Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

Του ΄παν θα βάλεις το χακί (Σύντομα σχόλια πάνω στον "Απρίλη" του Τερζάκη, τον "Τελευταίο Σταθμό" του Σεφέρη, το "Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο" του Ρεμάρκ και το "Έτσι ήτανε" του Βλαχογιάννη

 «Στεφάνια και φανφάρες και σημαίες και μεγάλες στολές, πώς να  πεθάνουμε το μάθαμε καλά από των σχολειών τις αυλές», λέει το παλιό τραγουδάκι  κι αυτό ακριβώς, την εξωραϊσμένη  παρουσίαση του πολέμου, θίγουν τα κείμενα που θα συνεξετάσουμε, λιγότερο ή περισσότερο σύντομα, σε αυτήν  την δημοσίευση.
Το πρώτο είναι το απόσπασμα που ανθολογείται στο βιβλίο της Λογοτεχνίας  Β΄ Λυκείου από το αυτοβιογραφικό  έργο του Άγγελου Τερζάκη «Απρίλης».
    Το κείμενο ουσιαστικά παρουσιάζει μια σύγκρουση ανάμεσα στα δυο διαφορετικά έπη (που εκφράζουν δυο διαφορετικές στάσεις ζωής), που σχετίζονται με τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Το ένα, το πραγματικό έπος, είναι εκείνο που έγραψαν με το αίμα και τα κομμένα τους δάχτυλα από τα κρυοπαγήματα οι χιλιάδες ανώνυμοι λαϊκοί άνθρωποι που παρατήσαν τα αλέτρια τους, τα εργαλεία τους και τα μαγαζιά τους για να επιτελέσουν το καθήκον τους. Το άλλο, το εφετζίδικο, το πανηγυριώτικο, είναι εκείνο που έστησαν διάφοροι επιτήδεια στα μετόπισθεν καπηλευόμενοι το αίμα των άλλων κι είναι εκείνο που ακόμα και τώρα προβάλλεται μέσω παρελάσεων, σχολικών γιορτών και προκάτ πομπωδών ομιλιών, συσκοτίζοντας στην ουσία το άλλο, το αληθινό που λέγαμε.  Πεδίο της σύγκρουσής αυτής είναι ένα λουκουματζίδικο στα Γιάννενα και αφορμή η συνάντηση ενός ανώνυμου τραυματισμένου φανταράκου και  ενός φίλου του Τερζάκη (ο οποίος είναι ο αφηγητής), του Μελετίου, οι οποίοι εκπροσωπούν δυο διαφορετικές αντιλήψεις για την πραγματικότητα  του πολέμου. 
  Στις πρώτες δυο παραγράφους του αποσπάσματος  αναφέρονται  ο χρόνος και ο τόπος της ιστορίας.  Είμαστε στα Γιάννενα, στα μετόπισθεν του μετώπου, κάποιες μέρες μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και αφού έχει αρχίσει να κατασκευάζεται το λεγόμενο «Έπος του ‘40» από τα Μ.Μ.Ε.,  το οποίο βέβαια,  όπως είπαμε, μικρή έχει σχέση με το καθαυτό  έπος. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο ίδιος ο Τερζάκης καθώς έχουμε να κάνουμε με ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, αναφέρεται σε ένα επεισόδιο που διαδραματίζεται σε ένα λουκουματζίδικό στο οποίο πήγαινε η παρέα του («λουκουματζίδικό μας» το αποκαλεί)  όσο καιρό περίμενε να μεταφερθεί στο μέτωπο, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο συμβάν το οποίο το περιγράφει σε τρίτο πρόσωπο. Η επιλογή αυτή δίνει αφηγηματική ρευστότητα στο κείμενο, καθώς δεν ξέρει ο αναγνώστη τι είδους αφηγητής είναι τελικά, ενδοδιηγητικός ή εξωδιηγητικός,  μιας και  δεν δηλώνεται, όπως είπαμε, κάπου αν ήταν παρών και ο ίδιος ή του το αφηγήθηκαν μετά οι άλλοι. Πέρα από τα παραπάνω, οι  παράγραφοι αυτές μας εισάγουν στην προβληματική του συγγραφέα μέσω της  ειρωνικής σε κάποια σημεία περιγραφής της αμφίεσης των δημοσιογράφων και των ανωτάτων νοσοκόμων, που παρουσιάζονται λίγο πολύ ως να είναι  μέλη του διεθνούς τζετ σετ τα οποία παρευρίσκονται σε κάποιο κοσμικό γκαλά σε κάποιον τρέντι προορισμό.
     Στη συνέχεια περιγράφεται το κύριο γεγονός του αποσπάσματος, η συνάντηση της παρέας του  αφηγητή με έναν τραυματισμένο στρατιώτη και η προσπάθεια ενός από αυτούς, του Μελετίου, να τον  εξαναγκάσει  να αφηγηθεί τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. Ο Μελετίου και ο στρατιώτης είναι  τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας. Οι άλλοι στρατιώτες λειτουργούν λίγο όπως ο Χορός στην αρχαία τραγωδία, παρατηρούν και σχολιάζουν τα τεκταινόμενα. Η αντιπάθεια για τον Μελετίου  παρουσιάζεται ανομολόγητα στην αρχή  μέσω υπαινιγμών,  πριν εκδηλωθεί απροκάλυπτα προς το τέλος του αποσπάσματος, όταν αποκαλύπτει ο αφηγητής ότι ο Μελετίου θεωρεί κουτό όποιον πηγαίνει στο πόλεμο και ότι θεωρείται δεδομένο από όλους  πως θα μετέλθει κάθε μέσου προσπαθώντας να αποφύγει το  μέτωπο, όσο κι αν αυτό φαίνεται να αμβλύνεται από την παρατήρηση ότι στην ανάγκη και αν δεν υπήρχε διαφυγή θα ήταν γενναίος, διότι, σιγά, τότε, όταν δεν θα είχανε άλλη επιλογή,  όλοι θα το κάνανε.  Αντίθετα,  έκδηλη είναι η συμπάθεια για το τραυματισμένο στρατιώτη  η οποία φαίνεται π.χ. από τη χρήση των υποκοριστικών («φανταράκος»,  «κορμάκι») και την  προσπάθεια του αφηγητή  να μπει στη θέση του και να δικαιολογήσει ή να ερμηνεύσει  την συμπεριφορά του και να υποθέσει τις σκέψεις του, καθώς, για παράδειγμα, παρατηρεί βουβός το χτυπημένο του χέρι.  
    Η παρέα αντιμετωπίζει τον τραυματισμένο πολεμιστή με δέος και θαυμασμό διότι έχει γνωρίσει αυτό που εκείνοι πρόκειται να γνωρίσουν σε λίγο και θέλουν να μάθουν, να ξέρουν τι γίνεται στο μέτωπο, να είναι προετοιμασμένοι. Αλλά δεν μαθαίνουν γιατί ο Μελετίου  θέλει να κάνει το κομμάτι του.
Ο Μελετίου είναι τυπικό παράδειγμα αυτού που ονομάζουμε "Ελληνάρα". Είναι ο φαφλατάς και  επιδειξίας εκείνος τύπος ο οποίος έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό και θέλει να μονοπωλεί το ενδιαφέρον σε μια παρέα. Χρησιμοποιεί τον άγνωστο ταλαιπωρημένο στρατιώτη ως μέσο για να το πετύχει. Χαρακτηριστικό είναι πως δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομα του φαντάρου. Γιατί ο Μελετίου δεν τον ρώτησε ποτέ, ακριβώς επειδή στην πραγματικότητα δεν τον βλέπει ως πρόσωπο, δεν ενδιαφέρεται για εκείνον, τον βλέπει απλά ως μέσο για να κάνει φιγούρα και να θρέψει το  φουσκωμένο εγώ του. Αδιάκριτος και εγωιστής, αδιαφορεί τελείως για το τι θα μπορούσε αισθάνεται ο φαντάρος και παρά την αμηχανία και την δυσαρέσκεια που έκδηλα του προκαλούν οι ερωτήσεις του, ο Μελετίου συνεχίζει να τον πιέζει όπως η γάτα το ποντίκι, γιατί είναι επίμονος και έχει μάθει  να μη σταματάει πουθενά άμα δεν γίνει το δικό του.  Και βέβαια είναι ξερόλας. Όταν ήμουν ήδη δυο τρία χρονιά  πια στη Ρόδο, συνάντησα στις διακοπές μου στο μέρος από το οποίο κατάγομαι έναν γνωστό μου… «Μελετίου», ο οποίος είχε έρθει διακοπές πριν δέκα χρόνια στο νησί. Αυτό, βέβαια, δεν  τον εμπόδισε από τον να υπαγορεύσει  με στόμφο σε μένα που ήμουν πια μόνιμος κάτοικος του νησιού  και στην  gia-des η οποία είναι γέννημα θρέμμα Ροδίτισσα, σε ποια μαγαζιά να πάμε (και η ειρωνεία ήταν ότι  μας πρότεινε μεταξύ άλλων την πλωτή καφετέρια στο Μαντράκι, η οποία μάλιστα τότε δεν λειτουργούσε γιατί την είχε παρασύρει η θάλασσα). Κάπως έτσι δρα και ο Μελετίου, ο οποίος γνωρίζει από τον πόλεμο μόνο ότι έχει ακούσει, αλλά έχει το θράσος να διορθώσει τον πιο έμπειρο  από εκείνον φαντάρο διότι οι εμπειρίες του δεύτερου τολμούν να μην ταιριάζουν με αυτά που έχει ακούσει ο πρώτος. Στο τέλος δε αποκαλύπτεται πόσο υποκριτής, λουφαδορος και ελιτιστής είναι, μιας και την ηρωική αντίληψη που προβάλλει για τον πόλεμο δεν έχει καμία πρόθεση να την υιοθετήσει ο ίδιος, που είναι "ο έξυπνος",  αυτά είναι για τους άλλους,  τους «κουτούς» από τους οποίους φυσικά ο ίδιος αισθάνεται ανώτερος.
  Ο φαντάρος, αντίθετα είναι ένας μικροκαμωμένος και ήσυχος συμπαθητικός άνθρωπος και χαρακτηρίζεται από έμφυτη ταπεινότητα και συστολή. Και έτσι αισθάνεται αμήχανα που βρίσκεται στο επίκεντρο μιας παρέας αγνώστων και μορφωμένων πρωτευουσιάνων, μπροστά στους οποίους αισθάνεται κατώτερος, με βάση την ηλίθια αντίληψη που είχε καλλιεργηθεί παλιότερα ότι εκ προοιμίου όλοι  οι χωριάτες είναι άξεστοι, αγράμματοι κι αμόρφωτοί. Καταδεκτικός και ευγενικός, υπομένει αγόγγυστα την ανάκριση που υφίσταται και τρώει, παρόλο που δεν τους θέλει, τους λουκουμάδες που του κέρασαν, για να μην τους προσβάλλει αρνούμενος το κέρασμα. Δεν διατυμπανίζει τη συμμετοχή του στον πόλεμο την οποία θεωρεί χρέος του και κοιτάζοντας το τραυματισμένο χέρι του δεν βλέπει κανένα παράσημο αλλά το χέρι του τραυματισμένο, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό, για την υπόλοιπη ζωή του γενικά κι όχι μόνο για το υνί του αλετριού, που αναφέρει ο αφηγητής. Κι αυτό γιατί απλά και μόνο αισθάνεται πως έκανε αυτό που πρέπει. Πως επιτέλεσε το καθήκον του.
    Με βάση τα παραπάνω, ο Μελετίου και ο φαντάρος γίνονταιεκπρόσωποι των δύο διαφορετικών  ηθικών κόσμων που ανέφερα στην αρχή. Ο Μελετίου δεν έχει εμπειρίες από το πόλεμο αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να μηρυκάσει την αντίληψη που καλλιεργούν οι εφημερίδες της εποχής (έστω και αν υποθέσουμε ότι το κάνουν για να ανυψώσουν το φρόνημα του λαού, πρόκειται για μια ψευδή εικόνα) και να προβάλλει την ηρωοποιημένη και εξωραϊσμένη εικόνα του πολέμου. Έτσι το ότι στο μέτωπο πολεμάνε δεν του φαίνεται εντυπωσιακό αρκετά, οι Ιταλοί παρουσιάζονται να το βάζουν στα πόδια επειδή και μόνο είναι Ιταλοί,  οι Έλληνες  φωνάζουν «αέρα» διότι "είναι ωραίο", ο πόλεμος γίνεται με τις ξιφολόγχες γιατί είναι πιο εντυπωσιακός και οι εύζωνες φοράνε τσαρούχια.  Στα πλαίσια αυτά και με βάση τα χαρακτηριστικά με τα οποία περιγράφεται ο χαρακτήρας του, τα τελευταία λόγια περί ηρωισμού  που λέει μετά την αποχώρηση του φανταράκου,  πέρα  από ότι θα ταίριαζαν περισσότερο μετά από μια συνάντηση από με τον Έρολ Φλιν, ξέρω γω,  ή κάποιον άλλο διάσημο ηθοποιό ταινιών δράσης της εποχής, έχουν και έναν κοροϊδευτικό τόνο: κοίτα πόσο κουτός είναι, ο καημένος!
  Αντίθετα, ο φανταράκος, που και έχει διαφορετικό χαρακτήρα και έχει πολεμήσει, ξέρει πολύ καλά και τι είναι ο πόλεμος και γιατί πολεμάει. Γιατί η γνώση του προέρχεται από τις προσωπικές του εμπειρίες και όχι από τις περιγραφές των τρέντι δημοσιογράφων σαν αυτούς που περιγράφονται στην αρχή του κειμένου. Οι Ιταλοί δεν υποχωρούν μόνο και μόνο επειδή είναι Ιταλοί. Η υποχώρηση τους, όπου γίνεται, συνεπάγεται μεγάλες απώλειες και υπέρμετρη προσπάθεια από ταλαιπωρημένους στρατιώτες που δεν ψάχνουν τρόπο να αποφύγουν την μάχη, παρά τα κρυοπαγήματα και τα τραύματα. Και μέσα στον ορυμαγδό των πυροβολισμών και τις εκρήξεις των όλμων το να φωνάζεις "αέρα" είναι μάταιο (κι επιπλέον παραπάνω καταπόνηση σε ένα παγωμένο και κακοτράχαλο  βουνό). Και για να φτάσουν στην  φονικότατη μάχη εκ του σύνεγγυς όπου χρησιμοποιούνται ξιφολόγχες, απαιτείται μεγάλη προσπάθεια  και μεγάλες απώλειες γιατί για γίνει αυτό απαιτείται πρώτα να καταληφθούν εδάφη κατεχόμενα από τον αντίπαλο. Και βέβαια ότι οι εύζωνες φοράνε τσαρούχια μόνο στις φωτογραφίες, γιατί τα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου δεν κάνουν διακρίσεις,  είναι το ίδιο γλιστερά  και παγωμένα για όλους. Κι όμως. Είναι  χαρακτηριστικό -κι ενδεικτικό της ισχύος που έχει η ρομαντική παρουσίαση του πολέμου- πώς  μολονότι γνωρίζει την αλήθεια, λουφάζει και δεν την υποστηρίζει, όταν ο Μελετίου, ο άσχετος, επιμένει πως οι Έλληνες φωνάζουν "αέρα" και ενισχύει την άποψη του  με το… ακλόνητο επιχείρημα ότι είναι ωραίο.  Εντάξει όμως, τι να κάνει κι αυτός; Να προσβάλλει την αισθητική του Μελετίου; Του Μελετίου;
   Η σύγκρουση των δύο κόσμων κορυφώνεται τελικά στα αποσιωπητικά με τα οποία απαντάει ο ανώνυμος  φαντάρος, όταν μετά την δήλωση του ότι θα ξαναπάει στο μέτωπο, τον ρωτούν αν του αρέσει ο πόλεμος. Πρόκειται για την πιο εύγλωττη  μέσα στην ταπεινότητά της απάντηση που θα μπορούσε να δώσει. Πήγε στο πόλεμο  και θα ξαναπάει παρατώντας το αλέτρι του  (όπως οι αρχαίοι μαχητές  της οπλιτικής φάλαγγας κι οι δυο παππούδες μου για τους οποίους γράφω εδώ) γιατί έπρεπε, γιατί ήταν καθήκον του, για να υπερασπιστεί  την πατρίδα του.  Όχι γιατί είναι κάνας ηλίθιος που θεωρεί ότι ο πόλεμος είναι το ύψιστο ιδανικό και θέλει να γίνει ήρωας για να τον παίξει στον μέλλον ο Κώστας Πρέκας, φωνάζοντας στην κάμερα «Ελάτε να τα πάρετε», σε μια  προπαγανδιστική ταινία που θα γυριζόταν μέσα σε μια Χούντα. Και από αυτήν την οπτική γωνία,  το γεγονός ότι τελικά παραμένει ανώνυμος έχει τη δική του σημασία είτε αυτό ήταν συνειδητή επιλογή του αφηγητή είτε έγινε τυχαία. Σημαίνει, όπως προαναφέρθηκε,  ότι ο ίδιος δεν αισθάνεται την ανάγκη να γίνει γνωστός γιατί θεωρεί  ότι δε κάνει κάτι παραπάνω από το αυτονόητο  Κι αυτό τον καθιστά τυπικό παράδειγμα  και σύμβολο οποιουδήποτε ανώνυμου ανθρώπου  που πάλεψε για τις αρχές του, το σύνολο σχεδόν του ελληνικού λαού στα χρόνια εκείνα, τη εξαιρέσει των δοσιλόγων και των… Μελετίου.
   Γιατί στον  Μελετίου και στους σαν αυτόν  είναι αναφέρεται  ο Σεφέρης  στον «Τελευταίο Σταθμό»
   Ο Σεφέρης,  που συνόδευσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, γράφει το ποίημα λίγο πριν την επιστροφή της στην Ελλάδα. Μέσα στη  φεγγαρόλουστη νύχτα, αναλογίζεται τους Μελετίου που συνάντησε σε αυτήν τη διαδρομή και σε αυτούς αναφέρεται όταν μιλάει για «ψυχές μαραγκιασμένες από το κρίμα», που το μόνο που γνωρίζουν είναι ό,τι περιέχει «δόλο κι απάτη» και  μόνη τους έννοια είναι πώς να καρπωθούν «το αίμα των άλλων». Και ως αντίδοτο σε αυτούς, το αντίστοιχο του φανταράκου στο ποίημα, προβάλλεται ένας τυχαίος ανώνυμος άνθρωπος του λαού, ο Μιχάλης, παράδειγμα και σύμβολο και αυτός της γενναιότητας των απλών ανθρώπων, που έφυγε από το νοσοκομείο με ανοιχτές πληγές. Γιατί «οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά", όπως με πίκρα  ανάμικτη με θαυμασμό παρατηρεί ο ποιητής ολοκληρώνοντας το ποίημα. Οι Μελετίου αντίθετα είναι εκείνοι που λένε στους άλλους να βάλουν το χακί, να μπουν στην πρώτη τη γραμμή και ήρωες να γίνουν... 
   Το ίδιο μοτίβο που το είδαμε αναλυτικά στο  κείμενο του Τερζάκη και θίξαμε ακροθιγώς στο ποίημα του Σεφέρη,  επαναλαμβάνεται στο  κειμενο που τίθεται  ως παράλληλο σε εκείνο του Τερζάκη στην ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου Λογοτεχνίας της Β’ Λυκείου (ακολουθήστε το λίνκ μετά το τέλος του τερζάκειου κειμένου) και είναι απόσπασμα από το αντιπολεμικό μυθιστόρημα του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο». Το μυθιστόρημα αναφέρεται στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η έκρηξη του οποίου είναι εξαίρετο παράδειγμα του πώς η κουλτούρα πολέμου διαβρώνει τη σκέψη των ανθρώπων. Ήταν αίτημα των λαών και των δυο παρατάξεων η κήρυξή του. Γιατί ήταν πεπεισμένοι και οι μεν και οι δε από την προπαγάνδα των …  Μελετίου τους  ότι ο πόλεμος ήταν ένα παιχνίδι στο οποίο θα πάνε κάνα δυο βδομάδες, θα γίνουν ήρωες και θα γυρίσουν νικητές, διότι τα όπλα της δικής του χώρας εννοείται πως είναι ισχυρότερα, διότι βέβαια η χώρα τους είναι η καλύτερη, όπως το στρατοκρατικά και ιμπεριαλιστικά καθεστώτα της εποχής και οι έμποροί όπλων ένθεν κι ένθεν υποστήριζαν.
  Στο κείμενο του Ρεμάρκ  ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο οποίος είναι στρατιώτης που έχει επιστρέψει στη Γερμανία με άδεια από το πόλεμο, παρουσιάζει με συγκεκαλυμμένη ειρωνεία πως και εκείνος, όπως και ο φανταράκος, οδηγήθηκε εκών άκων στο τραπέζι μιας ομάδας ανθρώπων που δεν είχαν πολεμήσει.  Οι άνθρωποι αυτοί τον αντιμετωπίζουν ως παραδείσιο πτηνό, προβάλλοντας επάνω του την ωραιοποιημένη ηρωική αντίληψη για τον πόλεμο της οποίας είναι φορείς. Όπως και ο φαντάρος με τους λουκουμάδες, ο αφηγητής  πέφτει στην παγίδα και κάνει το λάθος να δεχθεί από ευγένεια το πούρο και την μπύρα που τον κερνάνε για να τον εξαναγκάσουν να κάτσει μαζί τους. Παρόλο όμως το ενδιαφέρον που δείχνουν φαινομενικά για τον αφηγητή, τον αντιμετωπίζουν συγκαταβατικά όταν τους αποκαλύπτει ότι οι στρατιώτες στο μέτωπο απλά θέλουν να ξαναγυρίσουν στις ζωές τους. Γιατί ονειρεύονται πάνω στο αίμα των άλλων μεγάλες νίκες έναντι των εχθρών, τους οποίους ειρωνεύονται, υποβιβάζοντάς τους σε κακομαθημένα παιδιά που θέλουν ένα γερό χέρι ξύλο στον πισινό για να στρώσουν. Ο Μελετίου αυτής της παρέας είναι ένας τύπος που είναι  διευθυντής κάπου και νομίζει ότι είναι διευθυντής σε όλα. Για αυτό και σχεδιάζει επί χάρτου, τραπεζομάντηλου καλύτερα, εμπεριστατωμένες μόνο στο μυαλό του πολεμικές επιχειρήσεις στις οποίες  οι Γάλλοι και οι Ρώσοι  συντρίβονται και η Γερμανία καταλαμβάνει τεράστιες περιοχές, για να μπορεί αυτός να φουσκώνει από περηφάνια. Και όταν ο αφηγητής, βασιζόμενος στην πολεμική του εμπειρία, παρατηρεί ότι είναι ανέφικτα όλα αυτά, εφόσον  στην πράξη έχει φανεί ότι οι δυο στρατοί είναι ισοδύναμοι, ο τύπος έχει το θράσος να του κοπανήσει ένα ξεγυρισμένο «σκάσε και πολέμα»,  κατηγορώντας τον  ότι δεν αντιλαμβάνεται την μεγάλη εικόνα, Τ ην οποία βέβαια  από τη βολή  των μετόπισθεν και αγορεύοντας εκ του ασφαλούς γνωρίζει περίφημα εκείνος- νομίζει ότι γνωρίζει δηλαδή.
   Στο τέλος ο αφηγητής αδειάζει το τρίτο ποτήρι μπύρα που του έχουν βάλει για εκμαιεύσουνε την περεταίρω παραμονή του, αγνοεί το επόμενο ποτήρι που τον κερνάνε κι έπειτα σηκώνεται και φεύγει αηδιασμένος. Και κάτι μας λέει πώς μια τέτοια γεύση είχε στο στόμα του και ο ανώνυμος φανταράκος του Τερζάκη, καθώς πετάχτηκε να ξεφύγει από την απειλή να του παραγγείλει  και τρίτη μερίδα λουκουμάδες ο Μελετίου για να σπάσει κι άλλο πλάκα μαζί του. Και ο διευθυντής τον αποχαιρετά  με μια  ευχή που είναι περισσότερο επιτίμηση και απειλή: Κοίτα μην τυχόν και δεν πεθάνεις για να μας κάνεις περήφανους! [ Άσχετο- σχετικό: Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του καλοκαιριού  υπήρξαν αρκετοί αθλητές μας που "δεν πήγαν καλά" και μας ζητούσαν συγγνώμη υποσχόμενοι ότι στο μέλλον θα μας κάνουν υπερήφανους, Τι λέτε, ρε παιδιά; Για να πάει κάποιος στους Ολυμπιακούς Αγώνες σημαίνει ότι είναι στον τομέα τους ένας από τους καλύτερους παγκοσμίως! Οπότε, μόνο και μόνο για αυτό του αξίζουν συγχαρητήρια. Εμείς συγγνώμη, ρε  παιδιά, αφήνουμε τους Μελετίου αυτής της χώρας να σας φορτώνουν τα συμπλέγματα  κατωτερότητάς τους. Τέλος ασχέτου-σχετικού, πάμε να δούμε τώρα τους.. παππούδες των Μελετίου.]
  Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται το διήγημα του εξαίρετου σε τέτοιου είδους μικρές ιστοριούλες και κυρίως ιστοριοδίφη κατά τα λοιπά  Γιάννη Βλαχογιάννη «Έτσι ήτανε» στο οποίες  βλέπουμε στην επίδραση τέτοιων αντιλήψεων στους νεότερους σε ηλικία. Τα παιδιά, ας πούμε...
 Το διήγημα διαδραματίζεται στο Μεσολόγγι, αρκετά χρόνια μετά την Έξοδο. Πρωταγωνιστές είναι ένας γέρος πια πολεμιστής που συμμετείχε στα γεγονότα και τον κατατρύχουν ακόμα οι μνήμες της φρίκης και ο εγγονός του. Ο μικρός, με την άδολη αφέλεια και βιασύνη των παιδιών να μεγαλώσουν υιοθετώντας αυτά που λένε οι μεγάλοι,  οσμίζεται τη σημασία του  ιστορικού γεγονότος και σπεύδει να παρακινήσει πιεστικά τον παππού, τον οποίο φαίνεται οι δυνάμεις του να  τον έχουν εγκαταλείψει, να «πάνε στην Έξοδο», την αναπαράσταση δηλαδή των ιστορικών γεγονότων και τις άλλες εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται προς τιμήν της επετείου. Ο γηραιός πολεμιστής συνοδεύει τον εγγονό του με τις τελευταίες του δυνάμεις για να τιμήσει  κι εκείνος τη μνήμη των νεκρών συντρόφων του. Μόνο που είναι περισσότερο πανηγυράκι παρά εκδηλώσεις μνήμης του γεγονότος και απόδοσης τιμής αυτό που αντικρύζουν. Το παιδάκι είναι ενθουσιασμένο, ο παππούς όμως ολοένα ψιθυρίζει «δεν ήταν έτσι» ακούγοντας τα "ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα", τις κούφιες ρητορείες των πανηγυρικών λόγων που εκφωνούν οι υψηλά ιστάμενοι και την κίβδηλη ωραιοποίηση μια πράξης απελπισίας. Και ο αυτόπτης μάρτυρας, ο παρόντας στο γεγονός, εκείνος που ήταν εκεί και βίωσε τη φρίκη, φεύγει στα μισά της εκδήλωσης διαψευσμένος από μια γιορτή που υποτίθεται πως γίνεται προς τιμήν του  αλλά καθόλου δεν τον λαμβάνει υπόψιν και εξελίσσεται ερήμην του, γενόμενη εργαλείο προπαγάνδας. Και ταυτίζεται τελικά με τον γέρο διακονιάρη, γιατί αναγνωρίζει στο θλιμμένο τραγούδι του τα πάθη και την ταλαιπωρία που βίωσαν οι  πολιορκημένοι στην απονενοημένη πράξη στην οποία τους οδήγησan η απελπισία και η πείνα.  Κι αναφωνεί :  «Έτσι ήτανε». Γιατί αυτή καθαυτή η έξοδος του Μεσολογγίου δεν είχε κάτι  ηρωικό, ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια, μια επιλογή  του μη χείρονος βέλτιστου. Και στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς είναι το μεγαλείο της. Οι πολιορκημένοι δεν ήταν τίποτα σύγχρονοι Ηρακλήδες, όντα με υπερφυσική δύναμη . Ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι που δεν κρύφτηκαν και υπάκουσαν στο χρέος που τους υπαγόρευσε η εποχή τους. Κάτι σαν τον φανταράκο του Τερζάκη... Γιατί, όπως λέει κι ο Ελύτης, "Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος."  Αντίθετα, ο άψυχος,  υπερβολικός, πομπώδης τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα γεγονότα στις επίσημες γιορτές τα μιαίνουν, τα βαραίνουν και τελικά τα στερούν από την ουσία τους.
    Αυτά λοιπόν για τους ψευτοφίλους  που από τους άλλους  ζητούν παλικαριά κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά. Τους Μελετίου αυτού του κόσμου... 
    Γιατί μη γελιέστε. Οι Μελετίου υπάρχουν ακόμα.  Είναι οι ίδιοι που απειλούσανε τους πρόσφυγες όταν πήγαν να περάσουν τον Έβρο πριν δυο τρία χρόνια  και  μετά, όταν βγήκαν στο Αιγαίο οι φρεγάτες του Ερντογάν γίναν γατάκια. Είναι οι ίδιοι που χειροκροτούσανε τους γιατρούς στην πανδημία, αδιαφορώντας (όταν δεν ήταν εκείνοι που την προκαλούσαν) για την αποστελέχωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Είναι οι ίδιοι που εκ μέρους τους μιλώντας ο παρουσιαστής του κρατικού τηλεοπτικού σταθμού κατηγορούσε το καλοκαίρι την 6η στους Ολυμπιακούς ότι "τα θαλάσσωσε". Είναι οι ίδιοι που αδιαφορούν για την θρασύτατη προσπάθεια διάλυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος που επιχειρείται τώρα που μιλάμε. Είναι οι ίδιοι που ανέβαζαν στόρι συμπαράστασης στους πυροσβέστες στις πυρκαγιές του καλοκαιριού από τους τρέντι προορισμούς των διακοπών τους, αδιαφορώντας κατά τα λοιπά για την λειψανδρία του Σώματος και τα απαρχαιωμένα μέσα πυρόσβεσης που διαθέτει, στοιχεία που οδήγησαν έπειτα από τα μικροπολιτικά παιχνίδια της τακτικής των "εκκενώσεων", τους κατοίκους των φλεγομένων περιεχόμενων, τα εγγόνια των "φανταράκων" δηλαδή,   να παλεύουν τελικά μόνοι τους με την φωτιά για να γλιτώσουν τα σπίτια και τα χωράφια τους.
  Είναι οι ίδιοι. Καλό είναι, φίλε αναγνώστη, να μάθεις να τους ξεχωρίζεις και να μην τους δίνεις δύναμη.  Γιατί με τους αλήτες που γυρνάς, σαν την Ελλάδα μια ζωή με τυραννάς... 

Δεν υπάρχουν σχόλια: