Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Γεώργιος Βιζυηνός: "Στο χαρέμι" (από "Το μόνον της ζωής του ταξείδιον")

  Το κείμενο "Στο χαρέμι",  που ανθολογείται στο βιβλίο της Λογοτεχνίας Γ΄Γυμνασίου, είναι απόσπασμα από το εκτεταμένο διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού "Το μόνον της ζωής του ταξείδιον" που πρωτοδημοσιεύτηκε στην "Εστία" το 1884.  Το 2002 ο Λάκης Παπαστάθης κινηματογράφησε το διήγημα του Βιζυηνού  κι εγώ έκατσα και μόνταρα το κομμάτι της ταινίας που αντιστοιχεί στο ανθολογούμενο στο σχολικό βιβλίο απόσπασμα του διηγήματος. Αυτό το βίντεο είναι βασικά ο λόγος της ανάρτησης, αλλά είπα να μην είναι μόνο του,  κι  έτσι έγραψα και κάτι σχολιάκια για το διήγημα, το πρώτο μέρος του κυρίως, δηλαδή εκείνο που ανθολογείται στο βιβλίο.
      Το  απόσπασμα που ανθολογείται είναι το πρώτο κομμάτι του διηγήματος, όπως είπαμε. Ο αφηγητής είναι ο Γιωργής,  ένα μικρό παιδί που το στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει τη ραφτική τέχνη, και, για να ξεφύγει από την νοσταλγία του και να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες της καινούργιας του ζωής καταφεύγει στο όνειρο.  Στο πρώτο κομμάτι αναθυμάται και ζωντανεύει με τη φαντασία του τις ιστορίες που του έλεγε ο παππούς του για το μικρό ραφτόπουλο που το ερωτεύτηκε η βασιλοπούλα και ο πατέρας της ο βασιλιάς,  του την έδωσε γυναίκα, κι ανυπομονεί πότε θα συμβεί το ίδιο και σε εκείνον. Στο δεύτερο κομμάτι περιγράφεται αρχικά η ανησυχία του για την καθυστέρηση της συνάντησης με την βασιλοπούλα. Αναθαρρεί όμως  όταν ο ράφτης τον στέλνει στο παλάτι να πάει τις παραγγελίες . Αλλά η επίσκεψη του αυτή  στο χαρέμι  σηματοδοτεί την εξαΰλωση κάθε ελπίδας του,  καθώς η ψιλή φωνούλα που του απάντησε από το πορτάκι αποδεικνύεται, όπως του τονίζουν χαιρέκακα οι άλλοι μαθητευόμενοι μετά, πως ανήκε στο πιο γηραλέο ευνούχο του παλατιού. Ο μικρός αφηγητής όσο κι αν παλεύει με νύχια και με δόντια-  κυριολεκτικά και μεταφορικά- να κρατήσει το όνειρο μέσα του γνωρίζει πια καλά πως αυτό που του λένε είναι αλήθεια και  αποστερημένος από το όνειρο και την ελπίδα, βιώνει τη ραφτική τέχνη αλλά τη παραμονή του στο ραφτάδικο ως αβάστακτο βασανιστήριο.
   Στο δεύτερο μισό του διηγήματος, ο αφηγητής αποδεικνύεται ως αντικατοπτρισμός του παππού (και προπομπός των διαψεύσεων του ίδιου του Βιζυηνού, μιας και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία το κειμένου είναι έντονα) και η διάψευση τω ελπίδων που του προξένησαν οι ιστορίες του παππού είναι  απόγονος των διαψεύσεων του ίδιου του παππού τις οποίες για να διαχειριστεί κατέφευγε και ο ίδιος στα παραμύθια, τα ίδια που έλεγε στον εγγονό του. Ο μικρός μεταφέρεται εσπευσμένα μέσα στη νύχτα στο χωριό του για να προλάβει ζωντανό τον παππού που ψυχορραγεί.  Μέχρι να φτάσουν όμως ο παππούς έχει διαφύγει τον κίνδυνο κι έχει γίνει καλύτερα κι νεαρός πηγαίνει χαρούμενος και τον συναντάει  στην κορφή ενός μικρού λόφου να... πλέκει . Εκεί σε μια ανατροπή της κατάστασης, ο παππούς εξομολογείται πως ο ίδιος δεν έκανε κανένα ταξίδι και όλα όσα έλεγε στον εγγονό του ήταν περιστατικά που του αφηγούταν η γυναίκα του, η γιαγιά, μια κυριαρχική προσωπικότητα η οποία καθόλη τη διάρκεια της κοινής ζωής τους κατόρθωνε με διάφορες προφάσεις να πηγαίνει εκείνη τελικά στα ταξίδια που οργάνωνε ο παππούς. Ο εγγονός παγωμένος παρατηρεί, μη θέλοντας να αποδεχτεί την ολοκληρωτική συντριβή των ελπίδων του,  πως θα έκανε τότε τα ταξίδια πριν παντρευτεί τη γιαγιά κι ο παππούς του αποκαλύπτει πως μεγάλωσε ως κοπέλα προκειμένου να αποφύγει το παιδομάζωμα και παντρεύτηκε πολύ μικρός τη γιαγιά. Και πως "Το μόνο της ζωής του ταξείδιον" ήταν να προσπαθήσει, όταν "έγινε" αγόρι, να καρφώσει ένα ξύλο από το στάβλο στο λόφο που έβλεπε από το το παράθυρο να του κλείνει τον ορίζοντα για να "φτάσει στον ουρανό". Αλλά από τον φόβο του πατέρα του και  την κούραση από την απόσταση και το βάρος του ξύλου το άφησε ημιτελές.  Κι όλα όσα έλεγε στον εγγονό του  για το ραφτόπουλο ήταν ένα από τα παραμύθια που του τα έλεγε κι εκείνου η δική του γιαγιά όταν ως "κορίτσι" τον μάθαινε να κεντά και να πλέκει. Ο εγγονός σιωπά συντετριμμένος και την νύχτα ο παππούς "συνεπλήρωνε αληθώς τώρα “το μόνον της ζωής του ταξείδιον”!", όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας/αφηγητής στη τελευταία φράση του διηγήματος, πεθαίνει δηλαδή.
   Τα βασικά χαρακτηριστικά της διηγηματικής τέχνης του Βιζυηνού μπορούν να γίνουν εύκολα διακριτά από το ανθολογημένο απόσπασμα (δεν θα αναφερθώ πλατιά  στο υπόλοιπο διήγημα). 
  Ο  μικρός Γιωργής, όπως και ο παππούς στο υπόλοιπο μισό του διηγήματος, εμφανίζει την τυπική σε έναν ήρωα του Βιζυηνού  απατηλή συνείδηση της πραγματικότητας. Ζει σε μια πλάνη η οποία τον καθορίζει τελικά, οδηγώντας  τον στην αναπόφευκτη ψυχολογική διάψευση. Αλλιώς υπολογίζει τα πράγματα και αλλιώς του έρχονται, γιατί οι υπολογισμοί του βασίζονται σε πλαστά στοιχεία, άρα η πραγματικότητα που δημιουργούν είναι κι εκείνη πλαστή. Και σ' αυτό το σημείο ο μικρός Γιωργής  ταυτίζεται με όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες του Βιζυηνού και ως προς το γεγονός ότι  όσα δράματα τους συμβαίνουν οφείλονται στη αμβλεία τους αντίληψη, διαπράττουν δηλαδή εκείνα τα σφάλματα που τους οδηγούν στη συντριβή εν αγνοία τους  όπως ακριβώς οι ήρωες της αρχαίας τραγωδίας.  Ο Γιωργής έχει να αντιμετωπίσει δυο διαφορετικές ψυχολογικές διαψεύσεις. Η μία είναι η συνειδητοποίηση πως  ποτέ δεν θα συναντήσει την βασιλοπούλα του παραμυθιού, άρα έχει εγκλωβιστεί σε μια φρικτή πραγματικότητα. Και η άλλη, η οποία προετοιμάζεται εδώ και ολοκληρώνεται στη συνέχεια του διηγήματος, είναι πως ο παππούς, το ισχυρό πρότυπο πάνω στο οποίο στηρίζεται, δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν ηττημένο άνθρωπο που καταφεύγει στα παραμύθια για να διαχειριστεί τη χρεοκοπία της ζωής του. 
      Επιπλέον, όπως και στα άλλα διηγήματα του, ο Βιζυηνός βασίζεται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία για να  γράψει το διήγημά του, ο μικρός Γιωργής ήταν ο ίδιος με άλλα λόγια. Ωστόσο, δεν το έκανε γιατί η βασική επιθυμία του ήταν να αυτοβιογραφηθεί, αλλά γιατί, έστω υποσυνείδητα, είχε καταλάβει  πως τα έργα και οι ημέρες της βασανισμένης του οικογένειας που χτυπήθηκε αλύπητα από τον θάνατο και την τρέλα, αποτελούσαν έξοχο λογοτεχνικό υλικό για να αποδώσει το ανθρώπινο δράμα. Κάπως έτσι η ζωή και το έργο του διαπλέκονται και αυτή η απομυθοποίηση - στην κυριολεξία- του παππού καθόρισε και τη μοίρα όχι μόνο του μικρού Γιωργή, του αφηγηματικού χαραχτήρα, αλλά και του Γέωργιου Βιζυηνού, του συγγραφέα του. Διότι η κατακρήμνιση του τελευταίου προτύπου ενός παιδιού το οποίο έχει στερηθεί ήδη τον  πατέρα του πέθανε πολύ νωρίς και έχει ακούσει την μάνα του να παρακαλεί το Θεό να πάρει το ίδιο και όχι την ετοιμοθάνατη αδερφή του ("Το αμάρτημά της μητρός μου"),  πυροδοτεί ουσιαστικά την βιογραφία αλλά και την εργογραφία του Βιζυηνού προκαλώντας ουσιαστικά τις επόμενες ψυχολογικές διαψεύσεις τις οποίες έζησε και για τις οποίες έγραψε ο συγγραφέας. Το γεγονός αυτό επηρέασε τον μικρό βαθύτατα για  όλη την υπόλοιπη ζωή του, στην οποία προσπαθούσε να γεμίσει το κενό αναζητώντας προστάτες.  Ακόμα κι όταν κλείστηκε στο φρενοκομείο αναζήτησε  την αίσθηση της ασφάλειας, τον προστάτη  που του έλειπε, στο πρόσωπο του διευθυντή του νοσοκομείου. Επιπλέον, η συνειδητοποίηση της  σκληρής πραγματικότητας του γέννησε ένα αίσθημα μειονεξίας το οποίο απέκτησε κομβική σημασία στη ζωή του. Ο Βιζυηνός πέρασε τη ζωή του ονειρευόμενος ότι επιστρέφει στο χωριό του, όχι όμως ως "Γιωργάκης", αλλά ως "Γεώργιος", κάτι που θα σήμαινε ότι θα είχε νικήσει τον εφιάλτη της φτώχειας και μπορούσε να αναλάβει τις ανάγκες της οικογένειας του και θα έχει μια υψηλή θέση στην κοινωνία, ανάλογη των προστατών τους αναζητούσε.

 Και κάπως έτσι γέννησε τις επόμενες ψυχολογικές διαψεύσεις του που οδήγησαν στην γέννηση του μεγάλου πεζογράφου Γεώργιου Βιζυηνού και στον εγκλεισμού του "Γιωργή της Μιχαλιέσσας" στο φρενοκομείο.
  Τα παραπάνω στοιχεία επηρεάζουν  και την αφήγηση της ιστορίας, η οποία συμπλέκεται  με ψυχογραφικές ή ειρωνικές παρατηρήσεις που σχολιάζουν τα γεγονότα, αλλά και τη γλώσσα του κειμένου.  Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και αποτελείται από δυο αφηγηματικές φωνές οι οποίες όμως σε κάποια σημεία δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούνε,  εκείνη του ώριμου αφηγητή που σχολιάζει την ιστορία όπως τη θυμάται  και εκείνη του αφηγητή σε παιδική ηλικία που σαν ένα είδος  unreliable narratorr αφηγείται την ιστορία όπως την βιώνει χωρίς να αντιλαμβάνεται πλήρως τη σημασία κάθε πράξης.  Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τα σχόλια της ώριμης αφηγηματικής φωνής  ενισχύει την ειρωνεία και την περιπαιχτική διάθεση του διηγήματος, σκοπός των οποίων όμως δεν είναι να σαρκάσει αυτό που γίνεται όσο το να υπογραμμίσει την τραγικότητα του.  Επιπλέον, κάθε αφηγηματική φωνή χρησιμοποιεί διαφορετική γλωσσική ποικιλία.  Ο ώριμος αφηγητής χρησιμοποιεί απλή καθαρεύουσα στην αφήγηση πού γίνεται περίτεχνη  και λυρική στις περιγραφές. Ο αφηγητής ως παιδί από την πλευρά του χρησιμοποιεί δημοτική και μάλιστα προσαρμοσμένη στην ηλικία του.  (Οι αναχρονίες στην αφήγηση είναι άλλο θέμα, το ίδιο δηλαδή, αλλά αυτή την πτυχή  δεν θα τη θίξω εδώ)
  Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βιζυηνός ήταν άτυχος που γεννήθηκε νωρίς, σήμερα θα ήταν ένας διάσημος κινηματογραφιστής. Όπως και σε κάθε άλλο διήγημά του, η δομή είναι κι εδώ κινηματογραφική/θεατρική.  Η εξωτερική δράση των γεγονότων  μεταφέρεται συνεχώς μεταξύ  του παραμυθιακού κόσμου του μικρού ραφτόπουλου και του πραγματικού κόσμου του μικρού Γιωργή και εναλλάσεται  με την  εσωτερική δράση , τις σκέψεις και τα συναισθήματα του αφηγητή γι’ αυτά. Όλα αυτά συνοδεύονται από στιβαρές περιγραφές που περιέχουν πλήθος σκηνοθετικών οδηγιών για τις κινήσεις των προσώπων ή των συναισθημάτων.
 ( Για τα υπόλοιπα δες εδώ). 
    Τα στοιχεία αυτά εκμεταλλεύεται άψογα ο Λάκης Παπαστάθης στην ταινία του "Το μόνον της ζωής του ταξείδιον", η οποία αποτελεί μεταφορά στο κινηματογράφο του διηγήματος και ταυτόχρονα βιογραφία του Βιζυηνού. Η ταινία ξεκινάει με την  νευρική κρίση που οδήγησε  στον εγκλεισμό του συγγραφέα στο φρενοκομείο. Εκεί ο  Βιζυηνός μέσα στο παραλήρημα  της τρέλας του αφηγείται εν είδει παραληρήματος το διήγημα του που ζωντανεύει μπρος στα μάτια μας.  Πέραν αυτού,  ο Παπαστάθης είχε την έμπνευση για  να τονίσει την ρευστότητα των ορίων μεταξύ αφηγητή, ήρωα και συγγραφέα να προβεί σε δυο ευφυείς επιλογές. Η πρώτη ήταν πως το ρόλο του αφηγητή στη ταινία μοιράζονται ο  έγκλειστος στο φρενοκομείο Βιζυηνός και ο μικρός Γιωργής (κι αργότερα στην ταινία, όπως και στο διήγημα,  προστίθεται ο παππού όταν αφηγείται τη ζωή του).  Η δεύτερη και σημαντικότερη ήταν το μοίρασμα των ρόλων.  Ο Ηλίας Λογοθέτης  υποδύεται ταυτόχρονα το ρόλο του Βιζυηνού, του παππού στο αφηγηματικό παρόν και του  παππού στο στο αφηγηματικό παρελθόν (η ζωή του  που την αφηγείται), ενώ η μικρή Φραγκίσκη Μουστάκη (πού ήταν στην προεφηβεία όταν γυρίστηκε η ταινία) υποδύεται το ραφτόπουλο του παραμυθιού, το μικρό Γιωργή, τον παππού σε παιδική ηλικία ως  κορίτσι και τον παππού σε παιδική ηλικία ως αγόρι (Το φύλο της δε μάλλον είναι μια αναφορά στην ρευστότητα φύλου που χαρακτηρίζει κάποιους από τους ήρωες του Βιζυηνού, μεταξύ αυτών και τον παππού. Αλλά αυτό ξεφεύγει από το θέμα της παρούσας δημοσίευσης).
   Κατά τα λοιπά, ο Παπαστάθης αναδιαμορφώνει λιγάκι τη  αφηγηματικά σειρά των γεγονότων, οπότε κι εγώ απέκτησα από μόνος μου την άνεση να κόψω-ράψω τη ταινία του  στο βίντεο που έφτιαξα και ουσιαστικά είναι ο λόγος αυτής της ανάρτησης, όπως είπα και στην αρχή, ώστε να αντιστοιχεί στο απόσπασμα που ανθολογείται  στο βιβλίο. 
   Το βίντεο αποτελείται από δυο μέρη, επειδή το youtube για να ανεβάσεις βίντεο πάνω από 15 λεπτά φαίνεται πως θέλει να του δώσεις το τηλέφωνό σου, πράγμα που εγώ δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω.
    Στο πρώτο μέρος δίνεται κυρίως έμφαση στην οπτικοποίηση του παραμυθιού με το μικρό ραφτόπουλο και την βασιλοπούλα. 

Το δεύτερο μέρος περιγράφει την επίσκεψη στο παλάτι και τα αποτελέσματά της. 
     Να πω τέλος, ότι το ανθολογημένο απόσπασμα του διηγήματος συνομιλεί με δυο ποιήματα,  το "Στερνό παραμύθι" του  Λάμπρου  Πορφύρα και το  "Στο παιδί μου" του Μανόλη Αναγνωστάκη (ετοιμάζεται και γιαυτό ανάρτηση).  Ο μικρός Γιωργής για να αποδράσει από  την δυσάρεστη πραγματικότητα του μαθητευόμενου ράφτη  καταφεύγει στα παραμύθια του παππού που του παρουσιάζουν μια εξωραϊσμένη εικόνα της ζωής. Μετά την επίσκεψη του στο χαρέμι ωστόσο, η πλάνη διαλύεται και κατορθώνει να ορίσει την κατάστασή του με όλα τα μελανά χρώματα που της ταιριάζουν, ώστε εν τέλει να την διαχειριστεί καλύτερα.  Και όπως "Στο στερνό παραμύθι"   έτσι κι εδώ ο ονειρικός κόσμος του παραμυθιού συγκρούεται με τον πραγματικό κόσμο  και η πραγματικότητα επικρατεί
       Για να κλείσουμε με λίγες... χαριτολογήσεις, την πάτησε ο μικρός Γιωργής, αν πήγαινε στο χαμάμ ίσως να έκανε πιο εύκολα κονέ...

Ο Θωμάς Κοροβίνης πάντως δημιουργεί μια εναλλακτική εκδοχή της ιστορίας του Βιζυηνού, βάσει της οποίας ο Βιζυηνός παραμένει στο χαρέμι για λίγο και παίρνει το πρώτο του άγουρο φιλί από την πανέμορφη ευνοούμενη του Σουλτάνου...

Και για να δώσουμε κι ένα εντελώς ευτυχισμένο τέλος, ιδού τι έγινε στην πραγματικότητα, σε ένα εναλλακτικό σύμπαν βεβαίως βεβαίως... 
"Φίλες μου, ακόμα δεν μας έχουν στείλει το ραφτόπουλο. Απεργία τώρα!"


Δεν υπάρχουν σχόλια: