Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

"Του γιοφυριού της Άρτας 2: Η επιστροφή του αδερφού" (Από το Γ1 και το Γ3 του Μουσικού Σχολείου Ρόδου)

Ε, κι αφού... γυρίστηκε ταινία το "Γιοφύρι της Άρτας" (οσονούπω θα δείτε τις αφίσες της 😉) και αναμενόμενα θα πάει καλά ,να μην του κάνουμε ένα σίκουελ; 
  Το σενάριο το ανέλαβαν οι μαθητές και οι μαθήτριες από το Γ1 και το Γ3 του Μουσικού Σχολείου Ρόδου. Μετά την διδασκαλία της παραλογής  τα παιδιά κλήθηκαν να υποθέσουν ότι μετά τον θάνατο της λυγερής ο αδερφός της επιστρέφει από την ξενιτιά και μαθαίνει την τραγική μοίρα της αδερφής του και έπειτα να περιγράψουν σε πρώτο πρόσωπο τα συναισθήματά,  τις αντιδράσεις, τις  σκέψεις και τις  προθέσεις του. Θα φανεί άραγε αντάξιος της αδερφικής αγάπης που έδειξαν οι αδερφοί σε αυτό το δημοτικό τραγούδι
ή θα καταπιεί τον πόνο του αναλογιζόμενος κι εκείνος την αδήριτη, όπως παρουσιάζεται, ανάγκη να χτιστεί το γιοφύρι με κάθε κόστος;
"Ο Τζον Πάρκερ και η αδερφή του Τερέζα"  (1779) - Τζόσουα Ρέινολντς

Άλλες αναρτήσεις για το "Γιοφύρι... " εδώεδώεδώεδώεδώεδώεδώεδώεδώεδώ κι εδώ)

Ακολουθούν οι εργασίες των παιδιών... 

Αλήθεια
Χτύπησα την πόρτα και περίμενα να ακουστεί η φωνή της αδελφής μου, να ανοίξει η πόρτα με ένα χαρούμενο χαμόγελο και όταν καταλάβει πως εγώ, ο μοναδικός και αγαπητός της αδελφός, το τελευταίο μέλος της οικογένειας της στεκόταν έξω από το σπίτι της, θα έτρεχε να με αγκαλιάσει. Όμως δεν άκουσα τίποτα παρά τις κότες στην πίσω αυλή. Τότε ήταν που είδα τα κλειστά παράθυρα και κουρτίνες και τα φύλλα μαζεμένα κάτω από το δέντρο. Η αδελφή μου ποτέ δεν θα άφηνε την αυλή να γεμίσει με πεσμένα φύλλα. Θα σκούπιζε κάθε μέρα για να είναι πεντακάθαρο. Αποφάσισα να ανοίξω την πόρτα και να ψάξω για αυτήν. Όταν μπήκα μέσα,  δεν περίμενα αυτό που βρήκα μπροστά μου. Υπήρχε σκόνη παντού στα έπιπλα και μύριζε άσχημα, αφού ήταν κλειστά τα παράθυρα. Μπήκα στην κουζίνα και βρήκα τον άνδρα της να κάθετε με σκυμμένο το κεφάλι και να κλαίει για την μοίρα της. Τον ρώτησα που βρισκόταν η αδελφή μου και αυτός μου απάντησε: «Κάτω από τις διαβάτες, στης Άρτας το γιοφύρι, αφού χωρίς τη θυσία της δεν θα χτιζόταν. Κι εγώ ο καημένος, ο πρωτομάστορας, έπρεπε να την φωνάξω στο γιοφύρι να την θάψουμε ζωντανή, αλλά η καρδιά μου δεν άντεχε και τελείωσα την ταλαιπωρία της με έναν μεγάλο λίθο. Και τώρα κάθομαι και σκέφτομαι την μεγάλη θυσία που έκανα μόνο να χτιστεί το γιοφύρι της Άρτας.» Ράγισε η ψυχή μου που τον άκουσα. Η τρίτη, η μικρότερη και η τελευταία μου αδελφή θυσιάστηκε για ένα γιοφύρι. Μια στον Δούναβη, μια στον Ευφράτη, και τώρα η τρίτη στην Άρτα. Κι οι τρεις αδελφές θαμμένες κάτω από τους διαβάτες των γιοφυριών. Έφυγα, δεν μπορούσα να κοιτάξω τον άνδρα της που είχε υποσχεθεί ότι θα την προσέχει και θα την προστατεύει αλλά την θυσίασε να χτιστεί της Άρτας το γιοφύρι. Αποφάσισα να πάω εκεί που την είχε προδώσει. Είχε νυχτώσει και δεν έβλεπα μακριά, αλλά τα δάκρυα μου κυλούσαν σαν το ποτάμι που έτρεχε από κάτω μου. Δεν υπήρχε άνθρωπος εκτός από εμένα. Ακόμα και τα ζώα είχαν κοιμηθεί. Μόνο ένα πουλάκι απέναντι από το ποτάμι κελαηδούσε σαν να έκλαιγε για την χαμένη μου αδελφή.

 
Αγγελική
Επιτέλους μετά από τόσο καιρό θα ‘νταμώσω ξανά με την οικογένεια μου…  Ή με όση έχει ‘πομείνει. Οι δυο αδερφές μου πάνε κι ο πατέρας μου το ίδιο. Μόνο η μια μου αδερφή κι μάνα μου έμειναν. Φανταζόμουν την χαρά της μάνας μου όταν θα μ ’έβλεπε. Με το που φτάνω στην πλατεία του χωριού, όλοι έρχονται να με καλωσορίσουν. Πάνε να φωνάξουν την μάνα μου, να της πουν τα νέα. Έφτασε τρέχοντας κι ερχόταν να με ‘γκαλιάσει.
«Αχ, γιε μου, ήρθες!»  Είπε η μάνα μου κλαίγοντας.
«Σε πεθυμήσαμε. Αλλά, η λυγερή…» λέει σπαράζοντας στα γόνατα.
«Τι έγινε μάνα μου, τι απέγινε η λυγερή όσο έλειπα;»
«Έφυε κι αυτή. Αχ, γιε μου μας άφησε»  πόνεσε η καρδιά μου. Πρώτη φορά η μάνα μου κλαίει στην αγκαλιά μου. Η λυγερή ήταν ό,τι της είχε απομείνει από οικογένεια. Θα ‘πρεπε να ήμουν εκεί να της σταθώ όπως έπρεπε. Παρόλο που ο θάνατος της λυγερής με πλήγωσε, δεν με πόνεσε όσο την μάνα. Τα έχασε όλα.
«Μα, πώς έτσι στα ξαφνικά; Αρρώστησε;»
«Όχι στερνοπούλι μου.» Μου εξήγησε τι έγινε. Ήμουν τόσο θυμωμένος με τον πρωτομάστορα. Πώς μπόρεσε να κάμει κάτι τέτοιο; Μα ξέρω ότι τη ’γαπούσε τη λυγερή και ότι το έκανε για το κοινό καλό, αλλά και πάλι νεύριασα. Μου ‘παν ότι τελείωσε το γιοφύρι κι έφυγε από προσώπου γης. Δεν άντεχε τη ντροπή μάλλον. Έκατσα κι έμεινα με την μάνα μου για καιρό ακόμη, δεν ήθελα να την αφήσω πάλε μόνη της.  Ειδικά ώρα στα τελευταία της, έπρεπε να τη φροντίσω. 


Αθηναγόρας 


Αναστασία 


Άννα 


Αντζελίνα 


Αρετή Κυρά 


Βάιος 


Γιώργος Σ. 


Γκιουλίζ 


Γρηγόρης 


Ειρήνη 


Ευσταθία 


Ηλιάνα 


Ιουλία 


Ιωάννα 


Κάρμεν 


Κατερίνα 


Κυριάκος Κ. 


Κυριάκος Χ. 


Μαρία Κ. 


Μαρία Π. 


Μελιτίνη 


Μιράντα


Μιχάλης Β. 


Μιχάλης Τ. 


Νίκος Σ. 


Νίκος Τ. 


Ρίτα 


Σαββίνα 


Σέβα 


Στέλλα 


Χριστίνα 


Κωνσταντίνος Δ. 


Υ.Γ.: "Είμαστε αδέρφια, μιας μάνας γέννα..."



Δεν υπάρχουν σχόλια: