Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Μια πίκρα - Κωστής Παλαμάς

  Κάθε Σεπτέμβρη λέω "νισάφι πια, με το μπλογκ ό,τι έγραψα, έγραψα!"  Η gia-des δε λέει τίποτα,  σηκώνει το φρύδι και χαμογελάει συγκαταβατικά, με νόημα . Και μετά, το Φλεβάρη, βρίσκομαι  πάλι να γράφω και με τα δυο χέρια, για να τα προλάβω όλα όσα σκέφτηκα... Αλλά ας αφήσουμε τον δικό μου  τον καημό κι ας πιάσουμε τους "Καημούς της λιμνοθάλασσας" και μια "Μια πίκρα" του Παλαμά...
 Παρεμπιπτόντως η τράπεζα θεμάτων είναι εδώ
 Στο συγκεκριμένο ποίημα η φύση δεν παρουσιάζεται όπως έχουμε δει ως τώρα, ας πούμε, στον "Πειρασμό" του Σολωμού. Πρόκειται για την ίδια  λιμνοθάλασσα, αλλά δεν είναι εδώ τα μαρμαρένια αλώνια, το θέατρο σύγκρουσης του πειρασμού με την ηθική, του χρέους με την επιθυμία, της ύλης με το πνεύμα.  Είναι ένας χώρος προσωπικής μνήμης κι έτσι η περιγραφή του μεσολογγίτικου τοπίου γίνεται αυτή τη φορά το έναυσμα για ένα εσωτερικό ταξίδι σε προσωπικά συναισθήματα και απογοητεύσεις, ώστε να εκφραστεί ένα είδος νοσταλγίας. Τι νοσταλγίας? Θα δούμε.
  Η ήρεμη θλίψη και το έντονο, αλλά παθητικό, παράπονο του ποιήματος υπηρετείται θαυμάσια από την επιλογή του μεσοτονικού μέτρου και ξεκινάω μ' αυτό για να εξάρω την μελοποίηση του ποιήματος από τον Φοίβο Δεληβοριά.  Πατώντας στο  τρισύλλαβο μέτρο, έγραψε στον τρίσημο ρυθμό του βαλς  μια μελωδική γραμμή η οποία,  παίζοντας με τους μετρικούς, τους μουσικούς και τους γραμματικούς τόνους,  απογειώνει  τελικά το ποίημα... 


   Η πίκρα που αναφέρεται στον τίτλο αργεί να φανεί. Στην αρχή, το ποιητικό υποκείμενο αναθυμάται την ήρεμη και ρηχή, πλατιά και μεγάλη θάλασσα στην οποία έζησε τα παιδικά του χρόνια κι εύχεται να μπορούσε να βρεθεί πάλι εκεί. Αλλά ας μην σπεύσει κανείς να αναρωτηθεί γιατί δεν κλείνει ένα εισιτήριο για Μεσολόγγι... Αυτό το οποίο νοσταλγεί δεν υπάρχει πια. Γιατί ο τόπος πυροδοτεί την μνήμη όπως οι φωνές στο ποίημα του Καβάφη...   Η νοσταλγία του τόπου φαίνεται να σχετίζεται με την νοσταλγία για την παιδική ηλικία ("η πρώτη ποίησις της ζωής μας" ) και, άρα, ο τόπος  λειτουργεί ως φορέας της μνήμης της, η οποία  παραμένει ισχυρή...  Η ήρεμη θάλασσα ανάγεται σε σύμβολο της αθωότητας της παιδικής ηλικίας ή/και του εξωραϊσμού και της εξιδανίκευσης, λόγω της χρονικής απόστασης, των πρώτων εμπειριών Οι ομοιοκαταληξίες που βασίζονται στον πλατύ φθόγγο "α", οι επαναλήψεις και οι αναδιπλώσεις, ο ανισοσύλλαβος δεύτερος στίχος κάθε στροφής αναπαριστούν ολοζώντανα στον νου του αναγνώστη τον ελαφρύ κυματισμό της ήρεμης, σχεδόν ακίνητης, πλατιάς θάλασσας, στην οποία η ποιητική φωνή ξαναγυρνάει νοερά μέσα από όνειρα ή αναμνήσεις  που γεννούν  την, ανεκπλήρωτη εκ των πραγμάτων μα όχι δυσάρεστη,  επιθυμία της επιστροφής.
   Η αρχή μιας εσωτερικής σύγκρουσης εμφανίζεται στην τέταρτη στροφή. Διαπιστώνεται η ύπαρξη και μια άλλης θάλασσας, εσωτερικής αυτή τη φορά, η οποία χαρακτηρίζεται γλυκιά και πελώρια και το ποιητικό υποκείμενο δένεται με αυτή εκόν-άκον, αναπόφευκτα και μοιραία. Μια θάλασσα που εν-τοπίζεται στην ψυχή του, έναν ιδανικό εαυτό, και συμβολίζει τα όνειρα για το μέλλον, τις προθέσεις, τις επιθυμίες, τους στόχους, τη λαχτάρα για ζωή  εν γένει, πράγματα τα οποία στην παιδική ηλικία παρουσιάζονται ασαφή και, παράλληλα, απέραντα και άπειρα. Κι έτσι, μπορεί η μνήμη του τοπίου να πυροδοτεί  τη μνήμη της παιδικής ηλικίας,  αλλά, ταυτόχρονα, πυροδοτεί και τη μνήμη αυτών των πρώτων επιθυμιών που έμοιαζαν να υπόσχονται να κάνουν τα πάντα -αδύνατα ή δυνατά, αδιάφορο-  εφικτά. Αλλά έτσι γίνεται πηγή πίκρας. Γιατί, ούσες ακόμα μνήμες ζωντανές κι επιπλέον εξωραϊσμένες, συγκρίνονται αδιάκοπα με τις πράξεις, με τα γεγονότα, με το τώρα. Συγκρούεται το "θα μπορούσε" με το "έγινε".  Κι όπως είναι φυσικό, τα δεύτερο ηττάται.  Κι αυτή η πίκρα τρέφεται από ματαιώσεις και απώλειες που,  ήδη από την παιδική ηλικία,  διαβρώνουν και περιορίζουν τη λαχτάρα,  ακυρώνουν το κυνήγι των πραγμάτων που ανταριάζουν την άλλη θάλασσα μέσα στο ποιητικό υποκείμενο, ξεθυμαίνουν εκείνα που φουρτουνιάζουν την ψυχή του και δεν τα γεύτηκε ποτέ, επειδή δεν μπόρεσε ή επειδή δεν τόλμησε- δεν διευκρινίζει κι είναι αδιάφορο. Και πλέον, η μνήμη του τόπου με την ήρεμη θάλασσα, στον οποίο μεγάλωσε κι ο ίδιος  κι η θάλασσα μέσα του, του προξενεί μια νοσταλγία που δεν είναι πια γλυκιά. Είναι μια παράλογη νοσταλγία για κείνο που δεν έγινε. Παράλογη γιατί πώς να γυρίσεις σε κάτι που δεν υπήρξε ποτέ; Παράλογη μεν, επώδυνη κι οδυνηρή δε.  Κι η μνήμη γίνεται βάσανο, καθώς του υπενθυμίζει αυτά ήθελε και δεν  κατάφερε, τα πράγματα που δεν έκανε και δεν μπορεί να το ξεχάσει, την ζωή που δεν έζησε, τον άνθρωπο που δεν έγινε, "την τύχη του που ενέδωσε,  τα έργα του που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής του που βγήκαν όλα πλάνες". Και καταλήγουν στο τέλος τα εκφραστικά μέσα (επαναλήψεις και αναδιπλώσεις, ομοιοκαταληξίες, ο "κουτσός" δεύτερος στίχος κάθε στροφής) που ανέφερα πιο πάνω  ότι  έδιναν μια αίσθηση ηρεμίας να μας αφήνουν ως τελική γεύση την αίσθηση του τέλματος και της στασιμότητας που αισθάνεται το ποιητικό υποκείμενο.
   Το ποίημα εκκινεί από μια παρόμοια σύγκρουση  που βίωνε ως προσωπικότητα ο Παλαμάς,  ο οποίος επιθυμούσε, παράλληλα με την ήρεμη ζωή που έζησε κι απολάμβανε, και μια άλλη περιπετειώδη, την οποία την έζησε μόνο μέσω της φαντασίας του και των βιβλίων διάβαζε στο "κελί" του (έτσι έλεγαν το γραφείο του οι άνθρωποι του κύκλου του). Η σύγκρουση αυτή  εμφανίζεται συχνά στο έργο του, και, κυρίως, στην ποιητική συλλογή "Ασάλευτη ζωή" απ' όπου  και το γνωστό "Πανηγύρι στα σπάρτα" στο οποίο  το σύμβολο  μόνο αλλάζει.  Και μπαίνει στην εξίσωση ο παράγοντας Ποίηση.  Και κατορθώνει να ανάγεται  αυτό το  στοιχείο της προσωπικότητας του ποιητή, η δική του προσωπική εμπειρία  απώλειας ή ματαίωσης,  σε εμπειρία κοινή (αυτό δεν σημαίνει ανούσια ή φτηνή) έτσι όπως "ήλθε να μείνει μες την ποίησιν αυτή" .  Καθότι όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή έρχονται αντιμέτωποι με  το σύνδρομο "άλλα θέλω κι άλλα κάνω", ή με τις προσωπικές τους ματαιώσεις, ή φτάνουν σε ένα σημείο της ζωής τους που, ενώ συνεχίζουν να θέλουν, ξέρουν πως πια δεν μπορούν. 
   Είναι το ίδιο σαράκι  που έκανε τον Καρυωτάκη να διαπιστώσει "τι νέοι που φτάσαμε εδώ" στο έρμο νησί στο χείλος του κόσμου",

 τον Ian Anderson  να συνειδητοποιήσει ότι είναι  "too old to rock 'n' roll too young to die",

τον Jim Morrison να απαιτήσει "the feasts we are promised"
τον Παρασκευά Καρασούλο "τον εαυτό του παιδί μες τα χέρια" να "κρατάει"

τον Ορφέα Περίδη  να ψάχνει τον "μικρό του αδερφό"

τον Οδυσσέα Ιωάννου να ονειρεύεται μια "θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα"

και τον Άλκη Αλκαίο να ταξιδεύει "με το πλοίο του Φελίνι"


Και το ανοίξεις το παράθυρο να μπει δροσιά του Μάη καταπραΰνει αλλά δεν θεραπεύει, αν για αλλού κίνησες κι αλλού η ζωή σε πάει.......



Υ.Γ.: Ωστόσο, πάντα μένει μέσα μας εκείνος ο εαυτός
"Ο ελάχιστος λέμε, ο νοσταλγός της αρχής,
που το άσπρο στο μάτι του, έχει γεμίσει με βρύα,
ο ξενιστής των ονείρων, που αλλοιώνει τα σχήματα
κι αναγκάζει το χώρο να παθαίνει ναυτία.

Ίδιος με θόρυβο ψυγείου σ' άδειο σπίτι,
που δένει αρμονικά με τον άλλον του σύμπαντος,
και υφαίνουν τον τρόμο και μετά την πίστη. "

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συνάδελφε ανακάλυψα τον ιστότοπό σου, ξάχνοντας υλικό για την ιστορία Β΄γυμνασίου. Έχω κολλήσει εδώ και τρείς ώρες. Τελευταία στάση στο 'Μιά πίκρα" μιας και είμαι Μεσολογγίτισα...
Δεν θα πω τίποτε άλλο παρά μόνο οτι τιμάς όσο λίγοι το έπάγελμα... και εμπνέεις τόσο με αυτά που γράφεις, όσο και με το υποβόσκον χιούμορ σου, προς τους μαθητές σου, που πολύ μου ταιριάζει...
Σε ευχαριστώ και συνεχίζω...
Μια καθηγήτρια γαλλικών που πριν ένα μήνα κλήθηκε να διδάξει Βυζαντινή ιστορία!

Kakos Lykos είπε...

Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ, συναδέλφισσα. Αν και με έβαλες σε κόπο βραδιάτικα, να κλέψω μια πούδρα από την gia_des να κρύψω το κοκκίνισμα... (Κουράγιο, για την Ιστορία, υπάρχουν κι πιο ενδιαφέρουσες)