Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Στην Ανδρομέδα και τη Γη: Το Πολύ Ποτάμι (Ταΰγετος)

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι, ευθύς εξαρχής:  ΔΕΝ το λένε "Στενό Λαγκάδι".
     "Στενό λαγκάδι" λένε το κομμάτι εκείνου του λαγκαδιού που ξεκινάει από το βουνό που βρίσκεται πάνω και δίπλα από τα Πάνω Τσέρια (και λέγεται "Της Σκάλας το Λαγκάδι", όταν συναντάει τον αυτοκινητόδρομο), λίγο πριν "χυθεί" στο "Λαγκάδι των Λινών", τον βασικό χείμαρρο των Τσερίων , ο οποίος, αφού ξεκινήσει από πολύ ψηλά, διατρέξει το σύνολο σχεδόν των χωραφιών που ανήκουν στο Τσέρια και συναντηθεί με πολλά άλλα μικρότερα λαγκαδάκια, χύνεται  τελικά, λίγο μετά το Μοναστήρι το Σωτήρος,  στο φαράγγι του Βυρού, το κατεξοχήν Λαγκάδι, οπού κάπου πολύ πολύ πολύ πιο πάνω χύνεται και το Πολύ Ποτάμι, για το οποίο θα μιλήσουμε εδώ, και το οποίο, επαναλαμβάνω, δεν λέγεται "Στενό Λαγκάδι", οι ορειβάτες το ονόμασαν έτσι αυθαίρετα, γιατί είναι όντως στενό.
 Γιατί είμαι τόσο κάθετος και δεν το δέχομαι;
    Διότι στο Πολύ Ποτάμι είναι η κοιτίδα της οικογένειας μου. Ξεκινάει από την ρίζα της ψηλότερης κορφής του Ταϋγέτου, του Προφήτη Ηλία, και τους ανατολικούς πρόποδες του Χαλασμένου, μιας άλλης κορφής από τις πέντε ψηλότερες, και αφού κυλήσει δίπλα από την ανατολική πλευρά του Φτερέα, μιας πλαγιάς κάτω από το Χαλασμένο, που αποτελεί τα προγονικά μας  χωράφια στο βουνό, ενώνεται, αφού χάσει το νερό του,  λίγο πιο κάτω με το λαγκάδι που ξεκινάει από τη δυτική πλευρά του Χαλασμένου και χωρίζει τον Φτερέα από το Βόκλιβο, και αρκετά πιο κάτω, στο Διλάγκαδο, με τον ανατολικό κλάδο το φαραγγιού του Βυρού, ο οποίος έρχεται από το δάσος της Βασιλικής.
    Διότι το έχω ακούσει σε άπειρες ιστορίες από τα παιδικά χρόνια του πατέρα μου. Καθώς κυλάει, ανάμεσα στον Φτερεα και την απέναντι μεριά, που λέγεται Σταυροπηγάτσι, έχει τρεις σχετικά μεγάλες και βαθιές λιμνούλες: την Κουρέφτρα, την Δεν Θυμάμαι και τον Μαρμαρένιο. Στην Κουρέφτρα πετούσαν από μια γλίστρα τα πρόβατα να βραχούνε πριν τα κουρέψουνε. Ο Μαρμαρένιος ονομάστηκε έτσι γιατί  περιβάλλεται από συμπαγή βράχο. Την  Δεν Θυμάμαι δεν θυμάμαι πως τη λέγαν, θυμάμαι όμως  ότι υπάρχει, διότι μικρός ήμουν εμμονοληπτικός  με το τέσσερα και μου την έδινε που ήταν τρεις οι λιμνούλες, οπότε αυθαίρετα είχα...  λιμνοποιήσει  την σγούρνα που υπάρχει πριν την Κουρέφτρα.
Η Κουρέφτρα. Καλοκαίρι του '83.
 Διότι ο πατέρας μου παιδάκι ψευτομάλωνε με ένα άλλο παιδάκι που καθόταν στην άλλη όχθη,  φωνάζοντας το ένα στο άλλο  "Το  Πολύ Ποτάμι είναι δικό μου". Στην πραγματικότητα ήταν ολονών, διότι εκεί έπαιζαν όλοι, εκεί έμαθαν μπάνιο όλοι, εκεί πιθανότατα κουτσάθηκε από το κρύο ο μικρός αδερφός του πατέρα μου, εκεί είχανε φτιάξει μια αυτοσχέδια σχεδία δένοντας με κληματόβεργες κούτσουρα και μια μέρα εκεί που ήταν όλοι επάνω της  ο πατέρας μου για πλάκα είπε πως θα λύσει τις κληματόβεργες κι ένα άλλο παιδάκι που δεν ήξερε καν μπάνιο πήδηξε στο νερό μέσα στον πανικό του και γέλαγε πάντα με την ανοησία του ο πατέρας μου, σαν έλεγε την ιστορία ...
 Διότι  από  εκεί η κουβάλαγε η γιαγιά μου (ο παππούς είχε πεθάνει νέος) νερό για να ποτίσει ό,τι τυχόν  φυτεύανε, δεν ρώτησα ποτέ τι, στα πεζούλια της πλαγιάς, μέχρι που ο πατέρας μου, περί το 1950, έσκαψε και βρήκε νερό στην κορφή της πλαγιάς και έπειτα άρχισε με μεγάλη επιτυχία να καλλιεργεί πατάτα, αποστομώνοντας και για τα δυο, όπως τόνιζε με μεγάλη πλην δίκαια φιλαρέσκεια όποτε έλεγε την ιστορία, τους γεροντότερους που τον κοροϊδεύανε και τον θεωρούσανε παλαβό. Κι εκεί πηγαίνανε τα αδέρφια μου και κάτι ξαδέρφια μου και παραθερίζανε πριν γεννηθώ. Και άκουγα μετά τις ιστορίες και ζήλευα γιατί πια είχαμε σταματήσει να πηγαίνουμε, όταν γεννήθηκα και μεγάλωσα εγώ.  Και πήρε μυθικές διαστάσεις στο μυαλό μου το μέρος, τόσο που την πρώτη φορά που πήγα απογοητεύτηκα λίγο. 
   Διότι στην προεξοχή γης  που σχηματίζει η καμπή του ρέματος στο ύψος της Κουρέφτρας αλλάζοντας κατεύθυνση από νότια σε βορειοδυτικά υπάρχει ένα αλώνι (άρα δημητριακά θα καλλιεργούσαν) όπου αλώνιζαν κάνοντας κάποτε οι ίδιοι και το ρόλο το μουλαριού. Και πάνω του βγάλαμε μια φωτογραφία - πού να είναι;- με τα αδέρφια μου και τη σκύλα μας, την Αμαζόνα, την πρώτη φορά για μένα που κάναμε τις τέσσερις πέντε ώρες περπάτημα που απαιτείται από το χωριό μέχρι τον Φτερέα, και μετά κατεβαίνοντας μας έπιασε βροχή και φοβηθήκαμε να μην μας πιάσει το ποτάμι, άμα κατέβει, διότι το λαγκάδι είναι ο δρόμος. Και μια άλλη φορά με την αδελφή μου και την ξαδέρφη μου τη Χριστίνα, την αείμνηστη και πάντα αγαπημένη, στρώσαμε τα σλίπινγκ μπανκ μέσα στο αλώνι και κοιμηθήκαμε. Και σπάζαμε πλάκα με κάτι συγχωριανούς που φωνάζανε από την απέναντι στα δυτικά κορφή, το Βόκλιβο για να σκιαχτούμε. Και την άλλη μέρα που γυρίσαμε  στο χωριό και το είπαμε στη μάνα μου,  ψιλοφρίκαρε που κοιμηθήκαμε στο αλώνι. Γιατί σε κείνο το αλώνι οι Χίτες είχαν αιχμαλώτους καμιά δεκαπενταριά γυναικόπαιδα και μια μέρα τους πήγαν παραδίπλα στην άκρη του γκρεμού τάχα να τους μετρήσουν, τους έβαλαν στη γραμμή  και τους εκτέλεσαν. Και μονάχα ένας έφηβος γλίτωσε ο οποίος την ύστατη στιγμή κατάλαβε τι θα γινόταν και πήδηξε ακριβώς πριν τους πυροβολισμούς και έτσι δεν τον πήραν χαμπάρι- είναι η ιστορία που λέω εδώ. Και σε κείνον τον γκρεμό, απότομη κατηφόρα καλύτερα, κατέβηκα με κρίση πανικού από υψοφοβία που δεν ήξερα ότι είχα την τελευταία φορά που ανέβηκα στον Φτερέα και μου 'μεινε  το δεύτερο απωθημένο, ότι δεν είδα τον Μαμαρένιο, το πρώτο ήταν που δεν έκανα μπάνιο στην Κουρέφτρα κάποια φορά που πήγαμε πολλοί μαζί και διάφοροι, διότι ήμανε ντροπαλός τότε.
   Διότι  δίπλα στο αλώνι είναι μια από τις τρεις καλύβες, η άλλη είναι στο μέσο της πλαγιάς και η τρίτη στην κορφή. Που από την πόρτα της είχε ο πατέρας μου, όταν ήταν ενός, την πρώτη του ανάμνηση:  φορούσε μια πορτοκαλί καμιζόλα και καθώς είδε το ποτάμι που φούσκωνε και κατέβαινε με ορμή  είπε "αααα" με έκπληξη και θαυμασμό. Κι ίσως είναι η καλύβα όπου τα βράδια κοιμόταν μόνος με τον μικρό του αδερφό για να φυλάνε τα πρόβατα και έβλεπαν τις σκιές από τα κλαδιά της καρυδιάς να κουνιούνται από τον αέρα και φανταζόταν πως είναι τέρατα- το πιο πιθανό είναι όμως να είναι η πάνω  πάνω καλύβα γιατί σε εκείνη υπάρχει ακόμα η καρυδιά, ενώ σε αυτή που λέμε δεν υπάρχουν ούτε καν  ίχνη πως κάποτε υπήρξε. Είναι όμως σίγουρα εκείνη από την οποία για να διασκεδάσουν τον φόβο τους φαντάζονταν με τον αδερφό του πως οι μεγάλοι πεύκοι κρύβανε καλούς   δράκους  και τους ονόμαζαν: Ο Βροντόκος, ο Μπλαβίκος, ο Δεν Θυμάμαι, ο  Πυθαρέας, ο ... . Μπορούσε- ή έκανε ότι μπορεί -  ακόμα να τους αναγνωρίζει την τελευταία φορά που πήγαμε μαζί κι ας είχε πυκνώσει η βλάστηση, -τώρα όλη η πλαγιά θα έχει γίνει δάσος καλύπτοντας κάθε ίχνος τόσων γενιών...
  Για αυτό το ξέρω πως το λένε Πολύ Ποτάμι (Το ξέρει κι αυτός). Αλλά ευχαριστώ πολύ τους ορειβάτες, γιατί φωτογράφισαν εκείνα που δεν κατάφερα να δω... 
(Η Κουρἐφτρα από το 4: 55 ως το 6:13. Έτσι πετάγανε τα πρόβατα για να κουρἐψουνε. Αναρωτιέμαι άμα κουρέψανε μετά και τους ορειβάτες....  )

    Μη φεύγετε, δεν σας είπα για τον πιο χαλκέντερο γάτο ever. Όταν ήταν μικρός ο πατέρας μου και ανέβαιναν το καλοκαίρι, για να παραθερίσουν στο Φτερέα με τα κοπάδια,  φόρτωσαν μαζί στο μουλάρι  και τον γάτο. Στην κάθοδό όμως δεν θυμάμαι γιατί, το άφησαν πίσω το γατί, υποθέτω ότι θεώρησαν ότι δεν αντέχει να κατέβει και τον παράτησαν ή, ξέρω γω, την είχε κοπανήσει κάπου τσάρκα και δεν τον βρήκαν, την ώρα που έφυγαν. Τρεις μέρες μετά ακούστηκε στο σπίτι στο χωριό ένα παρατεταμένο μισοπαραπονεμένο "νιάου"...  Είχε κάνει όλον τον δρόμο μόνος του, πέντε ώρες κοντά...
Α!  Γιατί το λένε Πολύ Ποτάμι; Γιατί για τα μέτρα της περιοχής είναι και ποτάμι,  είναι και πολύ.
 Και κάτι τελευταίο. Την πλαγιά και το μέρος τα λένε Φτερέα γιατί φυτρώνουνε φτέρες. Και εξαίρετη μυρωδάτη ρίγανη!

Δεν υπάρχουν σχόλια: