Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

"Ακόμα;" ( Κωνσταντίνος Θεοτόκης) = Ακόμα ένα έγκλημα χωρίς τιμωρία...

Άλλη μια βινιέτα έμφυλης βίας παρουσιάζει με το  διήγημα "Ακόμα" ο Κώστας Θεοτόκης. *
   Το "Ακόμα;" είναι παρόμοιας λογικής με το "Πίστομα". Και τα δυο εκδόθηκαν  για πρώτη φορά το 1935  μετά τον θάνατο του συγγραφέα τους στη συλλογή "Κορφιάτικες ιστορίες",   που περιέχει μια σειρά μικρών νατουραλιστικών διηγημάτων. Ο Θεοτόκης τα  έγραψε  στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 20ου και αποτελούν τις πρώτες συγγραφικές απόπειρες στις οποίες αφήνει πίσω την φαντασία και στρέφεται προς την ρεαλιστική πεζογραφία, ενώ τα περισσότερα από αυτά είχαν δημοσιευτεί στο περιοδικό των δημοτικιστών "Νουμάς".
    Το "Ακόμα;" διαδραματίζεται στον ίδιο χώρο όπου διαδραματίζεται και το "Πίστομα", τα αγροτικά χωριά της βόρειας Κέρκυρας,  στον οποίο ισχύει το ίδιο εθιμικό δίκαιο  ενάντια στο οποίο στρέφεται ο  Θεοτόκης.  Αμφότερα τα διηγήματα είναι αφαιρετικά και έχουν εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα τους επέτρεπαν να αναπτυχθούν σε πολύ εκτενέστερα κείμενα, ωστόσο ο συγγραφέας προτιμάει να υπαινιχθεί αρκετά στοιχεία ώστε να είναι η επίδραση των αφηγημάτων του εντονότερη στον αναγνώστη. Και ως αφηγητής  επιλέγει να παρουσιάσει χωρίς σχόλια την ιστορία ώστε ο αναγνώστης μόνος του να οδηγηθεί στα δικά του  συμπεράσματα.  
    Μόνο που το "Ακόμα;" είναι λίγο πιο εκτεταμένο από το "Πίστομα" και ο λόγος είναι, πιστεύω, ότι σε αντίθεση με τον Κουκουλιώτη το "Πιστομα" ο οποίος από την αρχή χαρακτηρίζεται "κακούργος", ο Κούρκουπος, ο ήρωας του διηγήματος, παρουσιάζεται ως καλός άνθρωπος ο οποίος μάλιστα αρρωσταίνει με την ιδέα του φόνου που πρέπει να κάνει, οπότε ο Θεοτόκης χρειάζεται παραπάνω χρόνο για να δείξει πως οι κοινωνικοί αυτοματισμοί και οι πιέσεις του εθιμικού δικαίου εξαναγκάζουν σταδιακά  έναν καλό άνθρωπο να ξυπνήσει το ζωώδες ένστικτο μέσα του και να γίνει εκών άκων δολοφόνος. 
      Ο Κούρκουπος είναι το ένα από τα τρία πρόσωπα του διηγήματος. Εργάζεται ως γαϊδούρι στο λιτριβείο (κυριολεκτικά,  οι εργάτες στα παλιά λιτριβεία έκαναν την δουλειά των υποζυγίων, τους έδεναν σε ένα ξύλο και με τη μυική τους δύναμη γυρνούσαν την πέτρα που σύνθλιβε της ελιές).  Δεν  πιστεύει αρχικά  τον ξαδερφό του, τον Θεοδόση, που έρχεται να τον πληροφορήσει για την απιστία της γυναίκας του  και να τον παρωθήσει να την σκοτώσει για να  υπερασπιστεί την τιμή της οικογένειας, ακόμα κι όταν πηγαίνει στο σπίτι τους και είναι κλειστό.  Τον αρρωσταίνει περισσότερο η ιδέα του φόνου που πρέπει να κάνει πάρα η οργή για την ατίμωση που υπέστη και αισθάνεται άγρια χαρά όταν νομίζει πως  η φιγούρα που ο ξάδερφός του τον καλεί να πυροβολήσει βάζοντάς του το όπλο στα χέρια είναι άντρας. Ακόμα και όταν τον πληροφορεί ο ξάδερφος ότι είναι εκείνη μεταμφιεσμένη σε άντρα για να περάσει απαρατήρητη, γεγονός που ουσιαστικά αποδεικνύει την απιστία της,  διστάζει και δεν αφήνει τον ξάδερφό του να την πυροβολήσει, όταν εκείνος  επιχειρεί να του αρπάξει το όπλο. Θέλοντας εξηγήσεις  τη φωνάζει και η στιγμή που εκείνη πανικόβλητη τρέπεται σε άτακτη φυγή (που αποτελεί αδιάψευστη και έμπρακτη αποδοχή της ενοχής της) σηματοδοτεί την αρχή της μετάλλαξης του "καλού ανθρώπου".  Ξυπνάει μέσα του ένστικτο του κυνηγού, καθώς την καταδιώκει προκειμένου να μιλήσουν πρόσωπο με πρόσωπο και πλημμυρίζεται από αίσθημα της ατίμωσης εξουθενωμένος όπως είναι από την πίεση του ξαδέρφου του και την σωματική κούραση από την δουλειά του. Και προλαβαίνοντας την στην είσοδο του χωριού την βουτάει από τα μαλλιά και την πετάει κάτω. Εμποδισμένος από τον Θεοδόση να την σκοτώσει σε κοινή θέα, κατευθύνεται στο σπίτι τους μαζί της για να λύσουν τους λογαριασμούς τους. Εκεί, υπό το φως που ανάβει εκείνη, εκείνος οργίζεται από την εύγλωττη σιωπή της γυναίκας του και την προδοτική μεταμφίεσή της. Μεθάει από την δύναμη που ξαφνικά αισθάνεται βλέποντας την ανυπεράσπιστη και  αρπάζει ένα μαχαίρι για να τη σφάξει, διατεθειμένος πια  να κάνει με τα χέρια και  με πολύ πιο άγριο και άμεσο τρόπο αυτό που αρνήθηκε να κάνει στην ενέδρα.  Ο καλός άνθρωπος επιστρέφει για λίγο όταν στην προσπάθειά της να γλιτώσει τη ζωή της του αποκαλύπτει  πώς είναι έγκυος το παιδί του, όμως  υπό την πίεση του βιαστικού να αποδοθεί "δικαιοσύνη" Θεοδόση που χτυπάει συνεχώς την πόρτα ρωτώντας αν την σκότωσε "ακόμα", τελικά την σφάζει τυφλωμένος από μανία.  Γίνεται έτσι τυπικός ήρωας νατουραλιστικής ιστορίας. Οι κοινωνικές συμβάσεις τον περιορίζουν την ελευθερία επιλογής  και οι εσωτερικές του παρορμήσεις τον στερούν από την ηθικότητά του και  ξυπνούν το ζώο μέσα του.
   Η γυναίκα, της οποίας το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ, έχει εκμεταλλευτεί την απουσία του συζύγου της για δουλειά για να ερωτοτροπήσει με κάποιον άγνωστο άντρα. Το γεγονός ότι μεταμφιέζεται σε άντρα για να μην γίνει αντιληπτή,  πέρα από απόδειξη της ενοχής της,  επιβαρύνει τη θέση της διότι καταδεικνύει  πως έχει επίγνωση ότι κάνει μια αξιοκατάκριτη πράξη. Πανικοβάλλεται όταν καταλαβαίνει πως η απιστία της έγινε αντιληπτή και κάνει όλες τις "λάθος" κινήσεις που οδηγούν στο θάνατο της.  Αρχικά το βάζει στα πόδια και έπειτα από φόβο και ενοχή μένει σιωπηλή στις ερωτήσεις του άντρα της και αυτό τελικά σφραγίζει τη μοίρα της. Όχι τόσο γιατί με τη σιωπή της ωθεί τον Κούρκουπο να φανταστεί το χειρότερο, αλλά γιατί η ενοχή που βλέπει εκείνος στα μάτια της και ταυτόχρονα η σιγουριά της ότι θα την τιμωρήσει κάνει τον Κουρκουλιώτη να αισθάνεται δικαιολογημένη και αναπόφευκτα φυσική την τιμωρία αυτή την οποία εν πρώτοις δεν ήθέλε να επιβάλλει. Έτσι, η τελευταία της απέλπιδα προσπάθεια να γλιτώσει, αποκαλύπτοντας πως είναι έγκυος,  δεν είναι αρκετά ισχυρή ώστε να αντέξει την πίεση που ασκεί στον άντρα της ο ξαδερφός του.
    Το τρίτο πρόσωπο είναι ο Θεδόσης, ο ξάδερφος, ο οποίος εκπροσωπεί την κοινωνία κατά κάποιον τρόπο και την στρεβλή άποψή της περί τιμής. Είναι η κινητήριος δύναμη πίσω από αυτήν την ιστορία και δρα καταλυτικά στην εξέλιξή της. Έχει πάει να κυνηγήσει κουνάδια και βλέπει τυχαία την γυναίκα του ξαδέρφου του με τον εραστή της, ντυμένη με αντρικά ρούχα. Αισθανόμενος την τιμή της οικογένειας να πλήττεται (και νοιώθωντας σαν τους πρωτόγερους στο διήγημα αυτό) πηγαίνει χωρίς χρονοτριβή να ενημερώσει τον ξάδερφό του ώστε να ξεπλύνει την ντροπή. Είναι εκείνος που οργανώνει την ενέδρα και τον πιέζει έντονα,  όταν βλέπει ή νοιώθει πως διστάζει, οπλίζοντας του στην κυριολεξία το χέρι. Φτάνει στο σημείο βλέποντας τον δισταγμό του συζύγου της άπιστης να καθαρίσει να του πάρει το όπλο ώστε να προσπαθήσει ο ίδιος να ξεπλύνει την ντροπή, επιτιμώντας τον έμμεσα για τον δισταγμό του. Μπορεί να τον εμποδίζει μετά την καταδίωξη να την σκοτώσει σε κοινή θέα στην είσοδο του χωριού πιθανότατα όμως δεν το κάνει από τον φόβο της κρατικής δικαιοσύνης. Γιατί είναι εκείνος που φορτικά πιέζει τον Κούρκουπο ρωτώντας τον συνεχώς αν την σκότωσε "ακόμα",  τη λέξη που έδωσε τον τίτλο του  διηγήματος, και  όταν οι γείτονες ακούν της φωνές  και βγαίνουν αναστατωμένοι, δεν διστάζει να τους ενημερώσει πως ο ξάδερφός του σκότωσε τη γυναίκα του, γνωστοποιώντας του παράλληλα έμμεσα πως η "τάξη αποκαταστάσθηκε",   και η ατίμωση ξεπλύθηκε. Και για αυτό δεν φοβάται την κρατική δικαιοσύνη. Γιατί ξέρει ότι ακόμα κι αν κάποιος από τους γείτονες δεν δικαιολογήσει την σφαγή της άπιστης "που το πήρε στο λαιμό της το  παλικάρι με τα καμώματά  της" και μιλήσει, θα πέσει στα μαλακά, διότι ήταν "έγκλημα πάθους". Και "έγκλημα τιμής..."
    Πέρα από την έννοια της τιμής, την οποία έμμεσα σχολίασα στην παρουσίαση των προσώπων, ιδιαίτερα σημαντικός  είναι θεωρώ ο ρόλος της σκηνής στο λιτριβείο με την οποία ξεκινάει το διήγημα, καθώς διαγράφειγλαφυρά τους χαρακτήρες των ηρώων αλλά και θέτει την εξέλιξη τους σε συγκεκριμένα πλαίσια.  Ο Κούρκουπος εξαιτίας της κούρασης από την δουλειά είναι περισσότερο ευάλωτος στις κοινωνικές πιέσεις που του ασκούνται μέσω του Θεοδόση αλλά και στις εσωτερικέςπαρορμήσεις του. Όσον αφορά δε τον Θοδόση η ζέση και η ταχύτητα που επιδεικνύει  πηγαίνοντας  στο λιτριβείο και μη περιμένοντας καθόλου, δείχνει το μέγεθος της ντροπής που αισθάνεται για την απιστίας της γυναίκας και πόσο μεγάλη είναι η ατίμωση που βιώνει η ευρύτερη οικογένεια από το γεγονός και πόσο μεγαλύτερη όταν θα γίνει αυτό γνωστό. Έτσι, προιοικονομείται πόσο πιεστικός θα είναι στη συνέχεια του διηγήματος, γενόμενος τελικά ο ιθύνων νους πίσω από τον φόνο και ο ηθικός αυτουργός του.  Και τέλος, καθώς περιγράφει τον Κούρκουπο ως τον δουλευταρά άντρα που ακολουθεί τις επιταγές του κοινωνικού του ρόλου η αντίστιξη με τη συμπεριφορά της άπιστης γυναίκας του φαίνεται  εντονότερα, προοικονομώντας την θανάτωση της στη συνέχεια.
 Η γλώσσα του διηγήματος είναι απλή δημοτική, μπολιασμένη με διαλεκτικά στοιχεία από το  κερκυραϊκό ιδίωμα. Το ύφος του κειμένου είναι λιτό και υπαινικτικό χωρίς περιττά στολίδια. Οι διάλογοι περιορίζονται στα απαραίτητα.  Το μοναδικό λυρικό στοιχείο, ας το πούμε, του κειμένου είναι η περιγραφή της φύσης κατά την διάρκεια της ενέδρας μέσω της οποίας, νομίζω,  ο  Θεοτόκης επιχειρεί να μεταφέρει στον αναγνώστη την ματιά του Κούρκουπου και τη νευρικότητα που αισθάνεται αλλά και την εγρήγορση στην οποία βρίσκεται,  καθώς περιμένει να επιτελέσει το ανεπιθύμητο για τον ίδιο χρέος του.  Η αφήγηση είναι γραμμική και γίνεται  από έναν τριτοπρόσωπο, ετεροδιηγητικό παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος αφηγείται από μηδενική εστίαση την ιστορία αντικειμενικά, χωρίς να σχολιάζει (πλην της αναφοράς στην καλοσύνη του Κούρκουπου η οποία είπαμε τι εξυπηρετεί.)
     Τέλος θα πρέπει να τονιστεί το αμφίσημο του τίτλου. Σε ένα πρώτο επίπεδο είναι προφανές ότι  σηματοδοτεί την κοινωνική πίεση που μέσω του ξαδέρφου ασκείται στον ήρωα, ώστε να διαπράξει  το φόνο. Σε ένα  δεύτερο επίπεδο όμως είναι εμφανώς ένα σχόλιο του ίδιου συγγραφέα που αναρωτιέται για πόσο ακόμα θα ανεχόμαστε τέτοιου είδους συμπεριφορές.
     Ένα ερώτημα που δυστυχώς παραμένει επίκαιρο, αναλογιστείτε μόνο την συχνότητα των εγκλημάτων έμφυλης βίας τον τελευταίο χρόνο, από τον βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο και την δολοφονία της Αγγελικής Πέτρου  από τον πατέρα της   στην Κέρκυρα  μέχρι την εκτέλεση της Ερατώς στην Λέσβο από τον πρώην της  και τον βιασμό και φόνο της Αμερικανίδας βιολόγου Σούζαν Ήτον στα Χανιά. Και σκεφτείτε ότι ακόμα σήμερα κάποια από αυτά τα φρικτά εγκλήματα ονομάζονται  "εγκλήματα πάθους" ή "εγκλήματα τιμής"...
   Ακόμα, λοιπόν; Είναι άντρας και το κέφι του θα κάνει;
Αυτό είναι το αποτέλεσμα...



(Δείτε εδώ τις  βασισμένες στο διήγημα του Θεοτόκη εργασίες δημιουργικής γραφής των μαθητών της Β΄Λυκείου του Μουσικού Σχολείου Ρόδου )
*Επειδή ακόμα δεν έχει ανέβει στο Διαδίκτυο το νέο βιβλίο της Λογοτεχνίας το οποίο περιέχει, μεταξύ άλλων πολύ ωραίων κειμένων τα οποία λιγουρεύομαι να σχολιάσω ή να διδάξω, το διήγημα,  το παραθέτω  ολόκληρο  όπως το τσίμπησα από εδώ.


 ΤΟ λητρουβιό άλεθε. Δυο φωτιές μαύρες εφέγγαν αδύνατα στην καπνούρα που ανάδινε η στια. Το λιθάρι έτριζε, η ζιφταριά1 εσούρωνε λάδι. Τρεις από τους συντρόφους εδούλευαν, δύο άλλοι εκοιμόνταν κατά γης απάνου στα λιόστα2. Ήταν μεσάνυ­κτα και κρύο.
     Η πόρτα άνοιξε. Ένας κυνηγός εμπήκε με τα σκυλιά του, άντρας ως σαράντα χρονών, μεγάλος με αντρίκια αλλά ήμερην όψη, και που εφορούσε φέσι και σεγκούνι3 και πλατοβράκι4. Εφαινότουν ταραγμένος.
     «Καλησπέρα Θοδόση»· του είπαν· «εβάρεσες κουνάδια5
     «Καλησπέρα» αποκρίθηκε· «πού είναι ο Κούρκουπος;»
     «Αυτού πέρα κοιμάται» έκανε ένας από τους δουλεφτάδες, άντρας μισόκοπος και που ήταν, καθώς λέγαν, του λητρουβιού ο καραβοκύρης. Κι επρόσθεσε: «Κούρκουπε, ξύπνα. Ο ξάδερφός σου.
     Αλλά ο Κούρκουπος δεν εξυπνούσε· είχε βαρύν ύπνο· και ο Θοδόσης επήγε σιμά του και τον εσκούντησε με το πόδι.
     «Τι είναι· έκαμε μισοκοιμισμένος· «τώρα, τώρα επλάγιασα. Ήρθε κι όλας το αλλάγι6 μου;»
     «Ξύπνα· η γυναίκα σου σε θέλει. Ήμουν για κουνάδια και την είδα».
     Ο Κούρκουπος εσηκώθηκε αμέσως ανήσυχος. Ήτουν νέος ως εικοσιπέντε χρονών· όμορφος όχι, μα το ανάβλεμμά7 του έδειχνε πολλήν καλοσύνη. Κι αυτός ήτουν χωριάτικα ντυμένος, λιγδερός από τα λάδια, και με κορμί μαζωμένο λίγο από την άκο­πη εργασία.
     Οι δυο άντρες εβγήκαν αντάμα. Το χωριό εκοιμότουν. Η αστροφεγγιά εφώτιζε το δρόμο. Κάπου κάπου σκύλος τους αλυχτούσε.
     «Τι τρέχει;» ερώτησε ο Κούρκουπος σκιασμένος.
     Ο άλλος δεν απολογήθη. Σιωπηλά εφτάσαν βιαστικοί στη γειτονιά τους Ο Κούρκουπσς έτρεξε στο σπίτι του, αλλά εβρήκε την πόρτα μανταλωμένην απ’ όξω.
     «Πού είναι;» ερώτησε ντροπιασμένος.
     «Πέρα στους Έρμονες» του απάντησε ο Θοδόσης· και χωρίς άλλο λόγο εκίνησε προς τον κατήφορο. Ο άλλος ακολούθησε· κρύος ίδρος επερίχυνε τα μέλη του οι πλάτες του επαγώναν είχε χάσει, την ομιλιά του.
     Εκατεβήκαν στο στενό μονοπάτι προς τη θάλασσα. Ο τόπος ήτουν έρημος. Τα βουνά ορθωμένα, ανακατωμένα και απόγκρεμα εφαίνονταν την ώρα εκείνη μαύρα· το νερό του τράφου8 έβραζε με τις πέτρες. Στο τρίστρατο του φουρκισμένου εσταθήκαν κι εκρυφτήκαν πίσω από ένα βράχο. Ο Κούρκουπος εκάθισε γιατί τα γόνατά του ετρέμαν, ο άλλος τον κοίταξε ζητώντας να μαντέψει την όψη του στο σκοτάδι. Ανάμειναν κι αφοκραζόνταν.
     Οι φτερωτές των μύλων εγύριζαν άκοπα κι έφταναν στ’ αυτιά τους τα τραγούδια των μυλωνάδων, μαζί με τη βοή του νερού και με τα λαλήματα τα πρώτα του κόσμου.
     Ξάφνως οι σκύλοι εμούγκρισαν, αλλά ο Θοδόσης τους ησύχα­σε μ’ ένα νόημα κι εμουρμούρισε: ― «Νάτην. Πάρε». Και του έβαλε το καρυοφύλλι στο χέρι.
     Ένας ίσκιος τους επλησίαζε αναβαίνοντας το ρόβολο9. Μηχα­νικά ο Κούρκουπος επήρε το ντουφέκι και εσήκωσε το λύκο. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα απάνου στον άνθρωπο, που τώρα εδιάβαινε βιαστικά σιμά τους. Οι σκύλοι δεν εσάλεψαν. Κι ο Κούρ­κουπος αναστέναξε βαθιά κι είπε αλαφρωμένος πιθώνοντας το όπλο.
     «Είναι άντρας».
     «Είναι αντρίκια ντυμένη· οι σκύλοι την εγνώρισαν. Χτύπα».
     Δεν υπάκουσε, γιατί δεν ήθελε να πιστέψει.
     «Είναι αντρίκια ντυμένη» του ματάειπε ανυπόμονα. «Την είδα να κατεβαίνει».
     Και με τα λόγια τούτα του απόσβησε κάθε ελπίδα. Ο Κούρκουπος εκατάλαβε μέσα του, πως μελλάμενο του ήτουν να γένει φονιάς· και η σκέψη τούτη ήταν τρομερή τόσο για τον καλόν άνθρωπο που ενικούσε και την οργή και τη θλίψη του.
     Εκείνη ως τόσο εμάκραινε κι ήτουν έτοιμη να πάρει το γύ­ρισμα του δρόμου.
     «Τι προσμένεις; Μας έφυγε. Αυτή είναι», του ‘πε με βραχνή φωνή ο Θοδόσης· «μας εντροπιάσατε». Κι έκαμε να του αρπά­ξει το ντουφέκι.
     «Εσύ δε θα τη σκοτώσεις!» Κι εφώναξε αποφασισμένος· «Γυναίκα, στάσου· ειδεμή…»
     Μα εκείνη εβάλθη να τρέχει όσο εδύνοτουν, και μία στιγμή την έχασαν από μπρος τους.
     «Είδες, είδες· φεύγει η άτιμη» είπε ο Θοδόσης. Κι εριχτήκαν με μιας και οι δύο κατόπι της, και οι σκύλοι την εκυνήγησαν αλυχτώντας.
     Αφού επροσπέρασαν το γύρισμα, την είδαν πάλι σιμά τους. Κι ο Κούρκουπος οργισμένος τώρα της εφώναξε· «Στάσου, στάσου», ενώ ο άλλος του ‘λεγε* ― «Τράβα της· τέλειωνε!»
     Μα ο Κούρκουπος δεν άκουε τίποτις· ήθελε τώρα να μάθει, τη ντροπή του από το στόμα της· και, χωρίς να σταθούν, την εξάτρεξε ολόγυρα και την επρόφτασε τέλος προς τα έμπα του χωριού, και την άδραξε από τα μαλλιά και την έβαλε κάτου.
     Εκείνη έριξε ψιλή φωνή.
     «Όχι εδώ» του ‘πε ο Θοδόσης, «θα ξυπνήσει ο κόσμος. Δος μου το τουφέκι να μη βρεθεί στα χέρια σου.»
     Κι ο Κούρκουπος υπάκουσε· του απάφησε το όπλο· και σή­κωσε την τρομαγμένη γυναίκα στα δυο χέρια και την έσυρε στο σπίτι.
     Άνοιξε η ίδια, γιατί είχε τα κλειδιά, με κρύαν καρδιά· και το αντρόγυνο εμπήκαν μέσα μοναχοί τους· αυτός έκλεισε με βια την πόρτα.
     Έμειναν για μια στιγμή χωρίς φως, κι εφοβηθήκαν κι οι δύο τους. Καθώς όμως ήτουν μαθημένη έβαλε προσανάμματα στη στια που εκρουφόκαιγε στην ογνίστρα10, και με μιας έλαμψε το σπίτι.
     Το πρόσωπο του Κούρκουπου ήταν συγνεφιασμένο· βλέποντάς τον ελίγωσε11 η γυναίκα κι εκάθισε χάμου. Εφαινότουν μικρή στ’ αντρίκια φορέματα που μολογούσαν το έγκλημά της· και κοιτάζοντάς την τον επαραπήρε η χολή, τα φρένα του εσκοτιστήκαν, μια στιγμή ακόμα ετσώπασε, κι ύστερα με βαθύν ανασασμό της είπε:
     «Τέτοια ώρα, αντρίκια ντυμένη, στους Έρμονες. Σκύλα πού ήσουν;»
     Εκείνη λόγο. Τότες επήρε τη μεγάλην απόφαση. Ανατρί­χιασε· εξέταζε με το μάτι όλο το σπίτι ζητώντας· και του πα­ρουσιάστη στην όψη ένας κόπιδας12 που τον άδραξε αμέσως. Ευ­ρέθη σιμά της και της έλεγε φοβερίζοντας· «Πού ήσουν; πού ήσουν;»
     Κι όσο εκείνη από τρομάρα κι έλεγχος δεν αποκρενότουν, τόσο η χολή του επέρσευε, τόσο την ετυραγνούσε· κι εκατάλαβε η άτυχη πως ήταν τώρα το τέλος της,
     «Έλεος, έλεος» είπε· «αμαρτωλή είμαι·» μα είμαι έγκυα· δικό σου είναι το παιδί, μα το Θεό!
     Έμεινε ο Κούρκουπος· εγίνη κίτρινος· ο λόγος της τον εξαρμάτωνε.
     Η στια είχε πέσει, εκείνη έκλαιγε θερμά· όξω εξημέρωνε.
     Κι ο Θοδόσης που ‘χε παραμονέψει, εχτύπησε μ’ ορμή βαριά την πόρτα· κι είπε· «Ακόμα; ακόμα;»
     Και σαν απάντηση ακουστήκαν φωνές από μέσα. ― «Έλεος, έλεος, το παιδί σου. Απάνθρωπε, με σκότωσες!» και δυνατά όσο εδυνότουν! ― «Βοήθεια, βοήθεια! Α!»
     Κι ύστερα άκρα σιωπή.
     Τότες όμως ανοίχτηκαν τ’ άλλα σπίτια, κι εβγήκαν οι γειτόνοι άντυτοι, ανταριασμένοι κι εσυναχτήκαν μπρος στου Κούρκουπου το σπίτι, άντρες, παιδιά, ρωτώντας τι τρέχει· κι εφοκραστήκαν το πνιμένο ρουχαλητό που έβγαινε τώρα απ’ μέσα.
     Ο Θοδόσης τους αποκρίθη· ― «Την εσκότωσε».
     
     (1904)
     
     Λεξιλόγιο
     [1] ζιφταριά = ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού
     [2] λιόστα = τα στερεά απόβλητα του ελαιουργείου
     [3] σεγκούνι = χοντρό, μάλλινο πανωφόρι
     [4] πλατοβράκι = η βράκα
     [5] κουνάδι = κουνάβι
     [6] αλλάγι = η αλλαγή της βάρδιας
     [7] ανάβλεμμα = εμφάνιση
     [8] τράφος = χαντάκι, λάκκος πετρώδης και βαθύς
     [9] ρόβολο = ο κατήφορος/ανήφορος
     [10] ογνίστρα = η γωνιά που είναι η φωτιά, λέγεται επίσης και αγουνίστρα
     [11] λιγώνω –ομαι = πρόκληση λιποθυμίας από αηδία
     [12] κόπιδας = μαχαίρι

     


Δεν υπάρχουν σχόλια: