Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Οπλές στα... όπλα: "Τα ζα" (Στρατής Μυριβήλης), "Στο άλογο μου" (Νίκος Καββαδίας), "Η υπ' αριθμόν 95 ημίονος" (Κίμωνας Λώλος), "Γκουέρνικα" (Πάμπλο Πικάσο) και "Το άλογο του πολέμου" (Στίβεν Σπίλμπεργκ)

  Στην  παρούσα ανάρτηση παρουσιάζονται συγκεντρωτικά και λίγο πιο αναλυτικά διάφορα θέματα  που έχουν θιγεί στο ιστολόγιο με αφορμή "Τα ζα" του Στρατή Μυριβήλη και διάφορα κείμενα που σχετίζονται με αυτό, στα οποία ενδεχομένως και να έχουμε αλλού αναφερθεί. Παράλληλα θα σχολιάσουμε το κείμενο του Μυριβήλη λίγο περισσότερο από όσο έχουμε κάνει εδώ
 Και μιας και είναι το  αρχικό κείμενο αυτής  της, ας την πουμε έτσι για να είμαστε και στην... μόδα,  συστάδας κειμένων με θέμα τα ζώα στον πόλεμο, ας ξεκινήσουμε με "Τα ζα".  Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το αντιπολεμικό μυθιστόρημα του Μυριβήλη "Η ζωή εν τάφω" που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1924. Βασίζεται στις εμπειρίες του συγγραφέα στο μακεδονικό μέτωπο, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Κεντρικός ήρωας είναι ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας και κάθε κεφάλαιο υποτίθεται πως είναι μια επιστολή προς τη γυναίκα του. Οι επιστολές αυτές βρέθηκαν στο γυλιό του μετά τον θάνατό του και ο συγγραφέας, σύμφωνα με τη σύμβαση που υιοθετείται,  είναι απλός εκδότης τους. Με άλλα λόγια έχουμε τρία αφηγηματικά επίπεδα. Το ένα είναι το επίπεδο του συγγραφέα-εκδότη των επιστολών και εμφανίζεται στον πρόλογο του μυθιστορήματος.  Το άλλο είναι το επίπεδο που σχετίζεται με το αφηγηματικό τώρα του Αντώνη Κωστούλα την ώρα που γράφει τις επιστολές του, Και το τρίτο, το σημείο κατά το οποίο διαδραματίζονται τα εκάστοτε γεγονότα που αποτελούν το υλικό των αφηγήσεων του Κωστούλα. Τα γεγονότα αυτά τα αφηγείται ο Κωστούλας σε πρώτο πρόσωπο. Σε κάποια από αυτά είναι πρωταγωνιστής, σε άλλα  όμως είναι απλά κομπάρσος η παρατηρητής. 
    Το απόσπασμα που ανθολογείται στο σχολικό βιβλίο προέρχεται από τη δεύτερη έκδοση του μυθιστορήματος (1931),  η οποία  διατήρησε το σφρίγος και τη ζωντάνια του έργου, στοιχεία που  απώλεσε στις επόμενες εκδόσεις,  εξαιτίας των συνεχών μεταβολών από τον συγγραφέα του,  προκειμένου να ταιριάζει με τον ολοένα αυξανόμενο γλωσσικό συντηρητισμό που υιοθέτησε και την ολοένα μεγαλύτερη επιρροή που του ασκούσε η φασιστική ιδεολογία. 
     "Τα ζα", όπως και όλο το μυθιστόρημα από το οποίο προέρχονται, έχουν χαρακτήρα αντιπολεμικό. Ο
Μνημείο στο Λονδίνο για τα ζώα που πέθαναν στον πόλεμο

αφηγητής αφηγείται  τις περιπέτειες μιας ομάδας επιστρατευμένων γαϊδουριών κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τον φρικιαστικό τους θάνατο, ώστε μέσα από αυτό να φανεί η αγριότητα και ο παραλογισμός του πολέμου. Ως προς τον τόπο, η ιστορία ακολουθεί την πορεία των γαϊδουριών προς το μέτωπο. Ξεκινάει από ένα νησί το οποίο στο απόσπασμα δεν κατονομάζεται, είναι γνωστό όμως από άλλα σημεία του βιβλίου ότι είναι η Λέσβος. Έπειτα βρισκόμαστε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης όπου εκφορτώνονται τα ζώα και, διασχίζοντας την Μακεδονία, φτάνουμε στις Κούπες, ένα χωριό κοντά στο Κιλκίς, όπου διαδραματίζεται το βασικό γεγονός της ιστορίας. Ο χρόνος είναι το 1917, γιατί τότε μπήκε η Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η εποχή η άνοιξη, όπως αποκαλύπτει το ίδιο το κείμενο. 
   Στα "Ζα" ο αφηγητής είναι απλός κομπάρσος και καταλαβαίνουμε ότι είναι ομοδιηγητικός από το α' πληθυντικό πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί κάποιες φορές. Είναι απλώς συνοδός των ζώων και παρατηρητής αυτών που τους συμβαίνουν. Πρωταγωνιστές είναι τα ζώα, όπως δηλώνει και ο τίτλος του κειμένου. Έτσι, ταυτιζόμαστε με αυτά και, όταν παρακολουθούμε τον θάνατό τους,  επειδή είμαστε  πια συναισθηματικά συνδεδεμένοι μαζί τους, ανατριχιάζουμε από τη φρίκη λόγω της σφαγής τους, με αποτέλεσμα να αντιλαμβανόμαστε πιο ξεκάθαρα το παράλογο του πολέμου και την αξία της ειρήνης. 
    Η εξυπηρέτηση του αντιπολεμικού αυτού μηνύματος επηρεάζει τη δομή, τις αφηγηματικές επιλογές και το ύφος ή, καλύτερα, τα... ύφη του κειμένου. 
   Στο σε μεταγενέστερο των γεγονότων αφηγηματικό τώρα ο λοχίας Κωστούλας γράφει στη γυναίκα του τις σκέψεις του με αφορμή το αφηγηματικό τότε, που παρουσιάζεται αναδρομικά και συνιστά τη γραμμική αφήγηση της ιστορίας των ζώων από την  αναχώρησή τους από τη Μυτιλήνη μέχρι τον τραγικό τους θάνατο στα βάθη της Μακεδονίας. Έτσι ουσιαστικά, το κείμενο έχει τη δομή και τη μορφή ενός παραγωγικού συλλογισμού. Ο αφηγητής στην αρχή του κειμένου εκφράζει μια γενική ιδέα, την αντίθεση του και την αποδοκιμασία του στην επιστράτευση των ζώων την οποία θεωρεί απόδειξη του παράλογου του πολέμου, και στη συνέχεια μεταβαίνει στο ειδικό και αφηγείται ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο επαληθεύει την θέση του. 
    Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί διαφορετικό ύφος στα διάφορα κομμάτια του κειμένου. Έτσι, με βάση υφολογικά κριτήρια μπορούμε να το χωρίσουμε σχηματικά σε τέσσερα επιμέρους τμήματα. 
    Το πρώτο κομμάτι αποτελείται από τις δυο πρώτες παραγράφους του κειμένου, έχει στοχαστικό ύφος και βιωματικό χαρακτήρα, και διαδραματίζεται στο αφηγηματικό τώρα. Ο αφηγητής γράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του και αυτό αποδεικνύεται από τη χρήση α΄ προσώπου ρημάτων που εκφράζουν σκέψεις ή συναισθήματα (θαρρώ, στοχάζουμαι, συλλογιούμαι), τα οποία βρίσκονται σε χρόνο ενεστώτα. Τον βιωματικό χαρακτήρα του κειμένου φανερώνει και η γλώσσα του αποσπάσματος. "Τα ζα" είναι γραμμένα στην απλή χυμώδη δημοτική που χρησιμοποιεί ο Μυριβήλης στα πεζά του, εμπλουτισμένη με ιδιωματικά στοιχεία. Τα περισσότερα από  τα οποία εντοπίζονται στην ενότητα αυτή (ζα, συφέρα, αμπριά, στοχάζουμαι, συλλογιούμαι, μαγειρεύεται ο πόλεμος). Πράγμα λογικό γιατί η σύμβαση του συγγραφέα είναι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που γράφει στη γυναίκα του, συνεπώς αυτές οι ιδιομορφίες συνιστούν την ιδιόλεκτο του αφηγητή, του λοχία Κωστούλα, ο οποίος γράφει τις σκέψεις του στη "δική" του γλώσσα. Αντίθετα, στα επόμενα κομμάτια που αφηγείται την ιστορία των γαϊδουριών  αποστασιοποιείται  και αισθάνεται την ανάγκη να χρησιμοποιήσει μια πιο στρωτή δημοτική.   
     Όσον αφορά το περιεχόμενο, σε αυτό το κομμάτι ο αφηγητής συγκρίνει τα ζώα και τους ανθρώπους στον πόλεμο και εκφράζει τον αποτροπιασμό και την αγανάκτησή του  για τη στρατολόγηση των ζώων, η οποία δηλώνεται με ποικίλους εκφραστικούς τρόπους. Πρώτα πρώτα με τη στίξη, ειδικά στην πρώτη φράση και τη χρήση του θαυμαστικού που φανερώνει και την έκπληξη και την αγανάκτησή του. Στη συνέχεια με τη χρήση λαϊκών λέξεων (συμφέρα, μαγερεύεται), οι οποίες προσδίδουν αμεσότητα και ζωντάνια στην αφήγηση, σε συνδυασμό με την ειρωνεία της φράσης "μαγερεύεται ο πόλεμος" και το ασύνδετο σχήμα με το οποίο περιγράφονται οι τρόποι τους οποίους μετέρχονται οι άνθρωποι για να ξεφύγουν από τον πόλεμο, ο οποίος παρουσιάζεται ως το υπέρτατο κακό. Αντίθετα με τους ανθρώπους, τα ζώα δεν έχουν κανέναν τρόπο να ξεφύγουν από τον πόλεμο στον οποίον τα παρασύρουν οι άνθρωποι και η αγανάκτηση που προκύπτει από το  στοιχείο αυτό τονίζεται με τη ρητορική ερώτηση με την οποία τελειώνει η πρώτη παράγραφος. Στη δεύτερη παράγραφο η αποστροφή του αφηγητή δηλώνεται με τη μεταφορά βάσει της οποίας χαρακτηρίζεται ο πόλεμος ομαδική επιληψία και την δήλωσή του ότι οι άνθρωποι πρέπει να ντρέπονται για τα ζώα που παρέσυραν στον πόλεμο, δήλωση που υποκρύπτει την ανάγκη του να ζητήσει συγγνώμη από τα ζώα εκ μέρους όλων των ανθρώπων, μιας και, όπως αναφέρεται στην κατακλείδα αποτελεί μαύρη σελίδα στην Ιστορία των Ανθρώπων - η χρήση κεφαλαίων για να δοθεί έμφαση στη σοβαρότητα, τη γενικότητα και τη διαχρονικότητα της θέσης αυτής. 
   Το δεύτερο κομμάτι ταυτίζεται με την επόμενη παράγραφο (Η Μεραρχία μας... της Μεραρχίας μας) και αναφέρεται στη μεταφορά των ζώων και τις ταλαιπωρίες που πέρασαν. Είναι, λοιπόν, μεταβατικό, κυριολεκτικά και... μεταφορικά (οκ, το ξέρω πώς κάνω πολύ συχνά αυτό το λογοπαίγνιο, αλλά μου αρέσει και θα συνεχίσω να το κάνω). Στα σημεία που αναφέρεται στην μεταφορά των ζώων από το νησί στην Κούπα, ένα χωριό στο Κιλκίς, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αφήγηση. Όταν όμως αναφέρεται στις ταλαιπωρίες που πέρασαν τα ζώα κατά το ταξίδι χρησιμοποιεί περιγραφή. Σε αυτό το σημείο μεγάλη σημασία έχει το κομμάτι στο οποίο περιγράφει την αντίδρασή τους κατά τη διάρκεια της φόρτωσής τους στο πλοίο, η οποία παρουσιάζεται μέσω μιας σειράς εικόνων που παρατίθενται η μία μετά την άλλη με ασύνδετο σχήμα. Αποτελεί παράδειγμα της κούρασης που βίωσαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, η οποία δικαιολογεί τη γεμάτη ανακούφιση αντίδρασή τους, όταν έφτασαν πια στον προορισμό τους, αν και εκεί εν τέλει θα πεθάνουν. Η αποστροφή του αφηγητή για τη στρατολόγηση των γαϊδουριών και το παράλογο του πολέμου εκδηλώνεται εδώ πρώτα με το αφηγηματικό σχόλιο ότι ενώ στην πραγματικότητα τα ζώα ήταν γαϊδούρια, η συζυγαρχία τους ονομάζεται "συζυγαρχία ημιόνων", μέσω του οποίου ειρωνεύεται την παραφθαρμένη καθαρεύουσα της στρατιωτικής γλώσσας, και, ακολούθως με την
Το χωριό Κούπα Κιλκίς,
μη ρημαγμένο από το πυροβολικό
ειρωνεία ότι τα ζώα μισούσαν κι εκείνα τους Βούλγαρους, τους Γερμανούς και τους Τούρκους. Και η παράγραφος-ενότητα κλείνει με δυο προοικονομίες και μια τραγική ειρωνεία. Η μία προοικονομία είναι η παρατήρηση ότι η Κούπα είναι ρημαγμένη από το πυροβολικό, διότι δείχνει ότι βρίσκεται εντός του βεληνεκούς των εχθρικών όπλων. Και η δεύτερη, ότι χαρακτηρίζεται η περιοχή ως μια όμορφη χαράδρα. Το γεγονός ότι είναι όμορφη θα οδηγήσει στα ανακουφισμένα γκαρίσματα των ζώων, τα οποία θα αποκαλύψουν στους εχθρούς τη θέση τους, κάτι που θα οδηγήσει τελικά στον φριχτό τους θάνατο, καθιστάμενη τελικά τραγική ειρωνεία. 
Στην ειρήνη μπορείς να απολαύσεις την όμορφη χαράδρα στην οποία αναφέρεται το κείμενο
  Το επόμενο κομμάτι ("Τα ζα... παραδώσει") περιγράφει τον ερωτικό οίστρο των γαϊδουριών που οδηγεί στον φρικιαστικό τους θάνατο και χωρίζεται σε δυο υποενότητες που δομούνται αντιθετικά. Το πρώτο μέρος περιγράφει λυρικά με διάφορες ποιητικές εικόνες την άφιξη της άνοιξης η οποία, με σολωμικό τρόπο (δες εδώ κι εδώ), επηρεάζει όλα τα όντα. Την άνοιξη αντιλαμβάνονται και τα γαϊδούρια και με μεγάλη ευχαρίστηση λαμβάνουν κι αυτά μέρος στη γιορτή, ερχόμενα σε οίστρο, στοιχείο που παρουσιάζει με χιούμορ ο αφηγητής ορίζοντας την ερωτική επιθυμία των γαϊδουριών ως αιώνιο πανηγύρι αναπαραγωγής και παρομοιάζοντας τα ερωτικά τους γκαρίσματα με επιθαλάμια, νυφιάτικα δηλαδή, τραγούδια. Είναι ένας ειρηνικός καμβάς, γεμάτος φως, που εξυμνεί τη ζωή, την ειρήνη και την ευτυχία. Ο λυρισμός, η χαλαρότητα και το κλίμα ευδαιμονίας που κυριαρχούν σε εκείνο το σημείο αποκοιμίζουν και τον αναγνώστη. Μόνο που την ώρα εκείνη της πληρότητας ανεπαίσθητα, την ώρα που τα γαϊδούρια ερωτοτροπούν γιορτάζοντας τη ζωή, ίπταται πάνω από την όμορφη κοιλάδα ένα αεροπλάνο και η παρουσία του αποτελεί τον συνεκτικό κρίκο ανάμεσα στις δυο υποενότητες καθώς γίνεται προ-άγγελος θανάτου. Γιατί, όπως φαίνεται, όλη η φύση αντιλαμβάνεται την έλευση της άνοιξης εκτός από τους ανθρώπους. 
   Κι έτσι τελείως ξαφνικά, μπαίνουμε στην επόμενη υποενότητα και αλλάζει το ύφος. Το λυρικό ύφος που χρησιμοποιούσε ο συγγραφέας μέχρι τώρα έρχεται σε αντίστιξη με τη φρίκη του πολέμου την οποία θα περιγράψει από δω και πέρα και έτσι ο αναγνώστης βρίσκεται απροετοίμαστος, νοιώθει σαν γροθιά στο στομάχι τη σφαγή των γαϊδάρων που θα ακολουθήσει, με αποτέλεσμα να γίνεται εντονότερο το αντιπολεμικό μήνυμα του κειμένου. Ο ανηλεής βομβαρδισμός που ακολουθεί διαλύει το συννεφάκι ειρήνης και ο πόλεμος και ο θάνατος κυριαρχούν. Ο συγγραφέας παρουσιάζει με ρεαλιστικό στα όρια του νατουραλιστικού ύφος τη σφαγή, με όλες τις φρικιαστικές λεπτομέρειες και χρησιμοποιώντας ποικίλα εκφραστικά μέσα: εικόνες (π.χ. «Ψοφούσαν κι αναστέναζαν»), ασύνδετα σχήματα  (π.χ. «Ανετρίχιαζαν, … τσακισμένα πόδια»), παρομοιώσεις ( τα άντερα «σαν κόκκινα σκουλήκια») κ.α.. Στο τέλος της παραγράφου, ο συγγραφέας περιγράφει τον μαρτυρικό θάνατο ενός από τα γαϊδούρια με θλίψη και τρυφερότητα ως να ήταν άνθρωπος, όπως φανερώνει η επιλογή του ρήματος "παραδώσει". Μέσω αυτής της μετάβασης από το γενικό στο ειδικό (συχνό αφηγηματικό εύρημα σε ποικίλα έργα, χαρακτηριστικό παράδειγμα το "κορίτσι με το κόκκινο φόρεμα" στην κατά τ' άλλα ασπρόμαυρη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ "Η λίστα του Σίντλερ"
), ο συγγραφέας επιδιώκει να βιώσει ο αναγνώστης τη φρίκη του πολέμου εντονότερα. Η λεπτομέρεια αυτή από τον μεγάλο πίνακα θανάτου εντείνει το συναίσθημα της φρίκης γιατί ο αναγνώστης εστιάζοντας στο γαϊδουράκι  ταυτίζεται με αυτό κι έτσι βιώνει εντονότερα τη γεύση του θανάτου που συνεπάγεται ο πόλεμος. 
   Η ιστορία θα μπορούσε να τέλειωνε εδώ και να ήταν το κείμενο πλήρες. Δεν τελειώνει όμως. Ακολουθεί η τελευταία ενότητα με την κωμικοτραγική σκηνή του ημιονηγού που τρέχει πανικόβλητος σέρνοντας το κομμένο κεφάλι του γαϊδουριού του υπό τις κοροϊδίες των άλλων. Τι προσφέρει αυτή; Γιατί να υπάρχει; 
    Η σκηνή χαρακτηρίζεται τραγική εξαιτίας του πανικού του ημιονηγού και του κομμένου κεφαλιού του γαϊδάρου, μέσω των οποίων διακρίνεται εύγλωττα το απάνθρωπο του πολέμου. Το κωμικό στοιχείο σχετίζεται με το παράλογο του συμβάντος και την αντίδραση των Φραντσέζων ψωμάδων στους οποίους αόριστα έχει αναφερθεί νωρίτερα  ο συγγραφέας ότι μένουν σε εκείνη την ρημαγμένη από τις εκρήξεις περιοχή. Αλλά μισό λεπτό! Γιατί κωμικό; Υποθέτω ότι καθένας από εμάς θα έβρισκε τρομακτική και φριχτή  την εικόνα ενός πανικόβλητου τύπου να τρέχει εν μέσω βομβαρδισμού σέρνοντας ένα κομμένο κεφάλι γαϊδάρου, ωστόσο οι ψωμάδες τον κοροϊδεύουν και γελάνε! Γιατί; Τι έχει συμβεί; Ο πόλεμος, είναι η απάντηση. Η τραγική εικόνα βιώνεται ως κωμική γιατί οι ψωμάδες έχουν βιώσει τον πόλεμο. Η στάση τους είναι ένα μέσο άμυνας ενάντια στη φρίκη του πολέμου. Βλέπουν συνέχεια αίμα, θάνατο και καταστροφή και έχουν σκληρύνει. Γιατί ο πόλεμος αλλοιώνει τους ανθρώπους και τους απανθρωποιεί, απομακρύνοντάς τους από την ανθρώπινή φύση τους, για να αντέξουν και να μην τρελαθούν. Άλλωστε όπως είπαμε, και πιο πάνω, οι άνθρωποι είναι οι μόνοι οι οποίοι εξαιτίας του πολέμου δεν αντιλαμβάνονται την άνοιξη που ήρθε. Άρα, αυτή είναι η σημασία της σκηνής:  φανερώνει εύγλωττα τον παραλογισμό του πολέμου και τη φρίκη του, ενισχύοντας το αντιπολεμικό μήνυμα του κειμένου. 
    Η τελευταία παράγραφος είναι μια από τις πιο εμβληματικές και αινιγματικές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με την έννοια ότι δεν έχει ξεκάθαρη ερμηνεία. Από τη μια μεριά έχει στοιχεία ρεαλιστικά που σχετίζονται με τον θάνατο (κλειδωμένα δόντια, ματωμένες μαργαρίτες) και από την άλλην λυρικά και σχετικά με τη ζωή (οι κίτρινες παπαρούνες που "ακόμα"  τις κρατούσαν τα δόντια). Πρόκειται, υποθέτω, για ένα πικρό σχόλιο για την ευτυχία και τη χαρά  που δεν κράτησαν και για τη ζωή που διακόπηκε πρόωρα. Ταυτόχρονα όμως αποτελούν και ένα κλείσιμο του ματιού στην αισιοδοξία: η ζωή συνεχίζεται και στο τέλος νικάει πάντα το θάνατο, έστω και με απώλειες. Άρα, ουσιαστικά, τα γαϊδούρια νικήσανε τις βόμβες... 
   Παρόμοια αντίληψη εκφράζουν δυο ακόμα διηγήματα. Το ένα είναι το διήγημα του Κίμωνα Λώλου "Η Ημίονος 095" στο οποίο είχα αναφερθεί ακροθιγώς εδώ, απ' όπου και αντιγράφω. Και στα δυο κείμενα χρησιμοποιούνται επιστρατευμένα ζώα για να τονιστεί το παράλογο του πολέμου και να περιγραφεί η φρίκη του. Το εκτενέστερο κείμενο του Λώλου διαδραματίζεται στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και αναφέρεται στα έργα και τις ημέρες μιας κωμικοτραγικής φιγούρας, κάτι ανάμεσα στα άλμπατρος του Μποντλέρ και τον Μιχαλιό του Καρυωτάκη, κατά τη διάρκεια της "θητείας" της, από την "επιστράτευσή" της μέχρι τον αντιηρωικό, φριχτό της θάνατο. Πρόκειται για μια μούλα, τη Γάτα, για την οποία ο ημιονηγός της και ο υπεύθυνος της διμοιρίας δεκανέας τρέφουν αντιφατικά συναισθήματα: μίσους, γιατί με την ανυπακοή της και την ολική της άρνηση να "στρατικοποιηθεί" [sic άλλα όχι  sic, κάπως έτσι το λέγανε και στα χρόνια τα δικά μου, και νομίζω ότι πια τείνει να επικρατήσει] (δεν είναι τυχαία η επιλογή από των συγγραφέα σε αρκετά σημεία της παραφθαρμένης καθαρεύουσας που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στον στρατό) τους δυσκολεύει τη ζωή· και θαυμασμό, γιατί η μούλα τολμάει και συμπεριφέρεται όπως κι ίδιοι θα ήθελαν στο βάθος να συμπεριφερθούν. Οκ, έχουν ομοιότητες τα δυο κείμενα αλλά για να για να είμαι εντελώς ειλικρινής, βάζω το διήγημα εδώ και για βιωματικούς λόγους. Η Γάτα μου θύμισε  τον Κλουκ, την καλομαθημένη, καλοζωισμένη, χαδιάρα και πεισματάρα μούλα που, όταν ήμουν παιδάκι, είχαμε στο χωριό μου, περισσότερο ως κατοικίδιο κι ελάχιστα ως υποζύγιο, ειδικά από τότε που ο πατέρας μου αγόρασε αυτοκίνητο. Κάπως έτσι, θα αντιδρούσε κι αυτή, εάν την επιστρατεύανε ξαφνικά...  
 
Ο Κλουκ χαρούμενη που δεν επιστρατεύτηκε! 

  Το άλλο είναι ένα από τα λίγα διηγήματα του Νίκου Καββαδία με τον τίτλο "Στο άλογο μου". Το διήγημα είναι αυτοβιογραφικό και αναφέρεται στο άλογο που είχε ο ποιητής κατά τη διάρκειά της θητείας του, όταν υπηρετούσε στο αλβανικό μέτωπο το 1940-41 ως τραυματιοφορέας. Πρόκειται για έναν μονόλογο ο οποίος απευθύνεται στο νεκρό πια άλογο ευχαριστώντας το για τις στιγμές που πέρασαν
μαζί και τα πράγματα που του έμαθε. Η προσωποποίηση του αλόγου το εξισώνει με τον άνθρωπο και το καθιστά σύντροφό του. Ο αφηγητής μάλιστα αναρωτιέται μήπως τελικά δεν ήταν εκείνος που οδηγούσε το άλογο, αλλά το άλογο εκείνον, μια μεταφορά στα βουνά ενός βασικού προβληματισμού του ποιητή της θάλασσας που εκφράζεται συχνά στα ποιήματά του σε θαλασσινό περιβάλλον και σχετίζεται με το αν ο άνθρωπος οδηγεί τη ζωή του ή η ζωή τον άνθρωπο. Ο αφηγητής αποτίνοντας φόρο τιμής στο άλογο καταφεύγει στις αναμνήσεις του και αναθυμάται τρεις χαρακτηριστικές μέρες της κοινής τους πορείας, από τις οποίες φαίνεται η φρίκη και ο παραλογισμός του πολέμου. Η πρώτη είναι μια νύχτα που ταλαιπωρήθηκαν το ίδιο κάτω από την δυνατή βροχή και όταν βρήκαν καταφύγιο σε έναν στάβλο, στον οποίο το άλογο τους οδήγησε,  ο αφηγητής, ο οποίος κατά δήλωσή του δυσκολεύεται να δείξει τα αισθήματά του, κατάφερε να ανοίξει την καρδιά του στο άλογο. Η δεύτερη είναι εκείνη τη φορά που άλογο και άνθρωπος μπήκαν στην ορμή της μάχης και ακροπατώντας πήραν έναν τραυματισμένο στρατιώτη για να τον πάνε στο νοσοκομείο. Η τρίτη είναι η μέρα του θανάτου του αλόγου, όταν ξαφνικά κατέρρευσε βυθισμένο μέσα στις λάσπες, γύρω από ανθρώπους και μουλάρια (που ομοίως είχαν καταρρεύσει) και ο άνθρωπος, συντετριμμένος, το μόνο που κατάφερε να κάνει είναι να του παρασταθεί μέχρι να ξεψυχήσει, ζητώντας του συγγνώμη που δε μπόρεσε να κάνει κάτι περισσότερο. Ανάλογη στάση κρατά και ο ήρωας του τραγουδιού "Η ουρά του αλόγου". Στους στίχους του Θανάση Παπακωνσταντίνου, το δέσιμο με το ζώο που χάνει είναι τέτοιο που ο ήρωας μένει μαζί του μέχρι το τέλος κι έπειτα κλειδαμπαρώνεται για μήνες στο σπίτι του για να θρηνήσει την απώλεια. Κι όταν τελικά βγαίνει για να πάει στο πανηγύρι και να ξεδώσει τον πόνο του στο κρασί και στον χορό, ακούει χλιμίντρισμα στις δοξαριές του βιολιτζή που έτυχε να χρησιμοποιήσει τρίχες από την ουρά του νεκρού αλόγου για να φτιάξει το δοξάρι του. Είναι, δηλαδή, τόσο βαθιά η σύνδεση και η σχέση που ενώνει τον ήρωα με το άλογό του που ξεπερνάει τα όρια μεταξύ των κόσμων, είναι υπερβατική και μεταφυσική και γι' αυτό το μυαλό του "φεύγει". Παρόμοια, και το διήγημα του Καββαδία τελειώνει με τον αφηγητή να υπόσχεται στο άλογο ότι θα του ξαναμιλήσει, όπως κάνουν συχνά οι άνθρωποι με τους αγαπημένους τους που έχουν πεθάνει.
   
      Κλείνοντας να πούμε ότι ζώα που έρχονται αντιμέτωπα με τη φρίκη του πολέμου παρουσιάζονται και σε άλλες τέχνες. Εδώ θα αναφερθούμε μόνο σε έναν πίνακα και μια ταινία. Ο πίνακας, η "Γκερνίκα", είναι ένας από τους γνωστότερους πίνακες του Πικάσο, στην Ελλάδα γνωρίζουμε ως "Γκουέρνικα" και βασίζεται σε ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός, τον βομβαρδισμό από τους Ναζί της βασκικής πόλης Γκερνίκα κατά την διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου, στις 26 Απριλίου του 1937. 

Ο πίνακας αντικατοπτρίζει τη φρίκη του πολέμου, την οποία βιώνουν το ίδιο και τα ζώα και οι άνθρωποι. Βασικές μορφές του έργου είναι τέσσερις γυναίκες που ουρλιάζουν και κρατούν νεκρά μωρά και τα διαμελισμένα σώματα ενός αλόγου και ενός ταύρου. Οι εκφράσεις τους δείχνουν τον πόνο και την αγωνία του θανάτου. Ο Πικάσο αποφάσισε να κάνει ασπρόμαυρο τον πίνακα γιατί όπως είπε "Η αφαίρεση του χρώματος και του ανάγλυφου αποτελεί διακοπή της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο, όταν διακόπτεται δεν υπάρχει πλέον η φύση και η ζωή". 
  Η ταινία, τέλος, είναι "Το άλογο του πολέμου" (2011) του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Έχει ως θέμα  ένα επιταγμένο άλογο και τις περιπέτειές του πριν και  κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου κι από τις δυο πλευρές του μετώπου, και των Συμμάχων και των Γερμανών. Ο σκοπός της ταινίας είναι παρόμοιος. Να καταδείξει το παράλογο του πολέμου και την φανερώσει τη φρίκη που συνεπάγεται αυτός. 
   
Υ.Γ. Ακούστε και το παρακάτω τραγούδι. Σύμφωνα με έναν θρύλο, τους στίχους τους έγραψε μια κοπέλα για τον φίλο της, που πέθανε στον πόλεμο του Βιετνάμ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: