Στο βιβλίο Λογοτεχνίας της Γ΄ Γυμνασίου ανθολογούνται ένα απόσπασμα από τον «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα και ένα απόσπασμα από τον τρίτο ύμνο της «Γενέσεως», η οποία είναι η πρώτη ενότητα από την εμβληματική ποιητική σύνθεση του Οδυσσέα Ελύτη «Το Άξιον Εστί». Το κοινό στοιχείο που έχουν τα δυο κείμενα είναι η απόπειρα να περιγραφεί με ποιητικό τρόπο η δημιουργία, η γέννηση του κόσμου. Συνεξετάζοντάς τα παρατηρούμε ότι ο τρόπος και οι συνθήκες της δημιουργίας του κόσμου διαφέρουν σε κάθε απόσπασμα και αυτό είναι απόρροια των
διαφορετικών σκοπών που επιτελούν στο
έργο στο οποίο εντάσσονται καθώς και των
διαφορετικών στόχων των συγγραφέων τους. Ωστόσο, τελικά φαίνεται μια κάποιου είδους σύγκλιση, τουλάχιστον όσον αφορά τα αποτελέσματα της κάθε κοσμογονίας για τη ζωή των ανθρώπων.
Ας ξεκινήσουμε από τον Ελύτη πρώτα...
«Το Άξιον Εστί» είναι το magnus opus του ποιητή. Πρόκειται για μια πλατιά ποιητική
σύνθεση, η οποία είναι διαρθρωμένη πάνω στη θεία λειτουργία και αποδίδει ταυτόχρονα το προσωπικό βίωμα και την κοινή μοίρα,
καθώς ο ποιητής κατορθώνει να συγκεράσει την ατομική του εμπειρία με τα συλλογικά πάθη, ειδικά εκείνα που σχετίζονται
με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την
Κατοχή, μέσα από έναν και λυρικό και ακριβή ποιητικό λόγο, στον οποίο διακρίνονται πλήρως αφομοιωμένες
επιρροές από την αρχαία, τη μεσαιωνική και την νεότερη παράδοση και γλώσσα. Ολόκληρο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Η «Γένεσις», από την οποία προέρχεται το ανθολογημένο απόσπασμα του βιβλίου, είναι το πρώτο μέρος
του ποιήματος. Το περιεχόμενό της είναι η περιγραφή της γέννησης του
κόσμου από τον Ήλιο, βασικό στοιχείο του
ελλαδικού χώρου και σε κυριολεκτικό και σε μεταφορικό επίπεδο, παράλληλα με τη δημιουργία του Ενός, του
ποιητικού υποκειμένου, το οποίο ταυτίζεται με τον Ποιητή. Έτσι, αυτός είναι και
παραμένει αξεδιάλυτος με τον Χώρο και τη Φύση και η σχέση αυτή μεταφέρεται και σε όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους που
βρίσκονται στον ίδιο χώρο, καθώς το ποιητικό υποκείμενο λειτουργεί ως εκπρόσωπός τους, με τον ίδιο
τρόπο που ο αοιδός αποτελούσε εκφραστή της ομηρικής κοινωνίας στην οποία ανήκε. Με
αυτόν τον τρόπο γίνεται εφικτό να εκφραστεί μέσω της ατομικής μοίρας του Ποιητή
η μοίρα του έθνους και «Αυτός ο κόσμος ο
μικρός, ο μέγας» της ατομικής εμπειρίας να γίνει εκφραστής του «μεγάλου κόσμου», του
κόσμου συλλογικά, και ταυτόχρονα να αναχθεί το μικρό και τωρινό σε έκφανση του
καθολικού και διαχρονικού. (Στο σημείο αυτό κλέβω τον εαυτό μου από δω, ο
οποίος πιθανότατα έκλεψε τον Τάσο Λιγνάδη καθώς και τα δυο κείμενα μου πιθανότατα
βασίζονται, τώρα που το βλέπω, σε σημειώσεις που κράτησα από το βιβλίο του,
όταν το διάβαζα για τον ΑΣΕΠ το πάλαι ποτέ… Η εν λόγω ανάρτηση, πέρα από έναν γενικό σχολιασμό του «Άξιον Εστί», περιλαμβάνει μια συνοπτική παρουσίαση και των δυο αποσπασμάτων που περιέχονται στο
βιβλίο της Γ’ Γυμνασίου, αυτό από την «Γένεσι» που θα σχολιαστεί παρακάτω
πλατύτερα και το άλλο από τα «Πάθη», το δεύτερο μέρος της σύνθεσης.)
Το ανθολογημένο απόσπασμα, προέρχεται, όπως είπαμε, από την "Γένεσι" και πιο συγκεκριμένα τον τρίτο ύμνο της. Οι
πρώτοι στίχοι που παραλείπονται από την ανθολόγηση του
σχολικού βιβλίου δρουν κυρίως συνδετικά με τους προηγούμενους ύμνους και τη γενικότερη ατμόσφαιρα της ενότητας. Στη
συνέχεια, (στο ανθολογημένο δηλαδή κομμάτι του ύμνου) περιγράφεται η δημιουργία
της θάλασσας και των νησιών και δίνονται τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού νησιωτικού τοπίου, το οποίο, στο τέλος, μέσω της φράσης «Αυτός ο κόσμος ο
μικρός, ο μέγας», η οποία αποτελεί την επωδό της ενότητας, ανάγεται σε μέτρο και κανόνα, εντασσόμενο στο
ευρύτερο, γενικότερο πλαίσιο της «Γενέσεως».
Στην αρχή, λοιπόν, περιγράφεται η γέννηση
της θάλασσας και των νησιών, παρουσία
του ποιητικού υποκειμένου (το οποίο, όπως
είπαμε, είναι ο εκφραστής ενός συλλογικού «εμείς», εκπρόσωπος όλων των ανθρώπων)
με λέξεις και εκφράσεις δάνειες από την
Παλαιά Διαθήκη και κυρίως από το κεφάλαιο της «Γενέσεως», ώστε να υποβληθεί η ιδέα της
ιερότητας και της κατάνυξης κατά τη διάρκεια της δημιουργίας. Ενώ όμως στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός είναι μόνος του κατά τη διάρκεια της
δημιουργίας και αντιδρά θαυμάζοντας ο ίδιος τα δημιουργήματά του, εδώ το
ποιητικό υποκείμενο - ο Ένας που
εκπροσωπεί Όλους, ξανασημειώνω- βρίσκεται παρών στην δημιουργία του κόσμου. Ο
δημιουργός, ο Ήλιος ο Νοητός, φτιάχνει τον κόσμο για αυτόν και στα μέτρα του. Αυτή η ιδέα που διαπνέει το σύνολο του ύμνου, γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στους πρώτους στίχους. Φαίνεται ήδη από
τον πρώτο στίχο και την προσωποποίηση της θάλασσας κατά τη δημιουργία της, που παρουσιάζεται με αυτόν τον τρόπο σαν να είναι η γέννηση μιας θεότητας. Το
ποιητικό υποκείμενο δε μένει αμέτοχο στο γεγονός: θαυμάζει και αγάλλεται καθώς βλέπει τη θάλασσα να δημιουργείται.
Στους επόμενους στίχους είναι η σειρά των
νησιών να γεννηθούν και η δημιουργία τους προβάλλεται
ως μέρος του ευρύτερου σχεδίου, το οποίο προβλέπει τη δημιουργία ενός κόσμου
φτιαγμένου για τον άνθρωπο και στα μέτρα του. Διάφορα στοιχεία το υπογραμμίζουν αυτό. Πρώτα-πρώτα, η μεταφορά «έσπειρε» είναι δηλωτική του
θεϊκού σχεδίου. Δεν τα πέταξε δηλαδή όπου να ‘ναι, τυχαία. Ακολούθησε κάποιο σχέδιο, καθώς η σπορά είναι
μια οργανωμένη πράξη η οποία αποσκοπεί κάπου, έχει κάποιον στόχο. Την ίδια αίσθηση, του σχεδιασμού, φανερώνει και
η φράση «μικροί κόσμοι». Παρά δηλαδή το
μικρό μέγεθός τους, διαθέτουν την πληρότητα και την αυτάρκεια ενός κόσμου. Γιατί
το μέτρο για τη δημιουργία του κόσμου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Κι έτσι
εξηγείται η επόμενη φράση. Στην Παλαιά
Διαθήκη ο Θεός φτιάχνει τον άνθρωπο μετά τον κόσμο, κατ’ εικόνα και ομοίωση
δική Του. Εδώ, ο κόσμος γεννιέται μετά τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωση του
ανθρώπου. Έτσι ο τόπος και ο άνθρωπος συνδέονται, ταυτίζονται – καλύτερα- και
γίνεται ο ένας καθρέφτισμα του άλλου.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται τα βασικά χαρακτηριστικά των νησιών
που αποδίδονται με ποιητικό τρόπο, μέσω μιας σειράς υπερρεαλιστικών
παρομοιώσεων. Εξέχουν πάνω από τη
θάλασσα σαν άλογα που καλπάζουν στο
λιβάδι και ανεμίζει η χαίτη τους, στοιχείο που σχετίζεται με τους ανέμους οι
οποίοι είναι συχνοί στα νησιά. Και οι πέτρινες χαίτες τους είναι μια αναφορά
στο βραχώδες του εδάφους τους. Παρομοιάζονται έπειτα με γαλήνιους αμφορείς, από την ηρεμία την οποία προκαλούν στους
ανθρώπους και την μακραίωνη, από την αρχαιότητα, ιστορία και παράδοση των οποίων είναι φορείς. Και, τέλος, με λοξές δελφινιών ράχες, μια εικόνα που
αποτυπώνει πώς φαίνονται από μακριά τα νησιά, και αποδεικνύει πόσο αλληλένδετα
είναι με τη θάλασσα.
Στη συνέχεια, ο δημιουργός στρέφεται στο ποιητικό
υποκείμενο και του εξηγεί το σκεπτικό του, κάνοντας έτσι ακόμα πιο εμφανή την
στενή σχέση του τόπου με τον άνθρωπο. Παραθέτει στη σειρά τα ονόματα πέντε νησιών
απνευστί, χωρίς κόμματα, για να δηλωθεί ότι είναι τυχαία παραδείγματα και ότι αυτό
που θα πει ισχύει για όλα κι όχι μόνο για αυτά που αναφέρει.
Πρόκειται για έναν χώρο στον οποίο
ταυτίζεται το φαίνεσθαι με το είναι, το όνομα με την ουσία. Γιατί ακόμα
και τα ονόματά τους ή -καλύτερα- μέχρι
και τα ονόματά τους μαρτυρούν τις
ιδανικές συνθήκες ζωής για τον άνθρωπο. Γι' αυτό και παρομοιάζονται με
χελιδόνια, ένα πουλί που είναι ο προάγγελος της άνοιξης, που φέρνουν δροσιά
μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, κάνοντάς το ευχάριστο.
Αυτό το στοιχείο αναλύεται εκτενέστερα και καθαρότερα στο επόμενο
κομμάτι΄, στο οποίο περιγράφονται (προσωποποιημένα άμεσα ή έμμεσα) τα βασικά
χαρακτηριστικά του ελληνικού νησιωτικού τοπίου και η επίδρασή τους στον άνθρωπο, με κυρίαρχο εκφραστικό μέσο την
αντίθεση ανάμεσα σε πράγματα τα οποία περιέχονται σε αφθονία και σε άλλα που
βρίσκονται σε έλλειψη. Τα στοιχεία που
βρίσκονται σε αφθονία είναι τα λιόδεντρα και τα τζιτζίκια και, για να τονιστεί η
σχέση αιτίας-αποτελέσματος που υπάρχει ανάμεσα στον τόπο και την συμπεριφορά
των ανθρώπων, η σύνδεσή τους με τα χαρακτηριστικά τους γίνεται με
αποτελεσματικές προτάσεις. Έτσι τα
λιόδεντρα, αναπόσπαστο στοιχείο του ελληνικού τοπίου, με το πυκνό τους φύλλωμα φιλτράρουν το
εκτυφλωτικό φως και τη θέρμη του ήλιου. Έτσι γίνονται ανεκτά από τον άνθρωπο
και αυτό έχει ευεργετικές συνέπειες: ο ύπνος έρχεται άμεσα και αβίαστα κι ο άνθρωπος μένει φρέσκος και
ξεκούραστος στο σώμα και το μυαλό. Τα
τζιτζίκια, από την πλευρά τους, αποτελούν την κατεξοχήν ηχητική επένδυση, το σάουντρακ
του ελληνικού καλοκαιριού, με το θορυβώδες τους τραγούδισμα. Κι είναι τόσα πολλά
που το αυτί του ανθρώπου δεν τα προσέχει, όπως δεν προσέχει τον σφυγμό του, που είναι αναπόσπαστο στοιχείο του
εαυτού του. Το ίδιο, άρα, γίνεται και με
τα τζιτζίκια αλλά και με τον τόπο του οποίου είναι και αυτά χαρακτηριστικό
στοιχείο. Και επιπλέον, αν θέλουμε να κάνουμε μια ερμηνευτική ακροβασία, ας μην ξεχνάμε ότι τα τζιτζίκια με το τραγούδι
τους αποτελούν σύμβολο του καλοκαιριού, οπότε ταυτιζόμενα με τον σφυγμό τον
ανθρώπου κάνουν να φαίνεται ότι ο άνθρωπος διατηρεί μέσα του το καλοκαίρι μέσω του τόπου.
Παράδεισος; Ναι! Αλλά… μισό λεπτό! Πόσο καιρό θα μας έπαιρνε για να βαρεθούμε
αφόρητα το να ζούμε σε ένα τόπο στον οποίο τα πάντα θα ήταν τέλεια και κάθε επιθυμία θα ικανοποιούνταν άμεσα, αβίαστα και άκοπα; Και πόσο θα λίμναζε η ζωή μας και το πνεύμα μας; Τον κίνδυνο αυτό έρχονται να αποτρέψουν τα
στοιχεία εκείνα τα οποία βρίσκονται σε έλλειψη. Και το γεγονός ότι εξυπηρετούν
ένα συγκεκριμένο σκοπό, ότι είναι μέρος ενός
γενικότερου σχεδίου, το υπογραμμίζουν
οι τελικές προτάσεις με τις οποίες συνδέονται τα στοιχεία αυτά με τα χαρακτηριστικά τους. Και ο στόχος τους είναι να μη βαλτώσει ο άνθρωπος έχοντας
τα όλα, όπως ο βασιλιάς στο παραμύθι «Το
πιο γλυκό ψωμί». Το λιγοστό νερό, μια αναφορά στη λειψυδρία που
χαρακτηρίζει τα νησιά, κάνει τον άνθρωπο να το συνάζει σταγόνα-σταγόνα από την
υγρασία και τη βροχή κι έτσι μαθαίνει να το εκτιμάει, να αναγνωρίζει την αξία του και να μην το σπαταλάει, καθώς το
νερό είναι ζωή. Κι έτσι, εκτιμώντας το, μαθαίνει να εκτιμάει και τη ζωή. Και το μοναχό δέντρο, που παραπέμπει στη φτωχή βλάστηση των νησιών (αλλά και
γενικά της Ελλάδας, της νότιας τουλάχιστον), σημαίνει ότι κάθε δέντρο είναι ξεχωριστό, πολύτιμο και οικείο. Γιατί
συνηθίζουμε να εκτιμούμε αυτά που έχουμε σε μικρή ποσότητα. Το λέει και ο Αχιλλέας στο Α της Ιλιάδας στον
Αγαμέμνονα: «Όταν μοιράζουμε τα λάφυρα, εσύ παίρνεις μεγάλο μερίδιο και εγώ μικρό και για αυτό πιο αγαπητό». Το λέει
και η μάνα μου! «Πάνε οι ελίτσες μου!» Αυτό φώναζε καθώς έβλεπε τη μπουλντόζα να
ανοίγει τον (αναγκαίο και χρήσιμο)
δρόμο, περνώντας μέσα από το χωράφι μας. Και η κραυγή της ήταν σπαραγμού για την απώλεια κάποιου αγαπημένου
προσώπου κι όχι για την απώλεια δυο τσουβαλιών ελιάς. Το φτενό χώμα, από την πλευρά του, έχει σκοπό να διδάξει τους ανθρώπους την αξία της υπομονής και της προσπάθειας,
μαθαίνοντάς του παράλληλα τη σημασία του να μη μένει στην επιφάνεια, στο
φαίνεσθαι, αλλά να εμβαθύνει αναζητώντας το είναι, την αληθινή ουσία των
πραγμάτων δηλαδή.
Τέλος, πάνω από όλα, δεσπόζει ο πλατύς ουρανός, ο οποίος αποτελεί κι
αυτός μέρος του ευρύτερου θεϊκού σχεδίου και εξυπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό. Φαίνεται να είναι εκεί ακριβώς που πρέπει, ώστε να
μην πιέζει τους ανθρώπους αλλά να τους σκεπάζει προστατευτικά σαν μια κουβέρτα
και να τους ωθεί να συνομιλούν με το
άπειρο, να αντιλαμβάνονται το πλάτος του κόσμου και να αναρωτιούνται για το σύμπαν, τη ζωή και τον θάνατο (σαν
τον Ζορμπά και τον Καζαντζάκη και την κουβέντα τους κάτω από τον έναστρο
ουρανό ένα πράγμα), απομακρύνοντας έτσι από τους ανθρώπους τον κίνδυνο της πνευματικής αγκύλωσης και γεννώντας τους, αντίθετα, την επιθυμία να σπάσουν τα δεσμά και να αναρωτηθούν τι βρίσκεται πέρα
από τον ορίζοντα.
Κατόπιν
όλων αυτών, η επωδός ολόκληρης της «Γενέσεως» επαληθεύεται μέχρι
κεραίας και αίρεται η αντίφαση και το οξύμωρο που σε πρώτη φάση διαφαίνεται: Αυτός ο κόσμος (ο
συγκεκριμένος όπως επισημαίνει το
γεγονός ότι η λέξη γράφεται με κεφαλαία και αποτελεί από μόνη της έναν στίχο) είναι
και μικρός και μέγας! Ή, μάλλον, όπως
υπογραμμίζει η στίξη, αν και μικρός, είναι μέγας. Ενδεχομένως δε, είναι μέγας και επειδή είναι
μικρός, άρα είναι μετρήσιμος, με μέτρο τον άνθρωπο, ο οποίος τον έχει συνεχώς και σε
όλη του την έκταση υπό την πλήρη εποπτεία του. Γιατί εντός του συντίθενται αρμονικά και οι τρεις
σημασίες της λέξης «κόσμος»: έχει την πληρότητα ενός ολόκληρου σύμπαντος, που
χαρακτηρίζεται από άφατη ομορφιά και ασκεί ευεργετική επίδραση στους ανθρώπους.
Κόσμος εις την τρίτη, λοιπόν, άμα θέλαμε να το δούμε επιγραμματικά και με μια
διάθεση ευφυολογήματος. Είναι ένας κόσμος γεμάτος... κόσμο, για όλον τον κόσμο. Οπότε ο θαυμασμός τον οποίο υπογραμμίζει και η
στίξη δια του θαυμαστικού είναι αβίαστος, απέραντος και δικαιολογημένος!
Μετά από όλα αυτά, μια μικρή αμηχανία, ανακατεμένη με ενόχληση και μια εσάνς αηδίας, μας πιάνει όταν έρθουμε σε επαφή
με το κείμενο του Καρκαβίτσα και βρεθούμε αντιμέτωποι με το παράδοξο μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας που φαίνεται να ξεπήδησε από τους δεσμώτες του
πλατωνικού μύθου. Το πράγμα όμως είναι λογικό, μιας και έχουμε να κάνουμε με ένα
νατουραλιστικό μυθιστόρημα, με ήρωα την πιο σατανική φιγούρα της ελληνικής
λογοτεχνίας. Διότι μπορεί η Φραγκογιαννού να σκοτώνει κοριτσάκια, αλλά στο
ταραγμένο μυαλό της νομίζει ότι προσφέρει υπηρεσίες και στα θύματα και στην
κοινωνία, άρα δρα με ανιδιοτέλεια και οι προθέσεις της είναι αγαθές. Ο Τζιριτόκωστας, αντίθετα, ο ήρωας της νουβέλας του Καρκαβίτσα, κάνει
ό,τι κάνει εν πλήρει συνειδήσει και με
μοναδικό σκοπό του είτε να πάρει εκδίκηση είτε να ωφεληθεί και να ικανοποιήσει
τα προσωπικά του συμφέροντα. Και παρουσιάζεται από τον συγγραφέα ως το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της κοινωνίας ζητιάνων από την οποία προέρχεται,
τα ζητιανοχώρια των Κράβαρων στην ορεινή Ναυπακτία. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο πριν τον σχολιασμό του χωρίου
στο οποίο περιγράφεται η δημιουργία του
κόσμου, να ειπωθούν κάποια πράγματα και για την νουβέλα αλλά και για το απόσπασμα στο οποίο ανήκει η κοσμογονία, ώστε να τοποθετηθεί αυτή στο ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται.
Στο πρώτο κεφάλαιο, Τζιριτόκωστας φθάνει με τον ανάπηρο υποτακτικό του (ο οποίος γεννήθηκε
υγιέστατος και τον σακάτεψε ο πατέρας του μετά την γέννα για να τον νοικιάζει
σε άλλους ζητιάνους) στο θεσσαλικό χωριό Νυχτερέμι, το οποίο μαζί με την
υπόλοιπη Θεσσαλία έχει μόλις ενωθεί με την Ελλάδα. Ο Τζιριτόκωστας ζητιανεύοντας αντιμετωπίζεται με άθλιο τρόπο
από τους χωρικούς, που τον κακομεταχειρίζονται και τον χλευάζουν με
διάφορους τρόπους. Ο ζητιάνος όμως, ο οποίος έχει τη δική του ατζέντα και περιμένει
την κατάλληλη στιγμή για να πάρει εκδίκηση,
φαίνεται να αντιδρά αδιάφορα στις προσβολές αυτές. Το ανθολογούμενο
απόσπασμα επιχειρεί να εξηγήσει τη συμπεριφορά του αυτή, συστήνοντας στον αναγνώστη την κοινωνία από την οποία
προέρχεται, τις παραδόσεις της και τις αξίες της. Διότι, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ήρωα νατουραλιστικού
αφηγήματος, ο Τζιριτόκωστας είναι δέσμιος των εσωτερικών του παρορμήσεων που
του στερούν την ηθική και των κοινωνικών συμβάσεων που του περιορίζουν την
ελευθερία.
(Η ανάγνωση της πρώτης ενότητας αρχίζει από το 1:48 )
(Η ανάγνωση της πρώτης ενότητας αρχίζει από το 1:48 )
Το απόσπασμα χωρίζεται σε δυο διακριτές
ενότητες. Στην πρώτη ενότητα, παρουσιάζονται, καθώς οι άντρες είναι απόντες, οι
γυναίκες να παλεύουν με την άγονη γη των Κραβάρων, Κράκουρα τα ονομάζει ο
Καρκαβίτσας. Κι έπειτα περιγράφεται ένα πολύ ιδιότυπο σχολείο, το οποίο
ουσιαστικά επαληθεύει την αντίληψη ότι μέσω της εκπαίδευσης μια κοινωνία
αναπαράγει τον εαυτό της. Εδώ έχουμε να
κάνουμε με μια κλειστή κοινωνία ζητιάνων, η οποία ζει με βάση τις αρχές, τις αντιλήψεις
και τις αξίες που έχουν αναπτυχθεί στο
εσωτερικό της από την ίδια. Και με βάση αυτές απονέμει επαίνους και επιβάλλει ποινές. Και
βέβαια, όπως συμβαίνει σε όλες τις κοινωνίες
αυτού του είδους, για τους εκτός κοινωνίας οι έπαινοι μπορεί να είναι ανάξιοι και οι ποινές χωρίς
κόστος, αλλά για τα μέλη της κοινωνίας αυτής έχουν ιδιαίτερη αξία, ακριβώς επειδή αυτό έχουν διδαχθεί από
παιδιά. Οπότε, στο σχολείο της κλειστής αυτής
κοινωνίας ζητιάνων, ποιος θα μπορούσε
να είναι ο στόχος; Κανένας άλλος, παρά να βγάλει τέλειους
ζητιάνους... Εκεί διδάσκουν γέροι που
μεταλαμπαδεύουν στους νεαρούς χρόνια και χρόνια εμπειρίας στη ζητιανιά και το
αναλυτικό πρόγραμμα περιλαμβάνει αναγκαίες γνώσεις, όπως πώς θα
παριστάνεις σωστά τον τυφλό, τον ανάπηρο, τον τρελό ή και το θύμα από αρρώστιες
που «δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα»! (Ο ορισμός της τεχνοκρατικής εκπαίδευσης: δεν φτιάχνει ανθρώπους, φτιάχνει εργαλεία- εν προκειμένω, εργαλεία ζητιανιάς). Η κοινωνία αυτή βέβαια έχει τον δικό της
βάρδο που, σαν άλλος Όμηρος, εξυμνεί τα κατορθώματα των ηρώων της, διότι βέβαια
έχει και τη δική της, ιδιαίτερη μυθολογία.
Και όπως συμβαίνει και σε κάθε μυθολογία που σέβεται τον εαυτό της, αυτή
αρχίζει με την κοσμογονία, τον μύθο που περιγράφει τη γέννηση του κόσμου, στην
οποία θα αναφερθώ πλατύτερα παρακάτω.
Στη επόμενη ενότητα, μαθαίνουμε περισσότερα
για αυτήν την κοινωνία, η οποία μπορεί μας φαίνεται στρεβλή με βάση τα δικά μας μέτρα, είναι τέλεια όμως για τα μέλη της. Αρχικά, αυτό γίνεται φανερό μέσω
της αναφοράς στην εξαιρετική επίδοση του νεαρού Τζιριτόκωστα στη ζητιανιά (ο
οποίος αναδεικνύεται στην περίπτωση αυτή ο Ένας που τους εκφράζει Όλους), η
οποία γεννάει συναισθήματα υπερηφάνειας στον πατέρα του. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην είσοδο του
μικρού αρίστου στην παλιά σκονισμένη
αποθήκη, που περιγράφεται ως μια τελετή μύησης ή ενηλικίωσης. Κάποιες ινδιάνικες φυλές αφήνουν τα παιδιά
στους στα βουνά, κάποιες άλλες στην έρημο, εμείς τα βάζουμε να δώσουν Πανελλήνιες και οι Κραβαρίτες τα εισάγουν στην αίθουσα των
τροπαίων, την μικρή αποθηκούλα δηλαδή, για να τους γνωρίσουν την
προγονική δόξα. Όπου στην περίπτωση μας, τα τρόπαια είναι τα μπαστούνια των
παλιών ζητιάνων κρεμασμένα από το ταβάνι. Και το υπόλοιπο κομμάτι της παραγράφου αφιερώνεται σε μια εντυπωσιακή εξύμνηση
του μπαστουνιού, σαν να ήταν η ασπίδα του Κάπτεν Αμέρικα ή το chacram της Ζήνας. Στη συνέχεια και ως το τέλος της ενότητας, ο πατέρας του ήρωα αφήνεται να αναπολήσει με
βαθύ σεβασμό και γλυκιά νοσταλγία τις ηρωικές μέρες της ζητιανιάς, οι οποίες, παρά τις αντιξοότητες και τις
δυσκολίες, τον έκαναν το αξιοσέβαστο πρόσωπο που είναι σήμερα.
Διότι, ναι, στην κοινωνία αυτή των ζητιάνων η
ζητιανιά είναι αξιοσέβαστο
επάγγελμα. Και αυτό το δείχνει πληθώρα
στοιχείων: η διαδικασία μύησης σε αυτήν περιγράφεται με κάθε επισημότητα, οι ηλικιωμένοι δίνουν τη σκυτάλη στους
νεότερους- άρα πρόκειται για κάτι που έχει συνέχεια, τα παλιά μπαστούνια
φυλάσσονται σαν πολύτιμοι θησαυροί που
εξυμνούν το κλέος των προγόνων.... Και το κυριότερο, η εκμάθηση της τέχνης του ζητιανεύειν είναι μια δύσκολη, απαιτητική
και χρονοβόρα διαδικασία κι όπως είναι ευρύτατα γνωστό… ό,τι αξίζει πονάει κι
είναι δύσκολο. Και βέβαια υπάρχει και ο
κουτσοκουλόστραβος χορός με το τραγούδι που τον συνοδεύει, ο οποίος, ως ένα είδος εθνικού ύμνου, την
αιτιολογεί, την εξυμνεί και την καταξιώνει.
Τα παράδοξα αυτά στοιχεία αυτής της φαύλης
κοινωνίας με τους φαύλους επαίνους και τις φαύλες αξίες, ο Καρκαβίτσας τα τονίζει διανθίζοντάς τα με πολύ χιούμορ το
οποίο εκφράζεται με πολλούς τρόπους: συχνά περιγράφει πλατιά κάποια στοιχεία
της κοινωνίας αυτής με μεγάλη ακρίβεια και λεπτομέρειες ως να είναι κάτι
πραγματικά σημαντικό. Άλλοτε,
ακολουθώντας το παράδειγμα του Αριστοφάνη, δημιουργεί καινούργιες, πολυσύνθετες,
συχνά, «ποιητικές» λέξεις, για να αποδώσει στοιχεία της ζωής των ζητιάνων, με
τρόπο που υπονομεύει την φαινομενικά σοβαρή ατμόσφαιρα. Κυρίως όμως χρησιμοποιείται η ειρωνεία, καθώς σε όλη την έκταση του κειμένου παρουσιάζεται
με φαινομενική ειλικρίνεια και σοβαρότητα το φαύλο ως σοβαρό και αδιαφιλονίκητα αξιέπαινο. Έτσι, οι μικροί μαθητές «υποφέρουν» από αρρώστιες που δεν υπάρχουν
ακόμα, ο
«γλυκόφωνος» αοιδός τραγουδάει ένα μονότονο τραγούδι με στριγκή
φωνή, οι Κραβαρίτες ενθουσιάζονται για
τα άγονα και κακοτράχαλα εδάφη τους, οι νεκροί ζητιάνοι που παρουσιάζονται ως ήρωες έχουν αντιηρωικά αν όχι αστεία ονόματα, ο πατέρας του Τζιριτόκωστα ευχαριστεί τον Θεό
για το ταλέντο του γιου του στη ζητιανιά, τα μπαστούνια αντιμετωπίζονται ως τρόπαια και συγκρίνονται με το δόρυ
του Αχιλλέα και την ασπίδα του Αίαντα και, τέλος, ο τριτοπρόσωπος
αφηγητής φαίνεται να ασπάζεται τη συμπάθεια με την οποία αναπολεί ο
Τζιριτόγιωργας τη ζωή των «καημένων» των ζητιάνων.
Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο στο οποίο
εντάσσεται ο μύθος για τη δημιουργία του κόσμου.
Αποτελεί μέρος του τραγουδιού
το οποίο άδει ο γέροντας, ο αοιδός της ηρωικής αυτής κοινωνίας, κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, με σκοπό να ενθαρρύνει και να γαλουχήσει τους νεαρούς
μαθητές. Πρόκειται για έναν αιτιολογικό
μύθο, ο οποίος εξηγεί και εξυψώνει ταυτόχρονα τη ζωή του ζητιάνου, ανάγοντας την έναρξή της ήδη από την αρχή
του κόσμου και δίνοντάς της θεολογικό επίχρισμα. Δημιουργός του κόσμου στον μύθο αυτό είναι ο Θεός, ο οποίος μόνος
του αποφασίζει να φτιάξει τον κόσμο γιατί…
Τι γιατί; Θεός είναι ό,τι θέλει κάνει. Γι' αυτό. Μόνο που, σε αντίθεση με την «Γένεσι», ο Θεός ενεργεί εδώ σαν
μαθητευόμενος μάγος. Δε φαίνεται να
έχει κάποιο σχέδιο ούτε καν κάποιο πλάνο και φαίνεται ότι φτιάχνει τον κόσμο
από ανία, απλά και μόνο γιατί μπορεί, και για κανέναν άλλο λόγο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην μοιράσει τα
υλικά ισομερώς. Κι έτσι ξοδεύει όλο το γόνιμο χώμα, χωρίς να έχει προβλέψει τι θα κάνει με τα βράχια. Κι ενδεικτική του χαρακτήρα και των ικανοτήτων του Θεού σε αυτήν την κοσμογονία, είναι η αντίδραση του όταν το συνειδητοποιεί, η οποία πόρρω
απέχει από την πληρότητα, την ιερότητα και την ηρεμία με τις οποίες
χαρακτηρίζεται ο δημιουργός στο ποίημα του Ελύτη. Σαν τη διαφορά του Σάρουμαν με τον Γκάνταλφ ένα πράμα… Οργίζεται κι αντί να δει πώς θα διορθώσει το λάθος του, κλωτσάει σαν μικρό παιδάκι που δεν του κάναν
το χατίρι ό,τι έχει μείνει, Και τα βράχια πέφτουν όλα με ορμή στα Κράβαρα/Κράκουρα
τα οποία χαρακτηρίζονται στέρφα σαν την μήτρα της Σάρας, που στη συνείδηση του
λαού είναι ταυτισμένη με κάτι ολοκληρωτικά στείρο, εν αντιθέσει με την υπόλοιπη Γη που ονομάζεται πανώρια και πανέμορφη.
Χαρακτηριστικό τοπίο της ορεινής Ναυπακτίας , όπου βρίσκονται τα Κράβαρα. |
Δεν τελειώνει όμως ο μύθος εδώ, γιατί και η κραβαρίτικη «Γένεσις» γίνεται
τελικά ένας ηθικός μύθος, ένα μέσο εξύψωσης,
καταξίωσης και δικαίωσης της ζητιανιάς ως τρόπου ζωής!
Στέρφα- ξεστέρφα η
μήτρα της Σάρας, εν τέλει ο Θεός
το 'κανε το θαύμα του κι έστω κι αργά, βλάστησε
τον Ισαάκ, σαν από θαύμα. Έτσι κι εδώ. Το θαύμα γίνεται! Μόνο που, ενώ στην Παλαιά Διαθήκη το
κάνει ο Θεός, στα Κράβαρα το κάνουν οι Διάβολοι. Όλοι μαζί. Αποσυνάγωγοι οι Κραβαρίτες από το καλό και το
ηθικό, όπως αυτοχαρακτηρίζονται, καταλήγουν να υιοθετηθούν από όλους τους Διαβόλους
και στρέφονται στον παρασιτικό τρόπο ζωής τους. Για τον οποίο μάλιστα αισθάνονται και πολύ ευχαριστημένοι, διότι άκοπα απολαμβάνουν όλα τα αγαθά. Ο μύθος λοιπόν δεν είναι απλά και σκέτα μια κοσμογονία. Είναι επιπλέον και μια ηθική
δήλωση των Κραβαριτών καθώς και η απόπειρα μιας εκ προοιμίου αθώωσης τους στα μάτια των άλλων ανθρώπων αλλά
και των ίδιων, πριν καν διατυπωθεί
κάποια κατηγορία: τις χαμηλής
ηθικής πράξεις τους τις δικαιολογούν αποδίδοντάς τες στο κακοτράχαλο του εδάφους που χαρακτηρίζει τον τόπο στον οποίο κατοικούν. Και έτσι εξελίσσεται
αυτός σε ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου, στον οποίο φορτώνουν όλες τις αμαρτίες τους και μέσω του οποίου
ξεπλένονται από όλες τις ευθύνες τους.
Το απόσπασμα του βιβλίου όπως παρουσιάζεται στην εξαιρετική διασκευή της νουβέλας σε κόμικς από τον Canellos Cob |
(Δείτε εδώ την τηλεοπτική σειρά η οποία βασίζεται στο μυθιστόρημα του Καρκαβίτσα). Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι έχουν δίκιο
κιόλας!
Από τη άλλη πάντως, πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο τόπος επιδρά σε μεγάλο βαθμό στη ζωή του ανθρώπου.
Κι αυτό είναι ουσιαστικά το σημείο στο οποίο συγκλίνουν τα δυο κείμενα. Στο
ποίημα του Ελύτη ο τόπος διδάσκει τους ανθρώπους την αξία της προσπάθειας και τη σημασία του ανοίγματος των οριζόντων και της ματιάς. Αντίθετα, το άγριο τοπίο της ορεινής
Ναυπακτίας στρέφει προς τον απομονωτισμό τους Κραβαρίτες και από εκεί στην επιλογή της ζητιανιάς ως
τρόπου ζωής, μιας και το άγονο και βραχώδες έδαφος δε μπορεί να καλύψει τις
ανάγκες τους εύκολα.
Κι επιπλέον δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι ο τόπος επηρεάζει τον
χαρακτήρα του ανθρώπου αλλά και τον
τρόπο ζωής του. Ο πολύγλωσσος Βέλγος youtuber Φρεντ σε ένα βίντεο του
για το τι του έκανε εντύπωση στην Ελλάδα περιλαμβάνει την εμμονή που έχουν οι
Έλληνες με τον καιρό. Κάθε φορά, λέει,
που έχει συννεφιά ή βρέχει, αναστατώνονται. Αυτό είναι το κύριο θέμα συζήτησης
και το σχολιάζουν σαν να αποτελεί κάποια ανήκεστη βλάβη. (Στο 1:04)
Στον Φρεντ φαίνεται λογικό να βρέχει, γιατί, όπως λέει, στο Βέλγιο ο καιρός είναι συνηθέστατα έτσι. Αλλά το ίδιο λογικοί είμαστε και εμείς. Διότι, ακριβώς επειδή ο καιρός είναι συνήθως ήπιος, έχουμε οργανώσει έτσι τη ζωή μας, ώστε να περνάμε πολύ χρόνο έξω. Από τότε που ο Αριστοτέλης έκανε τα μαθήματά του περπατώντας μέχρι σήμερα που πολυεθνική αλυσίδα καφέ εξαναγκάζεται στην Ελλάδα (μόνο) να νοικιάζει καταστήματα με τραπεζάκια έξω, επειδή η κουλτούρα που η καλοκαιρία μας έχει καλλιεργήσει είναι να κάνουμε μεγάλης διάρκειας καφεποσίες με τους φίλους μας, διότι στην πραγματικότητα ο καφές είναι η πρόφαση για να βγούμε έξω.
Στον Φρεντ φαίνεται λογικό να βρέχει, γιατί, όπως λέει, στο Βέλγιο ο καιρός είναι συνηθέστατα έτσι. Αλλά το ίδιο λογικοί είμαστε και εμείς. Διότι, ακριβώς επειδή ο καιρός είναι συνήθως ήπιος, έχουμε οργανώσει έτσι τη ζωή μας, ώστε να περνάμε πολύ χρόνο έξω. Από τότε που ο Αριστοτέλης έκανε τα μαθήματά του περπατώντας μέχρι σήμερα που πολυεθνική αλυσίδα καφέ εξαναγκάζεται στην Ελλάδα (μόνο) να νοικιάζει καταστήματα με τραπεζάκια έξω, επειδή η κουλτούρα που η καλοκαιρία μας έχει καλλιεργήσει είναι να κάνουμε μεγάλης διάρκειας καφεποσίες με τους φίλους μας, διότι στην πραγματικότητα ο καφές είναι η πρόφαση για να βγούμε έξω.
Και βέβαια, υπάρχουν και άλλες παράμετροι
βάσει των οποίων μπορεί να επηρεάσει ο τόπος τον άνθρωπο. Άλλες είναι οι προσλαμβάνουσες που έχει
κάποιος που κατοικεί σε έναν ορεινό τόπο και άλλες αυτός που κατοικεί σε έναν παραθαλάσσιο. Άλλες στην επαρχία και άλλες στην πρωτεύουσα.
Άλλες στην πόλη και άλλες στο χωριό. Και
το λέω αυτό ως χωριατόπαιδο που δεν έγινε κιθαρίστας επειδή δε θα μπορούσε να
γίνει, λόγω έλλειψης της δυνατότητας να λάβει μαθήματα, και που ένας από
τους λόγους που επέλεξε την Αθήνα ως τόπο σπουδών ήταν η δυνατότητα να πηγαίνει σε περισσότερες συναυλίες, θέατρα,
κινηματογράφους και ποδοσφαιρικούς αγώνες. (Το τελευταίο δεν το έκανα καθόλου. Σε όλα τα υπόλοιπα του 'δωσα και κατάλαβε...)
Προσοχή όμως! Ο τόπος δεν είναι ο μοναδικός
παράγοντας που πλάθει τον χαρακτήρα ενός
ανθρώπου ή, τουλάχιστον, αν το κάνει, δεν τον πλάθει με έναν τρόπο μόνο. Για αυτό τον λόγο και
οι Κραβαρίτες δεν αθωώνονται για τις επιλογές τους. Τα μέρη μου, ας πούμε, είναι πολύ πιο άγονα από τα Κράβαρα αλλά οι
άνθρωποι όργωναν τα βράχια και έσκαβαν χωράφια στους γκρεμούς για να σπουδάσουν
τα παιδιά τους. Ίσως γιατί ήταν πλατύς
απάνου ο ουρανός και τους έμαθε την απεραντοσύνη…
2 σχόλια:
Φοβάμαι πως το σχόλιό μου δεν είναι καθόλου πρωτότυπο. Για άλλη μια φορά ένα μεγάλο "μπράβο"!
Σας ευχαριστώ πολύ. Να είστε καλά.
Δημοσίευση σχολίου