Στις «Γάτες των φορτηγών» είδαμε ένα λογοτεχνικό κείμενο που ντύθηκε με μουσική και έγινε τραγούδι. Σήμερα θα ασχοληθούμε με το ακριβώς αντίθετο.
Ένα τραγούδι που αντιμετωπίζεται ως λογοτεχνικό κείμενο… (Και με αυτό δεν εννοώ ότι στερούνται μουσικότητας τα ποιήματα ούτε ότι δεν είναι εφικτό να έχουν λογοτεχνική αξία οι στίχοι των τραγουδιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το τελευταίο είναι ο Λέοναρντ Κοέν, ο Μπομπ Ντύλαν, οι “Τρύπες”, τα «Διάφανα Κρίνα» κτλ). Πρόκειται για το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλο «Τι έπαιξα στο Λαύριο».
Ένα τραγούδι που αντιμετωπίζεται ως λογοτεχνικό κείμενο… (Και με αυτό δεν εννοώ ότι στερούνται μουσικότητας τα ποιήματα ούτε ότι δεν είναι εφικτό να έχουν λογοτεχνική αξία οι στίχοι των τραγουδιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το τελευταίο είναι ο Λέοναρντ Κοέν, ο Μπομπ Ντύλαν, οι “Τρύπες”, τα «Διάφανα Κρίνα» κτλ). Πρόκειται για το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλο «Τι έπαιξα στο Λαύριο».
(Σύντομη ιστορική αναδρομή: Τα Λαύριο από την αρχαιότητα ήταν γνωστό για το πλούσιο υπέδαφος του. Τα ορυχεία αργύρου που διέθετε ήταν ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους τη αθηναϊκής ηγεμονίας την κλασική εποχή. Αργότερα, τα αποθέματα ασημιού εξαντλήθηκαν και εγκαταλείφθηκαν , αλλά στα μέσα του 19ου αιώνα ανακαλύφθηκε μεγάλη και αξιοποιήσιμη φλέβα μόλυβδου, την οποία εκμεταλλεύτηκε προς όφελος της γαλλική εταιρία με μια αποικιακού τύπου συμφωνία. Μαζί με αυτή εκμεταλλεύοταν την «αρχαία σκουριά», υπολείμματα επεξεργασίας των ορυκτών μεταλλευμάτων, τα οποία στην αρχαιότητα δεν ήταν δυνατό να επεξεργαστούν παραπάνω, αλλά με τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής αυτό έγινε εφικτό. Το ελληνικό δημόσιο προσπάθησε να αντιδράσει και έτσι δημιουργήθηκε το λεγόμενο «Λαυρεωτικό ζήτημα» το οποίο έληξε περί το 1875 με συμβιβασμό σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων, ενώ παράλληλα ιδρύθηκε και μια ελληνική εταιρία. Η γαλλική εταιρία ανέλαβε την εκμετάλλευση του πλουσιότατου υπεδάφους και η ελληνική της «αρχαίας σκουριάς». Το γεγονός οδήγησε στην πλήρη εκβιομηχάνιση της περιοχής και στην δημιουργία εργατικής και αστικής τάξης. Δύο μεγάλες απεργίες των εργατών (1896, 1906) με αιτήματα όπως το 8ώρο έληξαν βίαια και ένοπλα από τις δυνάμεις καταστολής, έθεσαν ωστόσο τις βάσεις για την ανάπτυξη του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα . Στη μεγάλη απεργία του 1929 ένας εργάτης σκοτώθηκε από τις δυνάμεις καταστολής και πολλοί τραυματίστηκαν, αλλά η απεργία πέτυχε τελικά να ικανοποιήθούν τα αιτήματα των απεργών. Το 1917 έκλεισε η ελληνική εταιρία, καθώς εξαντλήθηκε η «αρχαία σκουριά», και συνέχισε την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων μόλυβδου με ιδιαίτερα προνομιακούς όρους η γαλλική, μέχρι τελικής εξαντλήσεως των ορυκτών αποθεμάτων. Το 1977 η εταιρία έκλεισε και πρόσθεσε στην περιβαλλοντική υποβάθμιση την οικονομική εξαθλίωση και την αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού που προκάλεσε η ανεργία. Σήμερα, το Λαύριο δείχνει να έχει ξεπεράσει τις πληγές του, η βιομηχανική περιοχή έχει μετατραπεί σε τεχνολογικό πάρκο και οι κάτοικοι του Λαυρίου συμπαραστέκονται αλληλέγγυοι στον αγώνα των κατοίκων της γειτονικής Κερατέας να αποφύγουν την υποβάθμιση της πόλης τους που επιχειρείται .)
Στο κείμενο που εξετάζουμε υπάρχει ένα ποιητικό υποκείμενο που αρκετές μνείες του κειμένου τον ταυτίζουν με τον δημιουργό (με τιράντες και γυαλιά, ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός, δεν ξέρω τι να παίξω κτλ ).
Στην πρώτη ενότητα με αφορμή μια συναυλία που έκανε ή προτίθεται να κάνει στο χτυπημένο από την ανεργία τη δεκαετία του ’80 Λαύριο, ο αφηγητής εκφράζει την αμηχανία του για το περιεχόμενο της, καθώς κοινό του ή μέρος του κοινού του είναι παιδιά του Λαυρίου, τα οποία έχουν πρόωρα μεγαλώσει εξαιτίας των δύσκολων συνθηκών ζωής. Αισθάνεται ότι η τέχνη του είναι παράταιρη, καθώς ούτε να τα διασκεδάσει μπορεί (πώς ένα τραγούδι μπορεί να σκεπάσει την έλλειψη ενός κομματιού ψωμιού;) αλλά ούτε και είναι ικανή να περιγράψει αυτή την δυσάρεστη κατάσταση. Κι αισθάνεται πως ο χρόνος και η φθορά του χρόνου, μαζί με την γνώση των δυσκολιών που μπορεί να φέρει το μέλλον, του στερούν ακόμα και τη διάθεση ή την ικανότητα να τα καθησυχάσει κάπως . Ξέρει ότι δεν θα βρει το κατάλληλο παραμύθι, για να τα κάνει να ξεχαστούν. Στην αρχή αναρωτιέται πώς μπορεί να κοροϊδέψει κανείς τα παιδιά και να τους ωραιοποιήσει την πραγματικότητα. Άλλωστε, τα ίδια νοιώθουν την αλήθεια, καθώς μέσα στην παιδική τους αθωότητα μπορούν και αντιλαμβάνονται την ουσία των πραγμάτων για το νόημα τη ζωής. Κι όταν τους λέει τέτοια πράγματα, τον κοιτάζουν με την απορία, την γνώση, την ενόχληση, αλλά και την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη που νοιώθουν όταν ξυπνάν ξαφνικά και μη αναμενόμενα στις δυο το πρωί.
Έτσι τελειώνει η πρώτη στροφή και αρχίζει η επωδός, το ρεφρέν. Στα ρεφρέν των τραγουδιών περιέχεται η γενική ιδέα, το κύριο νόημα που θέλει να εκφράσει ο στιχουργός. Ο αφηγητής διαπιστώνει πως η ζωή και οι επιθυμίες των ανθρώπων είναι κάτι συγκεχυμένο και άπιαστο σαν τα όνειρά. Και ταυτόχρονα φθαρτή και ευάλωτη, όπως το ξύλινο πόδι μιας γυναίκας που τρίζει. Οικεία και αγαπημένη όπως η γιαγιά μας, αλλά φθαρμένη πια και γερασμένη . Και αντιλαμβάνεται την πραγματική διάσταση του χρόνου, την οποία όλοι κατείχαμε κάποτε ως παιδιά και τώρα την έχουμε απολέσει, την έχουμε εξορίσει μακριά μας στα βάθη της παιδική μας ηλικίας. Δεν φτάνει όμως στα όρια της απελπισίας, γιατί κατά βάθος ξέρει πως αυτήν τη διάθεση δεν την έχουμε κατ’ ανάγκη χάσει για πάντα. Βρίσκεται μέσα μας, στο παιδί που είμαστε και έχουμε φυλακίσει αλλά μερικές φορές δραπετεύει. Βρίσκεται μέσα μας και μας φέρνουν σε επαφή με αυτή τα παιδιά τα δικά μας.
Η αμηχανία του καλλιτέχνη και το αίσθημα συνυπευθυνότητας του ενήλικα συνεχίζονται και επεκτείνονται στη δεύτερη στροφή. Ο αφηγητής αισθάνεται ότι η τέχνη του είναι λίγη και αυτοακυρώνεται μπροστά στα προβλήματα που υπάρχουν και αυτό το αντιλαμβάνονται και οι ενήλικες . Και άρα δεν μπορεί να τους καταπραΰνει. Και φτάνει στη πικρή διαπίστωση ότι ένας ασχημοπαπαγάλος είναι. Που προσπαθεί να μιμείται δια της τέχνης του την ουσία των πραγμάτων και την αλήθεια, ανεπιτυχώς όμως και χωρίς να την κατανοεί. Και πάλι διαπιστώνει το μάταιο της προσπάθειας να εξωραϊστεί η πραγματικότητα, καθώς η αλήθεια είναι ολοφάνερη. Και η αντίδραση των ανθρώπων είναι παρόμοια με τα φευγαλέα βλέμματα που ανταλλάσσουν δυο άγνωστοι περαστικοί που διασταυρώνονται στους δρόμους μιας μεγάλης πόλης, απορροφημένοι από τα μικρά ή μεγάλα τους προβλήματα, και χάνονται . Αδιάφορη, σκεπτική, ενοχλημένη, ό,τι άλλο θέλετε…
Και κάπου εδώ το κείμενο του Σαββόπουλου σχολιάζει το παμπάλαιο δίλημμα της τέχνης. Τέχνη για την τέχνη? Δηλαδή αποθέωση της αισθητικής και απομάκρυνση της τέχνης από κάθε τι επικαιρικό με κίνδυνο να γίνει άψυχη? Ή τέχνη για τη ζωή? Με την τέχνη δηλαδή να παίρνει θέση στα προβλήματα της κοινωνίας και των συνθηκών από τις οποίες προέρχεται και στις οποίες φύεται, με κίνδυνο να χάσει το διαχρονικό της χαρακτήρα και να γίνει ρεπορτάζ… Ίσως και να είναι αυτό που λέει ο Αναγνωστάκης. «Με πρόκες πρέπει να τις καρφώνουμε τις λέξεις, να μην τις παίρνει ο άνεμος» …
Κι όσο για το αν πρέπει να εξωραΐζουμε την πραγματικότητα στα παιδιά, μικρά και μεγάλα, πάλι ο Αναγνωστάκης έχει τη λύση. «Στα παιδιά μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια…»
Άλλωστε τα παιδιά, τα «Τερατάκια τσέπης», με την άγουρη αλλά καίρια σοφία τους, έχουν την ικανότητα να ξεμπροστιάζουν τους κάλπηδες και τους ψεύτικους. Γιατί «μόνο με τα μάτια της καρδιάς βλέπεις καθαρά» και τα παιδιά βλέπουν με την καρδιά τους…
Κι ας μην φτάνουν να «κυνηγάνε τους αστούς»
Γιατί τι να πεις για κείνα τα παιδιά που μέσα σε ένα κουτί σπίρτα κλέβουν την ευτυχία που δεν θα ζήσουν ποτέ…
Ή εκείνα τα «παιδιά που χάθηκαν», όχι «στο στοιχειωμένο δάσος, στης στρίγκλας τη σπηλιά», αλλά στα ορυχεία της βιομηχανικής επανάστασης, στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, στα φανάρια των μεγαλουπόλεων, στα ερείπια από τις βόμβες, στα εργοστάσια της Ασίας κατασκευάζοντας τις μπάλες που κάνουν τους Μπέκαμ πλούσιους, στις φαβέλες της Ινδίας και της Βραζιλίας (και τι ειρωνεία που μόνο η τηλεόραση τους κάνει εκατομμυριούχους ), στις συμμορίες των αστικών κέντρων και στους στρατούς Αφρικανών φυλάρχων, στα κενά των μαθησιακής τους άγνοιας…
Σε κάθε περίπτωση τα παιδιά, όλα τα παιδιά του κόσμου, ορατά και "αόρατα", είναι αυτά που ζωγραφίζοντας στους τοίχους , ανοίγουν ένα παράθυρο στο φως ….
(Για φανταστείτε μια πόλη χωρίς παιδιά…)
Για αυτό και ο Σωκράτης Μάλαμας, για να βρει το αντίδοτο στην μελαγχολία της απώλειας των πραγμάτων που τελικά δεν γίναμε , πιάνει να ζωγραφίσει τα «Παιδιά μες στην πλατεία»
Και για το τέλος.... Ένα "Χαμίνι"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου