Όταν
ήμουν φαντάρος στην Κω, ήρθε κάποια
στιγμή ένας καινούργιος ταξίαρχος. Και ο θρύλος λέει ότι ένα βράδυ
συνάντησε στη Λέσχη Αξιωματικών έναν
συνταγματάρχη με τον οποίο είχε προηγούμενα και τον έκανε ρόμπα βάζοντας τον να βαράει προσοχές
και να κάνει μεταβολές μπροστά σε όλους
και μάλιστα μπροστά στην οικογένειά του.
Αυτήν την ιστορία στρατιωτικού σουρεαλισμού μου θύμισε το σύντομο διήγημα του Αντόν Τσέχοφ «Ο Παχύς και ο Αδύνατος» που σατιρίζει, σε έναν πρώτο βαθμό, τον μικρόκοσμο της τσαρικής διοίκησης και, γενικότερα, κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα ή εταιρία που έχει συγκεκριμένο οργανόγραμμα και οι επουσιώδεις επί της ουσίας διαφορές στην ιεραρχία ανάγονται σε φετίχ και δημιουργούν αβυσσαλέα χάσματα μεταξύ των ανθρώπων, επηρεάζοντας τις κοινωνικές τους σχέσεις. Το διήγημα του Τσέχοφ παρουσιάζει την συνάντηση μετά από πολλά χρόνια δυο παλιών συμμαθητών σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό στη τσαρική Ρωσία του 19oυ αιώνα. Την ειλικρινή χαρά αμφοτέρων στην πρώτη ενότητα αντικαθιστά η δουλοπρέπεια με την οποία αντιμετωπίζει ο ένας από τους δυο τον άλλο, όταν αντιλαμβάνεται την υψηλότερη της δικής του υπηρεσιακή του ανέλιξη στην υπηρεσία όπου και οι δυο εργάζονται.
Αυτήν την ιστορία στρατιωτικού σουρεαλισμού μου θύμισε το σύντομο διήγημα του Αντόν Τσέχοφ «Ο Παχύς και ο Αδύνατος» που σατιρίζει, σε έναν πρώτο βαθμό, τον μικρόκοσμο της τσαρικής διοίκησης και, γενικότερα, κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα ή εταιρία που έχει συγκεκριμένο οργανόγραμμα και οι επουσιώδεις επί της ουσίας διαφορές στην ιεραρχία ανάγονται σε φετίχ και δημιουργούν αβυσσαλέα χάσματα μεταξύ των ανθρώπων, επηρεάζοντας τις κοινωνικές τους σχέσεις. Το διήγημα του Τσέχοφ παρουσιάζει την συνάντηση μετά από πολλά χρόνια δυο παλιών συμμαθητών σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό στη τσαρική Ρωσία του 19oυ αιώνα. Την ειλικρινή χαρά αμφοτέρων στην πρώτη ενότητα αντικαθιστά η δουλοπρέπεια με την οποία αντιμετωπίζει ο ένας από τους δυο τον άλλο, όταν αντιλαμβάνεται την υψηλότερη της δικής του υπηρεσιακή του ανέλιξη στην υπηρεσία όπου και οι δυο εργάζονται.
Την απλή αυτή ιστορία ο Τσέχοφ την παρουσιάζει με θεατρικό τρόπο ως μονόπρακτο. Τα αφηγηματικά στοιχεία είναι λίγα, τα βασικά, και τίθενται περισσότερο ως σκηνοθετικές οδηγίες. Το ίδιο ισχύει και για την περιγραφή η οποία στην αρχή του κειμένου ορίζει το πλαίσιο στο οποίο
εκτυλίσσεται η υπόθεση και πιο μετά χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στην αλλαγή της συμπεριφοράς των
προσώπων. Κατά τα λοιπά, ο χαρακτήρας, η
συμπεριφορά, οι σκέψεις και τα κίνητρα τον ηρώων διαγράφονται εύκολα μέσω του διαλόγου. Μέσω και των λέξεων που χρησιμοποιούν οι ήρωες αλλά και αυτών που κρύβονται πίσω από τις λέξεις,
Κι υπογραμμίζονται σε κάποια σημεία, με στοιχεία χιούμορ το οποία
εκφράζονται με ποικίλους τρόπους, από υπαινικτική ειρωνεία μέχρι σωματική
κωμωδία.
Τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας είναι ο
Παχύς και ο Αδύνατος, αμφότεροι μέλη του διοικητικού μηχανισμού του τσαρικού
καθεστώτος. Δευτερεύοντα βουβά πρόσωπα είναι η γυναίκα και ο γιος του Αδύνατου
σε ρόλο ενός ιδιότυπου χορού τραγωδίας
που λειτουργούν ως αντηχείο της συμπεριφοράς του. Μολονότι είναι γνωστά τα ονόματα των ηρώων,
Μίσια και Πορφύρης, ο αφηγητής επιμένει να
τους αποκαλεί Παχύ και Αδύνατο και μάλιστα με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα και, επιπλέον, οι
ιδιότητες αυτές αποτελούν και τον τίτλο του ποιήματος. Έτσι οι ανθρώπινές αυτές φιγούρες γίνονται
γενικότερα σύμβολα δυο χαρακτηριστικών ανθρωπίνων τύπων. Ο Παχυς είναι ο χορτασμένος, ο επιτυχημένος, ο πλούσιος, εκείνος που
έχει μάθει να έχει πάντα επιτυχίες. (Και αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Τσέχοφ -ή ο μεταφραστής μιας και δεν ξέρω αν υπάρχει και ποια μορφή παίρνει ο
διαχωρισμός αυτός στα ρώσικα- για να το τονίσει αυτό επιλέγει την ουδέτερη λέξη «παχύς» που
λειτουργεί ως ευφημισμός και όχι την
λέξη «χοντρός» που έχει περισσότερες αρνητικές συνδηλώσεις και συνήθως χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά.) Ο Αδύνατος αντίθετα είναι ο αποτυχημένος, ο
φτωχός, εκείνος που δεν κατάφερε τη «δίψα του να σβήσει», αυτός που ζει «δυοπόντους έξω απ’ τη ζωή», που δεν κατάφερε, τέλος πάντων, να πετύχει τους στόχους του.
Η αντίθεση των δύο αυτών ανθρώπων υπογραμμίζεται ήδη από την πρώτη
παράγραφο η οποία αναπτύσσεται αντιθετικά και περιγράφει τις συνθήκες συνάντησης
τους. Ο Παχύς βρίσκεται εντός έδρας,
καθώς στο σταθμό βρίσκεται για να γευματίσει. Είναι χορτάτος, νοιώθει πλήρης και η αίσθηση αυτή της ευμάρειας τονίζεται από την παρομοίωση των χειλιών του με γινωμένα βύσσινα, λιγάκι ειρωνικά θα έλεγα, καθώς μια τέτοια
παρομοίωση θα περιμέναμε για τα χειλάκια της Αλίκης Βουγιουκλάκη, ξέρω γω, και όχι για εκείνα ενός εύσωμου τσαρικού
υπαλλήλου σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό στη Ρωσία του 19ου αιώνα. Εκτός από την όψη, και η μυρωδιά του φανερώνει την επιτυχία του, καθώς μυρίζει άρωμα
και κρασί, σημάδια και τα δύο της καλοπέρασής του, καθώς το άρωμα είναι μια
περιττή πολυτέλεια που υποδηλώνει χρηματική άνεση, όπως και το κρασί, το οποίο
στην Ρωσία της εποχής εκείνης είχαν την ικανότητα να το αγοράζουν και να το καταναλώνουν οι πιο πλούσιοι.
Ο Αδύνατος, από την πλευρά του, μόλις
έχει φτάσει σε ένα ξένο μέρος και κουβαλάει την ταλαιπωρία του ταξιδιού.
Την φτώχεια και την αποτυχία του φανερώνει το γεγονός ότι κουβαλάει ο ίδιος τις
αποσκευές του (στοιχείο στο οποίο δίνει
έμφαση το ασύνδετο σχήμα που χρησιμοποιείται) και η μυρωδιά του, για την οποία εδώ
χρησιμοποιείται η λέξη «αναδύεται» η οποία χρησιμοποιείται κυρίως για άσχημες
μυρουδιές που έχουν ποτίσει κάποιον και εδώ υποδηλώνει τη
φτώχεια που μαρτυράει όλο του το είναι. Το χοιρομέρι είναι η τροφή των φτωχών, η βασική τροφή, και όσον αφορά τον καφέ η έμφαση πρέπει να
δοθεί στο κατακάθι του από το οποίο μυρίζει ο Αδύνατος γιατί φανερώνει την
ανέχεια που αντιμετωπίζει και τον οδηγεί να χρησιμοποιήσει μέχρι τέλους κάτι, όσο μπορεί, όσο γίνεται, στον υπέρτατο βαθμό. Ίσως και γιατί είναι μια
σπάνια, λιγότερο η περισσότερο, πολυτέλεια. Η γυναίκα και ο γιος του
περιγράφονται ουδέτερα ως μέρος του
σκηνικού σχεδόν, προεξοφλώντας την άχρωμη παρουσία τους και την άοσμη ύπαρξη
τους: Ένα ψηλό γυμνασιόπαιδο και μια μακρομούρα γυναίκα. Λίγο πολύ σαν έξτρα
βάρος στην πλάτη του.
Ο Παχύς είναι εκείνος που βλέπει πρώτος τον
Αδύνατο και τον χαιρετάει εγκάρδια. Η χαρά για
την αναπάντεχη αυτή συνάντηση είναι
αμοιβαία, ειλικρινής και ανυπόκριτη και αυτό υπογραμμίζεται με την
φράση ότι και οι δύο είναι ευχάριστα κατάπληκτοι. Ταυτόχρονα,
πρέπει να παρατηρήσουμε ότι και οι δυο αποκαλούν ο ένας τον άλλο με το
βαφτιστικό τους όνομα (και μάλιστα το χαϊδευτικό
στη μία περίπτωση), γεγονός που φανερώνει ότι υπάρχει οικειότητα μεταξύ τους και
ότι η σχέση τους χαρακτηρίζεται από ισότητα.
Ο Αδύνατος μονοπωλεί το λόγο στη συνέχεια
μιλώντας συνεχώς και αναπολώντας το παρελθόν. Συνήθως, όταν γίνεται αυτό,
ειδικά σε περιπτώσεις συνάντησης παλιών συμμαθητών όπου είθισται κάθε ένας από τους παλιούς γνωστούς να κάνει
μια σύντομη περίληψη της μέχρι τότε ζωής του, είναι δείγμα αμηχανίας. Και
συνήθως υποκρύπτει δυο πράγματα τα οποία ενδέχεται να ισχύουν και ταυτόχρονα.
Ότι δεν αισθάνεται ότι έχει κάτι σημαντικό να πει ή ότι δεν πέτυχε τους στόχους του και νοιώθει
ανεπαρκής είναι το ένα. Και το άλλο ότι δεν έχει παρόν, άρα έχει μείνει στο παρελθόν το οποίο και εκθειάζει. Αυτό που αναφέρθηκε πιο πριν φαίνεται να ισχύει ισχύει και εδώ για τον Αδύνατο, όπως ήδη έχουμε αρχίσει να βλέπουμε.
Στη συνέχεια παρατηρούμε πως παρουσιάζοντας τη γυναίκα του δεν τη συστήνει
με το όνομά της, αλλά αναφέρεται μόνο στην καταγωγή της. Τονίζει το γερμανικό της επίθετο και τη
λουθηρανικό της δόγμα, διότι σύμφωνα με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν στη Ρωσία της εποχής, η
γερμανική μειονότητα θεωρούταν ανώτερη. Έχουμε άρα να κάνουμε με έναν άνθρωπο ο οποίος
χρησιμοποίησε το γάμο ως μέσο κοινωνικής ανέλιξης, με άλλα λόγια δεν βλέπει
τη γυναίκα του ως πρόσωπο αλλά ως μέσο, τουτέστιν είναι
χρεοκοπημένος και σε προσωπικό επίπεδο. Πρόκειται δηλαδή για μια γυναίκα
τρόπαιο και μάλιστα όχι ιδιαίτερα πολύτιμο, μιας και το μοναδικό προσόν της
άχρωμης γυναικούλας φαίνεται να είναι η καταγωγή της, το οποίο μάλιστα, όταν το εξαργύρωσε, υπήρξε
αρκετό να της φέρει ως κέρδος μόνο έναν αποτυχημένο τύπο σαν τον Αδύνατο. Όσον αφορά το γιό του, ο νεαρός αντιδρά
αμήχανα και αδιάφορα μη ξέροντας πώς να
αντιδράσει και περιορίζεται απλά να βγάλει το καπέλο του.
Συνεχίζοντας τη φλυαρία του, ο Αδύνατος,
στρέφεται από αμηχανία προς το γιο του και αφού τονίσει με νοσταλγία πόσο ωραίος ήταν (και άρα πόσο ωραίος δεν
νοιώθει τώρα ) στα χρόνια της κοινής με τον Παχύ σχολικής ζωή, αναφέρεται στα
παρατσούκλια που τους είχαν κολλήσει και μέσω αυτών αντιλαμβάνεται ο
αναγνώστης πόσο προδιαγεγραμμένο ήταν
από τότε το μέλλον τους. Τον Αδύνατο τον φώναζαν Εφιάλτη, πράγμα που σημαίνει ότι
από τότε ήταν άνθρωπος δουλοπρεπής, χωρίς αξιοπρέπεια που δεν διστάζει να
προδώσει οτιδήποτε για να τα έχει καλά
με την εκάστοτε εξουσία.
Τον Παχύ, πάλι, τον φώναζαν Ηρόστρατο, παρανόμι που μας προϊδεάζει για άνθρωπο φιλόδοξο που δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. Στο τέλος, ο Αδύνατος,βαμήχανα, επαναλαμβάνει τα περί της καταγωγής της γυναίκας του καθώς αισθάνεται ότι δεν έχει και πάρα πολλά να πει, μιας και είναι ανασφαλής, και προσπαθεί με ό,τι βρει να παρουσιάσει λιγότερο αποτυχημένο τον εαυτό του. Ο γιος, άξιος κληρονόμος της δειλίας του πατέρα του κρύβεται από πίσω του σαν μωρό καγκουρό, για να ξεφύγει από την δύσκολη κατάσταση.
Τον Παχύ, πάλι, τον φώναζαν Ηρόστρατο, παρανόμι που μας προϊδεάζει για άνθρωπο φιλόδοξο που δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. Στο τέλος, ο Αδύνατος,βαμήχανα, επαναλαμβάνει τα περί της καταγωγής της γυναίκας του καθώς αισθάνεται ότι δεν έχει και πάρα πολλά να πει, μιας και είναι ανασφαλής, και προσπαθεί με ό,τι βρει να παρουσιάσει λιγότερο αποτυχημένο τον εαυτό του. Ο γιος, άξιος κληρονόμος της δειλίας του πατέρα του κρύβεται από πίσω του σαν μωρό καγκουρό, για να ξεφύγει από την δύσκολη κατάσταση.
Ο Παχύς, με την άνεση του ανθρώπου που είναι
σίγουρος για τον εαυτό του και νοιώθει πως δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα,
συνεχίζει να κάνει ερωτήσεις στον φίλο του, γιατί έτσι τον βλέπει, για τη ζωή του. Και αυτός απαντώντας
αποκαλύπτει την πραγματική του
κατάσταση, εκείνη που όσο κι αν προσπαθεί να την εξωραΐσει, τον στοιχειώνει. Εργάζεται σε μια χαμηλή θέση στην υπηρεσία
του, έχει μια τυπική εξέλιξη και το μόνο για το οποίο μπορεί να υπερηφανεύεται
είναι ένα παράσημο για το οποίο το μοναδικό επίτευγμα που χρειάζεται να κάνει
κανείς είναι να... αφήσει το χρόνο να περνάει, καθώς το παίρνουν όλοι όταν
συμπληρώνουν συγκεκριμένα χρόνια υπηρεσίας. Και είναι και φτωχός εφόσον για να τα βγάλει πέρα χρειάζεται και δεύτερη δουλειά αλλά και να δουλεύει η
γυναίκα του, πράγμα ασυνήθιστο τότε, η
οποία παραδίδει μαθήματα πιάνου, αξιοποιώντας ενδεχομένως τις γνώσεις μουσικής
που απέκτησε λόγω της αστικής καταγωγής
της.
Και ακολουθεί το κομβικό σημείο του
διηγήματος, εκείνο το οποίο αλλάζει άρδην την ατμόσφαιρα. Ο Παχύς ανέμελα, με
λίγο σνομπ διάθεση και το πρόσχαρο και αδιάφορο ύφος ανθρώπου που δεν
χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ,
αποκαλύπτει την υψηλή
θέση του στην υπηρεσία. Και με μια φράση ξεπερνάει όλα όσα προσπαθεί
τόση ώρα να χτίσει ο Αδύνατος, άμεσα και εξακολουθητικά. Το γεγονός αυτό αλλάζει τους συσχετισμούς,
αλλάζει τις ισορροπίες μεταξύ των δυο παλιών συμμαθητών που από παλιοί φίλοι γίνονται πια
προϊστάμενος και υφιστάμενος.
Για να
δείξει την αλλαγή αυτή ο Τσέχοφ χρησιμοποιεί περιγραφή, εμπλουτισμένη
με στοιχεία σωματικής κωμωδίας. Ο
Αδύνατος καταλαβαίνει ότι στην άτυπη αυτή σύγκριση -στην οποία μόνος του
ενεπλάκη, λόγω της εκπορευόμενης από την ανασφάλεια του προσπάθειας να παρουσιάσει πιο επιτυχημένο τον εαυτό του (με άλλα λόγια πάλευε μόνος του κι έχασε)- δεν έχει
καμία ελπίδα, καθώς η σταδιοδρομία του Παχιού (δεν παίζει να γράψω του Παχέος,
μόνο άμα μιλούσαμε για έντερο ίσως…) είναι ασύγκριτα καλύτερη. Και την ταπείνωσή του την κάνει εντονότερη το γεγονός ότι αυτό γίνεται μπροστά στην οικογένειά του. Αυτόματα, σλοιπόν, ενεργοποιούνται τα δουλοπρεπή του αντανακλαστικά, το σώμα του προσαρμόζεται κι αυτό άμεσα στην νέα κατάσταση (και δίνεται έμφαση
σε αυτό με τα σχήματα λόγου που χρησιμοποιούνται) και ζαρώνει σε στάση υποταγής, σαν γάτος που τις έφαγε. Το ίδιο κάνουν εξίσου άμεσα η γυναίκα του και ο γιος του,
δείγμα του πόσο ζυμωμένοι με την καθημερινότητα της οικογένειας είναι αυτού του είδους οι
κοινωνικοί αυτοματισμοί. Η μεγάλη, ανακατεμένη με φόβο, έκπληξη της γυναίκας καθρεφτίζεται στο μακρουλό της
πρόσωπο το οποίο με κωμική υπερβολή
παρουσιάζεται μακρουλότερο. Το ίδιο κωμική είναι και η αντίδραση του γιου που σαν φαντάρος, που τον έπιασε ασουλούπωτο ο Γενικός
επιθεωρητής Στρατού προσπαθεί να
περισώσει ότι περισώζεται, βαρώντας
προσοχή σαν τον συνταγματάρχη στην ιστορία της αρχής, μια ενέργεια που έρχεται
σε αντίθεση με την αμήχανη αδιαφορία με την οποία αντιδρούσε μέχρι τώρα.
Πέρα από τις κινήσεις, η αλλαγή στη συμπεριφορά του Αδύνατου αντικατοπτρίζεται και στην γλώσσα την οποία
χρησιμοποιεί. Υιοθετεί πια ένα πιο επίσημο
και υπηρεσιακό ύφος, προσφωνεί εξοχότατο τον Παχύ και του μιλάει στον
πληθυντικό, προσπαθώντας να κερδίσει την εύνοιά του.
Ο Παχύς συγκαταβατικά προσπαθεί να
σταματήσει τον φίλο του από το να εκφράζει μια τέτοια δουλοπρέπεια απέναντι του,
αλλά αυτό φανερώνει στην πραγματικότητα πόσο σίγουρος για την
υπεροχή του είναι. Και το επιχείρημα που επικαλείται είναι
το γεγονός ότι είναι φίλοι από παιδιά, πράγμα που σημαίνει ότι σε άλλες
περιπτώσεις θεωρεί αυτονόητο και φυσικό
ότι ένας υφιστάμενος του θα πρέπει να του συμπεριφέρεται με την πρέπουσα
δουλοπρέπεια, όπως αυτήν που τόσο αβίαστα εκδήλωσε ο Αδύνατος σε ρόλο Ματίνας
Μανταρινάκη.
Εις
μάτην όμως. Ο Αδύνατος, ο οποίος παρεμπιπτόντως έχει μόλις μετατεθεί σε αυτήν
την πόλη και πιθανότατα ο Παχύς θα είναι ο προϊστάμενος του, μιας και φαίνεται ότι εργάζονται στην ίδια υπηρεσία, δεν δίνει καμία σημασία στην επίθεση φιλίας του Παχύ (οκ, αυτό θα το κρατήσω)
και συνεχίζει σταθερά να φοράει το
κουστούμι του υφιστάμενου. Ενδεχομένως
επειδή αξιοποιεί την πείρα του από άλλες περιπτώσεις υπηρεσιακής αυθαιρεσίας και θέλει να έχει ήσυχο το κεφάλι
του, κολυμπώντας στα ασφαλή νερά του βασικού πρωτοκόλλου συμπεριφοράς. Και προσπαθεί με κολακείες να κερδίσει την
εύνοια του, τραυλίζοντας, χάνοντας τα λόγια του και βρίσκοντας, όπως ο πνιγμένος
που πιάνεται από τα μαλλιά του, καταφύγιο
στο να αναφερθεί πάλι στην καταγωγή της γυναίκας του.
Ο
Παχύς αντιλαμβάνεται ότι ό,τι κι αν γίνει ο Αδύνατος θα παραμείνει σταθερός στο
να συμπεριφέρεται με βάση τους τωρινούς τους ρόλους, προσαρμόζεται και εκείνος
στον δικό του και με συγκαταβατικότητα η οποία πια συνοδεύεται από ελαφριά αηδία, του δίνει το
χέρι τυπικά και φεύγει. Η τυπικότητα αυτή με την οποία σηματοδοτείται το τέλος της συνάντησης
είναι ενδεικτική της απόστασης που
αναπτύχθηκε ανάμεσα σε δυο ανθρώπους οι οποίοι μόλις πριν λίγο, όταν πρωτοσυναντήθηκαν, χαιρετήθηκαν θερμά και αλληλοασπάστηκαν τρεις φορές, όπως
υπαγορεύει το σλαβικό πρωτόκολλο συμπεριφοράς μεταξύ ανθρώπων που έχουν
οικειότητα.
Στον επίλογο, με ειρωνεία που τονίζει το
παράλογο τέτοιων συμπεριφορών,
παρουσιάζεται η κατοπινή αντίδραση της οικογένειας. Ο Αδύνατος παραμένει σταθερά στην γλοιώδικη
συμπεριφορά του, όπως τονίζει και η παρομοίωση του με έναν Κινέζο κούλη, να χαμογελάει δουλοπρεπώς και ταυτόχρονα χαιρέκακα,
πράγμα που υποδηλώνει την βουβή οργή του και τον φθόνο του για την επιτυχία του
παλιού του συμμαθητή,. Η γυναίκα παραμένει ο άχρωμος εαυτός της και γιος, ακριβές αντίγραφο και κληρονόμος της
πατρικής δουλοπρέπειας, βαράει προσοχή με
τόσο κωμική ζέση και ορμή που του πέφτει
το καπέλο. Απογειώνοντας την ειρωνεία
του, ο Τσέχοφ παρουσιάζει την οικογένεια αυτή να νοιώθει ευχάριστα κατάπληκτη,
επανάληψη της φράσης που δήλωνε τα συναισθήματα των δυο παλιών συμμαθητών στην αρχή της συνάντησή
τους. Διότι πιθανότατα δεν είναι ευχάριστα κατάπληκτοι. Και αν είναι ευχάριστα
κατάπληκτοι, είναι για λάθος λόγους, επειδή δηλαδή χαίρονται μες την αναξιότητά τους που ένας
γνωστός τους είναι τόσο άξιος. Άρα, η φράση
αυτή με την ειρωνεία της ουσιαστικά
υπογραμμίζει το παράλογο της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί ως
αποτέλεσμα τέτοιων συμπεριφορών.
Διότι το αφήγημα φανερώνει εύγλωττα πώς η
κοινωνία και η δυναμική των σχέσεων που αναπτύσσονται σε αυτή αλλοτριώνει τις
ανθρώπινες σχέσεις και δημιουργεί τεχνητές ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους. Αποτέλεσμα αυτού είναι να
δημιουργούνται ψυχικά τραύματα και
ανασφάλειες στους ανθρώπους, όσον αφορά τη θέση τους στην κοινωνία, αλλά και γεννιέται η ψευτοανάγκη να υποταχθούν στις κοινωνικές νόρμες, για να βιώσουν την "επιτυχία", πρακτική όμως που οδηγεί στον ηθικό
εξανδραποδισμό – γιατί, μη νομίζετε, και
ο Παχύς δέσμιος του ρόλου του είναι. Νομίζει πως είναι κάποιος επειδή είναι
Τμηματάρχης Α’, ξέρω γω, σε μια πόλη στη μέση του πουθενά, κάπου σε μια βρώμικη συνοικία της Μόσχας, ας πούμε.
Στο μεταξύ, για να επιστρέψουμε στα
κουτσομπολιά της στρατιωτικής μου ζωής εν Κω, εγώ, ένα ψωροδέκανο που είχε
καλλιεργήσει με μεγάλη επιτυχία την εικόνα του πιο άσχετου
φαντάρου για να έχει την ησυχία του, περνούσα ζωή χαρισάμενη. Η τότε κοπέλα μου είχε πάρει τοις μετρητοίς τις
παραινέσεις του… Γιώργου Σαρρή «να μου γράφεις όσο πιο συχνά μπορείς» και μου έγραφε γράμματα κάθε μέρα. Κι είχε τύχει να έχει ένα πολύ συνηθισμένο στην Πελοπόννησο επώνυμο σε – όπουλος, πλην το ίδιο ακριβώς με τον εν λόγω ταξίαρχο. Κυκλοφόρησε λοιπόν,
δεν ξέρω πώς, πιθανότατα από τον
ταχυδρόμο του τάγματος για πλάκα, μια φήμη ότι τα είχα με την κόρη του ταξίαρχου. Μια
φήμη την οποία εγώ αντιλήφθηκα εκ των υστέρων, όταν παρατήρησα ότι η συμπεριφορά απέναντί μου όλων, και κυρίως του συνταγματάρχη στην αρχή της ιστορίας ο οποίος δεν με πολυσυμπαθούσε πρωτύτερα, άλλαξε
άρδην. Και βέβαια, δεν την επιβεβαίωσα ποτέ, μιας και δεν ίσχυε, αλλά δεν είναι ότι σκοτώθηκα να την διαψεύσω κιόλας… Οι περισσότεροι, βέβαια, υποθέτω ότι θα
υποπτεύονταν ότι όλο αυτό ήταν απλή φήμη, αλλά καλού κακού, σαν τους
αστυνομικούς στο διήγημα του Αζίζ Νεσίν, δεν είχαν καμία όρεξη να το ρισκάρουν
και με άφηναν στην ησυχία μου.
Δυστυχώς αυτό δεν κράτησε πολύ, μιας και ένας τύπος από τη Μάνη που δούλευε στις μεταθέσεις στο Γ.Ε.Σ. έσπευσε από μόνος του να με μεταθέσει βισματικά, αν και είχα αμετάθετη ειδικότητα, στην Καλαμάτα λόγω του μανιάτικου επωνύμου μου. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία στρατιωτικού παραλογισμού…
(Μια άλλη ιστορία υπαλληλικού παραλογισμού, ελληνικού αυτή τη φορά, σατιρίζεται εδώ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου