Γεννήθηκε το 1797 στον Αβορίτη της Φωκίδας. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και έχασε νωρίς τον πατέρα του. Έτσι δεν μορφώθηκε ποτέ. Ήταν όμως εξαιρετικά ικανός άνθρωπος και με τη δουλειά του πρόκοψε. Μυήθηκε όμως το 1820 στη Φιλική Εταιρεία και πολέμησε στην Επανάσταση του 1821, όπου και τραυματίστηκε τρεις φορές. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στην μάχη των Μύλων το 1825 και στην πολιορκία της Ακρόπολης το 1826-27. Μετά την Επανάσταση διορίστηκε σε διάφορες θέσεις αλλά παρέμεινε πνεύμα ανυπότακτο. Υπήρξε εμπνευστής της Επανάστασης του 1843. Το 1851 συνελήφθη από τις αρχές με την κατηγορία της συνωμοσίας. Καταδικάστηκε σε θάνατο και πέρασε δυο χρόνια στη φυλακή σε άθλιος συνθήκες. Αντιμετωπίστηκε ως ήρωας μετά την έξωση του Όθωνα και πέθανε το 1864, ταλαιπωρημένος από τα τραύματά του κατά την Επανάσταση και τις άθλιες συνθήκες ζωής στη φυλακή.
Τα απομνημονεύματα είναι αυτοβιογραφικά κείμενα στα οποία οι συγγραφείς τους περιγράφουν σημαντικά ιστορικά γεγονότα στα οποία ήταν παρόντες. Στα πλαίσια της νεοελληνικής λογοτεχνίας ειδικότερα, απομνημονεύματα ονομάζονται μια σειρά κειμένων που έγραψαν αγωνιστές του 1821 στα οποία περιγράφουν τη ζωή και τη δράση τους πριν ή/και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Τα "Απομνημονεύματα" του Μακρυγιάννη είναι από τα σημαντικότερα κείμενα αυτής της κατηγορίας. Όπως παρατηρεί ο Σεφέρης, ο Μακρυγιάννης είχε το πάθος της έκφρασης. Τραγουδάει, φτιάχνει δικά του τραγούδια και με την πρώτη ευκαιρία μαζεύει τους άντρες του και τους μιλάει. Οπότε ήταν θέμα χρόνου να αποφασίσει να γράψει τις αναμνήσεις του, ακολουθώντας και αυτός τη συνήθεια της εποχής. Το πρόβλημα ήταν ότι ήταν αναλφάβητος. Το 1829 μαθαίνει μόνος του γράμματα και αρχίζει και γράφει τα απομνημονεύματα του. Όταν αισθάνθηκε ότι βρίσκεται στο στόχαστρο του Όθωνα το 1851, για να μην πέσουν σε λάθος χέρια εάν συλληφθεί, τα έβαλε σε έναν τενεκέ και θα έθαψε στην αυλή του. Τα ανακάλυψε με μυθιστορηματικό τρόπο το 1904 και τα έκδοσε το 1907 ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Από παντού τεκμηριωνόταν η πληροφορία ότι ο Μακρυγιάννης είχε γράψει τη ζωή του αλλά δεν είχε βρεθεί τίποτα. Υπέθεσε λοιπόν ότι θα ήταν κρυμμένα κάπου στο σπίτι του και παρακάλεσε τον γιο του, τον Κίτσο Μακρυγιάννη, να ψάξει. Πραγματικά, αυτός βρήκε τα χειρόγραφα θαμμένα, λίγο πριν αρχίσουν να καταστρέφονται. Ο τρόπος ανακάλυψής τους, πάντως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο μόνο ο Βλαχογιάννης είχε δει τα χειρόγραφα και το ότι έχουν χαθεί από τότε πυροδότησε μια θεωρία συνωμοσίας ότι στην πραγματικότητα ο Βλαχογιάννης είναι ο συγγραφέας τους και ότι απλά χρησιμοποίησε το όνομα του ξακουστού πολεμιστή για να έχει απήχηση το έργο.
Στόχος του Μακρυγιάννη είναι να αφηγηθεί τη ζωή του και να κλείσει τους λογαριασμούς του και τις εκκρεμότητές του με το παρελθόν. Το ανθολογούμενο απόσπασμα προέρχεται μεν από τον πρόλογο του βιβλίου, αλλά είναι γραμμένο γύρω στο 1850, καθώς, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει αλλού, ξαναέγραψε τα τρία πρώτα φύλλα, γιατί είχαν φθαρεί. Πρόκειται για ένα κομμάτι από το προοίμιο του έργου. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τον εαυτό του, αναφέρεται στους σκοπούς συγγραφής του έργου του, στον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε του υλικό του και τη στάση του απέναντι στα πράγματα, επιδιώκοντας να επιτύχει την εύνοια του αναγνώστη.
Στην πρώτη παράγραφο αναφέρει τον τόπο και τον χρόνο συγγραφής του κειμένου, ώστε να το συνδέσει με την πραγματικότητα και συστήνεται στους αναγνώστες τους με τέτοιον τρόπο που να ενισχύει την αξιοπιστία του. Είμαστε στο Άργος, το 1829, ο συγγραφέας του κειμένου έχει αναλάβει μια κρατική διοικητική θέση ευθύνης (η οποία είναι η βασική του δουλειά, άρα έμμεσα επισημαίνεται ότι η συγγραφή είναι πάρεργο και δεν έχει κάτι να κερδίσει από αυτή, άρα ότι πει θα είναι αλήθεια, και ότι είναι ένας σημαντικός άνθρωπος στην κοινωνία για να έχει μια τέτοια θέση) και επιτελεί τόσο εύκολα το έργο του που του μένει χρόνος να "κάθεται άνεργος". Η φράση αυτή είναι το σπερματικό γεγονός των "Απομνημονευμάτων". Για δυο λόγους. Ο ένας είναι γιατί παρέχει στον συγγραφέα τον απαιτούμενο χρόνο να γράψει. Ο άλλος γιατί του δίνει την δυνατότητα και την ευκαιρία να σκεφτεί, να οργανώσει τη σκέψη του, να εμβαθύνει σε αυτά που έγιναν, όπως λιγότερο ή περισσότερο κάνουμε όλοι, όταν έχουμε ελεύθερο χρόνο. Γιατί, για τον Μακρυγιάννη τα "Απομνημονεύματα" του είναι ουσιαστικά η μέθοδος του για το οριστικό ξεκαθάρισμα εκκρεμοτήτων και των λογαριασμών με το παρελθόν, με τελικό σκοπό όμως να φανεί η απόλυτη αλήθεια.
(Ακούστε τα ανθολογημένα αποσπάσματα σε ανάγνωση του Τζίμη Πανούση στο παρακάτω βίντεο, από το 4.50 ως το 7.18 το πρώτο κομμάτι που ανθολογείται και από το 10.42 ως το 13. 18 το δεύτερο
) Πράγμα που σημαίνει ότι σε όλο το απόσπασμα ο Μακρυγιάννης προσπαθεί με διάφορους τρόπους να πείσει τον αναγνώστη για την αξία αυτών που γράφει αλλά και για την ειλικρίνεια του και ότι αυτό αποσκοπούν όλα τα θέματα που θίγει στις επόμενες παραγράφους.
Το πρώτο θέμα που θίγει είναι εκείνο του αγράμματου συγγραφέα. Προκαταλαμβάνοντας ίσως τυχόν αντιπάλους του που θα τον ψέξουν για το γεγονός ότι γράφει, αν και δεν είναι μορφωμένος, τονίζει αντί να αποκρύψει την έλλειψη μόρφωσης που έχει και προσπαθεί παράλληλα αυτό να το μετατρέψει από αφορμή για ψόγο σε προτέρημα, Έτσι, με την απολογία αυτή για τον τρόπο που γράφει πετυχαίνει δύο πράγματα. Από την μια, γλυτώνει μια και καλή τους απανταχού grammar nazzi;s και από την άλλη, παρέχει ένα τεκμήριο ειλικρίνειας και αθωότητας: Είμαι αγράμματος, άρα δεν μπορώ να σας εξαπατήσω δια του λόγου, ακόμα και αν ήθελα. Συνεπώς, ότι σας πω θα είναι η αλήθεια γυμνή.
Το επόμενο θέμα που θίγεται είναι η τιμιότητα που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα στη διαγωγή του. Την οποία, προκαλεί, χρησιμοποιώντας β΄ πρόσωπο, οποιονδήποτε να την εξετάσει. Έτσι, η τιμιότητα της διαγωγής του αποτελεί απόδειξη της εντιμότητας της γραφής του, πράγμα που φανερώνει την αξιοπιστία όσων γράφει. Με άλλα λόγια: Είμαι τίμιος άνθρωπος σε όλη τη ζωή μου και προκαλώ οποιονδήποτε να αποδείξει το αντίθετο. Οι τίμιοι άνθρωποι δεν λένε ψέμματα. Άρα, αφού είμαι τίμιος άνθρωπος, και θέλω να γράψω την αλήθεια και θα γράψω την αλήθεια.
Στη συνέχεια., στην τέταρτη παράγραφο και στο δεύτερο πια κομμάτι που ανθολογείται, αναφέρει τα ιδανικά που πρέπει να έχει κάθε σωστός άνθρωπος: Πατρίδα, θρησκεία εθνική συνείδηση. Τα οποία επισημαίνει ότι τα διαθέτει και ο ίδιος. Άρα είναι αξιοπρεπής άνθρωπος, συνεπώς το να πει την αλήθεια, είναι για κείνον είναι μονόδρομος.
Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να έχει ο ενάρετος άνθρωπος είναι να συμμετέχει στο μέτρο που μπορεί στην επίτευξη του κοινού καλού. Με αυτόν το τρόπο, από το μέσο της παραγράφου και μετά, εισάγει το τέταρτο και τελευταίο θέμα του κειμένου, τη σύνδεση της ατομικής με την συλλογική συνείδηση και τον αλτρουισμό. Την ιδέα αυτή την εκφράζει γλαφυρά με τη φράση ότι η γη δεν έχει κρικέλα, χερούλι δηλαδή, να την πάρει και να φύγει κάποιος σα να είναι βαλίτσα. Άρα, ανήκει σε όλους. Κι έχουμε εδώ την πρώτη εμφάνιση της βασικής και πιο εμβληματικής ιδέας που διατρέχει το έργο του Μακρυγιάννη και αποκρυσταλλώνεται στη συνέχεια των "Απομνημονευμάτων" στη πασίγνωστη φράση "είμαστε το εμείς". Και αυτή την αντίληψη υποστηρίζει ο Μακρυγιάννης ότι πραγματώνει πια με το έργο του. Παλιά δηλαδή, μπορούσε να ωφελήσει πολεμώντας και πολέμησε. Τώρα μπορεί να ωφελήσει γράφοντας την αλήθεια, άρα οφείλει να γράψει και τη γράφει. Συνεπώς, αφορμή για το έργο του υπήρξε ο αλτρουισμός και τα κίνητρα του είναι ανιδιοτελή και, άρα, εντελώς διαφορετικά από τις περιπτώσεις εκείνες διεφθαρμένων ανθρώπων, τις οποίες αναφέρει στην επόμενη παράγραφο ασκώντας έμμεσα και κοινωνική κριτική και επιτιθέμενος στους αντιπάλους του, που λυμαίνονται το κράτος και με τους οποίους το έργο του έρχεται σε αντίστιξη.
Έτσι, έρχεται στο τέλος αβίαστα και πλήρως αιτιολογημένα η αναφορά στον βασικό στόχο του έργου που εκφράζεται με την άλλη περίφημη φράση του Μακρυγιάννη: "Εγώ την αλήθεια θα τηνε πω γυμνή". Ο σκοπός του είναι να υπηρετήσει την αλήθεια και να την υπηρετήσει, μοιάζοντας στο σημείο αυτό και με τον Αναγνωστάκη, μιλώντας σταράτα και λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους. Για δύο λόγους: Γιατί δεν μπορεί αλλιώς και γιατί δεν θέλει αλλιώς.
Ο συγγραφέας, συνοψίζοντας, εμφανίζεται ως ένας απλός, σεμνός και ταπεινός άνθρωπος, που έκανε το καθήκον του προς την πατρίδα του και την βοήθησε πολεμώντας για αυτή. Φαίνεται να είναι ένας άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από αυτογνωσία, εντιμότητα και ανιδιοτέλεια. Νοιάζεται για το κοινό καλό και όχι για το συμφέρον του, μιλάει αυθόρμητα και με ειλικρίνεια. Δεν είναι φιλόδοξος ούτε ματαιόδοξος και βλέπει την συγγραφή του έργου του ως τον τρόπο με τον οποίο μπορεί πια να βοηθήσει την πατρίδα του.
Το απόσπασμα αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του ύφους και της γλώσσας του Μακρυγιάννη. Η γλώσσα του είναι καθαρή, λαϊκή δημοτική και το που χρησιμοποιείται με τρόπο προσωπικό και ιδιότυπο. Παρά την απλότητα και την επιγραμματικότητά του (ή ίσως εξαιτίας αυτών), το ύφος του είναι ζωντανό, με διαύγεια, αμεσότητα και γλαφυρότητα. Γράφει γεμάτος πάθος και ο λόγος του είναι συναρπαστικός. Η παρατακτική κατά κύριο λόγο σύνδεση των προτάσεων, ο μικροπερίοδος συνήθως λόγος χωρίς περιττά στολίδια και η εκφραστική λιτότητα προσδίδουν στο κείμενο του Μακρυγιάννη προφορικότητα και λαϊκότητα. Δεν αισθανόμαστε ότι διαβάζουμε ένα βιβλίο, αλλά ότι ακούμε σε καφενείο κάποιον με φυσικό χάρισμα λόγου να περιγράφει όσα έχει ζήσει, έτσι που να φαίνονται συναρπαστικά. Αξίζει να επισημανθεί ο εντυπωσιακά υποδειγματικός τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο Μακρυγιάννης τα γραμματικά πρόσωπα, ως ένα μόνο δείγμα της εκφραστικής του δεινότητας. Ξεκινάει χρησιμοποιώντας κυρίως α΄ πρόσωπο γιατί θέλει να ενημερώσει τον αναγνώστη για το ποιος είναι, πως σκέφτεται, πως συμπεριφέρεται και ποια είναι τα κίνητρα του. Στα μέσα της δεύτερης παραγράφου χρησιμοποιεί β΄ πρόσωπο απευθυνόμενος στον αναγνώστη ή στους αναγνώστες του, θέλοντας να τους κάνει συμμέτοχους και μάρτυρες της εντιμότητας την οποία επικαλείται, προκαλώντας τους να την ελέγξουν. Έτσι, εκμηδενίζεται η απόσταση μεταξύ του συγγραφέα και των αναγνωστών και δημιουργείται μια συναισθηματική εγγύτητα. Αμέσως, μετά χρησιμοποιεί γ΄ πρόσωπο για να αναφερθεί γενικά σε έννοιες που όλοι οι άνθρωποι σε όλες τις κοινωνίες πρέπει να σέβονται και το μεταστρέφει έπειτα σε α' πληθυντικό, όταν θέλει να τονίσει τον αλτρουισμό και την ανιδιοτέλεια που χαρακτηρίζει το έργο του, στρατιωτικό και συλλογικό, εντάσσοντας το έτσι σε ένα συλλογικό "εμείς". Επιστρέφει, έπειτα, σε γ΄ πρόσωπο όταν περιγράφει περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι αντίθετα με εκείνον πολέμησαν μεν για την πατρίδα αλλά επεδίωξαν ταυτόχρονα και την ικανοποίηση των προσωπικών του συμφερόντων, αντίθετα με εκείνον. Έτσι, τελειώνει σε ά πρόσωπο, διακηρύσσοντας ότι σε αντίθεση με εκείνους, θα πει την αλήθεια γυμνή.
Τα στοιχεία αυτά κατέστησαν τον Μακρυγιάννη μια από τις βάσεις της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Και είναι χαρακτηριστικό ότι έχει την τιμή, μαζί με τον Ηράκλειτο, να είναι ένας από τους δυο μεγάλους Έλληνες τους οποίους αναφέρει ο Σεφέρης στην ομιλία αποδοχής του βραβείου Νόμπελ το 1963, η οποία έχει σχολιαστεί στο ιστολόγιο εδώ. Περισσότερο όμως από τη φράση του Μακρυγιάννη "θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε" την οποία δανείζεται ο Σεφέρης, την πνευματική συγγένεια των δύο ανθρώπων φανερώνει πολύ περισσότερο η φράση "Σ' αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται", η οποία συνομιλεί με το χωρίο του Μακρυγιάννη από το παρόν απόσπασμα, το οποίο ακροθιγώς αναφέρθηκε και πιο πάνω: "Ότι κρικέλα* δεν έχει η γης να την πάρει κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός ούτε ο αδύνατος· και όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράμα και μόνος του δεν μπορεί να πάρει το βάρος, και παίρνει και τους άλλους και βοηθούν, τότε να μην φαντάζεται να λέγει ο αίτιος* εγώ· να λέγει εμείς. Ότι βάναμε όλοι τις πλάτες, όχι ένας."
Βέβαια, η σχέση του Μακρυγιάννη και του Σεφέρη δεν τελειώνει εδώ. Η φράση "κάθομαι άνεργος" του Μακρυγιάννη φαίνεται ότι έδωσε το πλαίσιο και την ατμόσφαιρά στον Σεφέρη να γράψει το εμβληματικό του ποίημα "Τελευταίος σταθμός" (εδώ πολύ λίγα σχόλια). Γίνεται έτσι το βασικό κλειδί ερμηνείας του ποιήματος. Περιμένοντας ο Σεφέρης την επιστροφή της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στην πρόσφατα απελευθερωμένη Ελλάδα, εκφράζει την αγωνία του για το μέλλον της Ελλάδας από το εκφυλισμένο διεφθαρμένο συνάφι, το οποίο συνοδεύει λόγω της διπλωματικής του ιδιότητας, και γνωρίζει μόνο "δόλο και απάτη" (και αυτή η φράση του Μακρυγιάννη) και πώς να καπηλεύεται το αίμα των άλλων. Και για να παρηγορηθεί, στο τέλος στρέφεται σε περιπτώσεις όπως εκείνη του Μιχάλη, ενός απλού λαϊκού ανθρώπου, που έφυγε με ανοιχτές πληγές από το νοσοκομείο για να βοηθήσει την πατρίδα. Σαν το Μακρυγιάννη ένα πράγμα που δεν σταμάτησε να παλεύει παρά το γεγονός ότι "τζάκισε το χέρι του". Γιατί ""οι ήρωες περπατούν στα σκοτεινά".
Με την ίδια φράση συνομιλεί και το ποίημα του Νίκου Καρούζου "Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος". Στο αυτοαναφορικό αυτό ποίημα ο ποιητής προσπαθεί να ορίσει την ποίηση χρησιμοποιώντας το σχήμα άρσης θέσης. Αρχικά παραδέχεται πως δεν έμαθε ποτέ τι είναι ποίηση. Διερωτάται έπειτα, σε ολόκληρο το υπόλοιπα ποίημα τι μπορεί να είναι η ποίηση και αν ισχύουν διάφοροι ορισμοί άλλων. Και στην τελευταία στροφή, αναιρώντας έμμεσα τους προηγούμενους ορισμούς, λέει ότι για κείνον τα ποιήματα είναι ενθυμήματα φρίκης.
Ακόμα, να πούμε ότι από τη φράση του Μακρυγιάννη "τζάκισα το χέρι μου", εμπνέεται ο Χριστιανόπουλος στο ποίημα του "Καημένε Μακρυγιάννη", για να ψέξει τους νέους για την αδιαφορία τους. Το ποίημα, με μια παράφραση που το οδηγεί. σε σημασιολογική μετατόπιση, όπως έχουμε πει εδώ, μελοποιήθηκε από τον Σταύρο Κουγιουμτζή.
Τέλος, αφιερωμένος στον Μακρυγιάννη είναι ο δίσκος του Ηλία Ανδριόπουλου "Γράμματα στο Μακρυγιάννη", σε στίχους Μάνου Ελευθερίου και Μιχάλη Μπουρμπούλη. Αυτά και... θα σας ξανάβρω στους μπαξέδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου