Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Social Distancing: Μια "Κάθαρσις" (Κώστας Καρυωτάκης) "Επί Ασπαλάθων" (Γιώργος Σεφέρης)

   Εκτός από το τυχαίο εν πολλοίς γεγονός ότι και τα δυο  κείμενα είναι από τα τελευταία έργα των συγγραφέων τους, η «Κάθαρσις» του Καρυωτάκη και το «Επί Ασπαλάθων» του Σεφέρη έχουν και μια ουσιώδη ομοιότητα: ότι χρησιμοποιούν το… social distancing  ως μέσο απομάκρυνσης από μια δυσάρεστη και δυσώδη πραγματικότητα.
   Πάμε να τα δούμε. 
  Η «Κάθαρσις» είναι ένα σύντομο κείμενο και αποτελεί ένα από τα λίγα πεζά του Καρυωτάκη. 
   Στην πρώτη ενότητα. ο αφηγητής υποδύεται ειρωνικά το σαλιγκάρι στο γνωστό ανέκδοτο (Πετάει. λέει, ο αετός στο Έβερεστ, κάθεται στη κορφή και χαζεύει τη θέα. Ξαφνικά, κάνει μια έτσι  και βλέπει ένα σαλιγκάρι. «Πώς έφθασες εδώ εσύ;» ρωτάει έκπληκτος. «Έρποντας, με τα σάλια μου και με τα κέρατά μου», απαντάει το σαλιγκάρι που είχε λάβει μαθήματα επαγγελματικού προσανατολισμού) και δίνει μαθήματα χαμέρπειας στον… Χλαπάτσα, αποσκοπώντας, υποτίθεται,  να βελτιώσει τη θέση του  στην… τροφική αλυσίδα της υπηρεσίας του, μέσω μιας  ταχύτατης ανέλιξης  του στο οργανόγραμμά της.  
     Και  με αυτόν τον τρόπο ο  Καρυωτάκης περιγράφει τέσσερις βασικούς τύπους που παρεπιδημούν παρασιτικά σε τέτοιους είδους περιβάλλοντα. Ο Άλφα υποτίθεται πως είναι το πρώτο σκαλί. Παρόλα αυτά, όμως έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και την εξουσία που θέλει να νιώθει ότι έχει. Και σε αυτό το γεγονός βασίζεται ο αφηγητής, ώστε, κολακεύοντάς τον, να τον προσεταιριστεί υποκριτικά. 
Αυτό τονίζεται ευθύς εξαρχής με την ειρωνεία της πρώτης-πρώτης λέξης του κειμένου ("Βέβαια")  που υποτίθεται πως δηλώνει αμέριστη συμφωνία σε μια αυτονόητη διαδικασία  και με το «πάφα-πούφα» με το οποίο θα συνοδεύει ο αφηγητής το γλοιώδες ξεσκόνισμα του παλτού του κυρίου Άλφα. Κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του κυρίου Άλφα, ο αφηγητής αλλάζει πίστα, ανεβαίνει επίπεδο και μπορεί μετά  να εκμεταλλευτεί ως γνήσιος καιροσκόπος αυτά που έμαθε για τον κύριο Άλφα παριστάνοντας τον υποτακτικό του και να τον ρουφιανέψει στον κύριο Βήτα,  ο οποίος εκπροσωπεί τον τύπο εκείνο που, για να επιβιώσει και να κρατήσει την εξουσία του, δημιουργεί δίκτυο από ακόλουθους και ρουφιάνους. Αξιοποιώντας την παρουσία του δίπλα στον κύριο Βήτα,  ο αφηγητής συνεχίζει να ανεβαίνει και κατορθώνει να έρθει  σε επαφή με τον κύριο Γάμμα, τον μικρό φεουδάρχη της υπηρεσίας, τον τμηματάρχη ας πούμε, και να του προσφέρει την δουλοπρέπεια που έχει ανάγκη για να νιώσει σημαντικός. Η ειρωνεία και εδώ είναι έντονη, καθώς η  υποτιθέμενη χαρά που εμφανίζει ο αφηγητής,  όταν κερδίζει την εύνοια του κυρίου Γάμμα, υπονομεύεται από την ποιητικότατη και αντλημένη όλως μη τυχαίως από ένα κόσμο αρχόντων και υποτακτικών παρομοίωση της με βασιλικό βρέφος σε μανδύα ιππότου- η αρχαιοπρεπής γενική εντείνει την ειρωνεία. 
 Βέβαια, όλα αυτά είναι τα στάδια, ώστε να έρθει σε επαφή με τον κύριο Δέλτα και την συμμορία ημετέρων που έχει  δημιουργήσει αυτός. Η ανέλιξη σε αυτό το επίπεδο υποτίθεται ότι είναι ο αντικειμενικός στόχος του αφηγητή και γι' αυτό  η παράγραφος που σχετίζεται με αυτόν  είναι αισθητά μεγαλύτερη  και η… ειρωνεία συχνότερη. Ο κύριος Δέλτα είναι εκείνος ο ανώτερος αξιωματούχος ο οποίος εκμεταλλεύεται την  υψηλή  θέση του στην ιεραρχία ώστε μπορεί νομιμοφανώς να επιδίδεται στην διασπάθιση των χρημάτων της υπηρεσίας στην οποία εργάζεται (όπως υποδηλώνει η ειρωνική περιγραφή των ενεργειών του ως "ληστεία με λαμπρούς οιωνούς") ή να δημιουργεί πελατειακές σχέσεις ή σχέσεις με άλλες εξουσίες, όπως η δικαστική.  Φτάνοντας στο σημείο αυτό, ο αφηγητής οραματίζεται και περιγράφει ειρωνικά πώς καιροφυλακτώντας ως άλλος Ιζνογκούντ θα γινόταν εκείνος χαλίφης στη θέση του χαλίφη, θα αποκτούσε εκείνος την εξουσία και το δικαίωμα να κινεί αυτός τα νήματα… 
   Εδώ να πω πως σε πολλές προσεγγίσεις του κειμένου διατυπώνεται η άποψη ότι ο αφηγητής, αξιοποιώντας όσα έχει μάθει για αυτούς, θα τους ξεσκεπάσει αναφέροντας τις παράνομες πράξεις τους στον εισαγγελέα. Δεν θα συμφωνήσω με αυτήν την ερμηνεία η οποία αφήνει στον αέρα την επόμενη εξόχως ειρωνική παράγραφο η οποία έχει διπλή σημασία.  Αποτελεί ταυτόχρονα συμπέρασμα όσων έχει πει μέχρι τώρα ο αφηγητής και  λειτουργεί ως προετοιμασία της έκρηξης που ακολουθεί στη δεύτερη ενότητα. Η αλλοίωση λοιπόν, που προξενεί στον άνθρωπο μια τέτοια γλοιώδης επιλογή ζωής βασιζόμενη στην χαμέρπεια και στην υποτέλεια -και το  μεγάλο μέγεθος της τονίζει η επανάληψη της φράσης «να σκύψω-  αποδίδεται παραστατικότητα με την υπερβολή και τη συνακόλουθα κωμική εικόνα του αφηγητή να αγγίζει με την μύτη του τη φτέρνα του,  ώστε να γίνει κύκλος και να κυλάει τη  προς  την επιτυχία,  όπως ταιριάζει σε ένα  μηδέν…
   Και έτσι βαίνουμε αβίαστα στη δεύτερη ενότητα. όπου αποδεικνύεται  ότι όλα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω είναι κακό θέατρο. Ο αφηγητής οργίζεται και αηδιάζει με την κατάσταση που έχει περιγράψει. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο ευθύς εξαρχής με τη χρήση της λέξης «κανάγιες». με την οποία απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο προς τους ανθρώπους αυτούς και σε εκείνα  που εκπροσωπούν, στοιχείο που δείχνει την αγανάκτηση του  ίδιου και ταυτόχρονα αποτελεί σαφή κατηγορία, καθώς αποκαλύπτει  ξεκάθαρα εναντίων ποιων, ανθρώπων και συμπεριφορών,  στρέφει τα βέλη του. Η φτωχική ζωή την οποία ζει κατά τη διάρκεια της εξορίας στην οποία τον καταδίκασαν επειδή δεν ήθελε να γίνει σαν αυτούς, δεν τον πτοεί και οραματίζεται, έμπλεος πάθους, ένα μέλλον στο οποίο οι βασανισμένοι  χωρικοί, αυτοί δηλαδή που υποφέρουν από την ασυδοσία αυτής της  άρχουσας τάξης,  θα  σαρώσουν τους δυνάστες τους. Κι έτσι θα πάρουν εκδίκηση! Και για τους ίδιους αλλά και για τον αφηγητή και όσα υπέστη, εκείνος επειδή αρνήθηκε να γίνει συνένοχός τους,  κατορθώνοντας όμως με αυτόν τον τρόπο να ισχυροποιήσει τις αξίες εκείνες που υποστηρίζει με αυτή τη στάση.
    Ακολούθως,  το ύφος γίνεται πιο εξομολογητικό και ποιητικό. Ο αφηγητής  καταδιώκεται από την αηδία που του προκαλεί η μυρωδιά της διαφθοράς των ανθρώπων αυτών, ένα πράγμα  σαν την Χριστίνα την Εκπληκτική- βοήθειά μας!
   Και βρίσκει καταφύγιο στο κάστρο, μόνος του, μακριά από όλους. Και οι τρεις πύλες από τις οποίες περνάει αποτελούν συμβολικά τρία στάδια εξαγνισμού που θα του επιτρέψουν να ξεφύγει από την επίδραση της αηδίας αυτής.  Φτάνοντας στον εσώτερο περίβολο, βλέπει  από ψηλά τη θάλασσα, και  μακριά από την οποιαδήποτε ανθρώπινη απουσία νοιώθει ασφαλής από την καταδίωξη αυτή,  κατορθώνοντας τελικά μέσα στην απομόνωση του ερειπωμένου κάστρου να φτάσει στην κάθαρση της ψυχής του από τη διαφθορά. Και είναι κοπιώδης και πολύωρη αυτή η αναζήτηση της ηρεμίας, όπως υποδηλώνει η περιπλάνηση στο ερειπωμένο κάστρο, η οποία συνοδεύεται από ενδεικτικές της έντασης του αφηγητή ηχηρές κραυγές κόντρα στον άνεμο και τη δονκιχωτικής ίσως σύλληψης εικόνα του σπασίματος των ξερών χόρτων. Η οποία,  όμως, παραπέμπει και στην παιδική ηλικία και την αθωότητα και ανεμελιά που αυτή συνεπάγεται. Ο αφηγητής δηλαδή επιστρέφει στο παιδί μέσα του για να ανακαλύψει ξανά τον αληθινό εαυτό του, αμόλυντο από τις σχέσεις συναλλαγής από τις οποίες περιβάλλεται και την αηδία που του προκαλούν.  Κι αφού εξαγνίζεται, καθαρίζει όπως ο  θεατής της αρχαίας τραγωδίας και  βυθίζεται στην νύχτα, όπου αναβαπτίζεται.  
   Κλείνοντας, αξίζει να επισημανθεί ότι ο βιωματικός και εξομολογητικός χαρακτήρας της δεύτερης ενότητας τονίζεται με τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, εν αντίθέσει με την καθαρεύουσα της δημόσιας διοίκησης η οποία εν είδει ειρωνείας χρησιμοποιείται κατά κόρον στην πρώτη ενότητα. Τον ίδιο στόχο έχει και  η καθαρευουσιάνικη εκδοχή της  λέξης «κάθαρση» στον τίτλο. 
    Το κείμενο είναι, όπως είπαμε,  ένα από τα ελάχιστα  πεζά του ποιητή και ένα από τα τελευταία  έργα του. Γράφτηκε κατά την περίοδο της παραμονής του στην Πρέβεζα (δες  εδώ, εδώ και εδώ σχόλια πάνω  στο ομώνυμο ποίημα, το οποίο αποτελεί μια πιο ποιητική έκφραση της ίδιας δυσώδους κατάστασης) όπου έφτασε στις αρχές Ιούλη με δυσμενή μετάθεση, τη δεύτερη σε έναν χρόνο.  Αιτία για αυτό ήταν, πέραν της  συνδικαλιστικής του δράσης, ακριβώς το γεγονός ότι δεν συνεμορφώθην προς τα υποδείξεις» των ανθρώπων στους οποίους αναφέρεται στο κείμενο και δεν έκανε τα στραβά μάτια σε μια διασπάθιση δημοσίου χρήματος, την οποία ανακάλυψε στη δημόσια υπηρεσία στην οποία εργαζόταν και στην οποία εμπλέκονταν αρκετοί υψηλά ιστάμενοι από διάφορα υπουργεία. Οι άνθρωποι αυτοί όμως δεν έμειναν μόνο σε αυτό, αλλά  παράλληλα μεθόδευσαν και την ηθική εξόντωσή του, στήνοντας μια ψευδή κατηγορία εις βάρος του ποιητή. Υπό το βάρος των γεγονότων αυτών, της επιβάρυνση της υγείας του λόγω της σύφιλης από την οποία είχε προσβληθεί και της βαριάς κατάθλιψης από την οποία πιθανότατα έπασχε, ο ποιητής αυτοκτόνησε στις 21 Ιουλίου του 1928, επαληθεύοντας τη φράση  «Και ο θάνατος» με την οποία τέλειωνε αρχικά το κείμενο και βρέθηκε στο χειρόγραφό του διαγραμμένη ελαφρά.  92 χρόνια μετά τον θάνατό του το αίτημα του για κάθαρση  ικανοποιήθηκε πολύ λιγότερο από όσο θα περίμενε κανείς και τα διάφορα "σκόιλ ελικικού" αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα… Ο Άλφα ο Βήτα, ο Γάμμα  και ο Δέλτα και οι σπείρες τους φαίνεται να παίρνουν τη ρεβάνς, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο περιεχόμενο της ειδησεογραφίας της εποχής. Αλλά και στο πώς παρουσιάζεται αυτή από τα Μ.Μ.Ε. που μόνο ως μέσα ενημέρωσης δε λειτουργούν. Οπότε το αίτημα για κάθαρση είναι ακόμα επίκαιρο…
  Κάπως έτσι, δηλαδή κινούμενος στο ίδιο κλίμα και στην ίδια ατμόσφαιρα, ο Γιώργος Σεφέρης  περιγράφει στο ποίημα του  «Επί Ασπαλάθων»  την περιπλάνηση του στο Σούνιο για να ξεφύγει από τα κιτς πανηγύρια με τα οποία οι Δικτάτορες αμαυρώνουν ουσιαστικά το νόημα της επετείου της ελληνικής απελευθερωτικής επανάστασης, προκειμένου να βρει τη γαλήνη. την οποία βρίσκει μεν, λιγάκι διαφορετική δε από ό,τι περίμενε …
  Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το ποίημα έχει αφηγηματικό χαρακτήρα. Αφηγείται ουσιαστικά μια ιστορία περιπλάνησης, πραγματικής και πνευματικής, του ποιητικού υποκειμένου στην οποία εντοπίζονται τρία χρονικά επίπεδα και με βάση αυτά θα επιχειρηθεί η προσέγγιση του ποιήματος (Μια πρόχειρη παρουσίαση του ποιήματος γίνεται εδώ).
   Στο πρώτο χρονικό επίπεδο, το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται στο Σούνιο, το πιο μακρινό σημείο της αττικής γης, στοιχείο που υποδηλώνει τη διάθεση του να αποστασιοποιηθεί, σωματικά και ψυχολογικά, από τους χουντικούς, απομακρυνόμενος όσο μπορεί περισσότερο. Το σημασιολογικό βάρος στους δυο πρώτους στίχους πέφτει στις λέξεις «Ευαγγελισμός», «πάλι» και  «άνοιξη», οι οποίες δρουν ταυτόχρονα σε δυο επίπεδα, ένα κανονικό και ένα συμβολικό. Ο Ευαγγελισμός είναι ταυτισμένος στη συνείδηση των  Ελλήνων με την Ελληνική Επανάσταση, δηλαδή μια πράξη ελευθερίας.  Το στοιχείο αυτό καθιστά υποκριτική κάθε απόπειρα των χουντικών (της ψευδεπίγραφης επανάστασης δηλαδή μιας και ως τέτοια επιχείρησαν να πλασάρουν το πραξικόπημά τους) να την καπηλευτούν και παράλληλα αποτελεί προσβολή και για την ίδια την Επανάσταση ο προπαγανδιστικός πανηγυριώτικος εορτασμός της από τους τυράννους, καθώς  μιαίνει το πραγματικό μήνυμα της.  Επιπλέον,  συσχετιζόμενη η μέρα και με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, η ευχάριστη είδηση που  φαίνεται να προμηνύει δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η μελλοντική εκδίωξη των τυράννων. Αυτό το στοιχείο τονίζει το «πάλι» που ακολουθεί: όπως και τότε, έτσι και τώρα θα νικηθεί η σκλαβιά που επιβάλλουν οι δυνάστες . Και με αυτόν τον τρόπο η άνοιξη θα πάψει να είναι απλά και μόνο μια εποχή του χρόνου, αλλά θα αποτελέσει μια αναγέννηση, ένα ξύπνημα της χώρας από τον σκοταδισμό και τον «γύψο»  όπου την έχει καθηλώσει η Χούντα.
    Στους επόμενους τέσσερις στίχους ο ποιητής περιγράφει το τοπίο μέσω μιας σειράς εικόνων. Οι τέσσερις πρώτες από αυτές περιγράφουν τη φύση: λιγοστή βλάστηση,  βράχοι, κοκκινόχωμα και οι ασπάλαθοι με τα κίτρινα ανθάκια και τα έτοιμα βελόνια τους.  Η τελευταία από αυτές τις εικόνες καταλαμβάνει δυόμιση από τους τέσσερις στίχους που αφιερώνονται στην περιγραφή της φύσης και αυτό σε συνδυασμό με το μη αναμενόμενο επίθετο «έτοιμα» με το οποίο χαρακτηρίζονται τα αγκάθια (η λέξη «βελόνια» που χρησιμοποιείται δίνει έμφαση στην οξύτητα και την ευκολία του τρυπήματος) την καθιστά προοικονομία, δείχνοντας πώς στο μυαλό του ποιητικού υποκειμένου έχει αρχίσει να διαμορφώνεται η βασική ιδέα του ποιήματος. Πρόκειται για ένα λιτό και απέριττο τοπίο, χαρακτηριστικά ελληνικό, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τις υπερβολικές, μαξιμαλιστικές και χαμηλής αισθητικής γιορτές της Χούντας, από τις οποίες θέλοντας να ξεφύγει βρέθηκε το ποιητικό υποκείμενο στο χώρο αυτό. Και ο χώρος δεν το διέψευσε, καθώς το τοπίο αρχίζει και δρα κατευναστικά στην ψυχή του. Την αίσθηση αυτή της ηρεμίας  που γεννάει η εντύπωση του τοπίου στην ψυχή του ποιητικού υποκειμένου επιτείνει η επόμενη εικόνα,  οι κολόνες του αρχαίου ναού που εντάσσονται αβίαστα στο τοπίο και το δένουν με τους ανθρώπους, με τον ίδιο τρόπο που περιγράφεται στο παρόμοιας θεματολογίας ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Ο τόπος μας».  Οι κολόνες χαρακτηρίζονται «χορδές άρπας που αντηχεί ακόμα» και με αυτόν τον τρόπο εξελίσσονται σε σύμβολο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος είναι εκείνος που θεμελίωσε έννοιες και ιδέες όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, η ισότητα… Στοιχεία δηλαδή που ισχύουν ακόμα, όπως υποδηλώνει ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται  αλλά και η στίξη, τα αποσιωπητικά, τα οποία υποδηλώνουν ότι τέτοιες ιδέες είναι μια διαρκής εκκρεμότητα, μια συνεχώς επίκαιρη συνθήκη.  Την οποία οι χουντικοί παραβιάζουν.
  Υπό αυτό το πρίσμα, η φράση «ήταν ωραίο το Σούνιο», λοιπόν,  αποκτά ευρύτερη σημασία καθώς το τοπίο καθίσταται ωραίο όχι μόνο με αισθητικούς όρους αλλά και με ηθικούς. Διότι διδάσκει τον άνθρωπο, όντας άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί του, μιας και είναι  πλασμένο «κατ΄εικόνα και ομοίωσή»  του (που έλεγε και ο άλλος ποιητής, ο Ελύτης) και δεν αποδέχεται τον αυταρχισμό, ντόπιο και ξένο.
     Αυτή η διαπίστωση προξενεί γαλήνη στο ποιητικό υποκείμενο, που καταφέρνει να ξεφύγει από την οσμή ανελευθερίας  η οποία προσβάλλει το νόημα της μέρας, βυθιζόμενο μέσα στη φύση και την ηρεμία που του παρέχει αυτή μέσω της συνειδητοποίησης ότι η φυσική ροή των πραγμάτων θα αποκατασταθεί και το κακό, που αντιπροσωπεύει η Χούντα, θα συντριβεί.
   Στον Σεφέρη, ωστόσο, η λέξη «γαλήνη» έχει συχνά αρνητικό πρόσημο. Ταυτίζεται με τη στασιμότητα.  Όπως εκείνη στην οποία έχουν καταδικάσει την Ελλάδα οι τύραννοι. Και η διαπίστωση αυτή αρχίζει σιγά-σιγά να τον κάνει να εξεγείρεται.  Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση, η φύση (η οποία, ας μην ξεχνάμε «δεν βολεύεται  με λιγότερο ουρανό» και δεν αποδέχεται την μπότα των εχθρών  που ντυμένοι φίλοι πατούν το παμπάλαιο χώμα) έχει και εδώ τη λύση.  Στο μυαλό του ποιητικού υποκειμένου εμφανίζεται ξαφνικά η μνήμη του Αρδιαίου «εκείνου». Του ονομαστού, δηλαδή, του χαρακτηριστικού, αυτού που μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα. Κι απατώντας ο ίδιος στη ρητορική εν πολλοίς ερώτηση που θέτει όσον αφορά τι ήταν εκείνο που του τον θύμισε, αποκαλύπτει ότι πιθανότατα ήταν αποτέλεσμα συνειρμού από ένα χωρίο του Πλάτωνα, γεγονός  που δίνει βάθος χρόνου στη σύνδεση ανθρώπου και τόπου που επιχειρείται, άρα και στην τιμωρία των τυράννων στην οποία θα αναφερθεί αργότερα το ποίημα. Αιτία του συνειρμού είναι το όνομα του θάμνου, του ασπάλαθου, το οποίο έχει μείνει  το ίδιο από τότε.  Επεκτείνοντας τον συνειρμό, αρχίζει να εμφανίζεται πιο απτά η ιδέα που εν υπνώσει βρισκόταν ήδη στο μυαλό του: ο Αρδιαίος ήταν τύραννος και ως τύραννος τιμωρήθηκε για την τυραννία που επέβαλλε σερνόμενος πάνω στους ασπάλαθους. Άρα, αφού ακόμα υπάρχουν οι ασπάλαθοι (και μάλιστα με έτοιμα τα βελόνια τους), η μοίρα των Δικτατόρων, γιατί αυτούς έχει στο νου του, (πρέπει να) είναι προδιαγεγραμμένη. Κι έτσι αιτιολογείται και ο τίτλος του ποιήματος.
   Το δεύτερο χρονικό επίπεδο τοποθετείται στο βράδυ της ίδιας μέρας.  Η ιδέα της τιμωρίας του Αρδιαίου και μέσω αυτής της επικείμενης τιμωρίας των Δικτατόρων δεν είναι μια φευγαλέα σκέψη, ένας από τους χιλιάδες συνειρμούς που συμβαίνουν στο μυαλό κάθε ανθρώπου κατά τη διάρκεια μιας μέρας και μετά ξεχνιούνται. Είναι εκεί, μια διαρκής εκκρεμότητα που επιμένει, απασχολεί και ταλαιπωρεί το ποιητικό υποκείμενο και το εξαναγκάζει, για να την ενισχύσει και να την επαληθεύσει, να ψάξει να βρει την περικοπή του Πλάτωνα (την οποία μάλιστα παραθέτει αυτούσια), ώστε να τονιστεί η αυθεντικότητα της. Η φράση « μας λέει» κινείται προς την ίδια κατεύθυνση.  Το «λέει» συνιστά ένα είδος επίκλησης στην αυθεντία  και δίνει στη σκέψη της τιμωρίας των τυράννων χρονικό βάθος και ηθικό κύρος. Το «μας» συνιστά μια απόδραση από την προσωπική, ατομική εμπειρία του ποιητικού υποκειμένου και υποδεικνύει ότι οι ιδέες και τα συναισθήματα που εκφράζει αφορούν το σύνολο των ανθρώπων, είναι κοινά για όλους, μιλάει και για λογαριασμό μας.
  Και η φαινομενική γαλήνη της πρώτης ενότητας έχει αντικατασταθεί τώρα από τυφλή οργή ενάντια  στις πράξεις σκληρότητας των τυράννων και από δίψα για εκδίκηση, ως μέσο όμως για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης κι όχι ως αυτοδικία. Αυτό υποστηρίζεται άψογα και ως προς τη μορφή και ως προς το περιεχόμενο,  από την επιλογή να παρατεθεί αυτούσια η πλατωνική περικοπή.  Ως προς το περιεχόμενο, διότι αυτά όλα που αναφέρει τοποθετούνται στο μύθο μετά την τιμωρία των ψυχών και πριν την επιλογή της επόμενης ζωής. Από αυτήν όμως εξαιρούνται ο Αρδιαίος και οι υπόλοιποι τύραννοι διότι είναι οι κακοί των κακών, συνιστούν το υπέρτατο κακό εξαιτίας ακριβώς της ιδιότητάς τους του τυράννου. Άρα, η τυραννία είναι μια τόσο εγκληματική πράξη που σημαδεύει ανεξίτηλα τον δράστη και απαιτεί αιώνια τιμωρία. Ως προς τη μορφή, γιατί αποδίδει ολοκάθαρα τη συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου. Αυτό το επιτυγχάνει με δυο τρόπους. Πρώτα, μέσω του πολυσύνδετου σχήματος και της κλιμάκωσης των ρημάτων που περιγράφουν αυτά που παθαίνει ο τύραννος. Κι έπειτα με την επιλογή  λαϊκών λέξεων όπως «αγκαθερός», «καταξεσκίζουν» (όπου το ήδη επιτακτικό  «ξεσκίζω»  επανενισχύεται με τη χρήση του προθήματος «κατα-»,  το οποίο εδώ  δηλώνει ότι ισχύει εξ ολοκλήρου αυτό που  λέει η πρωτότυπη λέξη) ή «κουρέλι»,  το οποίο ως αποτελεσματικός προσδιορισμός αποτελεί την τελευταία λέξη της περικοπής και οδηγεί αβίαστα στον επίλογο.
  «Έτσι λοιπόν», δηλαδή όπως ταιριάζει και τους αξίζει,  «πλέρωνε ο Τύραννος» , σχολιάζει με έκδηλη ικανοποίηση το ποιητικό υποκείμενο στους δυο επιλογικούς στίχους του ποιήματος.  Και το σημασιολογικό βάρος τίθεται σε τέσσερα σημεία.   Ο Αρδιαίος «πλέρωνε»» και ο παρατατικός υποδηλώνει τη διάρκεια στην τιμωρία  ενώ η χρήση του λαϊκού τύπου προσθέτει βιωματικότητα στο συναίσθημα  ικανοποίησης  που προκαλεί η τιμωρία αυτή. Και ο Αρδιαίος  "πλέρωνε" για τα κρίματα του, όρος που έχει ηθική χροιά, και όχι απλά για τις πράξεις του, πράγμα που υποδηλώνει ότι η πληρωμή αυτή είναι δίκαιη και τελεσίδικη καθώς είναι η έσχατη κρίση.   Και "πλέρωνε" για τα κρίματά του γιατί είναι πανάθλιος,  διαθέτει  δηλαδή την ιδιότητα της αθλιότητας στον υπέρτατο βαθμό, όπως εκφράζει το πρόθημα «παν». Και  αυτό που τον κάνει πανάθλιο που του αξίζει να πλερώνει για τα κρίματά του είναι το γεγονός ότι είναι Τύραννος, με το Τ κεφαλαίο, πράγμα που τον καθιστά κατεξοχήν παράδειγμα τυράννου και διαχρονικό, άρα, σύμβολο της μοίρας των τυράννων γενικά.  Και για αυτό η  λέξη είναι και η τελευταία. Για να δοθεί έμφαση.
     Και άρα και ειδικά, εφόσον ο Σεφέρης μιλώντας για τον Αρδιαίο τους Δικτάτορες έχει στο νου του και αυτό που τον νοιάζει είναι να αποκατασταθεί η ουσιαστική τάξη των πραγμάτων, αυτή που είπαμε πως υπαγορεύει το τοπίο, και αφού εκδιωχθεί η στρεβλή «ησυχία, τάξις και ασφάλεια» της Χούντας να τιμωρηθούν οι Δικτάτορες, όπως τους αξίζει, προφητεύοντας και προοικονομώντας στο σημείο αυτό την πτώση τους,  τρία χρόνια μετά τον θάνατό του.
   Το τρίτο επίπεδο του ποιήματος αποτελεί η χρονική ένδειξη «31 Μαρτίου 1971»,   η οποία φανερώνει τον χρόνο και την προσπάθεια  που απαιτήθηκε προκειμένου η αίσθηση εκείνου του πρωινού στο Σούνιο και ο συνειρμός που οδήγησε εκείνο το ίδιο βράδυ στο πλατωνικό χωρίο να γίνει ποίημα.  Τα στοιχεία που προοιωνίζουν μέσα στο ποίημα το επίπεδο αυτό είναι τα παρελθοντικά ρήματα «ήταν» και  «βρήκα»  που έχουν κομβικό ρόλο στο χρονικό επίπεδο στο οποίο βρίσκονται και επισημαίνουν την αφηγηματική διάσταση του ποιήματος. Και βέβαια, ο τίτλος «Επί Ασπαλάθων» ,που συνοψίζει και συμπυκνώνει τη σκέψη του ποιητή αλλά και την πορεία της σε όλα της τα στάδια, από τη διαπίστωση στην επιθυμία, και από τη βούληση στη βεβαιότητα για τη δίκαιη τιμωρία των  Δικτατόρων μετά το αναπόφευκτο τέλος της τυραννίας τους.
   Αν πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του; Σε ένα μικρό μέρος ναι. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να δει την εκπλήρωση της προφητείας του, καθώς πέθανε τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς και η κηδεία του αποτέλεσε μια ευκαιρία δυναμικής αντιδικτατορικής διαδήλωσης. Τρεις μέρες μετά, στις 23-9-1971,  πρωτοδημοσιεύτηκε  στο  «Βήμα» το ποίημα, το τελευταίο που έγραψε ο ποιητής, και αποτέλεσε ένα είδος πνευματικής παρακαταθήκης που, σε συνδυασμό με άλλες αντιστασιακές ενέργειες, οδήγησε τρία χρόνια μετά στο τέλος της Δικτατορίας.  Οι τύραννοι, όμως, δεν τιμωρήθηκαν όσο τους άξιζε,  καθώς  οι πρωτεργάτες κυρίως ήταν αυτοί που δικάστηκαν και  φυλακίστηκαν για τα εγκλήματά τους και οι τιμωρίες  που τους επιβλήθηκαν ήταν δυσανάλογα μικρές της σοβαρότητας των εγκλημάτων αυτών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αρχιδικτάτορα Στυλιανού Παττακού. Αποφυλακίστηκε δεκαέξι χρόνια μετά τη δίκη του και την πολλαπλά ισόβια καταδίκη του προφασιζόμενος «ανήκεστη βλάβη» και έζησε υγιέστατος άλλα είκοσι και παραπάνω χρόνια πριν πεθάνει αμετανόητος  103 χρονών.  Ενώ αντίθετα, ο ο αγωνιστής  Σπύρος Μουστακλής, παρά τα φοβερά βασανιστήρια που υπέστη από τη Χούντα,  παρέμενε σταθερός στις αξίες του, δε συνθηκολόγησε ούτε ομολόγησε,  με αποτέλεσμα να καταστραφεί η υγεία του και να πεθάνει από επιπλοκές δώδεκα χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Διότι,  όπως είπε και ο Έζρα Πάουντ, όταν οι ιδέες σου είναι νοσηρές δεν έχεις πρόβλημα να τις πουλήσει. Κάτι θα ξέρει. Κι εκείνου οι ιδέες ήταν νοσηρές, ήταν φασίστας,  και τις πούλησε για να μην αντιμετωπίσει τις συνέπειες… Από την άλλη, τα δυο περιστατικά είναι ενδεικτικά των δυο πολιτευμάτων.  Η δικτατορία είναι ανάλγητη ενώ η δημοκρατία γνωρίζει να συγχωρεί. Και πού ξέρεις; Ίσως το γεγονός ότι μπορούμε και γράφουμε άφοβα κείμενα όπως αυτό εδώ  να είναι η υπέρτατη τιμωρία  για την τυραννία.
   Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι ασπάλαθοι παραμένουν να δείχνουν έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια, just in case…  (Και η απειλή αυτή για τιμωρία αφορά και όλους εκείνους που κρύβουν την χουντική νοοτροπία τους πίσω από ένα προπέτασμα δημοκρατικής νομιμοποίησης.)
(Η δημοσίευση αυτή δεν θα μπορούσε να γίνει αν δεν είχε κρατήσει λεπτομερέστατες σημειώσεις στα μαθήματα Λογοτεχνίας που κάναμε πέρσι με την αγαπημένη μου περσινή Β' Λυκείου η Αγγελική. Σε ευχαριστώ, Αγγελική.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: