεθυσμένος, τσακώθηκε με τους υπόλοιπους
μουσικούς και έφυγε. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990, βαθιά απογοητευμένος και
καταπονημένος, έπεσε σε κώμα από υπερβολική δόση ηρωίνης στο διαμέρισμα μιας
φίλης του και πέθανε λίγο αργότερα στο ασθενοφόρο που τον μετέφερε στον
Ευαγγελισμό.
Μετά
τον θάνατο του κυκλοφόρησαν ο τελευταίος του δίσκος με τους Απροσάρμοστους,
‘‘Άντε και Καλή Τύχη Μάγκες’’, αλλά και οι προσωπικές του δουλειές ‘‘Τα Μπλουζ
του Πρίγκηπα’’, ‘‘Εν Αρχή ο Λόγος’’, ‘‘Welcome to
the Show’’
και ‘‘Day after Day’’.
Άπονη
Ζωή
Πάντα μετράς μονάχα τι θα πάρεις
και βρίσκεις πως είν’ άδικη η
ζωή
Απ’ όσα κάνεις κι έκανες πολλά δεν τα
γουστάρεις
ο γιός σου κι η γυναίκα σου πληρώνουν
το γιατί.
Είσαι άτολμος μα με όνειρα γενναία
κακός απέναντι σ’ αυτά που δεν
μπορείς
Στα παρασκήνια τάχατες πίσω από την
αυλαία
Κινείς τα νήματα ανύπαρχτης
σκηνής.
Στα λόγια ξέρεις πάντοτε να κάνεις το
μεγάλο
στο γιό σου μια ζωή το δικαστή
Στον έρωτα ποτέ δε σκέφτηκες τον άλλο
κι είναι δικό σου μονάχα προνόμιο
η ηδονή.
Τρελό σε μάζεψαν μια νύχτα στην Αθήνα
στη Σόλωνος συνάντησες το γιό σου
τραβεστί
Έπιασες τη γυναίκα σου στην αγκαλιά του
δείνα
κι έκλαιγες βρίζοντας την άπονη
ζωή.
Το ποίημα:
Ο Παύλος εκτός από το μεγάλο μουσικό
του ταλέντο, αποδείχθηκε και εξαιρετικός λογοτέχνης. Εξάλλου, όπως
είχε δηλώσει και ο ίδιος, «ο Έλληνας έχει ανάγκη πολύ περισσότερο από
λογοτεχνική παιδεία, παρά από μουσική παιδεία». Κατά τη διάρκεια της
σύντομης ζωής του λοιπόν, αποδείχθηκε πολυγραφότατος, και το παραπάνω
ποίημα εκδόθηκε μαζί με πολλά ακόμα αδημοσίευτα ποιήματα
του στο βιβλίο «Έχω μια θλίψη για τα μακρινά αριστουργήματα-Ποιήματα
Παύλος Σιδηρόπουλος», το 2018.
Το
ποίημα ¨Άπονη
Ζώη¨ αποτελείται από τέσσερις τετράστιχες στροφές,
με ομοιοκαταληξία μεταξύ 1ου-3ου και
2ου-4ου στίχου.
Με
το συγκεκριμένο ποίημα ο
Σιδηρόπουλος ασκεί δριμεία κριτική στην πουριτανική
ελληνική κοινωνία και την υποκρισία που την περίβαλε. Πιο
συγκεκριμένα, καυτηριάζει την αντίληψη μοιρολατρίας
που υπήρχε και υπάρχει έντονα στην ελληνική κουλτούρα και την
λαϊκή παράδοση, όπως φαίνεται και στα λαϊκά τραγούδια των δεκαετιών του
’50 και του ’60 (Καζαντζίδης στη διαπασών). Το «εσύ, ο ήρωας, θα
λέγαμε, στο οποίο απευθύνεται ο Παύλος είναι
ένας φαλλοκράτης με τα αυταρχικά χαρακτηριστικά που συνεπάγεται
αυτός ο ρόλος.
Στην
πρώτη στροφή το ποίημα ξεκινάει επισημαίνοντας την απληστία και
την μοιρολατρία του ανθρώπου αυτού, ενώ στον δεύτερο
στίχο συνεχίζει αναφέροντας την αίσθηση της
υποτιθέμενης αδικίας από τη ζωή την οποία
βιώνει. Η πρώτη στροφή συμπληρώνεται από δύο ακόμα
στίχους, στους οποίους επισημαίνεται ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο το
οποίο έχει κάνει πράγματα τα οποία δεν επιθυμούσε, προφανώς από
κοινωνική υποχρέωση και δειλία, κάτι το
οποίο πληρώνουν ο γιός και η γυναίκα του.
Στους
πρώτους δύο στίχους της δεύτερης στροφής τα χαρακτηριστικά του
ανθρώπου εκείνου εμπλουτίζονται. Αυτός ο άντρας που πρωταγωνιστεί
στο ποίημα λοιπόν μαθαίνουμε πως αυταπατάται, είναι δειλός και
πικρόχολος με ό,τι είναι καλύτερο απ’ αυτόν. Στους
δύο τελευταίους στίχους, ο
Παύλος παράλληλα συνεχίζει, μιλώντας για την επεμβατικότητά
του στις ζωές των δικών του
ανθρώπων, δημιουργώντας αυτή την αριστουργηματική παρομοίωση με τα
παρασκήνια και τα νήματα τα οποία κινούνται στην
ανύπαρκτη τάχατες σκηνή, πάνω στην οποία έχει χτίσει
τη ζωή του.
Έπειτα, στην
τρίτη στροφή περιγράφει την συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου
προς τον γιό και την γυναίκα του. Ο μεγάλος για τον εαυτό
του, ο δικαστής που μονάχα κρίνει τον γιό του και ο
εγωιστής σύζυγος που νοιάζεται αποκλειστικά για τη δική του
ευχαρίστηση.
Τέλος, στην τέταρτη στροφή,
το ποίημα καταλήγει στην νέμεση αυτού του ανθρώπου, η οποία
είναι συμβολικά και η νέμεσις κάθε καταπιεστή και
κάθε ανθρώπου με αυταπάτες κατά κάποιον
τρόπο. Τον μαζεύουν αλλόφρονα και χρεοκοπημένο ηθικά και ψυχικά,
αφού ανακαλύπτει ότι τα δύο θύματα του, στην
πραγματικότητα ζούσαν έξω από τον τρόπο ζωής που τους
επέβαλλε. Ο γιός του ως τραβεστί, αμφισβητώντας την εικόνα του σκληρού
αρσενικού που ως πατέρας του θα ήθελε να έχει, και η
γυναίκα του με άλλον άντρα, καταρρακώνοντας την ως
τότε για εκείνον ακράδαντη συζυγική του
κυριαρχία επάνω της. Το πιο τραγικό ωστόσο σχετικά με το συγκεκριμένο
άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί «τυπικό» χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, βρίσκεται
στον τελευταίο στίχο του ποιήματος, ο οποίος επικοινωνεί με τους δύο
τελευταίους στίχους της δεύτερης στροφής. Το γεγονός δηλαδή
ότι αυτός ο άνθρωπος μετά ακόμα κι από το σοκ
της κατάρρευσης της ψεύτικης σκηνής του, το μόνο που ήξερε να
κατηγορήσει ήταν η «άπονη η ζωή» , κάτι μεγάλο κι αόριστο, κι όχι ο
εαυτός του και τα λάθη που έκανε φυσικά. Η σάπια νοοτροπία με την
οποία ζούσε δηλαδή, είχε γίνει τόσο αναπόσπαστο κομμάτι του πια,
που ακόμα και μετά από την ολοκληρωτική καταστροφή των σταθερών
στη ζωή του, αυτός ο άνθρωπος αδυνατούσε να δει την
πραγματικότητα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου