Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Και το πουλί παράκουσε : Οι δημιουργικές εργασίες από το Γ3 και το Γ1 του Μουσικού Σχολείου Ρόδου

Έχετε ακούσει την παροιμία "Ό,τι του φανεί του Λώλο-Στεφανή";  Στεφανή λέγανε το... πουλάκι στο "Γιοφύρι της΄Αρτας"... Από αυτό βγήκε η παροιμία!
(#not).
Διότι όλοι ξέρουμε ότι το πουλάκι είναι άλλα ‘ντ’ άλλων!  Στην κυριολεξία. Άλλα του λες, άλλα λέει. Να ακούστε το εδώ στο ρεφρέν να εξηγεί αυτά που το ρωτάνε…
 Δεν είναι  και πάρα πολύ αξιόπιστο λοιπόν.
Εμ, βασικά....
Οπότε με τα παιδιά από το Γ1 και το Γ3  του Μουσικού Σχολείου Ρόδου υποθέσαμε ότι η μοίρα  είπε  στο πουλάκι να πει κάποιο άλλο μήνυμα αλλά αυτό τα μπέρδεψε.  Τα παιδιά γράφουν ποιο ήταν το μήνυμα αυτό και πώς εξελίχθηκε μετά η ιστορία.
Φαίνεται όμως πως το πουλάκι πήγε την … εκφώνηση της εργασίας στους μαθητές μου γιατί κάποιοι κατάλαβαν ότι έπρεπε να αλλάξουν το μήνυμα του πρωτομάστορα στη λυγερή…
Πάμε λοιπόν να δούμε τις εργασίες  των παιδιών, ξεκινώντας από το Γ3, γιατί με εκείνους τελείωσα πιο νωρίς το κείμενο και μου τις έστειλαν πρώτοι. 

Κωνσταντίνος
…Ένα πουλάκι πέρασε και έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι ,δεν κελαηδούσε σαν πουλί μα ούτε και σαν χελιδόνι ,παρά μίλαγε σαν άνθρωπος και είπε :
«Πρωτομάστορα ξακουστέ στα πέρατα της Ηπείρου, έχω την λύση που ζητάς για να στεριωθεί το γιοφύρι σου».
Ο πρωτομάστορας πλησίασε απορημένος και το πουλάκι του λέει χαμηλόφωνα:
«Ό,τι και αν σου πω θα πρέπει να μείνει μεταξύ μας και να δράσεις χωρίς να σε καταλάβει κανείς. Πρέπει να θυσιάσεις έναν από τους εργάτες σου και όχι κάποιον τυχαίο ή ορφανό. Ξέρω πως δεν θα σου είναι εύκολο, μα θα πρέπει να θυσιάσεις  τον καλό σου φίλο, τον μηχανικό. Να θυμάσαι πως μόλις το κάνεις αυτό και εσύ μα και ο φίλος σου θα θεωρείστε ήρωες της κοινότητας ».
Ο πρωτομάστορας σάστισε. Έμεινε για πολύ ώρα ακίνητος καθώς σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει. Ήθελε χρόνο.
Το πουλάκι λίγο πριν φύγει του λέει: « Να θυμάσαι , δεν έχεις περισσότερο από 2 ημέρες και 3 νύκτες …»
Μεγάλη στεναχώρια έπεσε στον πρωτομάστορα και ενώ όλοι οι μάστορες περίμεναν να ακούσουν διαταγές για το τι να κάνουν, ο πρωτομάστορας  τους έστειλε σπίτι τους και τους είπε να μην ξαναέρθουν . Είχε αποφασίσει να μην ολοκληρώσει το έργο, χωρίς όμως να υπολογίσει τις συνέπειες.
 Γυρνώντας στο χωριό, τον περίμενε ο πρόεδρος εμφανώς νευριασμένος αλλά και απογοητευμένος. Του είπε πως θα του πάρει το κεφάλι αφού πρώτα σκοτώσει την μάνα του. Η ημέρα του πρωτομάστορα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, στο μυαλό του γινόταν ένας πόλεμος.
Ο πρωτομάστορας είχε χάσει ήδη πολύτιμο χρόνο και ακόμα δεν είχε αποφασίσει τι θα κάνει. Είτε θα χανόταν η ζωή του ίδιου και της μητέρας του και δεν θα ολοκληρωνόταν το γιοφύρι, είτε θα χανόταν η ζωή του καλύτερού του φίλου, κάτι  που όμως θα καθιστούσε αυτόν και τον πρωτομάστορα ήρωες.
Το επόμενο πρωί είχε πάει μόνος του στο γιοφύρι για να σκεφτεί. Όλο το βράδυ δεν είχε κοιμηθεί σκεφτόμενος τα μεν και τα δε της κάθε επιλογής. Παρατηρούσε το τοπίο που ανέκαθεν τον ηρεμούσε. Έμεινε εκεί μέχρι το σούρουπο και καθώς έφευγε είδε τον μηχανικό να έρχεται. Σκέφτηκε πως ο θεός, του τον έστειλε για να τον στοιχειώσει στα θεμέλια του γιοφυριού. Δεν ήξερε όμως, πως το πουλάκι που του είχε μιλήσει είχε πει και στο  μηχανικό να τρέξει στο γιοφύρι γιατί ο «φίλος του»- τάχα μου- «τον χρειαζόταν». Ο πρωτομάστορας σκέφτηκε μια γρήγορη δικαιολογία ώστε να στείλει τον φίλο του στα θεμέλια του γιοφυριού. Του είπε πως το κλειδί του σπιτιού του μαζί με τα εργαλεία του είχαν πέσει μέσα στο ποτάμι και δεν μπορούσε να κατέβει γιατί είχε χτυπήσει το πόδι του. Ο μηχανικός, όντας ατρόμητος και γυμνασμένος, δέχτηκε να βοηθήσει τον φίλο του και κατέβηκε. Αφού μπήκε μέσα στο ποτάμι και έψαξε ώρα πολύ δεν βρήκε τίποτα. Είχε αρχίσει να υποψιάζεται πως ο πρωτομάστορας τον κορόιδευε και πράγματι μόλις ο μηχανικός σήκωσε το κεφάλι του ένας τεράστιος λίθος έπεσε καταπάνω του συνθλίβοντάς τον.
Ο μηχανικός είχε πεθάνει και ο πρωτομάστορας πήρε θλιμμένος  τον δρόμο της επιστροφής. Όταν επέστρεψε πήγε αμέσως στο σπίτι του προέδρου και του είπε πως οι εργασίες για την ολοκλήρωση του γιοφυριού θα συνεχιστούν κανονικά.
    Το επόμενο πρωί οι εργάτες βρήκαν τον πρωτομάστορα νεκρό στο κρεβάτι του. Ποτέ κανείς δεν έμαθε το πώς και το γιατί. Πολλοί λένε πως τον στοίχειωσε το φάντασμα του μηχανικού…

Σαμπρίνα
Το μήνυμα που έδωσε το πουλάκι
"Για να μπορέσετε να χτίσετε το γιοφύρι θα πρέπει να ανεβείτε την υψηλότερη κορυφή του κόσμου, να βρείτε το ομορφότερο λουλούδι, να το κόψετε και στην θέση του να βάλετε ένα άλλο."
  Αν και το γιοφύρι γκρεμιζόταν κάθε βράδυ, οι μάστοροι και οι μαθητάδες δεν το έβαζαν κάτω. Μια μέρα ένα πουλάκι κάθισε δίπλα τους και με ανθρώπινη φωνή, τους είπε :
«-Για να μπορέσετε να χτίσετε το γιοφύρι, θα πρέπει να ανεβείτε την υψηλότερη κορυφή του κόσμου, να βρείτε το ομορφότερο λουλούδι, να το κόψετε και στην θέση του να βάλετε ένα άλλο.»
Το άκουσαν αυτό οι μαθητές και οι μαστοροι και έμειναν να απορούν, μα όταν πήγαν να ρωτήσουν το πουλάκι είχε ήδη φύγει. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και από το βλέμμα τους καταλάβαινες ότι θα έκαναν αυτό που τους είπε το πουλάκι. Το γιοφύρι ήτανε σημαντικό και εκείνοι θα έκαναν τα πάντα γι' αυτό, άρα το πουλάκι ήταν η μόνη τους λύση. Αποφασίστηκε τελικά πως ο πρωτομάστορας θα ήταν αυτός που θα πηγαινε. Η κορυφή ήταν πολύ επικίνδυνη και δεν ήθελε να κινδυνέψει τη ζωή κανενός. 
    Τώρα ο πρωτομάστορας έπρεπε να κάνει κάτι πιο δύσκολο, να το πει στη γυναίκα του, ξέροντας ότι οι πιθανότητες να τον αφήσει να πάει ήταν λίγες. Αυτός όμως ήταν αποφασισμένος. Πήγε σπίτι και εκείνη τον καλωσόρισε με αγκαλιές, χαμόγελα και φιλιά. Σκέφτηκε να  της πει πως θα πήγαινε να επισκεφτεί την μαμά του για λίγο καιρό αλλά δε μπορούσε .Όσο πιο πολύ την κοιτούσε τόσο πιο πολύ δεν ήθελε να της το πει. Την πλησίασε, πήρε μια βαθιά ανάσα και της το είπε. Μόλις το άκουσε  η γυναίκα του σοκαρίστηκε. Ήξερε ότι πολλοί ήθελαν να ανέβουν την ίδια κορυφή αλλά ποτέ δεν τα κατάφεραν. Έβαλε τα κλάματα βλέποντας τον άντρα της αποφασισμένο γι' αυτό. Κανένας τους δε μίλησε για μερικά λεπτά. Η γυναίκα του σκούπισε τα δάκρυά της και είπε :
«-Θα έρθω μαζί σου. Κάνε ότι θες αλλά δε θα μου αλλάξεις τη γνώμη.»
Ο πρωτομάστορας είχε μείνει άφωνος αλλά ήξερε ότι ό,τι και να έκανε εκείνη δε θα άλλαζε την απόφαση που είχε ήδη πάρει.
    Ξεκίνησαν την επόμενη μέρα κιόλας. Οι μαθητές και οι μάστοροι περίμεναν να δουν μόνο τον πρωτομάστορα να βγαίνει από το σπίτι, αλλά όταν είδαν και τη γυναίκα του κατάλαβαν αμέσως. Τους χαιρέτησαν και τους ευχήθηκαν να γυρίσουν όπως πήγαν. Ζωντανοί. Και οι δυο τους έφυγαν φοβισμένοι, επειδή δεν ήξεραν τι τους περίμενε.
    Μετά από 3 μέρες περπάτημα κάθισαν για να ξεκουραστούν. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και μπορούσαν να δουν την κούραση και την αγωνία που αυτά κουβαλούσαν. Αλλά ήξεραν, ό,τι και να γινόταν θα το περνούσαν μαζί.
«-Η αγάπη μας θα μας ενώνει μέχρι το τέλος’, είπαν.
Ξαφνικά ο πρωτομάστορας θυμάται τα λόγια του πουλιού. Όταν θα κόβανε το λουλούδι θα έπρεπε να βάλουν ένα άλλο στην θέση του. Γι' αυτό βρήκε ένα λουλούδι το έβαλε στη τσάντα του και συνέχισαν.
    Πέρασαν 3 μήνες και είχαν επιτέλους φτάσει στον προορισμό τους. Είδαν την κορυφή και τα μάτια τους άνοιξαν διάπλατα. Δε μπορούσαν να τα παρατήσουν και να γυρίσουν πίσω γι' αυτό άρχισαν κατευθείαν να σκαρφαλώνουν. Ο πρωτομάστορας πήγε πρώτος. Είχαν φτάσει στη μέση της πλαγιάς για την κορυφή,  όταν ξαφνικά ένα μεγάλο κομμάτι, στο οποίο βρισκόταν επάνω η γυναίκα του, έπεσε και την πλάκωσε. Ο πρωτομάστορας δεν ήξερε τι να κάνει. Φώναζε τ' όνομά της ξανά και ξανά ελπίζοντας πως θα τον ακούσει. Ήθελε να κατέβει αλλά ήξερε ότι αν κατέβαινε δε θα μπορούσε να ξανανεβεί. Κλαίγοντας και ξέροντας ότι εκείνος έφταιγε για τα πάντα, ανέβηκε την κορυφή. Δεν ένιωσε τίποτα. Προχώρησε και προσπάθησε να βρει το λουλούδι, αλλά  τα υγρά μάτια του  από το κλάμα τον δυσκόλευαν στη όραση. Άκουσε πουλιά να έρχονται προς το μέρος του. Γύρισε και είδε κάτι που τον έκανε να κλαίει ακόμη περισσότερο. Πουλιά ερχόντουσαν προς το μέρος του κουβαλώντας το νεκρό σώμα της γυναίκας του. Πέρασαν από μπροστά του και κατάφερε να την δει έστω και λίγο. Αν και ήταν χτυπημένη σε όλο της  το σώμα,  ήταν ακόμη  πολύ όμορφη. Τα μαλλιά της μακριά και κάστανα. Τα χείλη της κόκκινα και το πρόσωπο της αγγελικό. Την έβαλαν σε ένα φέρετρο και την έθαψαν. Ο πρωτομάστορας έπεσε στα γόνατα του και της ζητούσε συγχώρεση. Δεν πίστευε ότι είχε πεθάνει. Δεν ήθελε  να το πιστέψει. Την ένιωθε δίπλα του και αυτό τον έκανε να ξεχαστεί λίγο από το γεγονός ότι  είχε πεθάνει.
    Χωρίς να το καταλάβει είχε αποκοιμηθεί και όταν ξύπνησε είδε πως πάνω στο χώμα όπου την είχαν θάψει υπήρχε ένα ξερό λουλούδι. Θυμήθηκε τα λόγια του πουλιού. Έπρεπε να βρει το ωραιότερο λουλούδι. Το συγκεκριμένο ήταν ξερό, αλλά διέφερε από τα αλλά γύρω του. Μήπως αυτό εννοούσε το πουλάκι; Μήπως τελικά το πόσο άσχημο κάτι φαίνεται δε παίζει ρόλο με το πόσο αξία έχεις; Ο πρωτομάστορας άκουσε τον εαυτό του κι έτσι  έκοψε το ξερό λουλούδι και έβαλε στη θέση του αυτό που είχε πάρει μαζί του. Γύρισε σπίτι κουβαλώντας τύψεις και στενοχώρια. Ένιωθε άδειος. Ήθελε να πεθάνει αλλά είχε ένα καθήκον. Το καθήκον του πρωτομάστορα. Το γιοφύρι έπρεπε να χτιστεί. Έτσι κι έγινε. Όταν χτίστηκε, όλοι ήταν χαρούμενοι εκτός απ' αυτόν. Κανένας δεν ήξερε τι του συνέβαινε επειδή κανένας δεν ήξερε για τη γυναίκα του επειδή τους είχε πει ψέματα. Δεν ήθελε να βιώσουν τον πόνο που βίωσε και αυτός. Δεν τους άξιζε.
    Λίγες μέρες μετά ένα πουλάκι κάθισε στο παραθύρι του με ένα γράμμα τυλιγμένο  με κορδέλα γύρω απ' το λαιμό του, το οποίο ήταν  από τη μαμά της γυναίκας του η οποία είχε πεθάνει χρονιά πριν. Ο πρωτομάστορας το πήρε και το διάβασε. Μόλις το διάβασε, άφησε πάνω στο τραπέζι  ένα χαρτί που έλεγε : «Δε μπορώ να ζήσω χωρίς εκείνη» και βρέθηκε την επόμενη μέρα νεκρός στο ποτάμι. Το γράμμα έλεγε:
«Η κόρη μου με είχε πιθυμήσει. Έλεγε ότι ήθελε να έρθει κοντά μου να με αγκαλιάσει, αλλά δε μπορούσε επειδή αγαπούσε εσένα τόσο πολύ που δεν ήθελε να σ 'αφήσει μόνο. Μου είχε μιλήσει για το γιοφύρι που γκρεμιζόταν κάθε βράδυ. Έτσι και 'γω έστειλα έναν άγγελο σε μορφή πουλιού για να σου πει πως ο μόνο τρόπος για να μπορέσει το γεφύρι κα χτιστεί ήταν να τη φέρεις κοντά μου. Επίσης, έκανες  το σωστό πράγμα να διαλέξεις το ξερό λουλούδι. Στο ίδιο μέρος είχα θαφτεί και 'γω. Το λουλούδι το είχε αφήσει ο άντρας μου  και παρόλο που είχε ξεραθεί σήμαινε πολλά για 'μένα. Αυτός ήταν ο λόγος που η κόρη μου διάλεξε να έρθει μαζί σου σ' αυτό το ταξίδι. Ήθελε να περάσετε μαζί ακόμη και τις τελευταίες στιγμές. Μου λέει καθημερινά ότι της λείπεις. Σε αγαπάει πολύ. Τέλος, αποφάσισα να φτιαχτεί το γεφύρι για να μη σας χωρίσει ποτέ τίποτα, όπως χώριζε το ποτάμι τι δύο μεριές. Αλλά να σας ενώνουν τα πάντα, όπως ενώνει το γεφύρι την μια όχθη με την άλλη.»

Πελαγία
...Και τότε το πουλάκι με την ανθρώπινη φωνή είπε στον Πρωτομάστορα πως για να στερεώσει το γιοφύρι πρέπει να κάνει τα αδύνατα δυνατά να μεταμορφώσει το πουλάκι σε άνθρωπο. Ο Πρωτομάστορας, όταν το άκουσε ένιωσε πολύ άσχημα, διότι πίστευε πως δεν έχει την ικανότητα να κάνει τέτοιο πράγμα. Έτσι, ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Ήαν  ημέρα αγωνίας και κούρασης. Ο Πρωτομάστορας παρά την θλίψη που τον κυρίευε, κάθισε σε ένα πεζουλάκι απέναντι από το γιοφύρι και αναπολούσε αυτές τις παλιές καλές στιγμές οπού οι 45 μάστορες και οι 60 μαθητάδες κοπίασαν να χτίσουν το γιοφύρι. Όμως, η χαρά διήρκησε για πολύ λίγο. Το πρωί χτίστηκε και το βράδυ γκρεμίστηκε πάλι. Μετά από μισή ώρα, μερικοί μαθητές καθώς περνούσαν από το γιοφύρι, είδαν τον Πρωτομάστορα συνοφρυωμένο. Τον πλησίασαν και τον ρώτησαν    
 Μαθητές: « Τι έχεις Πρωτομάστορα;»
 Πρωτομάστορας: «Δεν θα το πιστέψετε τι  συμφορά με βρήκε. Ήρθε ένα πουλάκι με ανθρώπινη φωνή και μου είπε πως για να    στερεώσει το γιοφύρι πρέπει να το  μεταμορφώσω σε άνθρωπο.»
Μαθητές «Μην στενοχωριέσαι Πρωτομάστορα. Πιστεύουμε στις δυνατότητες σου. Είμαστε σίγουροι πως θα τα καταφέρεις.»
Πρωτομάστορας: «Θέλω να σας ευχαριστήσω που ήρθατε και με παρηγορήσατε έστω για αυτά τα λίγα λεπτά. Είμαι ευγνώμων για αυτό.»
Έπειτα ήρθε στα ξαφνικά η λυγερή κοντά στον Πρωτομάστορα και του λέει:  «Αυτό το δαχτυλίδι πρέπει να το φορέσεις για μια μέρα επειδή θα σου συμβεί κάτι μαγικό.»
  Ο Πρωτομάστορας δέχτηκε την πρόταση της λυγερής κι έτσι την επόμενη ακριβώς μέρα, εμφανίστηκε το πουλί με μορφή ανθρώπου. Όταν το είδε ο Πρωτομάστορας δεν μπορούσε να πιστέψει  
τα μάτια του ότι αυτό που συμβαίνει είναι όντως αληθινό. Τέλος, ο άνθρωπος αυτός του λέει: «Τώρα δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι. Το γιοφύρι θα είναι στερεωμένο για πάντα!»

Γρηγόρης
Το πουλάκι είπε με ανθρώπινη λαλιά στον πρωτομάστορα: 
 «Αν θέλεις να στεριώσει το γεφύρι πρέπει να ακολουθήσεις τις οδηγίες μου."
Ο πρωτομάστορας έγνεψε καταφατικά και άφησε το ζωντανό να συνεχίσει.
«Τρεις μέρες θα πρέπει να περάσουν. Την πρώτη μέρα πρέπει να φέρεις λίγο ιερό χώμα απ' το δάσος και θα το αναμείξεις με τα υλικά σου. Τη δεύτερη μέρα πρέπει να πας να βρεις τα τρία διαμάντια που βρίσκονται στη σπηλιά κοντά στο δάσος από όπου πήρες το ιερό χώμα, και να τα ρίξεις μέσα σε αυτό. Την τρίτη μέρα χτίζεις το γεφύρι όπως όλες τις άλλες φορές, και αυτό δε θα ξαναπέσει.»
Ο πρωτομάστορας ακούγοντας αυτά που του είπε το πουλί, και μη έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει αυτά που του είπε. 
  Την πρώτη μέρα ο πρωτομάστορας βρήκε το χώμα και το πήρε στην κατασκευή. Τη δεύτερη μέρα, αν και με μεγάλη δυσκολία λόγω του σκοταδιού στη σπηλιά και του κρύου που επικρατούσε, πήρε και τα τρία διαμάντια. Τη τρίτη μέρα έχτισαν κανονικά τη γέφυρα μαζί με τα επιπλέον υλικά. Το γεφύρι χτίστηκε και το πουλάκι ξαναεμφανίστηκε και μίλησε στον πρωτομάστορα:
«Έκανες αυτά που σου είπα και τώρα το γεφύρι δεν πρόκειται να πέσει.»
Και πράγματι αυτό έγινε

Μάνος
Σαράντα πέντε μάστορες κι εξήντα μαθητάδες
Γιοφύρι-ν-εθεμελίωναν στης Άρτας το ποτάμι
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ  εγκρεμιζόταν.
Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
«Αλίμονο στους κόπους μας , κρίμα στις δουλεψές μας
Ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι ,
Δεν εκελαήδε σαν πουλί , μηδέ σαν χελιδόνι ,
Παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:
«Αν δεν πάει ο πρωτομάστορας μαζί με τους
Μαστόρους στ΄ απέναντι χωριό που μεγάλη έχθρα
Έχετε , να σκοτώσετε τον μέγα ταύρο που τρομοκρατεί
Τους χωρικούς , γιοφύρι δεν στεριώνει».
Το λεν οι μαστόροι στις οικογένειές τους κι
Αρχίζουν να μοιρολογούν τα παιδιά τους , που νέα
Σαν πρόβατα τα πάνε να τα φαν οι λύκοι .
Οι μάστορες αποφασισμένοι όμως ξεκινούν να
Πάνε στο χωριό, λίγο ποιο έξω από το χωριό είναι η
Σπηλιά του μέγα ταύρου ένα πλάσμα γιγάντιο που
Κάθε άλλο ζώο ή άνθρωπο σκορπίζει στο πέρασμά του.
Καθώς επιστρέφουν νικητές από την μάχη με το θηρίο ,
Κοιτάζονται  μεταξύ τους και συνειδητοποιούν ότι λείπει
Ο πρωτομάστορας, αρχίζουν να τον ψάχνουν οι μαστόροι
Αλλά μάταια, διότι είχε μείνει πίσω όπου και άφησε την τελευταία
Του πνοή.  έτσι διαπιστώνουν ότι το πουλάκι του είπε
Έμμεσα ότι για μα τελειώσει αυτό το έργο θα χρειαστεί
Θυσία σημαντικού προσώπου

Διονύσης
…Πουλάκι εδιάβει και έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι δεν κελάηδησε σαν πουλί μηδέ σαν χελιδόνι παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα : «Μεθαύριο τέτοια ώρα, θα γίνει ένα μεγάλος σεισμός. Αν μέχρι τότε έχετε φτιάξει το γεφύρι και έχει περάσει άνθρωπος από πάνω, αυτό θα στεριώσει εκεί για πάντα. Αν όμως, το διαβεί κάποιος άλλος κι όχι  η γυναίκα του πρωτομάστορα, τότε αυτό θα πέσει και οι πέτρες που το στηρίζουν θα γίνουν ασήκωτες.» Τα ακούνε αυτά οι μάστορες και χάρηκαν αφού ήξεραν ότι μέσα σε μιάμιση μέρα θα είχαν εκπληρώσει τα λεγόμενα του πουλιού. Την τελευταία μέρα της διορίας όμως θα γύριζε η γυναίκα του πρωτομάστορα η οποία είχε πάει ταξίδι στην άλλη άκρη της Ελλάδας. Περνάνε οι μέρες λοιπόν και το γεφύρι ήταν έτοιμο. Το μόνο που έλειπε ήταν να το διαβεί η λυγερή. Είχαν συγκεντρωθεί  όλοι μια ώρα πριν τον σεισμό γύρο από το γεφύρι εκτός από τον πρωτομάστορα. Καταφθάνει όμως και αυτός με σκυμμένο το κεφάλι και θλίψη στο πρόσωπό του. «Μάστορες» λέει… «η λυγερή σκοτώθηκε στον εκτροχιασμό του τρένου κατά την επιστροφή της». Μέσα στον πανικό τους όλοι ακούν ένα βουητό και βλέπουν το γεφύρι να γίνεται σκόνη…   

Μοσχούλα
Καθώς οι μάστορες και οι μαθητάδες μοιρολογούσαν και έκλαιγαν για το γεφύρι που πάλι γκρεμίστηκε μυστηριωδώς, ένα πουλάκι πρόβαλε μέσα από το δάσος. Κανένας δεν πρόλαβε να πει κάτι, αφού το πουλάκι άρχισε βιαστικά να μιλάει: «Εγώ έχω την λύση στο πρόβλημα μας γι' αυτό ακούστε με καλά!» είπε.  «Αν θέλετε το γιοφύρι σας να χτίσετε, θα πρέπει κάθε οικογένεια του χωριού σας να ζυμώσει και να μου φέρει αύριο την ίδια ώρα, το καλύτερο τους ψωμί. Αλλά προσέξτε! Όλα τα ψωμιά πρέπει να είναι όμοια στην γεύση ! Ούτε πολύ γλυκά  αλλά ούτε και πολύ αλμυρά!», πρόσθεσε. Όλοι έμειναν άφωνοι, μέχρι που ο πρωτομάστορας συμφώνησε με το πουλάκι, πράγμα που έκανε τους υπόλοιπους μαστόρους και μαθητάδες ακόμα πιο αγχωμένους. «Σταματήστε με την γκρίνια σας και τρέξτε στα σπιτικά σας!», φώναξε ο πρωτομάστορας. «Και μην ξεχάσετε να πείτε τα νέα σε όλο το χωριό!».  τους υπενθύμισε. Χωρίς να προλάβει να προσθέσει κάτι άλλο, όλοι τους παράτησαν τα εργαλεία τους και έφυγαν τρέχοντας προς τις οικογένειες τους. Ο πρωτομάστορας έφτασε τελευταίος στο σπιτικό του και αμέσως πρωτοείδε την γυναίκα του να τρέχει ανήσυχη από δω και από κει. «Έμαθες τα νέα;»,  την ρώτησε . «Μα καλά δεν βλέπεις; Έχω λερώσει τα πάντα με το αλεύρι!»,  του απάντησε ενοχλημένη. Ο πρωτομάστορας τότε αποφάσισε να αφήσει την γυναίκα του να τελειώσει και να πάει μια βόλτα τριγύρω. Όταν έφτασε στις γειτονιές με τις περισσότερες οικογένειες, μύριζε το φρέσκο ψωμί και αμέσως έμεινε ευχαριστημένος, αφού ήταν σίγουρος πως το πουλάκι δεν θα είχε κανένα παράπονο. Την επόμενη μέρα, τα χαράματα, ο πρωτομάστορας με την συνοδεία της γυναίκας του, έφυγαν προς το γεφύρι. Όλα τα ψωμιά ήταν εκεί μαζί με τους μάστορες και τους μαθητάδες. Ο πρωτομάστορας ήταν τόσο ανακουφισμένος και χαρούμενος! Μέτα από λίγο πρόβαλε και το πουλάκι. Τους χαιρέτησε όλους και άρχισε να δοκιμάζει τα ψωμιά, όμως κάτι δεν πήγαινε καλά και ήταν αρκετά φανερό. «Αυτό είναι πολύ γλυκό και αυτό είναι πολύ αλμυρό», έλεγε το πουλάκι για κάθε ψωμί που δοκίμαζε. Η γυναίκα του πρωτομάστορα έτρεξε απελπισμένη να του δώσει το δικό της ψωμί ελπίζοντας πως θα του αλλάξει την γνώμη. Από την πρώτη μπουκιά το πουλάκι μαγεύτηκε! Ξαφνικά άρχισε να τρώει και ακόμα πιο πολύ μέχρι που έσκασε από το φαγητό! «Σας ευχαριστώ πολύ και καλορίζικο το καινούργιο σας γεφύρι!», είπε το πουλάκι φεύγοντας. Τελικά, το γεφύρι την επόμενη ημέρα είχε πια χτιστεί και όλοι τους είχαν μείνει ευχαριστημένοι!

Άννα
Πριν πολλά χρόνια σε ένα χωριό της Άρτας  σαράντα  πέντε μαστοροι και εξήντα μαθητάδες έκτιζαν όλη μέρα την γέφυρα  αλλά κάθε βράδυ γκρεμιζόταν .Οι μαθητές και οι μαστοροι μοιρολογούσαν και έκλαιγαν , για τους  κόπους  τους και τις δουλειές τους.  
Μια μέρα ένα πουλάκι πέταξε και κάθισε απέναντι στο ποτάμι . Αντί να κελαηδήσει σαν ένα κανονικό πουλί  κελάηδησε και είπε ανθρωπινή  λαλιά: «Για να στερεωθεί η γέφυρα πρέπει να βρείτε το πιο σπάνιο λουλούδι στην Άρτα και να το φυτέψετε  γύρω από το ποταμι. Μονο τότε θα στερεωθεί  η γέφυρα .»
Το άκουσε αυτό ο πρωτομάστορας και  αμέσως  έδωσε εντολές στους μαθητάδες και στους  μάστορες να βρουν το πιο σπάνιο λουλούδι. Χωρίς να παραπονεθούν  άρχισαν να κοιτάνε παντου για λουλουδια και ξεριζωναν οτι πιο όμορφα έβρισκαν και τα φύτευαν γύρω από το ποτάμι . αλλά κάθε μέρα έβρισκαν την γέφυρα  γκρεμισμενη. Ο μάστορας  ήταν πολύ στενοχωρημένος  και απελπισμένος. Μέχρι που ξαναγύρισε το πουλάκι και του είπε:  «Πρέπει να ψάξει  πάνω στο βουνό: Να κλείσεις τα μάτια σου και να μυρίσεις το πιο σπάνιο λουλούδι . Δεν θα το βρεις άμα έχεις ανοιχτό τα μάτια σου. Η μύτη σου θα σε καθοδηγήσει στο λουλούδι». Χωρίς να ξέρει τι να κάνει ο πρωτομάστορας  ανέβηκε πάνω στο βουνό και έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να μυρίζει. Περπατούσε για λίγο πάνω  στο βουνό μέχρι που μύρισε κάτι και άρχισε να περιπατάει προς την κατεύθυνση της μυρωδιάς .
Όταν στο τέλος η μυρωδιά έγινε πιο έντονη τότε αποφάσισε να ανοίξει τα μάτια του. Είδε ένα πολύ μικρό αλλά όμορφο λουλούδι. Πρώτη φορά είχε δει τέτοιο λουλούδι σε όλη την ζωή του. Έβγαλε το φτυάρι του και το έσκαψε προσέχτηκα για να μην σπάσει την ριζά του. Κατέβηκε κάτω από το βουνό με το λουλούδι και το έθαψε δίπλα από το ποτάμι. Την επομένη μέρα η γέφυρα ήταν στερεωμένη και το λουλούδι είχε απλωθεί παντού γύρω από το ποτάμι και μέσα στο λιβαδι. Ολοι οι χωριανοί , μαθητάδες και οι μαστοροι γιόρταζαν και γλεντούσαν .
Μέχρι σήμερα το γεφύρι της Άρτας δεν έχει γκρεμιστεί και ελπίζουμε να μην γκρεμιστεί ποτέ ξανά.

Δέσποινα
Μόλις τελείωσε τα λόγια του ο πρωτομάστορας, το πουλί πέταξε με όλη του τη δύναμη για να πει τα νέα στη λυγερή. Φτάνοντας ήταν τόσο κουρασμένο που της ζήτησε να πιεί κάτι για να πάρει ενέργεια. Εκείνη του πρόσφερε ένα ποτήρι φρέσκο νερό χυμό κι ενώ εκείνο απολάμβανε τον δροσερό χυμό του, η λυγερή συνέχισε το μαγείρεμα . Μετά βγήκε στην αυλή και άρχισε να  φωνάζει: «Τούλα; Πού είσαι, Τούλα;» Βγαίνει και το πουλάκι για να δει ποια είναι η Τούλα και αντικρίζει μιαν πανέμορφη ναζιάρα κοτούλα. Την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά.  Αγνοούσε όμως ότι η Τούλα ήταν το… μεσημεριανό της οικογένειας. Βλέπει τη Λυγερή με το κουζινομάχαιρο να πηγαίνει προς την Τούλα, την αγαπημένη του κοτούλα. Ορμά στην λυγερή με τσιμπήματα και φτερουγίσματα για να σώσει την αγαπημένη του. Εκείνη παραπατάει, πέφτει στην αυλή και χτυπάει το κεφάλι της. Η Τούλα νομίζοντας ότι τη σκότωσε, θυμώνει πολύ.  Το πουλί όμως το αρνείται και για να της το αποδείξει πηγαίνουν στο γιοφύρι. Εκεί,  ξέροντας το σχέδιο του πρωτομάστορα, είχε φέρει με μαγεία και την λυγερή την οποία χειριζόταν ως μαριονέτα. Άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν  κουνώντας το σώμα της και μιλώντας αντί για αυτήν. Κι έτσι η λυγερή θάφτηκε τελικά στο γιοφύρι και το  πουλάκι πήρε την αγαπημένη  του Τούλα, την  κοτούλα και  έφυγαν προς το ηλιοβασίλεμα.

Θοδώρα
Το πουλάκι πήγε αμέσως να μεταδώσει το μήνυμα στη λυγερή. Άρχισε να κουνάει τις φτερούγες του και να πετάει πλάι στα αφράτα λευκά σύννεφα. Ο ουρανός όμως  φαίνεται πως αρχίζει να σκοτεινιάζει. Και ξαφνικά, άνεμος δυνατός πολύ, οδηγεί μια απλή μεταφορά μηνύματος να γίνει μια δύσκολη πρόσκληση.  Σταγόνες βροχής ξεκινούν να πέφτουν από τον γεμάτο με απειλητικά σύννεφα ουρανό και μετατρέπονται με γρήγορο ρυθμό σε καταιγίδα με ασταμάτητες αστραπές και  βροντές.  Το πουλάκι μουσκεμένο και εξουθενωμένο είναι έτοιμο να τα παρατήσει όμως στο βάθος, πέρα από την ομίχλη της θύελλας,  αχνοφαίνεται το σπιτικό της λυγερής. Με το που φτάνει το κατώφλι της ,την πόρτα χτυπά και η λυγερή αμέσως ανοίγει. Έκπληκτη αφήνει το παιδάκι να μπει μέσα στο σπίτι και μετά από μια στιγμή το ρωτάει: «Τι σε φέρνει εδώ, πουλάκι. Ειδικά με τέτοιον καιρό:» Το πουλάκι ζαλισμένο από τα μαρτύρια που είχε περάσει δεν θυμόταν τα λόγια του πρωτομάστορα,  έτσι της είπε απλώς την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόταν: «Θα πρέπει να φύγεις, να φύγεις σε τόπο μακρινό και να μην  έρθεις εδώ ποτέ ξανά σε όλη σου τη ζωή.  Σε κανέναν να μην πεις τίποτα και μαύρη πέτρα να ρίξεις. Μόνο έτσι θα κτιστεί το γιοφύρι, που ο άντρας ολημερίς το χτίζει και ολονυκτίς γκρεμίζεται !»  Η λυγερή, από την αγάπη της για τον συζυγό της, υπακούει αμέσως.  Μετά το τέλος της καταιγίδας ξεκινά το ταξίδι της στην ξενιτιά. Ο πρωτομάστορας στο μεταξύ περίμενε με τους άλλους μάστορες τη λυγερή να φανεί, μα εκείνη πουθενά. Το πουλάκι είχε εξαφανιστεί κι εκείνο από προσώπου γης. Ο πρωτομάστορας, αγχωμένος,  έτρεξε στο σπίτι του, αλλά ούτε το πουλάκι βρήκε ούτε την λυγερή. Γυρνάει στο γιοφύρι, κανείς δεν την είχε δει. Όταν έφτασε η νύχτα,  το γιοφύρι γκρεμίστηκε πάλι…  Οι μάστορες για καιρό έχτιζαν το πρωί το γιοφύρι και εκείνο το βράδυ συνέχιζε και γκρεμιζόταν. Κι έτσι δεν έγινε ποτέ το γιοφύρι  και ο πρωτομάστορας νιώθοντας χαμένος και απελπισμένος, αποφάσισε να δώσει τέλος στην ασπρόμαυρη ζωή του πέφτοντας από ψηλό βουνό. Κι η ψυχή του διαταράσσει ακόμα τον Άραχθο  και θα στοιχειώνει για πάντα τα νερά του.

Στέφανος
 Αχ ,τι θα γίνει επιτέλους με αυτό το γιοφύρι της Άρτας το οποίο ολημερίς χτιζόταν και το βράδυ γκρεμιζόταν; Για πολύ καιρό οι κάτοικοι ταλαιπωρούνταν, μέχρι που μία μέρα όλα άλλαξαν…
Ένα πανέμορφο κοκκινωπό πουλί εμφανίστηκε και έκανε την εξής ανακοίνωση:
«Αν περιμένετε γιοφύρι να χτιστεί, πρέπει ο ίδιος ο πρωτομάστορας να θυσιάσει την μονάκριβη κόρη του , θα πρέπει εντός τριών ημερών να αποφασίσετε».
 Ο πρωτομάστορας στεναχωρήθηκε πολύ και ήταν απαρηγόρητος. Όλη την μέρα προσπαθούσε μαζί με τους μαστόρους του να το χτίσουν. Δούλευαν ασταμάτητα μέχρι βράδυ και νόμιζαν ότι κατάφεραν να το χτίσουν όμως το γεφύρι πάλι  γκρεμίστηκε. Ο πρωτομάστορας δεν ήξερε τι να κάνει καθόταν και σκεφτόταν  αλλά κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή.
Εν τω μεταξύ μερικοί από τους κατοίκους είχαν νευριάσει και δεν νοιάζονταν για την κόρη του, ήθελαν μόνο να μην γκρεμιστεί ξανά το γεφύρι. Μετά από λίγες ώρες άρχισαν να διαμαρτύρονται και παρόλο που εκείνος που τους ζητούσε λίγο χρόνο εκείνοι ήταν ανένδοτοι, του δήλωσαν ότι αν δεν θυσίαζε την κόρη του θα σκότωναν και τον ίδιο. Εκείνος από την πολύ κούραση  αποκοιμήθηκε.
 Την επόμενη μέρα την πέρασε με την κόρη του, αφού ήθελε να εκμεταλλευτεί κάθε λεπτό μαζί της , δεν θα άντεχε να χάσει και την μονάκριβη κόρη του, αφού πριν λίγο καιρό είχε χάσει την γυναίκα του. Ζήτησε από τους συγχωριανούς να  μείνει μόνος του με την κόρη του την ώρα της θυσίας κι έτσι κι έγινε. Την κοιτούσε και έβλεπε την λύπη στα μάτια της , αλλά δεν είχε άλλη επιλογή, οπότε της έλεγε τα τελευταία λόγια .
Ξαφνικά εμφανίστηκε από πουθενά το πουλάκι στους χωρικούς και τους είπε ότι όλο αυτό ήταν μία δοκιμασία και ήθελε να δοκιμάσει την πίστη του πρωτομάστορα . Μόλις κατάλαβαν τι πρόκειται να συμβεί έτρεξαν γρήγορα  να τον προλάβουν προτού γίνει το κακό. Μπροστά τους είδαν την κόρη να φοβάται και να κλαίει καθώς και τον πρωτομάστορα να κρατάει ένα μαχαίρι. Του είπαν για τα λόγια του πουλιού  και εκείνος συγκινήθηκε από χαρά, αγκάλιασε την κόρη του και την φίλησε στοργικά στο μέτωπο. Το ίδιο βράδυ όλοι μαζί έχτισαν το γιοφύρι και το γιόρτασαν και όταν ξημέρωσε το γιοφύρι ήταν στην θέση του , ένα γιοφύρι καλύτερο από αυτό που χτίσανε…..

Χρήστος Ζ.
Αρχικά το πουλάκι θα είχε αλλάξει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της ιστορίας του Γιοφυριού της Άρτας. Πρώτα πρώτα, αν υποθέσουμε ότι το πουλάκι έδωσε άλλο μήνυμα στην γυναίκα του πρωτομάστορα, το οποίο θα έλεγε ότι ο άντρας της χτύπησε, θα έτρεχε γρήγορα να δει αν τραυματίστηκε. Εκείνη την στιγμή ένας από τους μαστόρους θα την ενημέρωνε ότι ο άντρας της είναι νεκρός και έτσι η Λυγερή από την στενοχώρια δεν θα έβγαινε για αρκετό καιρό από το σπίτι της. Μετά από πολλές μέρες  ένα πρωί θα ξυπνούσε και θα έβλεπε μπροστά της τον νεκρό άντρα της. Θα πήγαινε να τον αγκαλιάσει και αυτός θα χανόταν ως δια μαγείας. Τέλος, αυτή θα αυτοκτονούσε χωρίς να υπάρχει λόγος, διότι ο άντρας της θα ήταν όλες αυτές τις μέρες στο γιοφύρι και απλώς οι εργάτες  θα της έκαναν μια πλάκα για να δουν πως θα αντιδρούσε και αυτή το χρησιμοποίησε με τον χειρότερο τρόπο.

Μαρία
  Στο ποτάμι της Άρτας, μάστορες και μαθητάδες ήθελαν να χτίσουν ένα γιοφύρι. Όμως, οι προσπάθειές τους ήταν άκαρπες, διότι κάθε βράδυ το γιοφύρι γκρεμιζόταν. Στην απελπισία των μαστόρων, τη λύση ήρθε κι έδωσε ένα πουλί με ανθρώπινη μιλιά, λέγοντάς τους: «Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώσει· Και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, πάρα τον αδερφό της όμορφης γυναίκας του πρωτομάστορα, πόρχεται αργά τ' αποταχύ και από την  Πάτρα το γιόμα."
  Η έκφραση του πρωτομάστορα άλλαξε, αφού αυτό το μακρινό, μα συνάμα κοντινό άτομο το είχε σε μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά του. Δάκρυα άρχισαν να εμφανίζονται στα μάτια του πρωτομάστορα και δεν άργησαν να κυλήσουν. Φαντάζοντας πώς θα αντιδράσει η αγαπημένη του γυναίκα όταν το μάθει, αποφάσισε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με διαφορετικό τρόπο. «Εντάξει, μα θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα αν δεν το έλεγε κανείς στη λυγερή.» Το πουλάκι και οι μαθητάδες δέχτηκαν την επιθυμία του και ύστερα το πουλάκι εξαφανίστηκε από τα μάτια τους.
  Συνάμα ο πρωτομάστορας ξεκίνησε να εξηγεί στους μαθητάδες τον σκοπό του. «Δε θα αφήσω κανέναν να χάσει τη ζωή του, δεν το αξίζει. Χωρίς να το πάρει χαμπάρι το πουλί, βάλτε πέτρες με άμμο από τη διπλανή θάλασσα σε ένα μεγάλο σάκο ώστε να δείχνει πως είναι ο "εκλεκτός" του ολοκληρωτικού χτισίματος του γιοφυριού.»
 Οι μαθητάδες τον υπάκουσαν και λίγα λεπτά ύστερα, ήρθαν με έναν σάκο που πραγματικά φαινόταν σαν να υπήρχε άνθρωπος μέσα σε αυτόν. Τοποθέτησαν τον σάκο μέσα στα θεμέλια και αμέσως καλέσανε του πουλάκι.
  Το πουλάκι δεν άργησε να έρθει και μόλις έφτασε πραγματικά πίστεψε ότι μέσα σε αυτόν τον σάκο βρίσκεται ο αδελφός της λυγερής σκοτωμένος. Τότε τους επιβεβαίωσε ότι πλέον το γιοφύρι είναι ασφαλές και ξεκίνησαν να το χτίζουν ξανά. Ο πρωτομάστορας και οι μαθητάδες του γέμισαν ενθουσιασμό.
  Ο πρωτομάστορας ήθελε αυτόν και την γυναίκα του να είναι οι πρώτοι που θα διαβούν το γιοφύρι, οπότε την κάλεσε και ήρθε πιο ενθουσιασμένη από όλους. Έδεσαν τα χέρια τους με τα δάχτυλά τους και ξεκίνησαν να περπατάνε πάνω στο γιοφύρι. Τότε ξαφνικά το γιοφύρι άρχισε να διαλύεται και χωρίς να προλάβουν να κάνουν τίποτα, έπεσαν και οι δύο κάτω, νεκροί.

Δήμος
Τα πάντα γίνανε όπως τα ξέρουμε  μέχρι τη στιγμή που  πήγε να βουτήξει στο ποτάμι η γυναίκα του πρωτομάστορα για να πάρει το δαχτυλίδι. Τότε το πουλί άρχισε να φωνάζει: «»Σταμάτα! Σταμάτα... Μην πέφτεις! Πείστηκα! Ο άντρας  νοιάζεται πιότερο για το καλό του κόσμου παρά για τις δικές του επιθυμίες.» Με μιας, η γυναίκα κοντοστάθηκε, τον κοίταξε όλο απορία και τον ρωτά: «τι είναι αυτά που λέει το πουλί; Ξήγα μου, αγάπη μου. Δεν καταλαβαίνω.. » Ανακουφισμένος ο πρωτομάστορας από την σωτηρία της πολυαγαπημένης του γυναίκας,  τρέχει στην αγκαλιά της κλαίγοντας. Δεν το σκέφτεται λεπτό, γονατίζει και φιλάει τα πόδια της, ζητώντας να τον καταλάβει και να τον συγχωρέσει.  Με τρεμάμενη φωνή της λέει: «Συγχώρα με, γυναίκα μου,  που ‘βαλα πιότερο το καλό του κόσμου και μετά  τη ζωή σου. Δεν το ‘θελα. Στο ορκίζομαι, καιρό τώρα βασανίζομαι , μα δεν μου έδινε  άλλη λύση το πουλί.» Μα η γυναίκα του δεν το σκέφτεται λεπτό και του αποκρίνεται: «Σκούπισε τα μάτια σου, σήκω και κοίτα με στα μάτια και πες μου σ’ αγαπώ. Διόλου μην ανησυχείς. Διόλου να μην αμφισβητήσεις πως τώρα πιο πολύ σ’ αγαπώ»

Νίκος
Τρία αδέλφια με κόπο το εχτίζαν το γιοφύρι. Τη µέρα το χτίζαν, το βράδυ γκρεμιζόταν. Καθίσανε τα τρία αδέλφια
να κουβεντιάσουν και να αποφασίσουν τι θα γίνει με αυτήν την κατάσταση. Έτσι λοιπόν, όπως συζητούσαν, ξαφνικά εμφανίστηκε ένα πουλάκι και έκατσε στο δέντρο όπου βρισκόντουσαν εκείνοι. Αλλά δεν ήταν ένα απλό πουλάκι, ούτε κελαηδούσε σαν πουλί μήτε σαν χελιδόνι, αλλα με ανθρώπινη λαλιά είπε στα 3 αδέρφια: «Εάν θέλετε να χτιστεί το γιοφύρι ,θα πρέπει ένας από εσάς να θυσιάσει την γυναίκα του, αλλιώς δεν θα το δείτε γιοφύρι ούτε ζωγραφιστό υψωμένο!» Έτσι είπε το πουλάκι και πέταξε μακριά
«-Αδέλφια», είπε ο μεγαλύτερος αδερφός με αναστεναγμό. «ελάτε να κάνουµε δικιά µας συμφωνία. Όποια θα έρθει πρώτη από της γυναίκες μας αύριο νωρίς το πρωί, αυτή θα θυσιάσουμε. Εκείνη θα τη βάλουµε στη µέση στα θεµέλια.»
Τι να κάνουν και οι άλλοι δύο...συμφώνησαν θέλοντας και μη. Ήταν τόσο μεγάλο το έργο που έπρεπε να χτιστεί, αλλιώς ο βασιλιάς θα τους έπαιρνε τα κεφάλια. Την επόμενη μέρα ξεπρόβαλλε του πιο µικρού (αδελφού). Μαύρο δάκρυ έριξε με το που την αντίκρισε.
Η όµορφη Ζεϊνέπ, η νέα νύφη. Στο αριστερό χέρι κρατάει ζεστό πρωινό. Στο δεξί της έχει κρύο νερό από το ποτάμι. Την είδε ο μικρότερος ο αγαπημένος της. Με το χέρι της έγνεψε να έρθει από κει. Της έκλεισε και το µάτι. Εκείνη πήγε ακόμα πιο γρήγορα.
-«Ο Θεός µαζί σου, όµορφη Ζεϊνέπ», είπε ο μικρότερος.
«- Γιατί µου κλαις πρώτη µου αγάπη;» ,είπε η Ζεϊνέπ
«-Πώς να µην κλαίω, όµορφη μου Ζεϊνέπ; Το δαχτυλίδι µου έπεσε στη µέση του γεφυριού.»
-« Μη µου κλαις πρώτη µου αγάπη. Θα µαζέψω το µανίκι και θα σηκώσω το πανωφόρι. Θα µπω στη µέση στα θεµέλια και θα σου βγάλω το ασηµένιο δαχτυλίδι µε τη µαργαριταρένια πέτρα.»
Όταν ποια έφτασε η Ζεϊνεπ στα θεμέλια και δεν βρήκε τίποτα φώναξε δυνατά ο μεσαίος:
«- Ρίξτε της, αδέλφια, ξύλο για ξύλο: Πέτρα για πέτρα για να χτίσουµε την όµορφη Ζεϊνέπ  στη µέση της γέφυρας!
«- Αφήστε µε, τρία αδέλφια ,αφήστε με. Έχω παιδί. Είναι ξεσκέπαστο και ξεφασκιωµένο.»
«-Μη µου κλαις. Έχεις µάνα, θα σου το σκεπάσει. Θα το σκεπάσει και θα το φασκιώσει»», είπε ο μικρότερος

Μιχαήλ Άγγελος
    Σαράντα πέντε μαστοροι και εξήντα μαθητάδες  γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι .
Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν . Μοιρολογούν οι μάστορες και κλαίν οι μαθητάδες: «Αλίμονο στους κόπους μας , κρίμα στο ριζικό μας, κρίμα στις δούλεψες μας, ολημερίς το χτίζουμε το βράδυ γκρεμιέται». Πουλάκι εδιάβη και έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι, δεν  εκελαήδη σαν πουλί μήδε σαν χελιδόνι , πάρα εκελαήδε με ανθρώπινη λαλίτσα και είπε  ότι  για να κτιστεί το γιοφύρι θα πρέπει να κτίσουν κάτω από το γιοφύρι  τα πρωτότοκα παιδιά  τους.  Αρχίζουν κλαίν οι μάστοροι και να λυπούνται οι μαθητάδες. Εκεί που κλαίν , λέει πάλι το πουλί   ότι  αφού κτίσουν  τα πρωτότοκα παιδιά τους  θα πρέπει το γιοφύρι να  χτίζουν  όταν ο ήλιος δύει και όταν εμφανιζόταν το φεγγάρι.  Αλλά όταν ανέτελλε ο ήλιος, θα έπρεπε να έχουν φύγει από το γιοφύρι και να είναι στα σπίτια τους όλοι. Αν όμως  έστω και  ένας από αυτούς δεν έχει πάει στο σπίτι του θα γκρεμίζεται το γιοφύρι.
Οι μάστορες όλοι έμειναν ξύπνιοι 3 ημέρες.  Την τέταρτη με πολύ λύπη και βαριά καρδία  πήραν τα παιδία τους μαζί, λέγοντας τους ότι έπρεπε να  τους βοηθήσουν στο χτίσιμο. Όλα τα παιδιά πήγαν κοντά στις μεγάλες τρύπες που είχε το γιοφύρι.  Οι μάστορες έσπρωξαν τα παιδιά μέσα στις τρύπες και οι μαθητάδες άρχιζαν να τα χτίζουνε. Για έναν μήνα  χτίζανε το γιοφύρι και το βράδυ γκρεμιζόταν, επειδή ένας από όλους δεν προλάβαινε να πάει σπίτι του.  Τελικά,  μετά από  αυτόν τον κουραστικό μήνα ( που χτίζανε και γκρεμιζόταν) βρήκαν την λύση:  αυτοί που το σπίτι τους ήταν μακριά έφευγαν πιο νωρίς.

Ελεάννα
Το πουλάκι τα είπε κανονικά στον πρωτομάστορα  αλλά μετά παράκουσε κι άλλα πήγε και είπε: «Τα πράγματα σου μάζεψε και φύγε μακριά > Κακιά μοίρα σε περιμένει. Αχ, τι συμφορά!» Η λυγερή το κοίταξε με παράξενη ματιά και αναρωτήθηκε τι είναι όλα αυτά. «Να σε σκοτώσει θέλει  ο άντρας για λεφτά, τα πράγματά σου μάζεψε και φύγε μακριά». Η λυγερή τρόμαξε και βιάστηκε να φύγει αλλά τότε ξαφνικά εμφανίστηκε ο άντρας της μπροστά. «Μονάκριβη γυναίκα μου, πού ετοιμάζεσαι να πας;». Ο πρωτομάστορας τη ρώτησε.  Η λυγερή ετρόμαξε για αυτό έφυγε μακριά, έξω από την  Άρτα βγήκε και πήρε τα βουνά.  Μέρες και  νύχτες πέρασαν και κανείς δεν την βρήκε.  Και τότε ένα γράμμα έφερε το πουλί στον πρωτομάστορα: «Έφυγα μακριά με έναν άντρα με λεφτά οπότε έχε γεια».  Εθύμωσε αφάνταστα ο πρωτομάστορας , μα απόφαση μεγάλη πήρε. «Στα βουνά και τα λαγκάδια θα ψάξω να τη βρω και θα τηνε σκοτώσω με πόνο και λυγμό».
   Μέρες και νύχτες έψαχνε και τελικά την  βρήκε στο δάσος να κοιμάται. Τον είδε και εφώναξε: «Μην με σκοτώσεις άντρα μου. Εγώ σε αγαπάω, Κι αν κάποιο κακό σου έκανα, κάτι κακό ας πάθω». Την επλησίασε και της είπε: «Ακόμα και που μ’ απάτησες εγώ σε αγαπάω  ακόμα και σε ρωτάω ώρα δα, τι είναι αυτό που μου λαλείς, γυναίκα μου;» «Το πουλί είπε πως θες να με σκοτώσεις και εγώ έτρεξα και έφυγα για να γλιτώσω το θάνατο». «Γυναίκα μου, αν πίστεψες πώς θ α σε σκοτώσω πολύ βαθιά με πλήγωσες. Το πουλί που έστειλα  το έστειλα για να σου δώσει ένα μήνυμα. Κορόιδεψε και τους δυο μας. » Σοκαρισμένοι και οι δυο σηκώθηκαν νευριασμένοι και επήγαν στο σπίτι και το πουλί περίμεναν να εμφανιστεί.
 Επέρασαν ώρες μα τίποτα.
Εβγήκαν να δουν αν βρίσκεται κοντά το χρυσοπούλι  και χτύπο ένιωσαν βαρύ στο κεφάλι ! Το πουλάκι τους σκότωσε και τους δυο και έζησεν την υπόλοιπην ζωή τους τρώγοντας τα σώματά τους.

Μιχαλία
Το πουλάκι  είπε στη λυγερή την αλήθεια . Ότι ο πρωτομάστορας του είπε να ετοιμαστεί για να πάει στο γιοφύρι  για να την θεμελιώσουν οπότε να ετοιμαστεί και να φύγει.  Η Λυγερή τότε θα το έσκαγε από το σπίτι και θα άφηνε ένα σημείωμα στον πρωτομάστορα. «Αφέντη μου, συγγνώμη που έφυγα. Ήρθε ένα πουλάκι μαγικό και μου είπε πως θες να με θυσιάσεις για το χτίσιμο του γιοφυριού . Ένα έχω να πω εγώ: Την κατάρα μου να ‘χεις! Κάθε φορά που θα ακουμπάς το σφυρί σου θα πας να φτιάξεις τα θεμέλια, να κοπανάς το κεφάλι σου. »
 Μετά από αυτό ο πρωτομάστορας  θα άλλαζε χαρακτήρα και θα την έψαχνε παντού.

Σαβάνα  Γ3
Το πουλάκι τα είπε κανονικά στον πρωτομάστορα και κείνος τον έστειλε στην λυγερή. Και πήγε και της είπε: «Γεια σου, πρέπει να φύγουμε, να πάμε στον πρωτομάστορα, σε θέλει γρήγορα». Κι έτσι αρχίσαν και φύγανε και πήγαν την διαδρομή τους.  Μετά από λίγες ώρες φτάσανε στο γιοφύρι, αλλά το γιοφύρι ήταν ακόμα χαλασμένο, για αυτό απορούσε η λυγερή και έλεγε: «Μα πώς θα πάω στον πρωτομάστορα τώρα; » Και να που το πουλάκι άρχισε να κελαηδά και εξακολουθούσε να το κάνει. Καθώς κελαηδούσε  άρχισαν να έρχονται χιλιάδες πεταλούδες, πιάσαν την λυγερή και την πέρασαν απέναντι. Όταν η λυγερή έφτασε στον πρωτομάστορα , αναρωτιόταν τι να κάνει, γιατί εκεί υπήρχε ένα δοχείο και η λυγερή είπε: «Τι είναι αυτό; ». Ο πρωτομάστορας της είπε ότι αν  πάρουν όλα τα υλικά που χρειάζονται  και τα βάλουν μέσα στο δοχείο θα καταφέρει να φτιάξει το  γιοφύρι για πάντα.  Έπειτα είπε στην λυγερή να πάει να πάρει κάποια πράγματα αλλά της είπε να βιαστεί γιατί έπρεπε να το κάνουν πριν κατέβει ο ήλιος. Η λυγερή άρχισε να σκέφτεται  πως θα κουβαλήσει όλα αυτά τα πράγματα και τότε θυμήθηκε το πουλάκι  και σκέφτηκε: «Θα φωνάξω το πουλάκι για βοήθεια».  Το πουλάκι φώναξε τους φίλους του και έτσι κατάφερε και τα πήρε όλα. Έλειπε μόνο μια σταγόνα και την πήρε αλλά τότε κατάλαβε ότι ο ήλιος είχε σχεδόν κατέβει. Έτρεξε λοιπόν να την ρίξει τη σταγόνα στο γιοφύρι, αλλά τίποτα δεν έγινε, Όλοι ήταν πολύ δυστυχισμένοι, αλλά δεν ξέρανε τι να κάνουν . Την επόμενη μέρα όταν ξύπνησαν είδαν όμως ότι το γιοφύρι φτιάχτηκε. Μετά από αυτό δεν ξαναχάλασε  το γιοφύρι ποτέ και όλοι ήταν πολλοί χαρούμενοι.  

Χρήστος Μ
Το πουλάκι τα είπε κανονικά στον πρωτομάστορα. Και τα είπε κανονικά και στη λυγερή. Κι εκείνη τα έκανε όλα αργά κι καθυστέρησε να πάει στο γιοφύρι. Οι εργάτες  περιμένοντάς την να έρθει ξεκινούν και χτίζουν και χωρίς να το καταλάβουν ολοκληρώνουν το έργο. Η λυγερή δεν έχει έρθει ακόμα. Όταν φάνηκε την υποδέχτηκε ο πρωτομάστορας όλος χαρά που δεν χρειάστηκε τελικά να τη θυσιάσει.

Λεωνίδας
Λέει το πουλάκι στον πρωτομάστορα ότι πρέπει να θυσιάσει το πιο αγαπητό του πράγμα για να μπορέσει να χτίσει το γιοφύρι. Εκείνος το σκεφτότανε για μέρες και δεν ήξερε τι να κάνει.  Στο τέλος όμως το αποφάσισε. Και μάζεψε όλο το χωριό στα εγκαίνια του γιοφυριού . Ήταν όλοι εκεί: η γυναίκα του, οι χτίστες, παιδιά και γενικά όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Ο πρωτομάστορας ήταν σε ένα σκοινί  πάνω από την μια πλευρά του γιοφυριού. Και λέει: «Καλώς ήρθατε στα εγκαίνια του γιοφυριού της Άρτας. Αυτή είναι μια μοναδική μέρα, χρόνια εργασίας μας πήρε για να χτιστεί αυτό το γιοφύρι . Όλοι δούλεψαν σκληρά και έσωσα πολύτιμα πράγματα. Το χρόνο, τον ιδρώτα, την αφοσίωσή τους.  Ο μόνος που δεν θυσίασε κάτι είμαι εγώ.» Έβαλε τότε το σκοινί στο λαιμό του. «Αντίο κόσμε», είπε και πήδηξε…


Συνεχίζουμε με τα κείμενα του Γ1

Ζήσης
Ήταν η μέρα γενεθλίων του αδερφού της γυναίκας του πρωτομάστορα. Σε κάθε γενέθλιά του ερχόταν από τα ξένα στην Άρτα για να τα γιορτάσει με την αδερφή του.
Οι μαστόροι το γεφύρι το είχαν τελειώσει. Και κατακουρασμένοι γυρνάνε σπίτια τους. Ο πρωτομάστορας λέει στην γυναίκα του : «Ετοίμασε φαγιά, γυναίκα! Θα έχουμε γλέντια». Εκείνη, σκεπτόμενη ότι ο άντρας της θυμήθηκε τα γενέθλια του αδερφού της,  χάρηκε και έπιασε αμέσως δουλειά. Του άντρα όμως  ούτε του πέρασε από το μυαλό.
Το άλλο πρωί ο πρωτομάστορας έτρεξε στο γιοφύρι να θαυμάσει το έργο του!... Και τι να δει; Το γεφύρι γκρεμισμένο! Ένα πουλί ερχόταν προς το μέρος του και του λέει: «Το γεφύρι τούτο είναι και θα παραμείνει καταραμένο, μέχρι ο αδελφός να περάσει τον ποταμό για να βρει την πανέμορφη αδερφή  του, χωρίς να ξέρει ότι δε θα βρει τις άλλες του αδερφές.» Ο πρωτομάστορας δεν κατάλαβε και πολλά και σκέπτεται  ότι κανένα κακό δεν μπορεί να προκύψει από αυτό. Ο πρωτομάστορας ειδοποιεί τους μαστόρους ότι δεν χρειάζεται να δουλεύουν άλλο μέχρι να δουν έναν αδελφό να περνάει.
Ο πρωτομάστορας γυρνάει σπίτι και για να πει στην γυναίκα του τα παράξενα νέα. Πριν να προλάβει να μιλήσει η γυναίκα του τού είπε ότι ο αδελφός της θα έρθει σήμερα. Ο πρωτομάστορας που κατάλαβε ότι το πουλί τον ξεγέλασε, δίχως να πει λέξη έτρεξε στον ποταμό .Το μόνο που είδε  στον ποταμό είναι ένα πτώμα… Ήταν ο αδελφός της γυναίκας του…  Ο πρωτομάστορας μην θέλοντας να πληγωθεί η γυναίκα του άφησε το πτώμα,  ελπίζοντας να το πάρει το ποτάμι. Σοκαρισμένος γύρνα στο χωριό. Ζητεί να ξεκινήσει το χτίσιμο του γιοφυριού. Έψαξε την γυναίκα του παντού, άλλα πουθενά αυτή. Ρώτησε τους μαθητάδες και του είπαν ότι πήγε στην λίμνη να πλύνει τα ρούχα. Ο πρωτομάστορας που δεν είχε σκεφτεί  ότι η γυναίκα του θα πήγαινε εκεί, έτρεξε μήπως την προλάβει. Όταν έφτασε, είδε την φρικιαστική εικόνα:  η γυναίκα του κρεμασμένη σε ένα δέντρο δίπλα στο πτώμα του αδερφού της…
Από τότε κανένας δεν είδε τον πρωτομάστορα και γι αυτό το γεφύρι δεν τέλειωσε ποτέ.

Νίκος Σ.
  Τότε ένα πουλάκι πέρασε και έκατσε απέναντι απ’ το ποτάμι και είπε με ανθρώπινη φωνή:
«Εάν θέλετε η λύση να βρεθεί,
 πρέπει έν’ αρνί τώρα να σφαχτεί,
πριν ο ήλιος δύσει και χαθεί,
 τότε μόνο το γεφύρι θα σταθεί,
μόνο μία γυναίκα θα μπορεί,
αρνί να ψάξει και να βρει
και τότε εκείνη θα πρέπει να φροντίσει, το αρνί να σφαχτεί».
Τ’ άκουσαν και οι σαράντα πέντε μάστοροι και οι εξήντα μαθητάδες κ’ έτρεξαν στις γυναίκες τους, για να δουν ποια θα πάει το αρνί να βρει. Μόνο η γυναίκα του πρωτομάστορα δέχτηκε το αρνί να πάει να ψάξει και να βρει.
  Πριν προλάβει ο ήλιος να δύσει ξεπρόβαλε από τους κάμπους η γυναίκα του πρωτομάστορα με ένα αρνί στα χέρια και όλοι τότε ήταν πολύ χαρούμενοι, γιατί το αρνί βρέθηκε και το γιοφύρι επιτέλους θα φτιαχτεί!
 Μόλις έφτασε της είχαν έτοιμο ένα τραπέζι από κορμό ξύλου και το τοποθέτησε επάνω του και το έσφαξε. Τότε έδυσε ο ήλιος και περίμεναν μήπως γίνει κάτι αλλά μάταια. Όπως κάθε βράδυ γκρεμίστηκε. Τότε στεναχωρήθηκαν και πήγαν να φύγουν, αλλά πριν προλάβουν το πουλάκι τους σταμάτησε και τους είπε:
«Να έρθετε ξανά αύριο το πρωί μαζί με τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας και να φωνάξετε και όλο το χωριό.  Αυτό θα γίνει για δύο μέρες.»
  Πράγματι, το πρωί μαζεύτηκαν όλοι εκεί και το έφτιαξαν ξανά και περίμεναν έως το βράδυ.  Και γύρισαν οι γυναίκες με τα παιδιά τους στα σπίτια τους, αλλά οι μαστόροι και οι μαθητάδες έκατσαν να κοιμηθούν εκεί για να δουν εάν ξαναγκρεμιζόταν. Το επόμενο πρωί είχαν μαζευτεί εκεί πάλι όλοι, όλο το χωριό. Κ ήταν όλοι τόσο χαρούμενοι, διότι φτιάχτηκε το γιοφύρι και από τότε δεν ξανά γκρεμίστηκε.

Σίλεια
Το πουλάκι, λοιπόν, ξεκίνησε τον δρόμο του για να πάει να δώσει το μήνυμα στον Πρωτομάστορα και στους Μαθητάδες. Όταν έφτασε, λοιπόν, πρώτους- πρώτους συνάντησε τους Μαθητάδες έξω από το κτήριο που βρισκόταν ο Πρωτομάστορας. Το πουλάκι  είπε στους Μαθητάδες να μπούνε μέσα για να τους ανακοινώσει τα νέα. Μόλις μπήκαν μέσα οι Μαθητάδες, το πουλάκι τους είπε ότι για να μείνει όρθιο το γιοφύρι θα πρέπει να θυσιαστεί ο ίδιος ο Πρωτομάστορας. Όλοι μέσα στην αίθουσα είχαν μείνει άφωνοι, μέχρι που ακούστηκε η φωνή της Λυγερής, της γυναίκας του Πρωτομάστορα, να φωνάζει πως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Το πουλάκι της απάντησε πως ήταν ο μόνος τρόπος να σωθεί το γιοφύρι. Τότε ο Πρωτομάστορας πετάχτηκε και είπε πως αν όντως είναι ο μόνος τρόπος, θα θυσιαζόταν εκείνος. Τότε η Λυγερή ξέσπασε σε λυγμούς. Πέρασαν λοιπόν τρεις ημέρες και έφτασε η μέρα που θα θυσιαζόταν ο Πρωτομάστορας. Όλοι είχαν μαζευτεί εκεί για να δουν. Τότε εμφανίστηκε η Λυγερή και προσπάθησε να πείσει το λαό πως δεν χρειάζεται να θυσιαστεί ο πολυαγαπημένος της σύζυγος και τους παρακάλεσε να μην υποκύψουν στις συνθήκες και να μην αφήσουν τον άντρα της να θυσιαστεί. Τους είπε πως θα βρούνε άλλο τρόπο χωρίς να χρειαστεί να θυσιαστεί κάνεις. Τότε ξαναήρθε το πουλάκι, που όλη αυτή την ώρα τους παρακολουθούσε κρυφά, και τους είπε πως η αγάπη του Πρωτομάστορα και της Λυγερής είναι τόσο δυνατή που τελικά δεν χρειάζεται να θυσιαστεί κανείς. Το γιοφύρι θα μείνει όρθιο λόγω αυτών των δύο και της δυνατής αγάπης τους. Αμέσως ο Πρωτομάστορας έτρεξε και αγκάλιασε σφιχτά την Λυγερή. Τότε όλοι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν. Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε το χτίσιμο του γιοφυριού και έδωσε σε όλους χαρά. 

Τσαμπίκος
Τότε το πουλάκι είπε στον πρωτομάστορα ότι για να φτιαχτεί το γιοφύρι πρέπει να θυσιαστεί μια ψυχή μέχρι το τέλος της μέρας. Τότε ο πρωτομάστορας πάγωσε, μη ξέροντας τι θα κάνει, ανήμπορος να θυσιάσει μια ανθρώπινη ζωή.  Συνεδρίασε με τους σαράντα πέντε μάστορες και τους εξήντα μαθητάδες για να βρεθεί μια λύση και είχαν πολλές διαφωνίες: άλλοι λέγανε να θυσιαστεί ένας σκλάβος άλλοι ένας εγκληματίας για να πληρώσει για το έγκλημα που έκανε.  Αλλά ο πρωτομάστορας ήταν καλός άνθρωπος και δεν θα άφηνε να γίνει τίποτα τέτοιο.  Έτσι πήγε σε ένα μέρος να σκεφτεί τι θα κάνει και τότε του ήρθε μια ιδέα:  σκέφτηκε πως το πουλάκι του είπε ότι πρέπει να θυσιαστεί μια ψυχή αλλά δεν είχε πει τι ψυχή. Οπότε πήγε πίσω στους σαράντα πέντε μάστορες και τους εξήντα μαθητάδες και τους είπε αυτό που είχε σκεφτεί. Τότε όλοι συμφώνησαν με τον πρωτομάστορα και έστειλαν έναν άνθρωπο να τους φέρει έναν ταύρο, όπως και έγινε. Μετά από λίγο πήγαν στο γιοφύρι μαζί με τον ταύρο και εκεί τον θυσίασαν. Με αυτή τους την πράξη τώρα πια το γιοφύρι μπορούσε να φτιαχτεί. Οπότε το έφτιαξαν και την επόμενη μέρα το γιοφύρι δεν είχε πέσει, οπότε η θυσία είχε πετύχει κι έτσι ένα πολύ δύσκολο και μακροχρόνιο έργο χτίστηκε.

Γιάννης Σαρ.
Το πουλάκι πήγε στον  πρωτομάστορα και του είπε ότι  για να θεμελιώσει το γεφύρι πρέπει  να χτίσει την μονάκριβη κόρη του. Ο πρωτομάστορας άρχισε να φωνάζει για την άδικη μοίρα του, αλλά μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά, πήγε ο ίδιος και έφερε την κόρη του. Τότε της είπε πως πρέπει να κατεβεί στα θεμέλια του γεφυριού γιατί η μοίρα όρισε πως το πρώτο τούβλο να το χτίσει ένα νέο κορίτσι και  το κορίτσι έπραξε ό,τι του είπε. Ο πρωτομάστορας ξέσπασε σε λυγμούς αλλά ξαφνικά έγινε το θαύμα! Όλοι αντίκρισαν το γεφύρι χτισμένο και πάνω σε αυτό ζωντανό το κορίτσι του πρωτομάστορα .

Γιάννης Χατζ.
Ένα πουλάκι κάθισε σε ένα κλαδί ενός δέντρου. Δεν κελαηδούσε, μόνο τραγουδούσε λόγια. Είπε στους πρωτομάστορες και τους μαθητάδες ότι για να χτιστεί το γεφύρι καλά και να μην γκρεμίζεται το βράδυ, χρειάζεται λάσπη και τούβλα. Όχι ξύλα, γιατί ο αέρας και η βροχή τα βράδια είναι τόσο δυνατοί  που γκρεμίζεται  το γιοφύρι. Ο πρωτομάστορας πήρε τον λόγο και είπε στο πουλάκι ότι  τα τούβλα είναι πολύ ακριβά και δεν έχουν τόσα χρήματα. Το πουλάκι θύμωσε τους είπε ότι είναι η μόνη λύση και έφυγε.  Μετά από πολλή σκέψη αποφάσισαν να ακούσουν την συμβουλή του και να  κάνουν κάτι όλοι μαζί για να μαζέψουν τα χρήματα που τους έλειπαν και να πάρουν τα τούβλα που χρειάζονται. Ο πρωτομάστορας ήξερε να παίζει λύρα και να τραγουδάει. Ένας μαθητής έπαιζε κιθάρα. Σκέφτηκαν να κάνουν ένα γλέντι στο καφενείο του χωριού το βράδυ και ό,τι χρήματα  μαζέψουν να τα ξοδέψουν για να αγοράσουν τα υλικά που τους έλειπαν.  Έτσι και έγινε. Όλο το χωριό μαζεύτηκε, διασκέδασαν και τραγούδησαν όλοι με την ψυχή τους. Χόρευαν μέχρι το πρωί και έβγαλαν πολλά χρήματα. Αγόρασαν τα τούβλα και έχτισαν το γεφύρι όπως είχε πει το πουλάκι. Και όσο το έχτιζαν τραγουδούσαν γιατί ήταν όλοι χαρούμενοι. Μαζί και το πουλάκι που τους έκανε παρέα από τα κλαδιά του δέντρου.
Το γιοφύρι χτίσθηκε γερά, στέριωσε και δεν ξαναχάλασε ποτέ πια και όλοι ήταν χαρούμενοι.

Μιχάλης Κ.
Το πουλάκι τελικά λέει στον πρωτομάστορα ότι για να χτιστεί το γιοφύρι πρέπει να γίνει μια θυσία, αλλά δεν είπε ποιος. Την επόμενη ημερα ο πρωτομάστορας λέει στους υπόλοιπους τα δυσάρεστα νέα  και όλοι μέσα στη λύπη με φόβο για την ζωή τους έκαναν υποθέσεις για το ποιος θα έπρεπε να το κάνει.
«- Ο πρωτομάστορας πρέπει να το κάνει», είπε μια φωνη
Ο πρώτομαστορας προσπαθούσε να τους καθησυχάσει όπως μπορούσε, μέχρι που του ήρθε μια τρομερή ιδέα και προσφέρθηκε αυτός.
Το  επόμενο  πρωί μετά τη θυσίας όμως όλοι έβλεπαν ότι ο πρώτομαστορας ήταν ζωντανός. Και όλοι γεμάτοι απορία τον  ρώτησαν πως έζησε.
«-Αντί να θυσιαστώ,  θυσίασα μια κότα. Και αυτό ήταν αποδεκτό!»
Και έτσι το γιοφύρι της Άρτας φτιάχτηκε και όλοι ήταν μια χαρά.

Γιάννης Α.
  Όλοι είχαν απογοητευτεί. Το γεφύρι ξανάγκρεμίστηκε και κανένας από τους μάστορες δεν ήξερε τι να κάνουν για να το φτιάξουν. Τότε ένα πουλάκι ακούστηκε να μιλάει και να λέει: «Για να στεριώσει το γεφύρι πρέπει να το στοιχειώσει η γυναίκα του πρωτομάστορα». Ο πρωτομάστορας μόλις το άκουσε αυτό στενοχωρήθηκε πολύ αλλά δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Τότε είπε στο πουλάκι: «Πες της να ετοιμαστεί όσο πιο αργά μπορεί και να πάει να αποχαιρετίσει όλους τους συγγενείς της και μετά να έρθει στο γεφύρι». Το πουλί όμως ξέχασε ακριβώς τι του είπε ο πρωτομάστορας και πήγε και της είπε:  «Να ετοιμαστείς και να πας όσο πιο γρήγορα μπορείς να βρεις την θεία σου στην Λαμία που δεν είναι καλά». Τότε η Λυγερή ετοιμάστηκε γρήγορα και έφυγε από το σπίτι. Ο πρωτομάστορας όμως και οι μάστορες,  καθώς περίμεναν για πολλή ώρα την Λυγερή, βλέπουν τον δήμαρχο της περιοχής να πλησιάζει και να τους λέει:
«-Το γεφύρι δεν θα χτιστεί εδώ!»
«-Μα εμείς έχουμε αρχίσει ήδη να το χτίζουμε !» είπε ο πρωτομάστορας.
«-Ναι αλλά δεν χρειάζεται να χτιστεί εδώ.»
Τότε όλοι συμφώνησαν να το χτίσουν εκεί που τους είπε ο δήμαρχος. Όμως η Λυγερή είχε πάει ήδη να βρει την θεία της και ήταν μια χαρά. Αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην Άρτα, απορώντας  γιατί της το είπε ψέματα το πουλί ότι ή θεία της ήταν άρρωστη. Όμως το κάρο που την μετέφερνε έπεσε στον γκρεμό. Η Λυγερή σκοτώθηκε και στοίχειωσε το μέρος αυτό που βρισκόταν κοντά στην Άρτα.
Την επόμενη μέρα ο πρωτομάστορας με τους μαθητάδες του,  πήγαν να χτίσουν το γεφύρι στο μέρος που τους είπε ο δήμαρχος. Το γεφύρι τελικά χτίστηκε με επιτυχία. Όλοι απορούσαν όμως γιατί δεν γκρεμίστηκε σ’ αυτήν την περιοχή. Τότε ήρθε το πτηνό και τους είπε: «Αυτή η περιοχή στοιχειώθηκε από την γυναίκα του πρωτομάστορα γιατί όπως γύριζε το κάρο έπεσε στον γκρεμό.» Τότε όλοι έμειναν άφωνοι και ο πρωτομάστορας τρελάθηκε. 

Γιάννης Κ.
  Εκεί που χτιζόταν το γεφύρι της Άρτας ήρθε ένα πουλάκι και είπε στον πρωτομάστορα και στους μαθητάδες: «Για να φτιαχτεί το γεφύρι της Άρτας πρέπει κάποιος από εσάς να θυσιαστεί, αλλιώς δεν θα μπορέσει να χτιστεί το γεφύρι . Φοβισμένοι οι μαθητάδες και ο πρωτομάστορας αναρωτιόντουσαν  ποιος θα θυσιαστεί. Όμως εκείνη την μέρα ένας  από τους μαθητάδες έλειπε και όλοι συμφώνησαν να τον κοροΙδέψουν και να θυσιάσουν αυτόν γιατί τους την έδινε μιας και νόμιζε ότι είναι ο καλύτερος από όλους.
 Ο πρωτομάστορας εκείνη την στιγμή στενοχωρήθηκε μιας και θα έχανε έναν από τους πιο  αγαπητούς του μαθητάδες. Την επόμενη μέρα ήρθε ο απών μαθητής και είδε όλους τους συμμαθητές του να είναι στεναχωρημένοι. Όταν τους ρώτησε γιατί,  του είπανε ψέματα ότι έπεσε το δαχτυλίδι του πρωτομάστορα κάτω από τη γέφυρα και έπρεπε κάποιος να πάει να το πάρει. Όλοι όμως ήταν κότες. Έτσι είπαν, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήθελα να κατέβουν οι ίδιοι  διότι ήξεραν ότι αν προσπαθούσαν να πάνε κάτω σήμαινε ότι θα έπρεπε να θυσιαστεί  αυτός που θα κατέβαινε. Όλοι του είπαν γιατί να μην πάει εκείνος,  ο τρανός.  Κι εκείνος τελικά  συμφωνεί και  λέει: «Εγώ θα πάω, ο τρανός.» Ὀλοι  χάρηκαν εκτός από τον πρωτομάστορα . Όταν πήγε να πηδήξει ο συμμαθητής του τη γέφυρα για να πάρει το δαχτυλίδι που υποτίθεται είχε πέσει, την τελευταία στιγμή,  ήρθε το πουλί και είπε στον πρωτομάστορα πως τελικά δεν χρειάζεται να θυσιαστεί κάνεις για να χτιστεί γέφυρα. Οπότε μάζεψε  όλους τους μαθητάδες του, πήρε ένα πανί και πήγε  κάτω από τη γέφυρα . Όταν ήταν η στιγμή να πέσει ο μαθητής,  για να πάρει το υποτιθέμενο δαχτυλίδι,  ανοίγουν μαζί το πανί και αντί ο μαθητής να πέσει και να τραυματιστεί θανάσιμα σώθηκε.  Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα.
ΤΕΛΟΣ!!!
                                   
Νικος Κ.
Το γεφύρι της Άρτας χτιζόταν κάθε πρωί και το βράδυ γκρεμιζόταν. Οι σαράντα πέντε  μάστοροι και οι εξήντα μαθητάδες είχαν απογοητευτεί. Τότε εμφανίζεται ένα πουλάκι για να δώσει τη λύση και να τους παροτρύνει  να στοιχειώσουν τη γυναίκα του πρωτομάστορα. Ο πρωτομάστορας συμφωνεί και λέει στο πουλάκι να της πει να έρθει αργά  για να κερδίσει χρόνο. Όμως το πουλάκι  λέει άλλο μήνυμα από αυτό που έπρεπε στην αγαπημένη του γυναίκα. Τη συμβουλεύει λοιπόν να παραμείνει στο σπίτι, να μην βγει καθόλου και κυρίως να μην διαβεί το γιοφύρι της Άρτας. Έτσι το πουλάκι μεταφέρει αυτό το μήνυμα, και η Λυγερή το ακούει προσεκτικά και τρομαγμένη ξεσπάει σε λυγμούς. Μετά από λίγο,  χτυπάει η πόρτα του σπιτιού της και στην αρχή σκέφτεται να μην ανοίξει. Όμως, ακούει ότι κάτι έπαθε ο πρωτομάστορας και τρομαγμένη ανοίγει τελικά την πόρτα να δει τι έγινε. Τότε κάποιοι μαστόροι την πληροφορούν ότι ο άντρας της δεν αισθανόταν καλά και της ζητάνε να πάει να τον δει. Η Λυγερή ταράζεται, γιατί αν και γνωρίζει για τον δόλο, φοβάται μήπως αυτό είναι αλήθεια. Χωρίς να έχει άλλη επιλογή όμως,  και για να μην χάσει τη ζωή της, αποφασίζει να μην τους ακολουθήσει. Τους ανακοινώνει πως θα ετοιμαστεί και θα έρθει μόνη της αργότερα, και τους παρακαλά να επιστρέψουν πίσω στο γεφύρι να δούνε τον άντρα της. Εκείνοι φεύγουν, φτάνουν στο γεφύρι, αλλά ο πρωτομάστορας έχει εξαφανιστεί. Περιμένουν την Λυγερή με αγωνία. Αρχίζει να βραδιάζει, αλλά αυτή δεν εμφανίζεται ποτέ, γιατί ο πρωτομάστορας είχε πάει ήδη σπίτι του να την αποτρέψει από το να πάει. Οι μαθητάδες αντιλαμβάνονται πως τελικά όντως το γεφύρι δεν θα θεμελιωθεί, γιατί ανάμεσα στο ζευγάρι υπάρχει αληθινή αγάπη και ο πρωτομάστορας δεν θα την θυσιάσει για το κοινό καλό. Εκείνη την στιγμή εμφανίζεται  όμως ξαφνικά ο πρωτομάστορας και ηλυγερή. Όλοι κοιτάζουν έκπληκτοι.  Πριν προλάβει να μιλήσει κανείς εμφανίζεται το πουλάκι στον πρωτομάστορα και του ζητάει να θυσιαστεί αυτό στη θέση της γυναίκας του. Όλοι κοιτάζουν έκπληκτοι και η λυγερή ευχαριστώντας το πουλάκι, ξεσπάει σε κλάματα. Τελικά, το γεφύρι χτίστηκε με άλλο θύμα ως ένδειξη σε πολλούς ότι η αληθινή αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ.


Μιχάλης Δ. .
Σαράντα πέντε μάστοροι και εξήντα μαθητάδες
 γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν   στης Άρτας το ποτάμι
Ολημερίς το έχτιζαν, το βράδυ γκρεμιζόταν
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
 «Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψες μας Ολημερής να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»
  Πουλάκι εδιάβει και έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,       
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μήδε σα χελιδόνι     
  παρά εκελάηδε και έλεγε, ανθρώπινη λαλίτσα:      
   «Α δεν θυσιάσει ο πρωτομάστορας τον μονάκριβό του γιο για να γίνει μοναχός αφού κτίσει το γιοφύρι δεν θα στεριώσει ποτέ!»
Μόλις το άκουσε αυτό ο πρωτομάστορας καταχλόμιασε. Είχε χάσει την γη κάτω από τα πόδια του. Όμως μετά από πολύ ώρα που έφτασε σπίτι του κι  όλοι τον ερωτούσαν:                                              
«Για ποιο λόγο φαίνεσαι τόσο χάλια ,τι έπαθες, ποιος σου έκανε κακό;»                                                
Και εκείνος δεν απαντούσε τίποτα. Το μόνο που έκανε ήταν να παρακαλεί όλο το βράδυ στον Θεό να μην του πάρει το παιδί την επόμενη μέρα το πρωί. Λόγω ότι  είχαν χτίσει αποβραδίς το γιοφύρι.
Τη  επόμενη μέρα το πρωί όμως, την ώρα που βγήκε έξω ο πρωτομάστορας από το σπίτι του με τον γιο του για να τον πάει στο μοναστήρι,  περνούσε ένας ξένος και του είπε:                                            
     «Μην το κάνεις μόλις πέρασα πάνω από το γιοφύρι!»
Εκείνη την στιγμή άρχισε να βουρκώνει, γονάτισε και φώναξε:                                                             
  «Ευχαριστώ, ευχαριστώ θεέ μου!»                              
Και μπήκε γρήγορα μέσα στο σπίτι του μαζί με το παιδί του για να γιορτάσουνε τον τελειωμό αυτού του βασάνου.

Νεκταρία
«Αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο γιοφύρι δε στεριώνει Και μη στοιχειώσετε ορφανό μη ξένο μη διαβήτη πάρα του πρωτομάστορα Την όμορφη γυναίκα» Όταν το άκουσε ο πρωτομάστορας λέει στο πουλάκι ότι αυτό αποκλείεται, την γυναίκα του την αγαπάει και δεν θα το επιτρέψει να γίνει αυτό.  Κάποια λύση  άλλη θα βρει, πίστευε, χωρίς  να στοιχειώσουνε κανέναν. Το πουλάκι, όμως είχε φτάσει στο μεταξύ από μόνο του  στο σπίτι  του πρωτομάστορα και είχε πει στην λυγερή να πάει στο γιοφύρι…  Κι εκεί που  ξεκίνησε για να πάει στο γιοφύρι, βλέπει  μπροστά της τον πρωτομάστορα και τον ρωτάει: «Που πας, αγαπημένε  μου;» Της λέει ο πρωτομάστορας: «Σε εσένα ερχόμουν. Πρέπει  να σου πω κάτι και να βρούμε  κάποια  λύση για αυτό!» Αφού το συζήτησαν,  βρήκαν  μια λύση  σε αυτό το πρόβλημα και πήγανε  να το πουν στο πουλάκι, για να δει ότι δεν χρειάζεται  να στοιχειώσουν κανέναν. Η λύση ήταν πολύ απλή: όταν φτιάξουν  το γιοφύρι  να περάσει  η λυγερή κατευθείαν  από πάνω για να μην ξανά γκρεμιστεί. Το πουλάκι  συμφώνησε να δοκιμάσουν και ξεκίνησαν να το φτιάχνουν. Με πολύ κόπο οι μάστορες τελείωσαν. Η λυγερή περνάει  από πάνω και το βράδυ  μένουν  ξύπνιοι  για να δουν αν τελικά ήταν καλή η ιδέα  τους. Ξημερώνει  και το γιοφύρι  δεν είχε πέσει!  Και μαζεύτηκαν  όλοι εκεί για τα εγκαίνια του γιοφυριού.


Μαρία  
 Ο πρωτομάστορας δεν μπορούσε να δεχτεί αυτό που του είχε ζητήσει το πουλί και καθυστερούσε να δώσει την εντολή. Ένα απόγευμα εμφανίστηκε ξανά το πουλάκι και βλέποντας πόσο λυπημένος είναι θέλησε να αλλάξει την εντολή που του είχε δώσει.  Πριν γίνει αυτό όμως, ο πρωτομάστορας ζήτησε εκείνος κάτι από το πουλάκι. Να θυσιαστεί ο ίδιος για να γλιτώσει η γυναίκα του.  Αυτό το γεγονός ευαισθητοποίησε ακόμα περισσότερο το πουλάκι και το έκανε  πλέον σίγουρο ότι πρέπει να αλλάξει την εντολή του. Του ανακοίνωσε λοιπόν ότι έπρεπε  να θυσιάσει για το γιοφύρι το καλύτερο και το  πιο γόνιμο πρόβατο. Εκείνος λυπήθηκε λίγο για το πρόβατο, αλλά βέβαια ήταν πολύ χαρούμενος που γλίτωσε η γυναίκα του.  Έτσι θυσίασε τελικά το αγαπημένο του πρόβατο χτίζοντάς το στα θεμέλια.  Την επόμενη περίμενε με αγωνία και είδε με χαρά ότι το γεφύρι δεν γκρεμίστηκε.  Έτσι, οι εργάτες, ο πρωτομάστορας και όλο το χωριό  κάθε χρόνο εκείνη τη μέρα διοργάνωναν ολόκληρη γιορτή  προς τιμήν του γιοφυριού ευχαριστώντας το πρόβατο επειδή θυσιάστηκε για το κοινό καλό.

Φωτεινή
Τα  πάντα έγιναν  κανονικά, απλά δεν  καταράστηκε  αμέσως η λυγερή το  γιοφύρι λόγω σοκ.  Την επόμενη μέρα που έβρεχε καταρρακτωδώς πήρε την απόφαση ο  π[πρωτομάστορης να μπει εκείνος στο γιοφύρι. Για να έχει τον ίδιο θάνατο με τη γυναίκα του, Αφού μπήκε κι εκείνος στα θεμέλια έκαναν μαζί την κατάρα και  ξεψύχησαν . Όμως το γιοφύρι από τότε δεν ξαναγκρεμίστηκε γιατί του το είπε το πουλάκι να μην το ξανακάνει.

Ντονε
Ο πρωτομάστορας όμως αποφάσισε να θυσιαστεί και κείνος μαζί με τη λυγερή για την γέφυρα, γιατί την αγαπούσε και δεν μπορούσε να ζει χωρίς αυτή.  Έτσι η γέφυρα χτίστηκε και  δεν ξαναγκρεμίστηκε και όλοι ήταν χαρούμενοι για την γέφυρα και λυπημένοι γιατί χάθηκε ο πρωτομάστορας και η λυγερή.   


Δεν υπάρχουν σχόλια: