Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Ολόκληρο το ποιήμα 10 : "Επιφάνια, 1937" (Γιώργος Σεφέρης και Μίκης Θεοδωράκης )

Το ποίημα του Σεφέρη για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα, το γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν ένα μίνιμουμ  μουσικής παιδείας,  ένα μέρος του τουλάχιστον, εκείνο που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη, τραγουδήθηκε εξαίσια από τον Μπιθικώτση και είναι γνωστόν ως "Κράτησα τη ζωή μου".
  Περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή "Τετράδιο Γυμνασμάτων", η οποία, κατά δήλωση του ποιητή, περιλαμβάνει ασκήσεις ύφους και ποιήματα που το ύφος ή το θέμα τους δεν ταίριαζαν με καμιά από τις προηγούμενες  ή μελλοντικές ποιητικές του συλλογές, κι εντάσσεται στην υποενότητα "Σχέδια για ένα καλοκαίρι".
  Το ποίημα είναι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο κι  αποτελείται από 45 (ή 44) στίχους χωρισμένους σε τέσσερις ανόμοιες ως προς τον αριθμό των στίχων στροφές. Ο Θεοδωράκης  έχει μελοποιήσει τους πέντέμισι πρώτους στίχους της δεύτερης στροφής. Η εξαίσια μελοποίηση του Θεοδωράκη με τη υψιπετή μεγαλοπρέπεια που χαρακτηρίζει την μουσική του συνθέτη στα καλύτερα δείγματα της, η στιβαρή και δωρική ερμηνεία του Μπιθικώτση και κυρίως οι στίχοι που επιλέχθησαν, αποκομμένοι το υπόλοιπο ποίημα, συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, ένα είδος μικρής αλλοίωσης στο περιεχόμενό του, καθώς φαίνονται να τονίζουν της αντοχή σε όλες τις αντιξοότητες  οι οποίες μπορούν να βρεθούν στη ζωή του ανθρώπου και να τον κάνουν να ξεστρατίσει από τον δρόμο του.

     Το ποίημα αντίθετα θεωρώ πως απηχεί την συνήθη δυσθυμία που χαρακτηρίζει το έργο του Σεφέρη, ειδικότερα εκείνης της εποχής, όπως δηλούν διάφορα σύμβολα του ποιήματος,  όπως, ας πούμε, η αναφορά στον Αλδεβαράν, τον "ξελογιασμένο", που  ακατάπαυστα φαίνεται στον ουρανό να κυνηγάει τις Πλειάδες χωρίς ποτέ να κατορθώσει να τις πιάσει...  Επιχειρώντας μια εξαιρετικά επιφανειακή προσέγγιση, το ποιητικό υποκείμενο αναφερόμενο σε  ένα απροσδιόριστο- γυναικείο πιθανότατα- πρόσωπο είναι παγιδευμένο σε ένα αέναο, σισύφειο ατελείωτο ταξίδι. γεμάτο ταλαιπωρίες, το οποίο ωστόσο δεν φαίνεται να οδηγεί πουθενά. Τίποτα δεν αλλάζει και κανένα κέρδος δεν έχει. Κράτησε τη ζωή του και όλα τα άλλα είναι χιόνι και τσαλαπατημένος πάγος.


   Στο παραπάνω συνηγορεί και το γεγονός πως είναι ένα από τα ποιήματα τα οποία έγραψε  όταν βρισκόταν με δυσμενή μετάθεση στην Κορυτσά,  όπου βρέθηκε κατόπιν  παρασκηνιακών ενεργειών του συζύγου της Μαρώς, της γυναίκας με την οποία ήταν ερωτευμένος και έγινε αργότερα η σύντροφος τη ζωής του.  Βρίσκεται δηλαδή ο ποιητής σε μια ιδιάζουσα φάση, καθώς ζει τον μεγάλο ακατάλυτο έρωτα και έχει ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί την αβεβαιότητα και την απουσία. Ένα ατέρμονο ταξίδι που έλυσε ο Σεφέρης προχωρώντας όμως σε έναν επίπονο συμβιβασμό ο οποίος των στοίχειωνε στην υπόλοιπη ζωή του: να αποδεχθεί μετάθεση στο Γραφείο Τύπου του  Νικολούδη, του εκπροσώπου της δικτατορικής κυβέρνησης του Μεταξά, ώστε να βρεθεί στην Αθήνα, κοντά στην Μαρώ. 
   Βέβαια υπάρχει και η προγενέστερα ηχογραφημένη  εκδοχή με τον Καλογιάννη και χορωδία, η οποία περιλαμβάνει ολόκληρο το ποίημα, αλλά δεν είναι τόσο γνωστή. Αδίκως...

Ακολουθεί ολόκληρο το ποίημα.

 Επιφάνια, 1937

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδεβαράν.

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους' βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου. στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά. μελανιασμένες λαγκαδιές. ο χιονισμένος
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι  δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ. ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες  που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ' αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο  γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τούς πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή. κράτησα τη ζωή μου.

                                                                                    Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.


2 σχόλια:

Κωστής Δεμερτζής, Προοδευτική Εύβοια είπε...

Αν κάποιος εστιάσει στην εικονοποιία της πορείας σε ένα αφιλόξενο τοπίο, που διατρ΄χει τα "Επιφάνεια, 1937" του Σεφέρη θα πρέπει να θυμηθεί και τους στίχους του 5ου μέρους από την "Έρημη Χώρα", του Έλιοτ. Το "τι είπε ο κεραυνός" (What the Thunder said).
Ο Σεφέρης εκτελεί το "γύμνασμα" με τελείως δικό του τρόπο, με δική του εικονοποιία, αλλά κρατώντας την κεντρική δομή και ιδέα του Έλιοτ.
Ο Έλιοτ, πάλι, θεωρούσε ότι, όλη η ποίησή του να ξεπεραστεί, οι πρώτοι τριάντα τόσοι στίχοι από το What the Thunder said θα μείνουν.
(τελικά, από την ποίησή του έμειναν άλλα, but this is another story)

Kakos Lykos είπε...

Πολύ ωραίο σχόλιο. Σας ευχαριστώ γι΄ αυτό.