Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Τοπίο στην ομίχλη: "Το πούσι " (Νίκος Καββαδίας)

"Το πούσι" είναι το πρώτο ποίημα της δεύτερης (1947) και ωριμότερη  ποιητικής συλλογής του Καββαδία  στην οποία δίνει και τον τίτλο, άρα προϊδεάζει κατά κάποιον τρόπο και  για την ατμόσφαιρά της.
       Γιατί η ομίχλη αποτελεί θεμελιώδες, οντολογικό σχεδόν,  συστατικό  στον ποιητικό κόσμο του Καββαδία - η λαϊκή λέξη "πούσι" που χρησιμοποιείται εδώ προσδίδει οικειότητα και αυθεντικότητα, εφόσον είναι εκείνη που χρησιμοποιείται στο κατάστρωμα. Η εξωτερική ομίχλη συμβολίζει τους κινδύνους της ναυτικής ζωής, καθώς η παρουσία της περιορίζει την ορατότητα και άρα  πολλαπλασιάζει τις δυσκολίες των θαλάσσιων ταξιδιών, οι οποίες ούτως ή άλλως αποτελούν μια συνεχή απειλή για τον ναυτικό. Η εσωτερική ομίχλη είναι το "spleen" του καββαδιακού σύμπαντος ("κι ένα τραγούδι έγραψα σε στυλ μπωντλερικό", λέει όχι τυχαία στο ποιήμα "Gabrielle Didot" που περιλαμβάνεται στο "Μαραμπού",στην πρώτη ποιητική συλλογή του Καββαδία που έδωσε το όνομά της ως παρατσούκλι στον ποιητή). Ο ναυτικός στα ποιήματα του Καββαδία βρίσκεται σε μια συνεχή δυσθυμία, μοιρασμένος ανάμεσα στο εδώ και το τώρα της ναυτικής ζωής την οποία δεν μπορεί να αρνηθεί και στο εκεί και το τότε της στεριανής ζωής που αρνήθηκε αλλά δεν μπορεί να ξεχάσει. Περνάει έτσι το καιρό του κατά τις ατελείωτες ώρες του ταξιδιού αμφισβητώντας τις επιλογές του και την μοίρα  που επέλεξε, γνωρίζοντας καλά ταυτόχρονα ότι αν είχε την δυνατότητα να ξαναδιαλέξει δεν θα άλλαζε τίποτα.
 Προχωρώντας στο σχολιασμό του ποιήματος,  ο Καββαδίας εδώ  μας αποκαλύπτει την ποιητική του τέχνη, κατά κάποιον τρόπο, ή- έστω-  την σκηνοθεσία που απαιτείται για να γράψει ένα ποίημα.  Ο τίτλος του ποιήματος δείχνει πως το πούσι είναι το βασικό στοιχείο της σκηνής.  Το ποιητικό υποκείμενο ταξιδεύει μέσα στο πούσι που έχει πέσει και έχει καλύψει τα πάντα, ακόμα και τα καραβοφάναρα, καθιστώντας έτσι δύσκολη κι επικίνδυνη την πορεία του καραβιού. Ο φόβος από τον κίνδυνο (όχι μόνο λόγω της τυφλής πορείας το καραβιού αλλά και λόγω του πολέμου και  της τρικυμίας, όπως αποκαλύπτεται πιο μετά) συμπλέκεται με την μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου και πυροδοτεί  το εσωτερικό πούσι, την ομίχλη που νοιώθει στην καρδιά του η οποία υποδηλώνει την αμφιβολία για το αν η πορεία που διάλεξε στη ζωή του είναι σωστή.  Ο συνδυασμός  αυτός προκαλεί απροειδοποίητα την εμφάνιση σε μορφή οπτασίας της αόριστης γυναικείας παρουσίας που συχνά πυκνά εμφανίζεται στην ποίηση του συγγραφέα (με τον ίδιο τρόπο που  η απόκοσμη  γαλήνη  της  λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου προκαλεί την εμφάνιση της φεγγαροντυμένης). Μόνο που η οπτασία εδώ αποκτά συγκεκριμένη υπόσταση, ζωντανεύει, το προσωπικό υποκείμενο συνομιλεί μαζί της και συμπλέκεται αξεδιάλυτα με το τοπίο ως να ήταν  πραγματικά παρούσα.  Η οπτασία φοράει λευκά και είναι υγρή, πράγμα λογικό κατά κάποιον παράλογο τρόπο μιας και την γεννάει η λευκή νοτισμένη  ομίχλη, και η λευκότητα εντείνει το απόκοσμο και ρευστό  της  εμφάνισής της  και παράλληλα τονίζει την αγνότητα και την καθαρότητα  της. 

     Η οπτασία στην συνέχεια  σωματοποιείται  και  το ποιητικό υποκείμενο της δείχνει την  τρυφερότητα του πλέκοντας σαλαμάστρα τα υγρά  μαλλιά της, Η σαλαμάστρα είναι ναυτικό σκοινί, οπότε η κίνηση αυτή
Προσθήκη λεζάντας
αφενός υποδηλώνει πόσο απτή αισθάνεται την παρουσία της αγαπημένης γυναίκας και αφετέρου αποτελεί, πιστεύω, μια απόπειρα του  να συγκεράσει  τις δυο αντίθετες καταστάσεις που, όπως είπαμε, παρουσιάζονται συχνά στην ποίηση του Καββαδία, τη αγάπη για την θάλασσα και τα  μακρινά ταξίδια, από την μια, και  την νοσταλγία για τη στεριά  όπου ως Σειρήνα τον προσκαλεί η γυναικεία παρουσία, από την άλλη. Οι επόμενοι δυο στίχοι πέρα από το γεγονός ότι ενισχύουν την τρυφερή και απόκοσμη ατμόσφαιρα,  αναφέρουν δίνοντας ένα τόνο ρεαλιστικότητα τον τόπο όπου εκτυλίσσεται η σκηνή, έναν κόλπο στη Νέα Ζηλανδία (άσχετο αν  οι  τοποθεσίες είναι προσχηματικές στον Καββαδία), τον Κόλπο το Πηγάσου. (για την γεωγραφία του ποιήματος δείτε την μερακλίδικη ανάρτηση εδώ)
 Στην επόμενη στροφή, το ποιητικό υποκείμενο βυθίζεται βαθύτερα στην ονειρική κατάσταση  που έχει δημιουργήσει  η φαντασία του για να νικήσει την ομίχλη, εσωτερική και εξωτερική, κι αισθάνεται την παρουσία του ανύποπτου θερμαστή ως παραβίαση της ιδιωτικότητάς τους. Έπειτα δείχνει, αλλάζοντας την συναισθηματική του κατάσταση  ξανά,  την τρυφερότητα του αλλά και πόσο πραγματική βιώνει την παρουσία της  γυναίκας συμβουλεύοντας την να μην κοιτάει την αντένα κατά την διάρκεια της τρικυμίας,  διότι θα ζαλιστεί.
    Φαίνεται όμως, πως η βλαστήμια  του λοστρόμου  που καταριέται τον καιρό στην επόμενη στροφή, επαναφέρει στην πραγματικότητα το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο αντιλαμβάνεται και πόσο μακριά παραμένει  ο προορισμός τους, η Τοκοπίλα, γεγονός που επαναφέρει  στην ψυχή του όχι απλά τον φόβο αλλά περισσότερο τη ψυχική φθορά που γεννιέται  από τον συνεχή φόβο. Κι η απόγνωση αυτή είναι τόσο ισχυρή που γεγονός οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο  να ευχηθεί να τορπιλιστεί το καράβι για να γλυτώσει από τη συνεχή αγωνία. Και το σπάσιμο του μέτρου  στον τρίτο στίχο τονίζει την ψυχολογική κατάστασή την οποία βιώνει και πόσο βαραίνει από το διαρκές καθεστώς φόβου στο οποίο βρίσκεται.
   Κάπως έτσι, επιλέγει στην τελευταία στροφή να διαλύσει ο  ίδιος την οπτασία, αρνούμενος μαζί και την γυναίκα την οποία αντιπροσωπεύει αυτή,  και την διώχνει ως στοιχείο  που ταιριάζει σε έναν άλλο κόσμο  για τον οποίο εκείνος είναι χαμένος. Και το όραμα της αγαπημένης γυναίκας αντικαθίσταται  από το όραμα του μελλοντικού του θανάτου από πνιγμό, κάπου πολύ μακριά. Και ο πνιγμός αυτός μάλιστα παρουσιάζεται σαν να έχει γίνει ήδη,  για να υποδηλωθεί πως το ποιητικό υποκείμενο έχει συνειδητοποιήσει κι αποδεχτεί πως ανήκει, όσο κι αν αυτό κάποτε τον φοβίζει ή το αμφισβητεί,  στον κόσμο των θαλάσσιων ταξιδιών, έναν κόσμο, στο οποίο δεν ταιριάζει η αγαπημένη γυναίκα στην οποία «πρέπει στέρεα γη».
   "Το πούσι " συνομιλεί στενά με δυο άλλα  ποιήματα.  Το ένα είναι το  "Kuro Siwo" πάλι του Καββαδία (δείτε σχολιασμό εδώ), το ποίο είναι το επόμενο ποίημα της συλλογής, και  το άλλο είναι το  «Ουλαλούμ» του Σκαρίμπα.
    Και στα δυο ποιήματα του Καββαδία  εμφανίζεται σε μια δύσκολη στιγμή (στο ένα ποίημα η  ομίχλη και αυτά που είπαμε πως συμβολίζει και στο άλλο η μοναξιά που επιτείνεται από την απώλεια των παπαγάλων και του πιθήκου, τα οποία ήταν υποκατάστατα της ανθρώπινης συντροφιάς) ως πειρασμός η τυπικά καββαδιακή γυναικεία παρουσία για να δοκιμάσει και θα θέσει υπό εξέταση τις επιλογές ζωής του ποιητικού υποκειμένου και την έμμονή του με τα θαλασσινά ταξίδια. Και στις δυο περιπτώσεις ωστόσο, η αόριστη αυτή φιγούρα αδυνατεί να επηρεάσει τελικά το ποιητικό υποκείμενο εξακολουθητικά και μόνιμα.  Στο "Kuro Siwo"  τα  λόγια  της γυναίκας τα οποία θυμάται μέσα στην μοναξιά του τον καλούν να αναρωτηθεί αν η ζωή που έχει διαλέξει τον οδηγεί τελικά κάπου («ο μπουσουλάς είναι που στρέφει ή το καράβι»).  Αλλά τελικά   δεν έχουν  αποτέλεσμα καθώς το ποιητικό υποκείμενο στο τέλος συνειδητοποιεί πως αυτό του είναι  αδιάφορο, όντας  "δεμένο" πια με τα θαλάσσια ταξίδια  («μας έσφιξε  το Kuro Siwo σα μια ζώνη». ). Έτσι και στο «Πούσι»,  το ποιητικό υποκείμενο ανακαλεί την οπτασία της αγαπημένης- όχι - αρκετά- για- να -τον- κρατήσει- στην- στεριά- αλλά- αρκετά- για- να- τον -ταλαιπωρεί -η -ανάμνησή- της γυναίκας ως νάρκη στο άλγος που του προξενεί η μοναξιά και ο φόβος (και η έλλειψη προσανατολισμού που νοιώθει χαμένος καθώς είναι  μες στην ομίχλη), μόνο και μόνο για να την διώξει στο τέλος του ποιήματος. Και οραματιζόμενος αντ΄ αυτής τον αναπόφευκτο -τόσο που τον βιώνει ως παρόνπνιγμό του, να συνειδητοποιήσει πόσο δεμένος είναι με την  μοίρα που επέλεξε.
  Όσον αφορά το «Ουλαλούμ», και στα δυο ποιήματα τα ποιητικά υποκείμενα συνομιλούν με την οπτασία της αγαπημένης γυναίκας ως να ήταν παρούσα, συνειδητοποιώντας στο τέλος την απουσία της.  Στην μία περίπτωση επειδή διώχνει την οπτασία το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, στην άλλη επειδή η γυναίκα αυτή δεν έρχεται ποτέ, γεγονός ωστόσο που δεν φαίνεται να πτοεί το ποιητικό υποκείμενο που κι έτσι ακόμα την αισθάνεται μαζί του. Η διαφορά είναι ότι ο Σκαρίμπας θέλει να παρουσιάσει γκροτέσκα το κωμικοτραγικό πορτραίτο ενός ερωτευμένου, επιδιώκοντας να σαρκάσει το φθαρμένο λυρισμό της παραδοσιακής ποίησης, Αντίθετα, ο Καββαδίας χρησιμοποιεί την εμφάνιση της οπτασίας ως όχημα για να εκφράσει τις εσωτερικές συγκρούσεις  και τις υπαρξιακές αγωνίες του.

Υ.Γ. Τιμής ένεκεν, ένα μικρό απόσπασμα από την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου η οποία δάνεισε τον τίτλο της στην ανάρτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: