Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Κ. Π. Καβάφη, "Φωνές": ανάλυση και στοχασμοί

Κάθε χρόνο περιμένω ανυπόμονα να φτάσει η ώρα για να επεξεργαστούμε κάποιο καβαφικό ποίημα στην τάξη. Είναι που έχω αναπτύξει με τη γραφή του Καβάφη μια ιδιαίτερη σχέση και κάθε φορά που συναντώ ένα κείμενό του, την αναθερμαίνω και τη βαθαίνω. Το καλύτερο, βέβαια, είναι που στο ταξίδι αυτό έχω συνοδοιπόρους τα παιδιά: έτσι, κάθε πορεία είναι διαφορετική από την προηγούμενη, ανεπανάληπτη και ξεχωριστή... 
Αφού, λοιπόν, συγκεντρώσαμε στοιχεία για τη ζωή του ποιητή, οι μαθητές αναζήτησαν και διάβασαν διάφορα ποιήματά του σημειώνοντας τους στίχους που τους έκαναν εντύπωση. Έτσι, όταν τελικά φτάσαμε στην ανάλυση του ποιήματος Φωνές, η καβαφική έκφραση δεν τους φάνηκε ούτε ξένη ούτε ανοίκεια ούτε καν μακρινή...
Οι "Φωνές" είναι ένα συμβολιστικό ποίημα όπου ο ήχος των φωνών -για την ακρίβεια, η ανάμνηση του ήχου αυτού- πυροδοτεί τον λυρισμό, τη νοσταλγία, την ανάκληση μιας παλιάς και ξέγνοιαστης ευτυχίας και τη μοιραία σύγκριση με το τώρα, το οποίο ορίζεται από την Απώλεια. Η περιώνυμη ακριβολογία του Καβάφη μας καθοδηγεί από λέξη σε λέξη, από στίχο σε στίχο κι από στροφή σε στροφή να ακολουθήσουμε τον ποιητικό συνειρμό. Πρώτα, γίνεται αναφορά στις φωνές των χαμένων προσώπων που ακούμε είτε βρισκόμαστε μέσα σε όνειρο είτε όχι. Έπειτα, ο ήχος αυτός ανακαλεί μνήμες της παιδικής/νεανικής ηλικίας που φτάνει πια σε μας σαν ξεψυχισμένος από-ηχος του παρελθόντος.  [Ας ακούσουμε το ποίημα του Καβάφη μελοποιημένο από τον Στάθη Δρογώση: Δεν είναι τυχαίο που το ποίημα ξεκινά με την περιγραφή των φωνών (τα επίθετα στην ποίηση του Καβάφη είναι λιγοστά, καίρια τοποθετημένα και κάθε άλλο παρά δια-κοσμητικά: παράλληλα με την αισθητική της έκφρασης, υπογραμμίζουν και νοηματοδοτούν τον λόγο). Οι φωνές λοιπόν -χωρίς τη ρητή παρουσία του συνδετικού ρήματος, μετέωρες, χωρίς να ''είναι", να υφίστανται, να έχουν υπόσταση έξω από την αναπόληση- χαρακτηρίζονται ιδανικές κι αγαπημένες (=φωνές εξιδανικευμένων αγαπημένων προσώπων: σχήμα υπαλλαγής). Τα πρόσωπα έχουν εξιδανικευτεί, όπως συμβαίνει με ό,τι αγαπημένο έχει περάσει στο παρελθόν: καταλαμβάνει την ιδιαίτερη θέση που του δίνουμε μέσα μας, την οποία επενδύουμε με όλο το συσσωρευμένο συναίσθημα που μένει αδικαίωτο όταν επέρχεται ο θάνατος, ο χωρισμός και η απώλεια. Οι φωνές αυτές, δηλαδή, ανήκουν σε πρόσωπα που έχουν χαθεί από τη ζωή μας (είτε με τη ριζική σημασία του θανάτου είτε με τις συνεκδοχικές του χωρισμού και της απόστασης) - και πάντως, έχουν χαθεί οριστικά και αμετάκλητα για μας. 
Η πρώτη παρατήρηση σχετίζεται με την επιλογή των φωνών: γιατί η μνήμη κινητοποιείται από τις φωνές των χαμένων ατόμων και όχι λόγου χάρη από τα πρόσωπά τους ή τα μάτια τους, που θα έμοιαζε και πιο αναμενόμενο και πιο λογικό ενδεχόμενο; Αφενός η μνήμη δεν νομίζω ότι στηρίζεται σε λογική βάση: μια μυρωδιά, μια κίνηση, ένα χρώμα αρκούν να ξυπνήσουν μια ανάμνηση. Αλλά και πάλι γιατί οι φωνές συγκεκριμένα; 
  Ίσως είναι που η φωνή είναι το όχημα για να μεταφερθεί κάθε σκέψη, να εξωτερικευτεί κάθε συναίσθημα, να ειπωθεί κάθε αλήθεια. Είναι το βασικό μέσον της γλώσσας και της επικοινωνίας. Κι είναι εφοδιασμένη με κάθε λογής εντάσεις, χροιές, χρωματισμούς, ταχύτητες κι επιτονισμούς, παύσεις ακόμα και αποσιωπήσεις. Κι οι φωνές των ανθρώπων που αγαπούμε ή αγαπούσαμε μπορεί να 'ναι γλυκιές, οξείες ή τραχιές, σιγανές ή βροντερές, μελωδικές ή αδύναμες αλλά πάντως είναι χαρακτηριστικές και αναγνωριστικές κι είναι σ' αυτές που περιμέναμε να ακούσουμε διατυπωμένη την αντίδραση στην αγάπη μας. 
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά αυτό το για μας: ο ποιητής χρησιμοποιεί την εσωτερική εστίαση και μάλιστα, το α' πληθυντικό πρόσωπο διευρύνοντας τα προσωπικά του συναισθήματα. Τονίζει ότι η μνήμη είναι μια συλλογική διαδικασία, προκαλώντας μας να ταυτιστούμε μαζί του σ' ένα ταξίδι στις αναμνήσεις του παρελθόντος του. Το οποίο ταξίδι ξεκινά όταν οι φωνές δεν ακούγονται απλώς αλλά ομιλούνε: μιλάνε στο μυαλό μας, μας μεταφέρουν ό,τι λαχταρούσαμε και τελικά ακούσαμε ή δεν ακούσαμε όσο οι φωνές αυτές δεν ήταν δημιούργημα της φαντασίας μας αλλά ζωντανές και παρούσες. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι η απόσταση που έχει μπει ανάμεσα σε μας και τις φωνές έχει δημιουργήσει την ανάγκη να τις επαναφέρουμε, να τις ανακαλούμε και να τις ακούμε μέσα στα όνειρά μας: ασυνείδητα, χωρίς την εποπτεία της συνείδησης, δηλαδή, οι φωνές ξαναζωντανεύουν στον ύπνο μας για να μας υπενθυμίσουν την αγάπη που είχαμε κάποτε αλλά δεν έχουμε τώρα. Το εντυπωσιακό είναι πως η επίσκεψη των φωνών δε γίνεται μόνο στον ύπνο, όταν δεν έχουμε έλεγχο του μυαλού μας και αφήνονται ελεύθερα τα απωθημένα συναισθήματα: και στην κατάσταση της πλήρους συνειδητότητας, το μυαλό ακούει ακόμα αυτές τις φωνές. Χρειαζόμαστε ακόμα να τις ακούμε, σα μια φυσική κατάσταση, όχι απλώς σα μια ονειρική μακρινή φαντασίωση.
Με τον ήχο των φωνών -κι έχουμε μπει πια στην τελευταία στροφή του ποιήματος- θυμόμαστε την νεανική μας ηλικία, τότε που βρισκόμασταν στην πρώτη ποίηση της ζωής μας: τότε που ήμασταν έτοιμοι να δημιουργήσουμε, να διεκδικήσουμε, να φτιάξουμε τη ζωή μας. Η χρήση της λέξης ποίηση δεν είναι και πάλι τυχαία: ποίηση με την έννοια της κατασκευής, του χτισίματος της ζωής και του χαρακτήρα μας αλλά και ποίηση με την έννοια την... ποιητική, της αλήθειας και του γνήσιου συναισθήματος. Κάθε φορά που διαβάζω το ποίημα, θαυμάζω τον διασκελισμό μεταξύ του έκτου και του έβδομου στίχου: με τους ήχους για μια στιγμή επιστρέφουν... κι εκεί τελειώνει ο στίχος δίνοντας την εντύπωση ότι αυτοί που επιστρέφουν -έστω στιγμιαία και φευγαλέα, σαν σε οπτασία- είναι οι άνθρωποι που έχουμε χάσει. Αλλά όχι. Ο επόμενος στίχος αποκαλύπτει κάτι πολύ ευρύτερο: αυτό που επιστρέφει είναι μια ολόκληρη εποχή που έχουμε χάσει. Εποχή που αν δεν περιελάμβανε τους ανθρώπους που πέθαναν/απομακρύνθηκαν από εμάς, τουλάχιστον μας προετοίμαζε γι' αυτούς. Εποχή αθωότητας που είχαμε όνειρα και ιδανικά -πριν τα όνειρα και τα ιδανικά καταλήξουν να γίνουν σκιές του μυαλού και φαντασιώσεις μιας αλλοτινής ευτυχίας. 
Ο ήχος των φωνών και οι ήχοι της παλιάς μας ζωής (τρεχαλητά στους δρόμους; τα πρώτα "μπράβο" από τους γονείς και τους δασκάλους; το πρώτο φιλί ενός έρωτα;) ξεδιαλύνουν σιγά-σιγά. Μετουσιώνονται, ξεγλιστρούν και χάνονται σαν μια αδύναμη μελωδία που τελειώνει κι απομακρύνεται κι αυτή. Η μουσική συμβολίζει και συνδέεται με την πνευματική και ψυχική ανάταση: είναι η πιο λυρική και υποβλητική των τεχνών επειδή μας προκαλεί να δημιουργήσουμε εικόνες για να ντύσουμε τις μελωδίες της. Με τη διαφορά, όμως, πως στο ποίημα έχουμε ήδη δημιουργήσει τις εικόνες και με τη διαφορά πως η μουσική ξεμακραίνει και σβήνει μέσα στην ηρεμία της νύχτας και του σκοταδιού. Ο χρόνος, λοιπόν, η αλλαγή, η πραγματικότητα έχουν αλλοιώσει τους ήχους: οι χαρούμενες αναμνήσεις ξεθωριάζουν και η προσωρινή ανάκλησή τους δεν καταφέρνει να ξεριζώσει το αίσθημα της απώλειας. Άλλωστε, η συνεχής αναζήτηση της χαμένης αγάπης μπορεί να δίνει παρηγοριά αλλά ταυτόχρονα εντείνει τον πόνο γιατί λειτουργεί ως διαρκής υπενθύμιση αυτού που ήταν και δεν είναι πια. Αυτό δηλώνεται και με τα αποσιωπητικά στο τέλος του ποιήματος: μετά τη μουσική -την έστω αχνή, έρχεται η αποσιώπηση, η σιωπή, το κενό, το τίποτε, η πραγματικότητα.

Και τότε νοιώθουμε τον πόνο για την επιστροφή, τον πόνο για να μας επιστραφεί κάτι ή κάποιος ή ο εαυτός μας που χάσαμε. Νοσταλγία. 

Υ.Γ. Όπως παρατήρησαν ο Αντώνης κι η Ελένη στην τάξη, τον χρειαζόμαστε τον πόνο της μνήμης. Έχουμε ανάγκη τη μνήμη και ας μας πληγώνει. Επειδή η ανάμνηση της -χαμένης έστω- αγάπης είναι η καλύτερη απόδειξη πως είμαστε ικανοί να αγαπήσουμε. (Ευχαριστώ, παιδιά...)


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

σασ παρακαλω πια ειναι τα μυθολογικα στοιχια τοθ ποιηματος.τα εχω για εργασια στο σχολιο πλζ ηελπ

Kakos Lykos είπε...

Μάλλον σε άλλο ποιήμα έχεις την εργασία, διότι αυτό δεν έχει μυθολογικά στοιχεία... Αν είχε, θα τα έβρισκες. Πίστεψε με.