Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021

Είτε... παίδες Ελλήνων είτε νέοι Σιδώνος ή και τα δύο γίνεται; (Από τον Αισχύλο και τον Καβάφη στον Αναγνωστάκη)

   455 π.Χ.  Είναι μια συνηθισμένη μέρα στη Γέλα της Σικελίας. Ένας αετός  έχει αρπάξει μια χελώνα και την αφήνει να πέσει από ψηλά για να σπάσει το καβούκι της και να μπορέσει να τη φάει. Μόνο που, κατά τας γραφάς και τα παραδόσεις, η συγκεκριμένη χελώνα βάρεσε κατακέφαλα τον δραματικό ποιητή Αισχύλο και τον σκότωσε.
    Το μόνο καλό στην υπόθεση ήταν  ότι ο Αισχύλος είχε προλάβει και είχε γράψει το επιτύμβιο επίγραμμά του:
"Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει
Μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι
και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος."
Σε μετάφραση Γ.Π. Σαββίδη, το επίγραμμα αυτό λέει:
"Τούτο το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο του Ευφορίωνος,
Αθηναίον, που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα·
για την ευδόκιμον ανδρεία του μπορεί να πει το Μαραθώνιον άλσος
και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη που τον γνώρισε."
  Το επίγραμμα, όπως μαρτυρεί και η μεταφορική σημασία με την οποία κυρίως χρησιμοποιούνται  πια η λέξη και τα παράγωγά της, είναι εξαιρετικά σφικτό και πυκνό ως γραμματειακό  είδος, δεν αντέχει φλυαρίες και δεν τα χωράει τα περιττά στολίδια. Τα επιτύμβια δε επιγράμματα επιγράφονται ή υποτίθεται ότι επιγράφονται στην αναμνηστική στήλη πάνω από τον τάφο του νεκρού και περιλαμβάνουν τα στοιχεία της ταυτότητάς του και αυτό που θεωρείται το σημαντικότερο ή το πλέον χαρακτηριστικό από τα έργα της ζωής του, εκείνο εν τέλει για το οποίο αξίζει να θυμάται κανείς τον νεκρό. Ο πολυνίκης, πολυβραβευμένος, δημοφιλέστατος, καταξιωμένος ποιητής, αφού στους δυο πρώτους στίχους αναφέρει τα στοιχεία της ταυτότητάς του, επιλέγει στους δυο επόμενους να προβάλει ως το μεγάλο κατόρθωμα της ζωής του την συμμετοχή του στην μάχη του Μαραθώνα και την ανδρεία που επέδειξε σε αυτή, τεκμήριο για τα οποία φέρνει συνεκδοχικά  την μαρτυρία των Περσών που την γνώρισαν στο πεδίο της μάχης. Λέξη για το έργο του! 
  Κάνουμε τώρα ένα άλμα 850 ετών στο χρόνο και φτάνουμε στο 400 μ.Χ., στην εξελληνισμένη Σιδώνα της Συρίας. Εκεί πέντε αρωματισμένοι νεαροί μέσα στην χλιδή και την τρυφηλότητα ακούνε διάφορα επιγράμματα και άλλα ποιήματα που τους διαβάζει ένας ηθοποιός για να τους διασκεδάσει. (Από την συλλογή που στο μέλλον θα γινόταν η  Παλατινή Ανθολογία ίσως;) Ένας από τους νεαρούς αυτούς, όταν ακούει το επίγραμμα του Αισχύλου, εκνευρίζεται και κατηγορεί τον ποιητή για δειλία ηθική καθώς παραλείπει οποιαδήποτε αναφορά στην τέχνη του που τον κατέστησε ξεχωριστό ανάμεσα στους ανθρώπους, προτιμώντας να αναφερθεί στο γεγονός ότι πολέμησε στο Μαραθώνα.
   Μόνο που στην πραγματικότητα  το χρονικό άλμα  που λέγαμε είναι πολύ μεγαλύτερο και φτάνει μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, στο 1920. Διότι ο Σιδώνιος νέος είναι στην πραγματικότητα δημιούργημα του  Κωνσταντίνου Καβάφη και αναφέρεται στο εμβληματικό ποίημα του «Νέοι της Σιδώνος. 400 μ.Χ.».  Και ένα από τα στοιχεία τα οποία προσδίδουν στο ποίημα αυτήν την ιδιαίτερη σημασία που έχει αποκτήσει με τα χρόνια  και το κάνουν εμβληματικό είναι η αμφισημία που το χαρακτηρίζει όσον αφορά τη θέση του ποιητή,  αν δηλαδή ο Καβάφης συμφωνεί με τον νέον ή τον ειρωνεύεται, καθώς υπάρχουν  ισχυρά επιχειρήματα  που υποστηρίζουν και την μια άποψη και την άλλη.
      Όσον αφορά την  πρώτη άποψη, ότι ο Καβάφης  ειρωνεύεται τον νεαρό, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που την ενισχύουν. Πρώτα από όλα, ο λεπτομερής και εκτενής τίτλος, η αναλυτική περιγραφή του χώρου και της ατμόσφαιρας  καθώς και η χρησιμοποίηση αρκετών επιθέτων  (τα οποία ο Καβάφης χρησιμοποιεί ουσιαστικά και όχι καλολογικά στην ποίησή του) δημιουργούν την αίσθηση μιας ατμόσφαιρας τρυφηλότητας και πολυτέλειας  η οποία παραπέμπει σε καλομαθημένους ανθρώπους που ζουν σε ένα κλειστό αποστειρωμένο περιβάλλον και δεν έχει χρειαστεί να προσπαθήσουν για τίποτα ούτε και έχουν καμιά γνώση της πραγματικότητας και των δυσκολιών της ζωής. Έπειτα, ειρωνική και είναι η αντίστιξη που παρατηρείται ανάμεσα στον νεαρό και τον  αρχαίο ποιητή, καθώς στο μονόλογό του ο νεαρός  διανοούμενος μαλώνει τον Αισχύλο σα να ήταν ανυπάκουο παιδάκι, στοιχείο αστείο από μόνο του  που γίνεται ακόμα περισσότερο κωμικό αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι ο νεαρός  αντιμετωπίζει την τέχνη, την οποία κατηγορεί τον Αισχύλο ότι πρόδωσε, ως μέσο διασκέδασης αλλά και ότι  αποδέχεται τους ελάσσονες  και ξεχασμένους επιγραμματοποιούς της ελληνιστικής ύστερης αρχαιότητας Κριναγόρα, Ριανό και Μελέαγρο (τους οποίους παρέσυρε ο Καβάφης στην αθανασία μέσω αυτού του ποιήματος με τον ίδιο τρόπο που ο Καρυωτάκης διέσωσε το όνομα της ξεχασμένης ποιήτριας Ελένης Λάμαρη σε αυτό το ποίημα.),  την ώρα που ασκεί κριτική σε έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές όλων των εποχών. 
        Αλλά και κοιτάζοντας  τα λόγια του νεαρού μπορεί  θεωρηθεί γελοιογραφική η απεικόνιση του.  Αυτό το φανερώνουν  πρώτα πρώτα η κωμική  αυθάδεια με την οποία ξεκαθαρίζει ότι δεν του αρέσει  η απόφαση του  Αισχύλου και η τόλμη του να αντιπαρατεθεί μαζί του σαν ίσος προς ίσο,  μαλώνοντας τον λες κι είναι άτακτο παιδάκι, όπως είπαμε, και υπαγορεύοντάς του πώς πρέπει να γράφει τα ποιήματα του. Την ειρωνική του παρουσίαση εντείνουν ο ψευτοδιδακτισμός στο ύφος του και ο στόμφος με τον οποίο διακηρύττει σε πρώτο πρόσωπο το "μανιφέστο του περί τέχνης", στεφανωμένο με πομπώδεις λέξεις όπως το «κηρύττω» ή τα «περιμένω και απαιτώ»… Αστεία δε είναι και η κατηγορία της λιγοψυχίας καθώς και παράλογη, Αφενός γιατί την εξακοντίζει προς έναν πολεμιστή ένας άνθρωπος που δεν έχει πολεμήσει ποτέ και αφετέρου  επειδή ο λόγος που τον κατηγορεί ήταν ακριβώς επειδή προτίμησε να εστιάσει στη γενναιότητα του και όχι στην ποιητική του ικανότητα.
     Ένα άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει τον νεαρό και ενισχύει την άποψη ότι ο Καβάδης τον ειρωνεύεται είναι ο ελιτισμός του  καθώς φαίνεται να κατηγορεί το Αισχύλο ότι δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από το «σωρό»,  όπως αποκαλεί υποτιμητικά τους άλλους ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει ότι θεωρεί πως η τέχνη είναι για τους λίγους, τους εκλεκτούς, και ο ίδιος, μιας και είναι καλλιεργημένος,  είναι καλύτερος από τους άλλους ανθρώπους. Οπότε ο Αισχύλος... χαλάει την πιάτσα!  Λέγοντας βέβαια κάτι τέτοιο ξεχνά ότι για τον «σωρό», τον μέσο Αθηναίο πολίτη, μέτοικο ή ξένο επισκέπτη, έγραψε τα έργα του ο Αισχύλος. Η απαρίθμηση δε των τίτλων των τραγωδιών του ποιητή - λες και είναι άρθρο της wiki ξέρω γω -   μοιάζει  περισσότερο με επίδειξη μη αφομοιώμένων γνώσεων παρά με αποτίμηση του ποιητικού του  έργου.   
    Τέλος, δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε πόσο υπέρτατα ειρωνικό είναι το γεγονός ότι ο νεαρός  δείχνει ότι δεν έχει αντίληψη της ιστορικής πραγματικότητας και ότι  η σκέψη του είναι επιφανειακή.  Διότι η νίκη των Ελλήνων τότε,  στην μάχη την οποία πολέμησε ο ποιητής,  επέτρεψε τη δημιουργία του  τρόπου ζωής τον οποίο απολαμβάνει ο νεαρός, διότι θα ήταν διαφορετική η Ιστορία  αν οι Πέρσες είχαν νικήσει στον Μαραθώνα και ο ελληνικός πολιτισμός δεν θα έφτανε στην κορύφωση που ακολούθησε μετά τα Περσικά. Άρα, στρέφεται  ουσιαστικά ενάντια στον ίδιο τον τρόπο ζωής του, ο οποίος μάλιστα, όπως μπορεί να συμπεράνει  ο αναγνώστης που γνωρίζει τι έγινε  έπειτα, έχει φτάσει στο τέλος. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες,  ύψιστο σύμβολο της ελληνικής αρχαιότητας,  έχουν ήδη καταργηθεί κοντά δέκα χρόνια, σε δεκαπέντε χρόνια η τελευταία φιλόσοφος, η Υπατία, θα κατακρεουργηθεί από ένα όχλο φανατικών Χριστιάνων και στο άμεσο μέλλον ο Χριστιανισμός με  την ηθική και την ηθικολογία του πρόκειται να ισοπεδώσει  ως ειδωλολατρικό τον τρόπο ζωής του νεαρού και  να εξαφανίσει την τρυφηλότητα και την πολυτέλεια με τις οποίες ζει .

  Πολλά, λοιπόν, και ισχυρά είναι τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο Καβάφης ειρωνεύεται τον νεαρό!Ναι, αλλά, εξίσου πολλά και ισχυρά είναι κι εκείνα που φανερώνουν το αντίθετο, ότι δηλαδή σε ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό  ο Καβάφης συμφωνεί με τον νεαρό και δεν τον ειρωνεύεται.  
     Πρώτα από όλα, αυτό μπορεί να επισημανθεί στο περιεχόμενο των στίχων που βρίσκονται εντός της παρένθεσης και κυρίως στη φράση «υπέρ το δέον» με την οποία  ουσιαστικά δικαιολογείται η αντίδραση του νεαρού καθώς παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της υπερβολής στην απαγγελία του ηθοποιού. Και είναι γνωστό ότι στις παρενθέσεις που βάζει ο Καβάφης στα ποιήματά του συνηθίζει να εκφράζει τη γνώμη του, να σχολιάζει τα τεκταινόμενα. 
     Πρέπει επίσης να προσέξουμε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο νεαρός του ποιήματος δεν ήταν απλά ένας τυχαίος νεαρός. Τονίζεται ιδιαίτερα ότι ήταν ένα  παιδί  "ζωηρό, φανατικό για γράμματα" και είπαμε ήδη για τη σημασία των επιθέτων στην ποίηση του Καβάφη. Είναι λίγα και  αναγκαία σημασιολογικά, όταν δεν τα χρησιμοποιεί ως όχημα ειρωνείας.  Αυτό σημαίνει ότι ο νεαρός ήταν ένα αυθόρμητος και παθιασμένος άνθρωπος και υποστήριζε με την ορμή  και το απόλυτο που πηγάζει από την ηλικία του αυτό που αγαπάει, τη ποίηση, όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι στην εφηβική ή νεανική τους ηλικία, έχω λογομαχήσει στο Γυμνάσιο υπερασπιζόμενος τους Europe, τι να λέμε τώρα...
   Πρέπει να παρατηρήσουμε, ακόμα, δυο στοιχεία  στο μονόλογο του νεαρού που  ενισχύουν την άποψη ότι ο συγγραφέας συμφωνεί μαζί του.  Το ένα είναι ο ίδιος ο μονόλογος και η  έκτασή του η οποία είναι λίγο παραπάνω από το μισό ποίημα. Άρα, είναι το περιεχόμενο του μονολόγου εκείνο στο οποίο δίνεται έμφαση. Και μάλιστα μένει χωρίς αντίλογο, καθώς το ποίημα τελειώνει μετά. Τα λόγια του νεαρού είναι τα πρώτα και τελευταία που ακούγονται και η θέση του είναι η μόνη που διατυπώνεται ρητά.  Και  μάλιστα  όχι τόσο απόλυτα όσο  ίσως φαίνεται σε πρώτη μια  ανάγνωση, όπως αποδεικνύει το δεύτερο στοιχείο, η αραιογράμματη γραφή της λέξης «μόνο» από τον ποιητή.  Ο νεαρός δηλαδή δεν παραγνωρίζει την σημασία της μάχης και αν ψέγει  τον ποιητή το κάνει γιατί δεν πρόσθεσε και μια αναφορά στην ποιητική του ιδιότητα.   
    Το τελευταίο επιχείρημά ότι ο Καβάφης συμφωνεί με τον νεαρό είναι εξωκειμενικό.  Είναι γνωστό σε όλους  πόσο ο Καβάφης λάτρευε την ποίηση, παράτησε μάλιστα  τη δουλεία του για να ασχοληθεί με αυτή. Άρα είναι πιο πιθανό  ο νεαρός που αποθεώνει την ποίηση να είναι περσόνα του ποιητή  παρά στόχος της ειρωνείας του. Και αν θέλουμε να είμαστε και λίγο δίκαιοι με το νεαρό, εντάξει, δεν έδωσε και καμιά διάλεξη, εξέφρασε απλά την προσωπική του γνώμη ενώ μπεκρούλιαζε με τους φίλους του.
        Οπότε;  Σε τι ερμηνεία καταλήγουμε; 
  Λαμβάνοντας  υπόψιν όλα όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, το ποίημα μπορεί να ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους.
  α)  Ο Καβάφης κοροϊδεύει τον εκτός τόπου και χρόνου  νεαρό για τη στάση του απέναντι στον μεγάλο ποιητή, την κωμική του αυθάδεια να τα βάλει μαζί του αλλά και για την μυωπική του στάση απέναντι στην πραγματικότητά της εποχής του η οποία έχει αρχίσει ήδη να θρυμματίζει  τον κόσμο όπως τον ήξερε και  δεν έχει καταλάβει οι μέρες της αφθονίας του είναι μετρημένες. Σε δέκα χρόνια ή θα είναι  έκπτωτος και παρίας, αν μείνει σταθερός σε αυτό που πιστεύει, από τις διώξεις που θα υποστεί από τους Χριστιανούς που έχουν πια το πάνω χέρι, ή θα   συμβιβαστεί και το αρωματισμένο σώμα του θα μυρίζει λιβάνι.
β)  Ο Καβάφης συμφωνεί με το νεαρό διότι , επειδή λατρεύει την ποίηση, θεωρεί  προσβολή στο όνομά της την  κίνηση του Αισχύλου να μην συμπεριλάβει στο επιτύμβιο επίγραμμά του καμία αναφορά στην ποιητική του ιδιότητα. Και επειδή ξέρει ότι θα γίνει στόχος έντονης κριτικής αν βγει και υποστηρίξει ανοιχτά τη  θέση του αυτή, φτιάχνει την περσόνα του νεαρού και βάζει στο στόμα του  την άποψη αυτή, προκειμένου να γίνει εκείνος ο στόχος της κριτικής και να απορροφήσει τις αντιδράσεις. Είναι ο νεαρός κάτι σαν λιμενοβραχίονας, με άλλα λόγια!
γ) Το να υποστηρίξουμε ότι ο ποιητής κάνει το ένα ή το άλλο υποχρεωτικά είναι ψευδοδίλλημα.  Ο Καβαφης, όπως κάνει και με τους Σπαρτιάτες στο ποίημα «Στα 200 π.Χ»,  ειρωνεύεται τον νεαρό για τους λόγους που είπαμε, αλλά ταυτόχρονα συμφωνεί και μαζί του στο ότι ο Αισχύλος θα έπρεπε στο επιτάφιο επίγραμμα του να αναφερθεί  παράλληλα με τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα και στο γεγονός ότι υπήρξε μεγάλος ποιητής, διότι η μη αναφορά φαίνεται να υποβιβάζει το ποιητικό του έργο.
δ) Όλες οι παραπάνω ερμηνείες είναι αυθαίρετες (αυτό δεν σημαίνει βέβαια λανθασμένες). Ο Καβάφης δεν είχε πρόθεση να  εκφράσει τίποτα από τα παραπάνω  τα οποία είναι αποτέλεσμα της απόπειρας των φιλολόγων και των κριτικών λογοτεχνίας να ερμηνεύσουν το ποίημα.
  Και τι λοιπόν θα μπορούσε να είναι αυτό που ήθελε να  εκφράσει ο ποιητής ή, ασχέτως των προθέσεών του, εκείνο για το οποίο μιλάει το ποίημα; Πολλά πράγματα, καθώς καλή ποίηση είναι, ως γνωστον, εκείνη που επιδέχεται πολλές ερμηνείες. 
   Παραδειγματικά και όχι αποκλειστικά,  ίσως κάποιο ή κάποια από τα παρακάτω.
     Ίσως, λοιπόν, ο  Καβάφης απλά να ήθελε να παρουσιάσει εντελώς ουδέτερα μια βινιετούλα  εκείνης της εποχής και της παρακμής που τη χαρακτηρίζει, όπως υποδηλώνει ο εκτενής τίτλος του ποιήματος που μας ωθεί να δώσουμε έμφαση στο χρόνο και τον τόπο στους οποίους διαδραματίζεται το  ποίημα.        Ή ίσως ήθελε να δώσει το πορτρέτο μόνο ενός ανθρώπου της εποχής, με τον ίδιο τρόπο που παρουσιάζεται ο ηδονιστής και επιφανειακός στη σκέψη νεαρός στο ποίημα "Από την σχολή  του περιώνυμου φιλοσόφου"ή ο παρτάκιας  επίδοξος σωτήρας της πατρίδας και καλά στο "Ας φροντιζαν"
     Ίσως, πάλι,  απλά να ήθελε να αποτίσει φόρο τιμής στην αρχαιότητα λίγο πριν αυτή τελειώσει  και να γράψει  έναν αποχαιρετισμό στο πνεύμα της,  συνδυάζοντας στο ποίημα την αρχή και το τέλος της.  Ο Αισχύλος με την συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα και την ποιητική του παραγωγή  έδωσε  την ευκαιρία να γεννηθούν ή έβαλε τις βάσεις (πατώντας προφανώς και πάνω σε στοιχεία των προηγούμενων εποχών) σε εκείνα τα επιτεύγματα της εποχής του, τα οποία την κατέστησαν κλασική και διαχρονική. Κι ο άγνωστος Σιδώνιος νέος είναι μακρινός κληρονόμος της και τελευταίος  εκφραστής της  στην αυθεντικής και αγνή μορφή της, το κύκνειο άσμα της  πριν βυθιστεί ο κόσμος στον Μεσαίωνα.
    Ίσως, όμως,  το ποίημα να είναι τελικά ένα σχόλιο  πάνω στην τέχνη και στο κατά πόσο αυτή είναι έκφραση και δημιούργημα της εποχής της. Από την μια  μεριά έχουμε τον Αισχύλο ο οποίος  ζει στην αρχή μιας περιόδου ακμής και είναι πολίτης στα πλαίσια μιας πόλης κράτους, αισθάνεται δηλαδή μέλος μιας ομάδας και παλεύει μαζί με τους άλλους στην οπλιτική φάλαγγα για το κοινό καλό, την ελευθερία και τη δημοκρατία. Η πόλη στην οποία ζει, η Αθήνα, βρίσκεται  στον ελλαδικό χώρο και έχει μόλις προστατέψει με πολλούς κόπους και πολλές θυσίες την δημοκρατία, την ανεξαρτησία και την ελευθερία της μετά από έναν επίπονο αγώνα από τον οποίο βγήκε νικήτρια. Στα πλαίσια αυτά η τέχνη εκλαμβάνεται ως κομμάτι και έκφραση της πόλης και έχει παιδευτικό χαρακτήρα, καθώς αποσκοπεί στην καλλιέργεια του πολίτη. Ο Αισχύλος εντάσσει, λοιπόν, σε αυτό το πλαίσιο την τέχνη του και γνωρίζει παράλληλα ότι ο ποιητής δεν θα υπήρχε εάν ο στρατιώτης δεν είχε κάνει το καθήκον του και δεν είχε συμβάλλει στην τελική νίκη στον Μαραθώνα και τις υπόλοιπες συγκρούσεις, καθώς  τότε δεν θα είχαν δημιουργηθεί οι συνθήκες εκείνες που επέτρεψαν στην ποιητική του μεγαλοφυΐα να εκδηλωθεί. Με άλλα λόγια, ο Αισχύλος είναι άνθρωπος και της δράσης και των λόγων και αντιλαμβάνεται πως μέσα στον στρατιώτη κρύβεται ο ποιητής.  Αντίθετα,  ο αρωματισμένος πλαδαρός νεαρός ζει σε έναν κόσμο ατομικισμού που δεν έχει καμία σχέση με τον κόσμο του Αισχύλου, σε έναν κόσμο στον οποίο η ιδέα της πατρίδας  και η έννοια του πολίτη απουσιάζουν. Κατοικεί σε μια εξελληνισμένη πόλη στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας και είναι υπήκοος σε μια πολυεθνική αυτοκρατορία που χωρίς ενδεχομένως να το ξέρει ο ίδιος βρίσκεται σε αναταραχή από την οποία θα υπερισχύσουν τα στοιχεία εκείνα που σύντομα θα διαλύσουν τον κόσμο του νεαρού. Είναι κλεισμένος στην αρωματισμένο τρυφηλό κόσμο στον οποίο η τέχνη (που τη προσεγγίζει εγκεφαλικά και δεν την βιώνει), όσο και να την λατρεύει, έχει συμπληρωματικό ρόλο και περιορίζεται στο να είναι ένα μέσο διασκέδασης, και μάλιστα όχι για όλους αλλά για εκείνους, που, όπως οι πέντε νεαροί, έχουν την οικονομική δυνατότητα να την απολαύσουν, είναι δηλαδή πολυτέλεια. Πώς λοιπόν ο καλομαθημένος  αρωματισμένος νεαρός να κατανοήσει τις στάσεις και τις επιλογές του γυμνασμένου στρατιώτη και  πολίτη ποιητή; Όσο κάποιος ανέραστος μαθαίνει την αγάπη ρομαντικές ιστορίες,  θα λέγαμε... 
  Ίσως, τέλος και επεκτείνοντας τα προηγούμενα, ο σκοπός να ήταν να φανεί όχι μόνο πόσο διαφορετικά μπορεί να εκληφθεί η τέχνη γενικά κατά τη διάρκεια των αιώνων αλλά και πόσο διαφορετικά μπορεί να  ερμηνευτεί το ίδιο έργο τέχνης σε διαφορετικές εποχές. Γιατί αυτό ουσιαστικά είναι το στοιχείο που οδηγεί στη σύγκρουση του νεαρού με τον Αισχύλο,  ότι ερμηνεύει διαφορετικά το έργο του, με βάση την εποχή στην οποία ζει.  
     Και  η παραπάνω παρατήρηση μας πάει στο ποίημα  «Νέοι της Σιδώνος, 1970»  (1970) που έγραψε ο καβαφικότερος των Ελλήνων ποιητών, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, και το οποίο συνομιλεί  βέβαια με το ποίημα του Καβάφη, ολοκάθαρα το φανερώνει ο τίτλος του. Γιατί τον Αναγνωστάκη δεν φαίνεται να τον αγγίζουν καθόλου οι  προβληματισμοί που εκφράστηκαν πιο πάνω για την ερμηνεία του ποιήματος και δεν αναρωτιέται καθόλου αν ο Καβάφης τον ειρωνεύεται τον Σιδώνιο νέο. Είναι σίγουρος για αυτό, τόσο που  ανάγει τους νέους της Σιδώνας σε σύμβολο  μιας ηδονιστικής ζωής και ακηδίας που προδίδουν ακραίο ατομικισμό και πλήρη αδιαφορία για τα προβλήματα της κοινωνίας. Και τους χρησιμοποιεί για να ψέξει  τους νέους της εποχής του και την παθητική εν πολλοίς  στάση τους απέναντι στην Δικτατορία.
  Στο ποίημα του Αναγνωστάκη το ποιητικό υποκείμενο (εικάζεται ότι) έρχεται σε επαφή με μια παρέα νέων που διασκεδάζει σε μια μπουάτ ή μια ταβέρνα της εποχής και τους κατηγορεί για την απραξία τους,  την μη ενεργητική αντίσταση στο ανελεύθερο καθεστώς των τυράννων.  Αυτή είναι σε μια πρώτη ανάγνωση η  προβληματική του ποιητικού υποκειμένου την οποία εκφράζει (λέγοντας "το σκύλο σκύλο το λύκο λύκο το σκοτάδι σκοτάδι")  με την έντονη χρήση ειρωνείας, αντιποιητικών λέξεων και λέξεων  του καθημερινού λεξιλογίου και της αργκό.
  Η ειρωνεία είναι έκδηλη από την αρχή του ποιήματος με τη χρήση της λέξης «κανονικά» και τη δυνητική έγκλιση που χρησιμοποιείται. Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει παράπονο κανείς μαζί τους, αλλά ακριβώς επειδή τα πράγματα δεν είναι κανονικά, έχει κάθε δικαίωμα να έχει. 
  Γιατί; Αυτό φαίνεται στους επόμενους στίχους της πρώτης στροφής. 
  Γιατί μολονότι είναι μέσα στο άνθος της ηλικίας και της δύναμης τους (όπως τονίζει το «αρτιμελής») μένουν άπραγοι.
  Γιατί αν και εμφανίζονται έτοιμοι και πρόθυμοι για τη ζωή και για τη δράση, μένουν άπραγοι.
   Γιατί τα τραγούδια τους, τα επαναστατικά που έχουν «ζουμί», είναι μόνο λόγια, δεν συνοδεύονται  από πράξεις.
 Γιατί τα συγκινημένα (και όχι συγκινητικά) τραγούδια που τραγουδούν τους κατευνάζουν συναισθηματικά και τους οδηγούν τελικά να μένουν άπραγοι.
    Γιατί περιορίζονται να διαμαρτύρονται για πράγματα που συμβαίνουν μακριά και αφορούν άλλους ανθρώπους αλλά αδιαφορούν για αυτό που γίνονται δίπλα τους. Και… μένουν άπραγοι.
    Η ειρωνεία απογειώνεται στον επόμενο στίχο που μιλάει γενικά για τον «πάσχοντα άνθρωπο» με την μίμηση της καθαρεύουσας που  αντιστοιχεί στη ξύλινη γλώσσα της εξουσίας αλλά και εκείνη της επίσημης κομματικής γραμμής της Αριστεράς, μια γλώσσα φλύαρη που έχει την "τέχνη" να  φαίνεται ότι λέει τα πάντα χωρίς τελικά να σημαίνει τίποτα. Και, βέβαια, οδηγεί στην απραξία....
    Στα  πλαίσια αυτά,  οι επόμενοι στίχοι, οι τελευταίοι της στροφής, έχουν στην πραγματικότητα την ακριβώς  αντίθετη σημασία: Δεν σας τιμά καθόλου η μη συμμετοχή στην προβληματική του καιρού σας διότι στην πραγματικότητα είστε απόντες, οπότε καθόλου δεν δικαιούστε να ξεσκάσετε ακριβώς επειδή δεν έχετε κουραστεί καθόλου.
  Και το ποίημα κλείνει καβαφικά, με μια παρένθεση-ολόκληρη στροφή, στην οποία το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται σε ένα παλιό του φίλο και συναγωνιστή και διαπιστώνει πικρά ότι οι αγώνες  που έκαναν εκείνοι όταν ήταν νέοι, τους γέρασαν προώρως και δυστυχώς οι τωρινοί νέοι δεν φαίνεται να πήραν της σκυτάλη.
    Η αλήθεια είναι ότι οι νέοι της εποχής  -έστω και καθυστερημένα- "υπάκουσαν" στις προτροπές του ποιητή και ανέλαβαν τα επόμενα χρόνια το κύριο βάρος του αντιδικτατορικού αγώνα, την ώρα που πολλοί μεγαλόσχημοι διάβαζαν τάχα ή έκαναν "αντίσταση" από το Παρίσι σε νηπιακή ηλικία. Και μάλιστα, εκδηλώσεις όπως εκείνες που κατακρίνει ο Ανανγωστάκης, είχαν την αξία τους γιατί αποτέλεσαν τη μαγιά που οδήγησε στο αντιστασιακό κίνημα το οποίο κορυφώθηκε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ωστόσο, είναι εύλογη η επιτίμηση του ποιητή, γενικότερα να το δούμε. Διότι οι νέοι οφείλουν να είναι στην πρωτοπορία των εξελίξεων ακριβώς επειδή είναι νέοι,  έχουν δύναμη, όνειρα, είναι φρέσκοι και δεν έχουν ακόμα  κουραστεί από τις δυσκολίες της ζωής. Και αλίμονο στην κοινωνία η οποία έχει  νέους που δεν ενδιαφέρονται για τα κοινά και δεν είναι έτοιμοι να παλέψουν για την ελευθερία, την δημοκρατία,  την ισότητα, για κάθε ευγενή σκοπό εν γένει,  από το περιβάλλον μέχρι τα ανθρώπινα δικαιώματα. 
     Πάντως, στην πραγματικότητα ο Αναγνωστάκης δεν κατηγορεί  τόσο τους νέους ότι μένουν άπραγοι όσο τους εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι νομίζουν ότι κάνουν κάτι και στους κινδύνους που ενέχει αυτό. Διότι διοχετεύουν την επαναστατικότητά τους με λάθος τρόπο και νομίζουν ότι έχουν κάνει το καθήκον τους,  οπότε δεν διεκδικούν ενεργότερα τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν. 
    Και αυτό είναι ουσιαστικά το διαχρονικό μήνυμα του  ποιήματος που μας αφορά όλους. Γιατί όσα λάικ κι αν κάνεις, φίλε αναγνώστη, στο ΦΒ και όσα ψηφίσματα στο Avaaz  κι αν υπογράψεις, άμα δεν κατέβεις στο δρόμο και δεν διεκδικήσεις ενεργά το δίκαιο και το δίκιο σου, θα γίνουν τα παρθένα σου δάση ξενοδοχεία, θα πουλήσουν το νερό σου στις πολυεθνικές, θα γεμίσουν τα βουνά σου ανεμογεννήτριες, θα σε μπουζουριάζουν και θα σε σαπίζουν στο ξύλο, και μάλιστα χωρίς λόγο,  θα σε βάζουν να δουλεύεις σαν το σκυλί για ένα κομμάτι ψωμί  και τα πληρωμένα ΜΜΕ θα σε λένε τεμπέλη και θα σου επισείουν την «ατομική σου ευθύνη» σε  πράγματα μάλιστα  για τα οποία εσύ δεν φταις.
    Οπότε σκέψου.: Ο Αισχυλος τι θα ‘κανε;

 Υ.Γ.: Επί του πιεστηρίου κι επειδή η Ιστορία κάνει κύκλους! Ο  Μίκης Θεοδωράκης που πέρασε πρόσφατα στην αιωνιότητα έχει ζητήσει στον τάφο του να γραφεί μόνο το εξής: 
"Πολέμησε τον Δεκέμβρη".


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλή η προσέγγιση.

Kakos Lykos είπε...

Να είστε καλά.