Ένας χαρακτήρας στην ταινία "Ραν" του Ακίρα Κουροσάβα ( μια μεταφορά του "Βασιλιά Ληρ" στην φεουδαρχική Ιαπωνία) λέει ότι "Ο άνθρωπος γεννιέται κλαίγοντας και όταν κλάψει αρκετά πεθαίνει".
Ο Σοπενχάουερ είχε γράψει ότι "η ζωή είναι μια συνεχής μάχη για την επιβίωση, με τη σιγουριά της τελικής ήττας".
Ένα μύθος θέλει τον Όμηρο να είχε δηλώσει στις κάμερες ότι το καλύτερο για τον άνθρωπο είναι να μη γεννιέται κι αν γεννηθεί να πεθάνει αμέσως .
Κάτι παρόμοιο λέει και ο Σοφοκλής στον 1225 στίχο του "Οιδίποδα επί Κολωνώ"
Κι ο Μαβίλης έγραψε τη "Λήθη"
Τι είναι η "Λήθη"; Σονέτο του Λορέντζου Μαβίλη. Προφανώς! Όχι όμως οποιοδήποτε σονέτο. Είναι ΤΟ σονέτο.... Αν η "Υστεροφημία" είναι άσμα ηρωικό και πένθιμο, η "Λήθη" είναι πένθιμο σκέτα. Αλλά όχι λιγότερο γοητευτικό, εφόσον είναι το ιδιο ειλικρινές. "Λοιπόν, παιδιά, σήμερα που μπαίνει η Άνοιξη, θα κάνουμε κάτι αισιόδοξο". Μ΄αυτά τα λόγια (λίγο προβοκατόρικα. λίγο με μαύρο χιούμορ) κι ένα σαρδόνια χαμόγελο παρουσίαζα στους μαθητές μου το σονέτο, τις φορές που "έτυχε" ("τυχαία" άλλωστε είναι η μέρα και η ώρα δημοσίευσης της ανάρτησης) στην αρχή της άνοιξης να το διδάξω. Παλιά, προ ιστολογίου. Ως εκ τούτου, ανάρτηση λογικά δεν θα του αφιέρωνα , εφόσον κατά κανόνα στο ιστολόγιο γράφω με αφορμή κάτι που κάνω στην τάξη. Επρόκειτο ωστόσο, να ασχοληθώ μ' αυτό ως παράλληλο κείμενο στην ανάρτηση για το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη "Στα στέφανα της κόρης του". Εκείνη η ανάρτηση όμως πήρε δικό της πιο βιωματικό δρόμο και το απέρριψε (περιλαμβάνεται, ωστόσο, στην ανάρτηση μια μικρής έκτασης σύγκριση των δύο ποιημάτων, δείτε την εκεί βαριέμαι να τα ξαναγράφω). Αλλά σκέφτηκα ότι κρίμα να μην ασχοληθώ μ' αυτό κομψοτέχνημα του αποκλειστικά σονετογράφου Λορέντζου Μαβίλη (το οποίο αποδέχονται ακόμα και οι επικριτές, που κατηγορούν τα σονέτα του ως άψυχα και φορμαλιστικά). Κι όχι άδικα το πιο γνωστό ίσως ποίημα του ποιητή, μιας και έχουμε να κάνουμε μ' ένα σονέτο υπόδειγμα ύφους και λυρισμού, στο οποίο ο ποιητής έχει καταφέρει εντυπωσιακή ισορροπία ανάμεσα στη μορφή και στο περιεχόμενο, κατορθώνοντας, χωρίς να αλλοιώνεται η ποιητική ουσία, να γράψει ένα έμμετρο και λυρικό στοχαστικό δοκίμιο το οποίο μέσω μιας σειράς υποθετικών συλλογισμών οδηγεί αβίαστα στην απόδειξη της θέση που υποστηρίζει ο ποιητής.
Τέλος πάντων, επειδή πολύ μέλι και καθόλου τηγανίτα (ή και το ανάποδο, πρόκειται για παροιμία ντουμπλ φας), ας ασχοληθούμε και λίγο με το σονέτο. Η "Λήθη" (εδώ οι στίχοι) είναι ένα παρνασσιστικό ως προς την τεχνοτροπία και ιδιαίτερα απαισιόδοξο ως προς το περιεχόμενο ποίημα, καθώς είναι εμποτισμένο από την φιλοσοφία του πατριάρχη του πεσιμισμού, του Σοπενχάουερ. Και ως προς την απεικόνιση του Κάτω Κόσμου είναι επηρεασμένο από αρχαίες ελληνικές αντιλήψεις (κι ειδικότερα από τη ραψωδία λ της Οδύσσειας ) και την λαϊκή παράδοση (το νερό της λησμονιάς).
Ο ποιητής, αφού μας έχει προετοιμάσει από τον τίτλο ότι το θέμα είναι η λησμονιά (η χρήση του λόγιου τύπου προσδίδει επισημότητα και κύρος κι αποτελεί μια πρώτη τζούρα πένθιμης σοβαρότητας), αρχίζει την πραγμάτευση του θέματος του το οποίο παρουσιάζεται και αναλύεται στις δυο πρώτες στροφές, την οκτάβα του σονέτου . Στην πρώτη στροφή εισάγει την θέση του και στην δεύτερη την επεκτείνει. Ο πρώτος στίχος της πρώτης στροφής ξεκινάει "εκρηκτικά", τρόπο τινί, μη αναμενόμενα, με ένα οξύμωρο το οποίο έρχεται σε αντίθεση αυτό που πιστεύουν οι άνθρωποι γενικά. Οι νεκροί χαρακτηρίζονται καλότυχοι. Αυτή είναι και η βασική θέση του ποιητικού υποκειμένου, η οποία αιτιολογείται στο υπόλοιπο του πρώτου στίχου και στο πρώτο μισό του δεύτερου (και τονίζεται απ΄ τον διασκελισμό): Επειδή ξεχνάνε, άρα αφήνουν πίσω τη ζωή, η οποία είναι γεμάτη δυσκολίες και πίκρες - καμιά αναφορά στις χαρές της. Στη συνέχεια της πρώτης στροφής, το ποιητικό υποκείμενο, χρησιμοποιώντας β' πρόσωπο, μας παρακινεί όλους μας (εφόσον δεν υπάρχει ζωντανός που να μην έχει γνωρίσει την απώλεια ενός αγαπημένου του προσώπου) να μην κλαίμε τους νεκρούς μας, όσο μεγάλη κι αν είναι η λύπη μας. Τουλάχιστον όχι κατά το σούρουπο. Η αιτία της επιλογής του σούρουπου είναι προφανής (εκτός αν είσαι ένα φτωχός και μόνος καουμπόης που απομακρύνεται νωχελικά στο ηλιοβασίλεμα). Είναι η ώρα που αρχίζει το σκοτάδι, η νύχτα, η οποία συνεκδοχικά παραπέμπει στο θάνατο. Είναι, επιπλέον, το τέλος της ημέρας και, κατά τον ίδιο τρόπο όπως παραπάνω, το τέλος της ζωής. Είναι, τέλος, η ώρα που οι άνθρωποι ολοκληρώνουν τις δουλειές τους κι είναι περισσότερο ευάλωτοι στον πόνο της μνήμης των νεκρών τον οποίο αποκοιμίζουν η ρουτίνα της καθημερινότητας κι αγώνας για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής. Κι ο πόνος της απώλειας επιστρέφει επίμονα και απαιτητικά, όπως ο πονόδοντος όταν σταματάει η επίδραση του παυσίπονου.
Στη δεύτερη στροφή επεξηγώντας επεκτείνει και αναπτύσσει το περιεχόμενο της θέσης τους. Το σούρουπο είναι οι ώρες που πηγαίνουν να πιούν το νερό από τη βρύση της Λησμονιάς, το οποίο είναι κρυστάλλινο. Αυτός ο χαρακτηρισμός του νερού της βρύσης ο οποίος παραπέμπει σε κάτι αρίστης ποιότητας, μέγιστης καθαρότητας και υπέρτατης αισθητικής αρτιότητας, αντιστοιχεί και στην αξία της λησμονιάς, πράγμα που τονίζει και η προσωποποίηση της έννοιας με τη χρήση κεφαλαίου γράμματος. Το κρυστάλλινο νερό όμως γίνεται βούρκος αν πέσει μέσα δάκρυ από αυτούς που τους αγαπάνε. Η αντίθεση ανάμεσα στο αρχικά κρυστάλλινο νερό και στο μαύρο βούρκο στον οποίο μετατρέπεται λειτουργεί ως δυσοίωνη προσήμανση. Η οποία επαληθεύεται ευθύς παρακάτω.
Στο δεύτερο μέρος του σονέτου, ο ποιητής στην πρώτη τρίστιχη στροφή αναπτύσσει τον συλλογισμό του περισσότερο, επεξηγώντας την προηγούμενη στροφή ώστε να προκύψει στην τελευταία στροφή, όπως κατά κόρον συμβαίνει στα σονέτα, αβίαστα ως συμπέρασμα η τελική θέση του, η κύρια ιδέα του ποιήματος. Οι νεκροί τοποθετούνται σε ένα περιβάλλον που παραπέμπει στις αρχαιοελληνικές και τις λαϊκές αντιλήψεις για τον Άδη όπως εκφράζονται αυτές κυρίως στα μοιρολόγια, προσαρμοσμένες όμως στη μουντή ατμόσφαιρα του σονέτου. Περιπλανιούνται σε λιβάδια με ασφόδελους κι έχουν διατηρήσει την ταυτότητα και τη συνείδηση τους. Κι ενώ στα μοιρολόγια της "Άρνης το νερό" συμβολίζει την οριστική απώλεια των νεκρών μέσω της απώλειας των αναμνήσεών τους και της συνείδησής τους, εδώ παρουσιάζεται ως ευλογία. Όταν, λοιπόν, πιούν από το θολό νερό, ο πόθος της λησμονιάς δεν επιτυγχάνεται, με αποτελέσματα να κακοφορμίζουν και πάλι οι πληγές από τα βάσανα που πέρασαν κατά τη διάρκεια της ζωής τους και να υποφέρουν και πάλι για αυτά. (Παρατηρούμε δε πως ξανά δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στις χαρές της ζωής, δείγμα της απαισιόδοξης στάσης του ποιητή.) Οπότε προκύπτει αβίαστα ότι ο πόνος και η θλίψη των ζωντανών πέρα από ανώφελα για τους ίδιους είναι και επιζήμια προς τους νεκρούς, αφού τους εμποδίζει να ξεχάσουν την πίκρα της ζωής και τις κακουχίες της από τις οποίες τους ξεκούρασε ο θάνατος.
Γνωρίζει όμως το ποιητικό υποκείμενο την ανθρώπινη φύση. Και ξέρει δεν είναι εύκολο να μη θρηνήσει κανείς τα δειλινά όποια κι αν είναι η αιτία ( ο θάνατος των αγαπημένων ή/και οι δυσκολίες της ζωής. Κι η δυνατότητα συνανάγνωσης του υποθετικού "Α" (=αν) με το οποίο ξεκινάει η τελευταία στροφή και ως διαπιστωτικό (= πραγματικά) επιτείνει την τραγικότητα της παραδοχής αυτής. Έτσι, περιορίζεται να παραινέσει τους ανθρώπους να κάνουν κάτι ουσιώδες: Να θρηνούν τους ζωντανούς καλύτερα, καθώς είναι σε χειρότερη μοίρα από τους νεκρούς. Γιατί οι νεκροί
μπορούν να λησμονήσουν τη θλίψη της ζωής, οι ζωντανοί αντίθετα όσο και να θέλουν (γιατί θέλουν!) δεν μπορούν. Το ποίημα ολοκληρώνεται δηλαδή με το σχήμα του κύκλου, και σε επίπεδο έκφρασης και σε επίπεδο περιεχομένου, με το οξύμωρο της αρχής να έχει δικαιολογηθεί πλήρως: " Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε" vs "θέλουν μα δεν μπορούν να λησμονήσουν". Και για τους νεκρούς και για τους ζωντανούς η λήθη είναι το ζητούμενο, όμως μόνο οι νεκροί μπορούν να το επιτύχουν. Ο τίτλος του ποιήματος, έτσι, βρίσκεται σε πλήρη ανταπόκριση με το περιεχόμενό του.
"The waters of Lethe by the plains of the Elysium" (1879-80)- John Stanhope |
Οι παρνασσιστικές καταβολές του ποιήματος είναι εμφανείς. Οι επιρροές από την αρχαιότητα προδίδονται αρχικά από τον τίτλο: η Λήθη ήταν η θεά της λησμονιάς κατά την αρχαιότητα και από αυτήν
πήραν το όνομα τους μια πηγή και ένας από τους πέντε ποταμούς του Άδη,
εκείνος από τον οποίο έπιναν οι νεκροί όταν κατέβαιναν στον Άδη για να
ξεχάσουν την επίγεια ζωή). Επιπλέον, υπάρχουν και άλλες σχετικές αναφορές, όπως είπα και πιο πάνω, σε αρχαίες αντιλήψεις. Η ομοιοκαταληξία είναι πλούσια και φροντισμένη, το
λεξιλόγιο προσεκτικά επιλεγμένο , η εν γένει η φροντίδα για τη μορφή και η άψογη τεχνική ολοφάνερες . Κι
ως τυπικό ελληνικό παρνασσιστικό ποίημα απουσιάζει η απάθεια, καθώς
κάτω από την φαινομενική συναισθηματική αποστασιοποίηση, τα συναισθήματα
που υποβόσκουν είναι πλούσια και πηγαία.
Και άκρως πεσιμιστικά. Η απαισιόδοξη στάση του ποιητή διαφαίνεται από την επιλογή του θέματος, τη συνεχή επιλογή λέξεων αρνητικά φορτισμένων (πικρία, κλαις, σούρουπο, βούρκος, δάκρυ, θολό, πόνους παλιούς, θρηνήσουν) και τη δημιουργία υποβλητικής ατμόσφαιρας, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της εικονοποιίας και της συνεχούς εναλλαγής του αφηγηματικού προσώπου από γ΄ πρόσωπο (όταν αναφέρεται στους νεκρούς) σε β΄ πρόσωπο (όταν αναφέρεται στους ζωντανούς).
Αυτά.
(Άμα βαλαντώσατε, δείτε την παρακάτω ταινία (το "Notebook" της δεκαετίας του '90) που είναι σχετικά σχετική:
)
Υ.Γ.: Για κάποιο λόγο νοιώθω ότι η ανάρτηση θα είναι ημιτελής χωρίς αυτό:
(Εννοείται ότι πάλι δεν πρόλαβα να κάνω φιλολογική επιμέλεια! Ό,τι μου ξέφυγε ξέφυγε... )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου