Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Ολόκληρο το ποιήμα 8 : Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου (Κώστας Βάρναλης και Λουκάς Θάνος)

Ο κυρ Μέντιος είναι ένας καλοκάγαθος γαϊδαράκος...
     Πέρασε όλη του τη ζωή δουλεύοντας αδιαμαρτύρητα για τα αφεντικά του που κι αν άλλαζαν, δεν άλλαζε τίποτα για τον ίδιο, καθώς η ταλαιπωρία και η εκμετάλλευσή του επιδεινώνονταν μόνο.  Και κουβαλάει αγόγγυστα όπλα στους πολέμους, και μεταφέρει παρά το γήρας του τα υλικά για το χτίσιμο  της εκκλησιάς και τον δεσπότη που παριστάνει το Χριστό,  και οργώνει, σε προκρούστειες συνθήκες, στον ίδιο ζυγό με το βόδι, και προσφέρει μεγάλες υπηρεσίας στα αφεντικά του χωρίς ο ίδιος να έχει το παραμικρό όφελος. Κι όταν αισθάνεται πως δεν αντέχει, τον φέρνουν στο φιλότιμο συγκρίνοντας τον με τους ένδοξους προγόνους τους κι εκείνος σκύβει το κεφάλι και συνεχίζει να κοπιάζει για να μην ντροπιάσει το όνομα και την δόξα των προγόνων του. Και συνεχίζει έχοντας την ελπίδα πως τουλάχιστον όταν γεράσει θα ανταμειφθεί για τους κόπους του και όταν πεθάνει θα πάει στον Παράδεισο, πλην όμως και εκεί διαψεύδεται γιατί τον πετάνε στην ερημιά να ψοφήσει όταν δεν μπορεί πια να δουλέψει. Κι ο κυρ Μέντιος σέρνεται με τις τελευταίες του δυνάμεις στην σπηλιά του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης (του προστάτη των ζώων) και διαμαρτύρεται για την άδική του μοίρα ζητώντας τη βοήθεία του ώστε να μαλακώσει το αφεντικό του.. Εκείνος όμως του κλείνει την πόρτα κατάμουτρα και ένα μαύρο φίδι εμπαίζει τον κυρ Μέντιου και του λέει "νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί"  -σόρρυ, για τον Κεμάλ τα έχουμε πει εδώ κι εδώ-  του λέει λοιπόν,  "Αν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρεις. Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί. "  Δηλαδή αν θέλει την ελευθερία του και το σεβασμό πρέπει να τον κερδίσει και να αγωνιστεί ώστε να διώξει τον δυνάστη του.
   Μόνο που "Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου", γιατί για το ποίημα του Κώστα Βάρναλη μιλάμε προφανώς, είναι πολιτική αλληγορία, σκοπός της οποίας είναι με σατιρικό τρόπο να αφυπνίσει τον λαό, τον οποίο συμβολίζει ο κυρ Μέντιος. Να συνειδητοποιήσει ότι τον παραμυθιάζουν και εκμεταλλεύονται στο όνομα " μεγάλων ιδεών", όπως το έθνος, η θρησκεία κ.τ.λ.  οι δυνάστες του, ώστε να διεκδικήσει το δίκιο του, διότι από τα χέρια του εκπορεύεται όλη η δύναμη και όταν θα το συνειδητοποιήσει θα φέρει τούμπα αυτόν  τον κόσμο της βίας και της εκμετάλλευσης. 
   Το ποίημα  περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή "Ποιητικά". Μελοποιήθηκε το 1974 από τον Λουκά Θάνο και ακούστηκε πρώτη φορά από τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη, στον δίσκο του Σάλπισμα.Αποτελείται από 26 στροφές, αλλά η  μελοποίηση του ποιήματος  προφανώς δεν τις  περιλαμβάνει όλες. Πράγμα λογικό, για λόγους... χωροχρονοταξικούς.  Πλην παράλογο, αν δούμε πόσο ζουμερές είναι  κάποιες στροφές που παραλείπονται.  ... Το τραγούδι περιλαμβάνει  τις πρώτες εφτά στροφές (πλην της 4ης) και την τελευταία και 26η, ενώ η 25η στροφή χρησιμοποιείται ως ρεφρέν. 

Βέβαια, υπάρχει κι ένας τύπος στο YouTube, o mavroprovatos, ο οποίος έκαστε κι έκανε μια διασκευή της μελοποίησης που περιλαμβάνει όλο το ποίημα, ακούστε τη όσο το διαβάζετε..

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,                  10
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.                  20

Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη                        30
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!                  40

Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,                  50
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),                  60

η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:            70
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.                  80

Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:

― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου                  90
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.                  100

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη"

Η Μπαλάντα του κυρ-Mέντιου Βάρναλης Kώστας

Δεν υπάρχουν σχόλια: