Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2021

Εκεί στο Νότο: "William George Allum" και "Σταυρός του Νότου" (Νίκος Καββαδίας)

    Πάμε, λοιπόν,  μια βόλτα " εκεί στο Νότο που τρίζει ο θάνατος κι η αγάπη κάνει κρότο", με όχημα  δυο ποιήματα του Νίκου Καββαδία, το "William George Allum"  και τον "Σταυρό του Νότου", τα οποία περιέχουν τα τρία  βασικά θέματα του καββαδιακού ποιητικού σύμπαντος: τη γυναίκα και τη θάλασσα, τα δυο αντίθετα στοιχεία που βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση και οδηγούν νομοτελειακά στο τρίτο,  τον θάνατο...   
 Πέρα από αυτά, όμως,  τα γενικά στοιχεία της ποίησης του Καββαδία, ακόμα και ο άπειρος ή και ο όχι ιδιαίτερα προσεκτικός αναγνώστης εύκολα μπορεί να διαπιστώσει την περαιτέρω ομοιότητα που υπάρχει ανάμεσα στα δυο ποιήματα, καθώς αμφότερα αφηγούνται την ίδια ιστορία ή -έστω- πραγματεύονται ένα κοινό μοτίβο: Ένας περπατημένος ναυτικός ερωτεύεται τη λάθος γυναίκα, η οποία τον παρατάει (και  μάλιστα για κάποιον που ο ίδιος θεωρεί υποδεέστερό του, όπως τονίζεται στο ένα ποίημα). Μέχρι εδώ είναι σαν τραγούδι του Στράτου...
   Η ερωτική απουσία, όμως,  αρρωσταίνει τον άντρα και στο σώμα και στη ψυχή. Και η ζωή του εξελίσσεται σε μια αέναη προσπάθεια να λησμονήσει τον χαμένο έρωτα, διαρκής υπόμνηση του οποίου αποτελεί το ανεξίτηλο τατουάζ της αγαπημένης πάνω στο σώμα του, στο  μέρος της καρδιάς του. Το οποίο, ωστόσο, συμβολίζοντας το μάταιο της προσπάθειάς του και την τελική καταδίκη του,  αδυνατεί να το σβήσει, ό,τι κι αν κάνει, ακόμα κι αν καταφύγει στη φωτιά που, παράλληλα, λειτουργεί και σαν σύμβολο της απέλπιδας προσπάθειάς του να καυτηριάσει την ερωτική πληγή του, πριν γίνει γάγγραινα.  Και η αποτυχία του να εξαλείψει την ερωτική του αποτυχία σβήνοντας το τατουάζ τον εξωθεί τελικά να στραφεί ενάντια στον εαυτό του ("φοβάμαι μην καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου"):  μπήγει ένα μαχαίρι στο στήθος του, στο μέρος της καρδιάς και του τατουάζ της μοιραίας αγαπημένης. Και την σκοτώνει, πεθαίνοντας κι αυτός. 
     Αλλά, όσο κι αν φαίνεται σε μια πρώτη ματιά δελεαστικό, δεν έχουμε να κάνουμε με δυο σχεδιάσματα του ίδιου ποιήματος, ούτε "Ο Σταυρός..." αποτελεί μια απόπειρα να γραφεί ένα remake του "William...". Ούτε καν παραλλαγές σ' ένα μπλουζ, όπως ήταν ο αρχικός τίτλος της ανάρτησης δεν είναι! Έχουμε να κάνουμε με δυο τελείως διαφορετικά ποιήματα, που, όμως, αν τα συνεξετάσουμε αποκαλύπτεται εύγλωττα πως/πώς ο χρόνος που περνάει και οι εμπειρίες της ζωής ωθούν σε μια πιο μεστή και ώριμη αποτίμηση και του ανθρωπίνου δράματος αλλά και της ποιητικής αποτύπωσής του.
   Το 1933 ο Νίκος Καββαδίας είναι 23 ετών, έχει κάνει τα πρώτα του ταξίδια και τυπώνει το "Μαραμπού", την πρώτη του ποιητική συλλογή που βασίζεται στις πρώτες του θαλασσινές εμπειρίες και στα διαβάσματά του, κυρίως τον Μποντλέρ, τον Καρυωτάκη και τον Ουράνη. Το "William George Allum" είναι ένα από ποιήματα της συλλογής αυτής κι εδώ είχα κάνει κάποια σχόλια γι' αυτό παλιότερα.
    Πρόκειται για ένα αμιγώς αφηγηματικό ποίημα, στον αφηγητή του οποίου φωλιάζει η νεανική ορμή και αφέλεια (όχι όμως ανοησία) του νεαρού ποιητή και ναυτικού.  Η αφήγηση της ιστορίας είναι κατά βάση γραμμική και το όνομα του ήρωα της αποτελεί το τίτλο του ποιήματος. Στην πρώτη στροφή ο αφηγητής αποκαλύπτει -μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο- παραπάνω πληροφορίες για την ταυτότητα του ήρωα, τον χαρακτήρα του και την εντύπωση που του κάνει. Είναι ένας παράξενος Άγγλος θερμαστής, ο οποίος ζει απομονωμένος από όλους. Αυτό τραβάει την προσοχή του αφηγητή, που τον παρατηρεί με περιέργεια από απόσταση, αδυνατώντας να μάθει πληροφορίες γι' αυτόν. Στη συνέχεια,  μέσω αφηγήσεων άλλων ναυτικών και σε τρίτο πρόσωπο πια,  αποκαλύπτεται γραμμικά το δράμα του τραγικού αυτού προσώπου: ο έρωτας για τη μία, τη μοναδική (ερήμην της, ίσως, και χωρίς τη θέλησή της, αλλά ποιος είπε ότι ο έρωτας υπακούει στην λογική;)  γυναίκα, τόσο μοναδική στη σκέψη του και στην καρδιά του που θέλησε να αποτυπώσει ανεξίτηλα την μορφή της  στο σώμα του με ένα τατουάζ. Κι έπειτα η απελπισία του, όταν εκείνη αποδεικνύεται ανάξια της αγάπης του- απελπισία που γίνεται μεγαλύτερη διότι ως μια διαρκής και βασανιστική υπόμνηση της ερωτικής απουσίας παρέμεινε στο σώμα του το τατουάζ, παρά τις συνεχείς (κι ας το ξέρει κι ο ίδιος πως είναι μάταιες) απόπειρες να το σβήσει, καίγοντάς το.  Επανερχόμενος σε πρώτο πρόσωπο και στο αφηγηματικό παρόν, ο αφηγητής εξιστορεί έπειτα λιτά την αυτοκτονία του απελπισμένου θερμαστή στο Βισκαϊκό Κόλπο με ένα μικρό μαχαίρι το οποίο καρφώνει  στο στήθος του.
Βισκαϊκός: Το φαινόμενο της σταυρωτής θάλασσας 
  Μολονότι είναι γενικά αποδεκτό πως οι τοποθεσίες που αναφέρονται στα ποιήματα του Καββαδία φαίνεται πως είναι προσχηματικές, για να βγει η ομοιοκαταληξία, το μέτρο ή για να τονιστεί μια ατμόσφαιρα εξωτισμού, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η επιλογή του Βισκαϊκού δεν είναι εντελώς τυχαία και μάλιστα για δύο λόγους. Αφενός, είναι γνωστός για τις παράξενες  τρικυμίες που χαρακτηρίζουν την περιοχή και λειτουργούν ως σύμβολο της ερωτικής τρικυμίας που ταλανίζει τον ήρωα, κι αφετέρου, ίσως σηματοδοτούν την αρχή ενός ταξιδιού προς τον Νότο ή το τέλος ενός τέτοιου. Καθώς η κατεύθυνση του ταξιδιού δεν αποκαλύπτεται, ο  William George Allum είτε αρνήθηκε να επιστρέψει στα εξωτικά μέρη του Νότου για να μην ξανανοίξει η ερωτική του πληγή, είτε αρνήθηκε να τα αφήσει ολοκληρώνοντας κατά κάποιον τρόπο την εγκατάλειψή τους. (Για τη σημασία και τον συμβολισμό  του Νότου στην ποίηση του Καββαδία θα γίνει λόγος πιο κάτω).  Και σε ένα  "τέλειο", ένα διηγηματικό, θα λέγαμε, τέλος κηδεύεται στη θάλασσα,  με μοναδικό επικήδειο την φαινομενικά  συναισθηματικά αδιάφορη (θυμηθείτε τις "Γάτες των Φορτηγών"), αμφίσημη φράση του καπετάνιου πως θέλησε να σβήσει το στίγμα του. Τουτέστιν, και το τατουάζ αλλά και τον ατελέσφορο έρωτά του, αυτό που τον έχει σημαδέψει στην πραγματικότητα,  δηλαδή.
   Ο αφηγητής αναμφίβολα έλκεται από τον ήρωά του και τον αντιμετωπίζει  με το εφηβικό δέος και τον ασαφή θαυμασμό που αντιμετωπίζει ο πιτσιρικάς της Α' Γυμνασίου τον μάγκα και δημοφιλή συμμαθητή του του Λυκείου.  Έχει πάει σε μέρη που  εκείνος ονειρεύεται, έχει ζήσει εμπειρίες που ελπίζει να ζήσει κι ένας μύθος έχει σχηματιστεί γύρω από το όνομα του. Στέκεται ωστόσο συναισθηματικά αποστασιοποιημένος απέναντι στο δράμα του θερμαστή και εξιστορεί τα γεγονότα με τη ματιά του παρατηρητή. Η τραγική μοίρα του ήρωα αποτελεί ουσιαστικά για τον αφηγητή  μια εξωτική ιστορία την οποία, με την  ορμή του νεοφώτιστου ή του παιδιού που είχε την επιθυμία να δει τι κρύβεται πίσω από τον ορίζοντα, ανυπομονεί να εξιστορήσει. Και για την ίδια την ιστορία αλλά και για να αποδείξει- έμμεσα και κυρίως στον εαυτό του- πως κι αυτός ανήκει σε εκείνους που, όπως ο ήρωάς του,  ξέφυγαν από τα δεσμά της μέσης ανθρώπινης εμπειρίας. ("Του κάκου γνώριζε κι αυτός όπως το ξέρουμε όλοι  πως του Αννάμ τα στίγματα δεν σβήνουνε ποτές").
    Μόνο που σε αυτό το α' πληθυντικό φαίνεται να κρύβονται περισσότερα από μια άκακη μετεφηβική ματαιοδοξία. Κρύβεται και η αδιόρατη υποψία του αφηγητή πως η ιστορία του Γουίλιαμ Τζόρτζ Άλλουμ είναι λιγότερο εξωτική  από όσο νομίζει γιατί μέσα της περικλείεται όλη η τραγικότητα της ζωής του ναυτικού, ακόμη περισσότερο, της  ανθρώπινης ύπαρξης γενικά...
    Ε, αυτό που στο "William George Allum"  αποτελεί μια αβέβαιη νύξη, στον "Σταυρό του Νότου" δίνει τον τόνο. Και αυτό είναι ουσιαστικά που ξεχωρίζει τα δυο ποιήματα. Στα 15 χρόνια που παρεμβάλλονται από το ένα ποίημα στο άλλο (ή μάλλον, μεταξύ της έκδοσης των ποιητικών συλλογών στις οποίες περιλαμβάνονται) το πρωτοταξιδεμένο ναυτόπουλο έχει γίνει θαλασσοδαρμένος ναυτικός, ο άγουρος νεαρός έχει εξελιχθεί σε έναν ώριμο άνδρα και ο νέος ποιητής που δοκίμαζε τα ποιητικά του πατήματα σε τεχνίτη του λόγου που έχει κατακτήσει καινούργιους και πιο περίπλοκους, υπαινικτικούς και βαθείς τρόπους έκφρασης. Και, πάνω από όλα, αυτό που κάποτε ήταν μια εξωτική περιπέτεια που αφορούσε κάποιον άλλο, έχει γίνει τώρα γίνει μια βιωμένη εμπειρία και ως τέτοια αντιμετωπίζεται...
   Ο ήρωας της τραγικής ερωτικής ιστορίας "ζωντανεύει" μετά θάνατον  και εμφανίζεται ως όραμα (με τον ίδιο τρόπο που εμφανίζεται η αγαπημένη γυναίκα στο "Πούσι", το ποίημα το οποίο έδωσε και τον τίτλο στην συλλογή). Δημιουργείται έτσι ένα λυρικό β' πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής της ιστορίας. Η χρήση αυτή του β' προσώπου πέρα από το προφανές της θεατρικής διάστασης και της συνακόλουθης ζωντάνιας και παραστατικότητας που προσδίδει στο ποίημα, επιτελεί μια πολύ σημαντικότερη λειτουργία,  καθώς είναι το βασικό κλειδί που κουρδίζει συναισθηματικά το ποίημα,  μιας και προδίδει την συναισθηματική εγγύτητα η οποία πια υπάρχει  ανάμεσα στον αφηγητή και τον ήρωα της ιστορίας. Άρα, δεν έχουμε να κάνουμε με την αφήγηση μιας εξωπραγματικής, εξωτικής ιστορίας που αποσκοπεί στην τέρψη του ακροατή- αλλά και του αφηγητή. Πρόκειται για ένα είδος μνημόσυνου σε ένα οικείο χαμένο πρόσωπο, καθιστώντας το ποίημα ένα είδος επιτύμβιου και μαζί αναθηματικού επιγράμματος.
    Το στοιχείο αυτό επηρεάζει  και  τη δομή του ποιήματος αλλά και τον τρόπο αφήγησης της ιστορίας. Ακολουθώντας τον συνειρμικό τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η μνήμη, η ιστορία δεν αναπτύσσεται ευθύγραμμα αλλά αποσπασματικά, συνειρμικά, με βάση την πορεία των αναμνήσεων του ποιητικού υποκειμένου. Οι συνεχόμενες αναχρονίες θρυμματίζουν την χωρική και την χρονική αλληλουχία και η χρονική ρευστότητα που προκαλούν  δημιουργεί τελικά  έναν ά- χρονο χώρο στον οποίο το παρελθόν το παρόν και το μέλλον συμπλέουν και συμπλέκονται. Σχηματίζεται έτσι ένα είδος σπασμένου καθρέφτη, ο οποίος αντανακλά παραμορφωτικά και ποικιλότροπα  αυτήν την ιστορία έρωτα και θανάτου, καθώς οι μνήμες του αφηγητή  ανασυστήνουν υπαινικτικά τον τραγικό έρωτα του ήρωα,  συμπλέκοντάς  τον με  συνεχείς προοικονομίες του  θανάτου του.
   Η πρώτη μνήμη, με την οποία ξεκινάει το ποίημα, διαδραματίζεται  ενώ λυσσομανά ο Γαρμπής, ο νοτιοδυτικός θερμός άνεμος ο οποίος, εκτός από το να καίει τα σπάρτα ως Λίβας, λειτουργεί ως σύμβολο του ερωτικού πυρετού που  καίει τον ήρωα της αφήγησης και οριοθετεί την τοπογραφία του ποιήματος. Βρισκόμαστε πάνω σε ένα καράβι που ταξιδεύει προς τον Νότο (ή από τον Νότο, δες και πιο πάνω στο σχόλιο μου περί Βισκαϊκού Κόλπου) και ο, νεκρός πια, ναυτικός σκυμμένος πάνω στο χάρτη για να χαράξει πορεία, προαναγγέλλει το θάνατό του  με την αμφισημία της φράσης ότι θα έχει μπει ως το Μάρτη (σχετικά σύντομα δηλαδή, και προσχεδιασμένα) "σ' άλλους παραλλήλους", αδυνατώντας να αντέξει τη φωτιά της ερωτικής απουσίας που τον κατακαίει.
    Στην επόμενη στροφή, ο αφηγητής ανακαλεί στην μνήμη του την εικόνα του ήρωα του, ίσως την ώρα που προφέρει τα λόγια εκείνα που προοικονομούν τον θάνατό του,  εστιάζοντας στο ανεξίτηλο τατουάζ στο στήθος του, μάρτυρα της ερωτικής ιστορίας που έπαιξε κομβικό ρόλο στη ζωή του. Κάποτε υπήρξε σύμβολο της ερωτικής επιθυμίας αλλά τώρα  έχει μετατραπεί σε μια διαρκή υπόμνηση της απουσίας του αγαπημένου προσώπου και ανθίσταται σε κάθε προσπάθεια του ήρωα να το σβήσει, αντανακλώντας κατά κάποιον τρόπο και την αδυναμία του να τη σβήσει από την καρδιά του. Ο αφηγητής αποκαλύπτει έπειτα, χρησιμοποιώντας υπερσυντέλικο για να δηλωθεί το  παρελθοντικό και τετελεσμένο της ερωτικής ιστορίας,  πως ερωτεύτηκε την συγκεκριμένη γυναίκα ενώ ήταν άρρωστος από μαύρο πυρετό-  μια αρρώστια η οποία μπορεί να αποβεί θανατηφόρα και συνοδεύεται από υψηλό πυρετό και απώλεια προσανατολισμού. Ο στίχος αυτός έχει αρκετές συνδηλώσεις. Υπονοείται καταρχάς ότι το καταστροφικό αυτό ερωτικό πάθος βρήκε ευκαιρία και ρίζωσε μέσα του σε μια στιγμή αδυναμίας, όταν από τον υψηλό πυρετό η λογική του δεν μπορούσε να υπερισχύσει. Και άρα ότι ο έρωτας είναι παράλογος και καταστροφικός.  Κι ότι σε μια στιγμή που αντιμετώπιζε τον θάνατο, στράφηκε στο αντίπαλο δέος του θανάτου, τον έρωτα, για να κρατηθεί στη ζωή. Κι η τραγική ειρωνεία είναι πώς τελικά ήταν ο έρωτας και όχι ο πυρετός, εκείνος που τον οδήγησε στο θάνατο. Ο υψηλός πυρετός και το παραλήρημα της αρρώστιας αντικαταστάθηκαν από το ερωτικό πάθος που οδήγησε με την σειρά του στο παραλήρημα της ερωτικής απουσίας. Σημαντικό, επιπλέον, στο δίστιχο αυτό είναι πως τις πληροφορίες για την ερωτική ιστορία δεν τις μεταφέρει στον αφηγητή ο ίδιος ο ήρωας, αλλά, όπως και στο προηγούμενο ποίημα, φτάνουν σε αυτόν μέσα από τα λόγια των άλλων. Κι είναι σημαντικό για δυο λόγους: πρώτον, γιατί διαγράφει γλαφυρά τον χαρακτήρα του ήρωα. Εμμένει να κρατάει κρυμμένο μέσα του το πάθος που τον κατατρώει, ντροπιασμένος που στην αδυναμία του αφέθηκε να ερωτευτεί και που αδυνατεί να υπερνικήσει την ερωτική απουσία. Και θέλοντας να τιμωρήσει τον εαυτό του, τού στερεί τη μικρή έστω ανακούφιση του να ανοίξει την καρδιά του σε κάποιον και να μοιραστεί το πρόβλημά του. Ίσως και γιατί δε θέλει να αποδεχθεί το τέλος της ερωτικής του ιστορίας αφηγούμενός την και την κρατάει μέσα του. Και δεύτερον, γιατί υποδηλώνεται η απουσία οποιασδήποτε ιδιαίτερης συντροφικής ή οικείας σχέσης ανάμεσα σε αυτόν και τον αφηγητή. Οπότε εύλογο είναι το ερώτημα: από πού πηγάζει η συγκίνηση  με την οποία ο αφηγητής θυμάται και εξιστορεί την ιστορία του ήρωά του;
  Ας αφήσουμε για λίγο μετέωρο το ερώτημα αυτό και ας συνεχίσουμε να ακολουθούμε την μνήμη του αφηγητή, καθώς στην επόμενη στροφή, σε δραματικό ενεστώτα, η εικόνα πλαταίνει και η ανάμνηση εμπλουτίζεται και με άλλα στοιχεία. (Αν πρόκειται για την ίδια ανάμνηση κι όχι για κάποιο άλλο θραύσμα μνήμης). Ο αφηγητής φέρνει στο νου την εικόνα του νεκρού πια ναυτικού κατά τη διάρκεια μιας βάρδιας κάτω από  τη λάμψη του Σταυρού του Νότου, ενός πολύ βασικού για την ναυσιπλοΐα στο νότιο ημισφαίριο αστερισμού. Η βάρδια έχει ιδιαίτερη σημασία στο έργο του Καββαδία, και δεν είναι τυχαίο που έτσι ονομάζεται και το μοναδικό του εκτεταμένο αφήγημα. Είναι η ώρα που, ενώ οι άλλοι κοιμούνται ή ξεκουράζονται, ο ναυτικός έρχεται αντιμέτωπος με τις σκέψεις του, με τις επιθυμίες του,  με τα σχέδια της ζωής του που βγήκαν όλα λάθος. Η ώρα που  υπάρχει ο κίνδυνος ο εαυτός του μπροστά του να υψωθεί.  Κείνη η  ώρα κατά την οποία αισθάνεται πιο ευάλωτος  και ανοιχτός σε παραδοχές προς τον εαυτό του ή σε εκμυστηρεύσεις προς όποιον τύχει και βρίσκεται παρών για κείνα που τον καίνε. Τα υπόλοιπα στοιχεία της στροφής- ο βραχώδης κάβος από τον οποίο περνάνε, το κομπολόι από κοράλλια και ο άκοπος καφές- πιστεύω πως τίθενται για λόγους αληθοφάνειας και ρεαλισμού, ώστε να διαγραφεί καλύτερα η φιγούρα του νεκρού ναυτικού και να αποκτήσει βάθος και υπόσταση στα μάτια μας –  ή απλά είναι τα βασικά στοιχεία με τα οποία τον θυμάται ο αφηγητής. Στο πρώτο επίπεδο τουλάχιστον. 
    Στην επόμενη στροφή η μνήμη του αφηγητή πηγαίνει σε ένα  άλλο περιστατικό (στην ίδια ή σε άλλη, όπως είναι το πιθανότερο, βάρδια, δεν προσδιορίζεται πάντως ρητά) στο οποίο ο αφηγητής παίρνει με τον παλινώριο, την διόπτρα  δηλαδή, τη θέση του αστεριού α΄ του Κενταύρου για να

χαράξει πορεία προφανώς.  Και ο νεκρός πια ναυτικός προοικονομώντας ακόμα μια φορά τον θάνατό του, φανερώνει την απελπισία και την παραίτηση του, σχολιάζοντας ότι πρέπει κανείς να φοβάται τα άστρα του νοτιά, αναφερόμενος προφανώς στην άτυχη ιστορία του. Σε αντίστιξη με την παραπάνω στροφή, έρχεται η επόμενη που διαδραματίζεται κάτω από τον ίδιο ουρανό, αλλά παλιότερα, πριν τον καταραμένο έρωτα. Τότε οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές και ο ναυτικός της ιστορίας δεν είχε κανένα πρόβλημα στον ίδιο χώρο (που πια τον κάνει να φοβάται)  να χαράζει άφοβα και εύκολα πορεία (αν θεωρήσουμε ότι η λέξη «μιγάδα» αναφέρεται στο ναυτικό όργανο μέτρησης, πράγμα που  μου φαίνεται πιο πιθανό) ή να επιδίδεται χωρίς προβληματισμό σε συνεχείς κρυφές ερωτικές περιπτύξεις με την φίλη του καπετάνιου (αν υποθέσουμε ότι η λέξη «μιγάδα» αναφέρεται σε άνθρωπο, όπως  είναι πολύ πιθανό και φυσικό να θεωρούμε όλοι οι μέσοι αναγνώστες της ποίησης του Καββαδία).
   Η επόμενη στροφή θεωρώ ότι είναι από τις πιο πυκνές και όμορφες της ελληνικής ποίησης. Στο πρώτο δίστιχο, σε μια τελευταία προοικονομία, περιγράφεται λιτά η αγορά σε ανύποπτο χρόνο του οργάνου με το οποίο θα λυθεί το δράμα, ενός φτηνού μαχαιριού αγορασμένου (όπως κι εκείνο που ο αφηγητής ενός άλλου ποιήματος  "φοβάται μην καμιά φορά το στρέψει στον εαυτό του"), από ένα
Ένα μαγαζί στο Nossi Be
τυχαίο μαγαζάκι στο  Νόζι Μπι, ένα νησάκι κοντά στη Μαδαγασκάρη. Κι όσο κι αν συχνά, όπως είπαμε,  η επιλογή των  τοποθεσιών στην ποίηση του Καββαδία είναι προσχηματική για λόγους ομοιοκαταληξίας ή για λόγους ηχητικής εντύπωσης, και στην συγκεκριμένη περίπτωση ο τόπος προσφέρει στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας του ποιήματος όντας ένα άγνωστο μέρος κάπου πολύ μακριά, ένας εξωτικός κόσμος. 
     Το επόμενο δίστιχο αναφέρεται στην αυτοκτονία του ναυτικού και είναι γεμάτο από συναναγνώσεις και συνδηλώσεις που συμπλέκουν αξεδιάλυτα το φως και το σκοτάδι, τη μέρα και τη νύχτα, τον θάνατο και τη ζωή.   Ο ήρωας της ιστορίας στρέφει στον εαυτό του το μαχαίρι ακριβώς τη στιγμή που το καράβι περνάει την γραμμή του Ισημερινού επιλέγοντας (ανάλογα με το αν υποθέσουμε ότι η πορεία του καραβιού είναι  προς τον Νότο ή από τον Νότο) να παραμείνει για πάντα στον Νότο, τον χώρο όπου γιγαντώθηκε το άσβεστο καταστροφικό του πάθος ή να μην εισέλθει ξανά. Διαλέγει να βυθιστεί στο σκοτάδι του θανάτου το μεσημέρι την ώρα που το φως του ήλιου είναι το πιο δυνατό (με την θέρμη του ήλιου να λειτουργεί ίσως και ως σύμβολο του ερωτικού πάθους του ναυτικού), ωστόσο δεν είναι το μαχαίρι εκείνο που ξαστράφτει στον ήλιο, είναι ο ίδιος. Πεθαίνοντας λάμπει, εξιλεώνεται δηλαδή για το καταστροφικό του πάθος και εξυψώνεται. Και μεταβαίνοντας στην νύχτα πια, καθίσταται αναλαμπή φάρου, βρίσκει τον δρόμο του και δείχνει τον δρόμο… Το "αγγελικό και μαύρο φως" επιτείνει η παρωνυμία ανάμεσα στις λέξεις «φάρος» και  «χάρος», εγώ ας πούμε μέχρι να διαβάσω το ποίημα δεν ήμουν σίγουρος τι από τα δυο λέει...
   Η τελευταία στροφή είναι ένα είδος επιγραμματικού επιμυθίου και αποκαλύπτει το αφηγηματικό τώρα: πολλά χρόνια μετά. Ο ναυτικός, θαμμένος στη θάλασσα, ενώθηκε με τη φύση κάπου στην Αφρική και έχει βρει τη γαλήνη, απαλλαγμένος από τις ταλαιπωρίες και τις αγωνίες της ναυτικής ζωής, τις οποίες συμβολίζουν τα φανάρια (είτε με τη σημασία των φάρων, είτε με τη σημασία των φώτων πορείας) και τις μικρές χαρές της. Εκτός αν θεωρήσουμε ότι το γλυκό της Κυριακής είναι αναφορά στη στεριανή ζωή, οπότε έχουμε να κάνουμε με την πικρή συνειδητοποίηση πως  σε τελική ανάλυση είναι  μάταια η επιλογή ανάμεσα στην μία ή την άλλη. 
      Η ερωτική ιστορία ωστόσο είναι μόνο το ένα επίπεδο του ποιήματος, το πρώτο, τα υπόλοιπα δυο είναι εκείνα που ουσιαστικά εξηγούν τη συναισθηματική εγγύτητα που αισθάνεται ο αφηγητής απέναντι στο ποιητικό αντικείμενο αλλά και τη συναισθηματική φόρτιση που αισθάνεται ο αναγνώστης του ποιήματος.
    Και τα δυο αυτά επίπεδα πρόδηλα αποκαλύπτονται από τον τίτλο ήδη του ποιήματος : «Ο Σταυρός του Νότου». Ο Σταυρός του Νότου είναι αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, μικρός σε έκταση αλλά εξαιρετικά φωτεινός και χαρακτηριστικού σχήματος. Έτσι χρησιμοποιείται για την ναυσιπλοΐα στις νότιες θάλασσες και ταυτίζεται με το νότιο ημισφαίριο όσο ο Πολικός Αστέρας ταυτίζεται με το βόρειο. Αλλά και με τα μακρινά ταξίδια σε αυτό και με τις ταλαιπωρίες και τις ελπίδες που συνεπάγονται. Οι αστερισμοί του βορείου ημισφαιρίου έχουν πάει το όνομά τους κυρίως από αρχαίους μύθους. Αντίθετα, εκείνοι  που βρίσκονται στο νότιο, ονομάστηκαν από τους ναυτικούς την εποχή των μεγάλων Ανακαλύψεων κι  έχουν ονόματα σχετικά με τα θαλάσσια ταξίδια.  Βλέποντας, λοιπόν,   οι  ναυτικοί τον λαμπερό αστερισμό με το χαρακτηριστικό σχήμα τον ονόμασαν Σταυρό και πρόβαλλαν επάνω του τις ελπίδες τους.  Συχνά όμως τον έβλεπαν ως σταυρό μαρτυρίου, προάγγελο των κινδύνων και των ταλαιπωριών που φοβόνταν πως τους περιμένουν στη συνέχεια του ταξιδιού.   Αυτά τα δυο στοιχεία, ο προσανατολισμός και το μακρινό κι επικίνδυνο ταξίδι, αποτελούν τα άλλα δυο επίπεδα του ποιήματος.  
     Για να τα πάρουμε με τη σειρά, άμα προσέξουμε λίγο καλύτερα το ποίημα λοιπόν, θα δούμε πως το χαρακτηρίζει μια συνεχής αναφορά στοιχείων που σχετίζονται με τη χαρτογράφηση και τη χάραξη πορείας, καθώς πίσω από την ερωτική ιστορία κρύβεται η αγωνιώδης προσπάθεια του – ανώνυμου όλως μη τυχαίως - νεκρού ναυτικού να βρει τον δρόμο του. Ο έρωτας, όπως περιγράφεται στη δεύτερη στροφή,  λειτουργεί ως ιός (με την σημασία που έχει η λέξη στην Πληροφορική) ο οποίος τον προσβάλλει στην ευάλωτη στιγμή της αρρώστιας του και τον οδηγεί στην απώλεια του προσανατολισμού για την  πορεία της ζωής του,  κάνοντας έτσι το σύστημα να καταρρεύσει. Έτσι, στην πρώτη στροφή η δήλωση του ήρωα  μέσα στο δωμάτιο του χάρτη όπου χαράζεται η πορεία του καραβιού πως τον επόμενο Μάρτη θα έχει μπει σε άλλους παραλλήλους  αποτελεί μια απεγνωσμένη παραδοχή της διαπίστωσης πως η ζωή του έχει χάσει τη σωστή της κατεύθυνση και η προαναγγελλόμενη αυτοκτονία του αποτελεί στην ουσία ένα είδος φορμάτ, μια επαναφορά του συστήματος στις… εργοστασιακές ρυθμίσεις προκειμένου να βρει λύτρωση.
     Οι επόμενες στροφές διαδραματίζονται κάτω από τον σκοτεινό, νυχτερινό ουρανό όπου η χάραξη της πορείας επιτυγχάνεται και με τη βοήθεια των άστρων.  Στη μια στροφή, ο αφηγητής ανακαλεί στη μνήμη του την εικόνα του συντρόφου του στεφανωμένου κάτω από τον Σταυρό του Νότου, υπογραμμίζοντας, ανάλογα με το χρονικό σημείο της αφήγησης στο οποίο θα την τοποθετήσουμε, την πληρότητα και την σιγουριά με την οποία διαχειριζόταν τη ζωή του πριν τη προσβολή από τον θανατηφόρο έρωτα ή την απώλεια του προσανατολισμού που του προκάλεσε. Κι όλα αυτά  την ώρα της βάρδιας, την ώρα δηλαδή που, πέραν όσων ήδη αναφέραμε για την σημασία της βάρδιας,  είναι υπεύθυνος κατά κάποιον τρόπο για την τήρηση της ορθής πορείας του πλοίου. Αυτό φανερώνεται καθαρότερα στις επόμενες δυο στροφές που λειτουργούν αντιστικτικά. Στην πρώτη, που διαδραματίζεται μετά την τραγική ερωτική ιστορία,  όταν ο ναυτικός βλέπει τον αφηγητή να κάνει μετρήσεις χάραξης πορείας με βάση το α' του Κενταύρου, διατυπώνει με ήρεμη απελπισία  την επίγνωση της παραπλάνησής του και της απώλειας πορείας που συμβολίζουν τα «άστρα του νοτιά», τα οποία σηματοδοτούν τον χώρο όπου γεννήθηκε ο μοιραίος έρωτας, Στην άλλη, ο αφηγητής τον θυμάται πριν την μοιραία σχέση,  με αποφασιστικότητα και σιγουριά να χαράζει πορεία στον ίδιο νυχτερινό ουρανό, ξέγνοιαστος κι ευτυχισμένος.  
     Αναμφίβολα, και ο ίδιος ο ναυτικός ένιωσε, βλέποντας τον αφηγητή να χαράζει πορεία, τη δική του αδυναμία να βρει πια τον προσανατολισμό του, βιώνει την απώλεια εκείνου του οποίου με άνεση πετύχαινε παλιά κι αντιλαμβάνεται την εσωτερική του τυφλότητα. Επιλέγει τελικά να δώσει ο ίδιος τη λύση στο πρόβλημά του και το κάνει κάτω από τον λαμπρό  ήλιο του μεσημεριού, ο οποίος πέρα από τον πυρετό του ερωτικού παροξυσμού του, συμβολίζει την τυφλότητα του, συναισθηματική και πνευματική. Καρφώνοντας το μαχαίρι στο στήθος του, καθαίρεται, (αυτο)εξιλεώνεται και τελικά  λυτρώνεται, όπως δηλώνει η άμεση μετάβαση  στον σκοτεινό νυχτερινό ουρανό και η μεταμόρφωση του σε έντονη αναλαμπή φάρου. Και βρίσκει, δηλαδή, τον δρόμο του και γίνεται παράδειγμα που δείχνει τον δρόμο,  κερδίζοντας τελικά τη γαλήνη μέσω της ηρεμίας του θανάτου,  απαλλαγμένος από τον κίνδυνο να χάσει τη πορεία του (είτε η λέξη «φανάρια» αναφέρεται στα πλευρικά φώτα νυχτερινής πορείας είτε αναφέρεται στους φάρους, όπως είπαμε). 
  Και για την πράξη αυτή της εξιλέωσης συμβολικά επιλέγει τη γραμμή του Ισημερινού, τη γραμμή που χωρίζει τον Βορρά από τον Νότο, ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, όποια κι αν είναι αυτά, ανάλογα με την πορεία του καραβιού. Η έννοια του Νότου εισάγεται ήδη από τον τίτλο και ο Νότος, με τον ιδιαίτερο συμβολισμό που έχει στην ποίηση του Καββαδία, είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, νυν και αεί και εις τους αιώνες των αιώνων σε όλη την έκταση του ποιήματος και το καθορίζει σε όλες του τις διαστάσεις:  έχουμε να κάνουμε με ένα καράβι που πλέει  από ή προς τον Νότο και με μια ιστορία που εκτυλίσσεται στον Νότο,  κάτω από τα αστέρια των αστερισμών του νότιου ουρανού.  Ο Νότος στην ποίηση  του Καββαδία είναι ταυτισμένος με την ταλαιπωρία του μεγάλου ταξιδιού αλλά και το ίδιο το ταξίδι. Ο ναυτικός ταλαιπωρείται ενώ ταξιδεύει από μνήμες της στεριάς, από τις δυσκολίες της ναυτικής ζωής, από τους κινδύνους των περίεργων νότιων θαλασσών, ευρισκόμενος ταυτόχρονα στο εδώ και στο εκεί (ενθυμούμενος "τα λόγια που του ΄πανε μιαν κούφιαν ώρα στην Αθήνα"),  αντιμετωπίζοντας συνεχώς και εμμονοληπτικά  στις ατελείωτες ώρες του ταξιδιού τις συνέπειες  των αποφάσεων της ζωής του, κατηγορώντας ενίοτε "τ' άστρα του νοτιά". Όμως, παρ' όλες τις ταλαιπωρίες και τις δεύτερες σκέψεις, η έλξη που του ασκεί ο Νότος, η ναυτική ζωή με άλλα λόγια, είναι τόσο ισχυρή που δεν διανοείται στα σοβαρά να σταματήσει να ταξιδεύει ("μας έσφιξε το Κουρο Σίβο σα μια ζώνη" και "έχω από τα μεσάνυχτα πνιγεί χίλια μίλια πέρα απ' τις Εβρίδες".)
     Κάπως έτσι η ιστορία του συγκεκριμένου ναυτικού παύει να είναι η προσωπική του ιστορία και γίνεται σύμβολο της ναυτικής ζωής και της μοίρας του ναυτικού γενικότερα- για αυτό και ανακαλεί την ιστορία του στην μνήμη του ο αφηγητής και μάλιστα με τέτοια συγκίνηση. Και έτσι εξηγείται και γιατί ο ήρωάς του παραμένει ανώνυμος. Η  ιστορία του Γουίλιαμ Τζορτζ Άλλουμ, αν υποθέσουμε ότι και σε αυτό το ποίημα σε αυτόν αναφέρεται, δεν είναι (και δεν εκλαμβάνεται πλέον ως) μια σπάνια, εξωτική περίπτωση, αλλά μάλλον ως ο κανόνας. Άρα, με άλλα λόγια, η μοίρα του είναι αλληλένδετη, ανάλογη ή παρόμοια με εκείνη του αφηγητή άλλα και κάθε άλλου ναυτικού. Κι ουσιαστικά, πιστεύω, πως, συνειδητά ή όχι, ο αφηγητής -και ο Καββαδίας άρα- μέσα από αυτό το ποίημα εξυψώνει και αποθεώνει τον ήρωά του, αν συσχετίσουμε τουλάχιστον τις δυο σημασίες της λέξης "στράλια". Ο Σταυρός του Νότου, που δίνει  τον τίτλο στο ποίημα και είπαμε ήδη τι συμβολίζει,  αναφέρεται  στην τρίτη στροφή του ποιήματος. Εκεί  και σε χρόνο ενεστώτα (ο οποίος δεν είναι κατ' ανάγκη δραματικός, εάν υποθέσουμε, εύλογα χωρίς αμφιβολία, ότι διαδραματίζεται στο "τώρα" της αφήγησης, χρόνια πολλά μετά την αυτοκτονία του) αφηγητής φέρνει στη μνήμη του την εικόνα  του
"Κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια " .
Αλλά και το  α΄ του Κενταύρου μέσα στα στράλια
ήρωά του κατά τη διάρκεια μια βάρδιας, πλαισιωμένο από τα στράλια, τα σκοινιά του καραβιού, ενώ πίσω του φέγγει ο Σταυρός του Νότου στεφανωμένος από τα.... στράλια, όπως ονομάζουν οι ναυτικοί το Νότιο Σέλας το οποίο συχνά πλαισιώνει τον αστερισμό. Και σιγά-σιγά και αδιόρατα καθώς η εικόνα του προβάλλεται στον αστερισμό, ο βασανισμένος ναυτικός υψώνεται στους ουρανούς, ολοκληρώνει την ανάληψή του και  ταυτίζεται με τον αστερισμό,  γενόμενος κι ο ίδιος  άστρο, με τον ίδιο τρόπο που κατά την μυθολογία γίνονταν οι βασανισμένοι ήρωες,,,,   
   Ωραία όλα αυτά, αλλά γιατί εμάς που δεν είμαστε ναυτικοί μας ασκεί τέτοια γοητεία και μας προκαλεί τόση συγκίνηση και το συγκεκριμένο ποίημα ειδικά αλλά και η ποίηση του Καββαδία γενικότερα;  Γιατί ο  Καββαδίας δεν είναι (μόνο τουλάχιστον) ο ποιητής των ναυτικών! Γράφει για τους ναυτικούς γιατί, όντας ναυτικός ο ίδιος, τη δική τους ζωή γνωρίζει (όπως παραδείγματος χάριν ο Καρυωτάκης εμπνέεται από τη ζωή των δημοσίων υπαλλήλων και ο Κρυστάλλης από το βουνό και τον λόγγο) θέλοντας να αποδώσει ρεαλιστικά το ανθρώπινο δράμα. Γιατί καθένας από μας έχει τον Βορρά του, δηλαδή τις απαρχές του ή/και τον χώρο ασφάλειας ή οικειότητάς του, και τον Νότο του, το άγνωστο, το πέρα από τον ορίζοντα. Για τον καθένα από μας,  Νότος ουσιαστικά  είναι η πορεία της ζωής μας, η «μοίρα» μας, θα λέγαμε -ακόμα κι αν δεν είναι έτσι εντελώς, καθώς ορίζεται αλλά δεν καθορίζεται από τις επιλογές μας- και από την οποία, όσο κι αν πολλές την αμφισβητούμε ή την ελέγχουμε,  δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να ξεφύγουμε. Και τελικά αυτό που μένει από αυτήν την ιστορία που λέγεται ζωή,  δεν είναι τίποτα άλλο, τίποτα περισσότερο από την ακινησία του  θανάτου, που μας απαλλάσσει από τις μικροχαρές και τις μικρολύπες της καθημερινότητας… Γιατί ο Σταυρός του Νότου, με τη σημασία που του δώσαμε, δεν είναι ούτε του Καββαδία, ούτε του Γουίλιαμ Τζορτζ Άλλουμ ούτε οποιουδήποτε ανωνύμου ναυτικού. Αφού καθένας από μας έχει τον δικό του Νότο, καθένας μας έχει και τον δικό του Σταυρό... Κι αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο, γιατί,  μην  ξεχνάτε:  "Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε την πίκρα της ζωής... "
      Ουσιαστικά τελείωσα, δυο-τρία πραγματάκια ακόμα.
   Και τα δυο ποιήματα έχουν μελοποιηθεί από τον Θάνο Μικρούτσικο και οφείλω να του αποδώσω τα εύσημα για τις... μελοποιητικές του επιλογές, καθώς σε κάθε περίπτωση διάλεξε εκείνο ακριβώς που ταιριάζει στο ποίημα. Στο "William George Allum",  ακόμα κι αν είναι η μελοποίησή του η λιγότερο αγαπημένη μου από τις τρεις,  οφείλω να του πιστώσω την ευφυή επιλογή να χρησιμοποιήσει  έναν ψευδοδωδεκάμετρο ρυθμό που γίνεται στο τέλος τρίμετρος, στοιχεία που υπηρετούν άψογα την αφηγηματική διάσταση του ποιήματος. Αντίθετα, τον "Σταυρό του Νότου"  (τον έχει μελοποιήσει και η  η καταπληκτική κατά τα άλλα Μαρίζα Κωχ, αλλά ας κάνουμε ότι δεν το ξέρουμε μιας και η μελοποίηση αυτή είναι για τα πανηγρύρια- κυριολεκτικά και μεταφορικά) επέλεξε να  τον μελοποιήσει ως μπαλάντα χρησιμοποιώντας αργό τέμπο, το οποίο γίνεται στις δυο τελευταίες στροφές προοδευτικά αργότερο, ώστε να υπογραμμιστεί ο επιτύμβιος χαρακτήρας του. Θεωρώ δε αγαθή τύχη το γεγονός ότι επέλεξε να τραγουδηθεί η μελοποίηση αυτή από την Αιμιλία Σαρρή, μια ολιγοηχογραφημένη τραγουδίστρια, την οποία με αυτό τραγούδι ο Μικρούτσικος παρασύρει στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού (με τον ίδιο τρόπο  που βάζει ο Καρυωτάκης τη Λάμαρη στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας). Η Σαρρή κάνει την ερμηνεία της ζωής της και απογειώνει το τραγούδι κατά τέτοιον τρόπο που οι πολύ καλές επόμενες επανεκτελέσεις του Νταλάρα, του Κότσιρα και της Ρίτας της  καρδιάς μας, της Αντωνοπούλου ντε,  φαντάζουν φτωχοί συγγενείς.
     Να προσθέσω ότι ο "Ο Νότος" του Ισαάκ Σούση από τον οποίο δανείστηκα τον τίτλο και τον ανέφερα στην εισαγωγή είναι... πρωτεξάδελφος των ποιημάτων του Καββαδία. Τοποθετείται κι εκείνος στον Νότο, ο οποίος παρουσιάζεται κι εδώ ως ένας ιδιαίτερος, μακρινός κι άγνωστος κόσμος, ξένος για το ποιητικό υποκείμενο.  Ο έρωτας συνδέεται κι εδώ με τον θάνατο και είναι αποτέλεσμα της τύχης. Ωστόσο, εδώ βρισκόμαστε, όπως δείχνει το ρεφρέν, είτε λίγο πριν τελειώσει η ερωτική σχέση, καθώς διαπιστώνει ότι η αγαπημένη γυναίκα γίνεται ολοένα πιο απόμακρη, είτε σε ένα σημείο μεταγενέστερο, όταν έχει πάψει πια να πονάει ο χωρισμός. Σε κάθε περίπτωση, το ποιητικό υποκείμενο τον θυμάται με ευγνωμοσύνη, νοσταλγία και συγκίνηση, καθώς θεωρεί πως είχε σωτήριο ρόλο στη ζωή του και βίωνε κάθε αγκαλιά της αγαπημένης του σαν βουτιά στον βυθό μιας βαθιάς και μαγικής θάλασσας.
                 

 Θέλω ακόμα να πω ότι τα πραγματολογικά στοιχεία για τα στράλια, τον Σταυρό του Νότου, το παλινώριο και τη μιγάδα τα τσίμπησα από  δω. 

    Δείτε κι αυτό εδώ,  είναι εμπνευσμένο από ποιήματα του Καββαδία, κυρίως το "William Geoge Allum"  και το "Μαραμπού".

 Τέλος, να σας εκμυστηρευτώ ότι αυτήν την ανάρτηση, που  θεωρώ πως είναι μια από τις χειρότερες δημοσιεύσεις μου, παλεύω να την γράψω ενάμιση χρόνο τώρα, τρία  πέντε χρόνια και κάτι (από τον Ιούνη του '16 μέχρι τις 7 Αυγούστου του '19   24 Αυγούστου του '21 (8.51  μμ ) χωρίς όμως να παίρνει ποτέ σαφές σχήμα και  αρνούμενη να υπακούσει σε οποιοδήποτε σχέδιο, παραμένοντας συνεχώς μια σειρά από σκόρπιες σκέψεις και συγκεχυμένες ιδέες, προχειρογραμμένες εδώ κι εκεί, ασύντακτες, αλληλοσυγκρουόμενες, χωρίς ειρμό. Στο χαρτί τουλάχιστον, γιατί στο μυαλό μου την έχω γράψει πολλές φορές οδηγώντας κάθε πρωί από το σπίτι για το σχολείο ή μετά το σχολείο για το σπίτι. Μόνο που κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο, τα λόγια πετούσαν σαν πουλιά... Και κάπου εκεί έπαθα Σολωμό και την ξεπέρασα ψυχολογικά... Μόνο που σε αντίθεση με τον Σολωμό, εγώ έχω διάφορα κολλήματα που δεν μου επιτρέπουν να αφήνω κάτι ατελείωτο. Το ότι την γράφω, λοιπόν, είναι που της καρφώνω ένα μαχαίρι στο στήθος, για να πάψει πια  να με βασανίζει, να μη μου γίνει έμμονη ιδέα.... Όλα κι όλα. Εγώ μαθαίνω απ' την ποίηση...

 Ακούστε τώρα κι έναν άλλον Σταυρό του Νότου



Δεν υπάρχουν σχόλια: