Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

Δεσποινίς ετών 39, νούμερο... «Δύο!» ( Γεράσιμος Μαρκοράς)

 Ο Γεράσιμος Μαρκοράς είναι σολωμικός ποιητής της επτανησιακής σχολής, ξεχασμένος σήμερα.
Μονάχα καμιά  φορά το  επικολυρικό ποίημα του «Όρκος» χρησιμοποιείται  και εξετάζεται ως
Δε λέει για μένα... 
Για μένα λέει
παράλληλο στον  «Κρητικό» του Σολωμού. Κι αν τον γκουγκλάρεις  με το όνομα του,  τα αποτελέσματα που θα βρεις στην συγκριτική τους πλειοψηφία αναφέρονται στον Κωνσταντίνο Μαρκορά, τον χαρακτήρα από τους «Δυο ξένους», πράγμα λιγάκι θλιβερό και άδικο για ένα άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στην ποίηση, αλλά από την άλλη, τι να κάνουμε; Η αθανασία είναι ένας σκύλος από τη κόλαση, σκληρή σαν το θανάτου τη γροθιά.  Παλιότερα  όμως ήταν γνωστότερος και μάλιστα ανθολογούταν στα σχολικά βιβλία, θυμάμαι να  τον διαβάζω στα παλιά βιβλία των αδερφιών μου.  Στα νέα βιβλία όμως της δεκαετίας του ’80 ποιητές σαν τον Μαρκορά, τον Σκίπη ή τον
Σκόκο τους έφαγαν οι ποιητές της γενιάς του ΄20 και του '30 που πρωτοανθολογήθηκαν τότε στα σχολικά βιβλία.
    Το πιο γνωστό του ποίημα ήταν ένα χαμηλόφωνο σονέτο με τίτλο «Δύο!», το οποίο μου είχε κάνει εντύπωση όταν παιδάκι ξεφύλλιζα τα παλιά βιβλία των αδερφιών μου που λέγαμε. Τα ποιήματα του Μαρκορά αναφέρονται σε τρία πράγματα: τον έρωτα, τον θάνατο και την πατρίδα. Το «Δύο!» αναφέρεται στον θάνατο. Το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στην αδερφή του  η οποία, όπως κι εκείνο, είναι γριά, μόνη και άκληρη. Πρόκειται για ένα  ένα ημιαυτοβιογραφικό ποίημα, καθώς ο ποιητής όντως πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του με την χήρα αδερφή του, καθώς δεν ξεπέρασε ποτέ το θάνατο της γυναίκας του, ωστόσο δεν  ήταν άκληρος, είχε έναν γιο,  μεγάλο βέβαια σε ηλικία και με δική του οικογένεια.
  Δύο !
Μείναμε δύο! Ποιός παρακάτου ξέρει
γιὰ μᾶς τί λέει τῆς Μοίρας τὸ βιβλίο!
Ποιός πρῶτος θὲ νὰ πάῃ στ' ἀνήλια μέρη,
ποιός μόνος του θὰ μείνῃ ἀπὸ τοὺς δύο.

Ἄν οἱ μαῦροι νὰ ζοῦμε ἄτεκνοι γέροι
ἐπρόσταξε αὐστηρὸ θέλημα θεῖο,
τὸ χέρι ἑνὸς τ' ἄλλου ἂς βαστάῃ τὸ χέρι,
ὣς νὰ τ' ἀκούσῃ ἀναίσθητο καὶ κρύο.

Μία τέτοια χάρη - ἂς μὴ ζηλέψωμ' ἄλλη -
στὴ λάβρα ποῦ βαθυὰ μᾶς ἔχει κάψει,
εἶναι, ἀδελφή, παρηγορία μεγάλη.

Ἄχ! τὴν ἡμέρα ὁποῦ καὶ τούτη πάψει,
ἂν ἕνα μόνο δάκρυ ὁ κόσμος βγάλῃ,
τὸ ζωντανόν, ὄχι τὸν ἄλλο, ἂς κλάψῃ. 
   Το  θέμα του ποιήματος  που προοιωνίζεται υπαινικτικά στον τίτλο, αναπτύσσεται στην οκτάβα, τις δυο τετράστιχες στροφές του σονέτου.  Η επεξηγηματική του τίτλου διαπίστωση ότι έμειναν δύο προτάσσεται, συναισθηματικά τονισμένη από το  θαυμαστικό που χρησιμοποιείται. Παράλληλα, το  α'  πληθυντικό  πρόσωπο κάνει τον αναγνώστη να καταλάβει πως δεν μιλάει ο ποιητής γενικά, αλλά αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη προσωπική εμπειρία με ό,τι αυτό συνεπάγεται.  Αυτό, ότι έμειναν δυο,  είναι πραγματικό και δεδομένο, λοιπόν.  Αυτό που δεν είναι δεδομένο και είναι άγνωστο - και τονίζεται  το στοιχείο αυτό από τον διασκελισμό, είναι τι θα  γίνει μετά,  ποια τύχη τους περιμένει:    Ποιος θα πεθάνει πρώτος και ποιος θα μείνει μόνος του, όπως αναφέρεται στους δυο επόμενους στίχους . 
    Στην δεύτερη στροφή, το ποιητικό υποκείμενο στωικά και χωρίς περιττά παράπονα  αποδέχεται την  μοίρα τους, να μένουν στα γηρατειά τους άκληροι και δυστυχισμένοι, ως θέλημα θεού.  Κυρίως γιατί αντιλαμβάνεται  την σημασία σε αυτές τις συνθήκες της συντροφικότητας, το να έχουν δηλαδή, μέχρι τουλάχιστον να πεθάνει ο ένας από τους δυο, ένα χέρι να κρατάνε, και πόσο μεγάλη  αξία  έχει αυτό.
   Στο δεύτερο μέρος, τις τρίστιχες  στροφές στις οποίες  επεκτείνεται και  εμβαθύνεται το θέμα ενός σονέτου, ο ποιητής αναλύει τα ζητήματα που έχει θίξει αντίστροφα, σχολιάζοντας  πρώτα αυτό που αναφέρει στην δεύτερη στροφή κι έπειτα  εκείνο που αναφέρει στη πρώτη, δομώντας κατά κάποιον τρόπο το ποίημα πάνω στο σχήμα του κύκλου. Έτσι, στην τρίτη στροφή το ποιητικό υποκείμενο  επισημαίνει πόσο μεγάλη παρηγοριά είναι ότι έχουν ο ένας τον άλλο  και ταυτόχρονα  αποκαλύπτει, ενισχύοντας την θεατρική διάσταση του ποιήματος, την ταυτότητα  του άλλου προσώπου στο οποίο απευθύνεται, την αδερφή του, ορίζοντας  ταυτόχρονα το είδος,  το συναισθηματικό βάθος  και την ένταση της συντροφικής σχέσης. Έχουμε να κάνουμε με μια αδερφική σχέση, την οποία διαχρονικά χαρακτηρίζει ακατάλυτη, ακατάβλητη, ανιδιοτελής αγάπη που ξεκινάει από την παιδική ηλικία και την οποία μόνο ο θάνατος μπορεί να τελειώσει- ψέμματα ούτε ο θάνατος, αν αναλογιστούμε την Αντιγόνη ή το δημοτικό τραγούδι στο οποίο τα αδέρφια κυνήγησαν το Χάρο και τον νίκησαν.
 
  Στη τελευταία στροφή  ο ποιητής θίγει το ζήτημα που  κυρίως τον απασχολεί. Τι θα συμβεί σε εκείνον από τους δυο  που θα μείνει  ζωντανός, όταν θα πεθάνει ο άλλος και θα έχει να αντιμετωπίσειεκτός από τα προβλήματα που προκαλούν τα γηρατειά και ακληρία, και την απόλυτη μοναξιά,  καθώς θα έχει απολέσει την  τελευταία παρηγοριά που του έχει απομείνει.  Στα πλαίσια αυτά,   αυτός που είναι πραγματικά ο πιο δυστυχισμένος  δεν είναι ο νεκρός, αλλά αυτός που έχει μείνει πίσω, γιατί θα έχει απομείνει μόνος του, και αυτόν  είναι προτιμότερο να κλαίει κανείς. Και στο σημείο αυτό, τα ποίημα του  Μαρκορά συνομιλεί με την «Λήθη» του Μαβίλη. Και στα δυο ποιήματα δεν προβάλλεται ο θάνατος ως το μεγαλύτερο κακό, αλλά η ζωή, συνεπώς οι νεκροί είναι περισσότερο καλότυχοι. Στο ένα ποίημα, εκείνο του Μαβίλη, γιατί οι νεκροί έχουν καταφέρει πεθαίνοντας να λησμονήσουν  την  πίκρα της ζωής, αντίθετα με τους ζωντανούς,  οι οποίοι θέλουν μα δεν μπορούν.  Και στο ποίημα του Μαρκορά,  γιατί από τους δύο, αυτός που θα πεθάνει θα έχει γλιτώσει  από το πιο μεγάλο κακό, την απόλυτη μοναξιά, την οποία όμως  θα πρέπει να αντιμετωπίσει ο  άλλος που θα  έχει μείνει ζωντανός,    
   Μολονότι το ποίημα δεν έχει ούτε πολλά σχήματα λόγου (και όσα έχει .όπως π.χ το βιβλίο της μοίρας ή τα ανήλιαγα μέρη αντί για  τον θάνατο ) είναι πολυχρησιμοποιημένα) ούτε εξεζητημένες και ποιητικές λέξεις, διακρίνεται για το χαμηλόφωνο μα αβίαστο λυρισμό του και την έντονη συγκίνηση, στοιχεία τα  οποία προέρχονται από τον τον προσωπικό και βιωματικό τόνο του σονέτου και την λεπτότητα και χάρη με τις οποίες ο Μαρκοράς πραγματεύεται ένα ζήτημα που απασχολεί όλους τους ανθρώπους, κατορθώνοντας να εκφράσει τελικά μέσω της προσωπικής του εμπειρίας κάτι πανανθρώπινο και διαχρονικό.  Εξέχων στην δημιουργία αυτής τη συναισθηματικής κατάστασης είναι ο ρόλος των συνεχών θαυμαστικών που χρησιμοποιεί ο ποιητής ως συναισθηματικούς δείκτες.  Το ίδιο σημαντικός είναι και ο ρόλος του τίτλου.  Σε ένα πρώτο επίπεδο είναι περιγραφικός της κατάστασης  την οποία βιώνουν το ποιητικό υποκείμενο και η αδερφή του. Σε δεύτερο επίπεδο,όμως.  δρα αντιστικτικά στη βασική ιδέα του σονέτου και της δίνει έτσι έμφαση: η μοναξιά είναι χειρότερη από τον θάνατο… Έτσι, ταυτόχρονα εξάρεται και η  αξία της "τωρινής" κατάστασης του ποιητικού υποκειμένου και της αδερφής του .
  Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθεί πως η ιστορία του σονέτου μοιάζει σαν να είναι το πρόπλασμα -το σίκουελ καλύτερα,  της γλυκόπικρης  ηθογραφικής  κωμωδίας «Δεσποινίς Ετών 39», στην οποία ο πρωταγωνιστής  αδυνατεί να εκπληρώσει το αδερφικό του καθήκον και να παντρέψει την μεγαλύτερη αδερφή του, ώστε να μπορέσει να παντρευτεί κι ο ίδιος . Έτσι στο τέλος τα δυο αδέρφια μένουν ανύπαντρα και μόνα.




Δεν υπάρχουν σχόλια: