Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

Καράβια αλήτες: Από το "Mal du depart" (Νίκος Καββαδίας) μέχρι το "Σπασμένο Καράβι," (Γιάννης Σκαρίμπας) ένα τσιγάρο δρόμος

"Θέλω να φύγω πια από δω..." έλεγε ο Καρυωτάκης.  Κι επειδή δεν τα κατάφερε, αυτοκτόνησε. Αυτό ακριβώς είναι που  φοβάται και το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα του Νίκου  Καββαδία  "Mal du depart"  (1933), το  οποίο είναι αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος του: ένα ποίημα ματαίωσης και δυσθυμίας επειδή δεν εκπληρώθηκε το mal du depart,  η λαχτάρα για φυγή. 
     Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή....
   Το ποίημα περιλαμβάνεται στο "Μαραμπού", την πρώτη  ποιητική συλλογή του ποιητή. Από τα ποιήματα της συλλογής είναι το περισσότερο επηρεασμένο από την ποίηση φυγής του Κώστα Ουράνη, που αποτελεί βασική επιρροή στον πρώιμο Καββαδία. Και ένα από τα περισσότερο αυτοβιογραφικά της (γιατί ο νεαρός ποιητής και ναυτικός δεν φαντάζομαι να είχε προλάβει να δει ή ζήσει όσα αναφέρονται στο "Μαραμπού"), καθώς φαίνεται πως απηχεί την ψυχολογική του κατάσταση του Καββαδία όταν στα 18 του χρόνια,  υπακούοντας στην επιθυμία της μάνας του, αντί να ταξιδέψει όπως ήθελε, έπιασε δουλειά σε ναυτιλιακή εταιρία.  Παράλληλα, αποτελεί και το πρώτο  ποίημα του ποιητή που έγινε ευρέως γνωστό ως τραγούδι (με τίτλο "Ιδανικός και ανάξιος εραστής", από  τον πρώτο στίχο του) καθώς  μελοποιήθηκε εξαιρετικά από τον Γιάννη Σπανό και περιέχεται στον δίσκο του 1975 "Τρίτη ποιητική ανθολογία". 

 Κομβική είναι εκείνη η στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας κατά την οποία για πρώτη φορά κάποιος προϊστορικός πρωτόγονος άνθρωπος, αφού συνειδητοποίησε πρώτα ότι είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα με δικές του ανάγκες και επιθυμίες οι οποίες μπορεί να είναι διαφορετικές από εκείνες της κοινότητας στην οποία ανήκει, αναρωτήθηκε περίεργος τι να βρίσκεται πίσω από τα βουνά που κλείνουν την κοιλάδα όπου ζει όλη του τη  ζωή και του γεννήθηκε η επιθυμία να το ανακαλύψει,  αφήνοντας τη ασφάλεια της κοιλάδας.
   Έκφανση και έκφραση αυτών των δυο αρχέγονων  πια αναγκών του homo sapiens, να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση και να δει  τι κρύβεται πίσω από τον ορίζοντα, αποτελεί το  περιεχόμενο του ποιήματος. Το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται ματαιωμένο γιατί αισθάνεται ότι κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια ζωή συμβιβασμένη, τυπική με επαναλαμβανόμενες αυτούσια μέρες. Και  αυτό τον κάνει να φοβάται ότι δε θα ζήσει  ποτέ τις περιπέτειες της ναυτικής ζωής την οποία  επιθυμεί. Αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο "θέλω" της φυγής και το "πρέπει" της παραμονής πυροδοτεί το ποίημα, καθώς στην πραγματικότητα  το ποιητικό υποκείμενο οραματίζεται αυτό που δε θέλει να του συμβεί, ένα μέλλον μη επιθυμητό, για να το ξορκίσει κάπως. Άρα, αποτελεί ταυτόχρονα το βασικό δομικό στοιχείο του ποιήματος καθώς κάθε στροφή του βασίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στην επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου και την πραγματικότητα.  Και αυτήν  την αντίθεση τονίζουν τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής.
     Στην πρώτη στροφή  το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζει αρχικά τον εαυτό του ως  ιδανικό και ανάξιο εραστή  των μακρινών ταξιδιών.  Ιδανικό γιατί η επιθυμία αυτήν, καθώς δεν θα
Μαντράς (πλέον ονομάζεται Τσεννάι)
πραγματοποιηθεί και θα μείνει στη σκέψη του, θα είναι πάντα τέλεια, όπως συμβαίνει με όλα τα όνειρα που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και η σκέψη μας τα εξωραΐζει, τους δίνει μια άσπιλη, αμόλυντη, ιδεατή μορφή. Και ανάξιος για το  ίδιον ακριβώς λόγο, διότι φάνηκε ανεπαρκής και δεν αξιώθηκε να τα πραγματοποιήσει, άρα η  κατηγορία και η ευθύνη βαραίνουν τον ίδιο. Αποτέλεσμα  της επιλογής αυτής θα είναι είναι ένας θάνατος διπλά δυσάρεστος, που η οσμή του θα σκεπάζει και θα εμποτίζει όλη του τη ζωή,  καθώς θα πεθάνει, χωρίς να εκπληρώσει αυτό το οποίο θεωρεί πως ήρθε στον κόσμο: την επιθυμία να ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο. Πόσο μεγάλη είναι αυτή το φανερώνουν το ρήμα "σχίζω" με το οποίο μεταφορικά περιγράφει την πραγμάτωσή της αλλά και ο χαρακτηρισμός της γραμμής των οριζόντων ως θολής, στοιχείο που  ρεαλιστικά παραπέμπει στην εικόνα ενός καραβιού που απομακρύνεται, συμβολικά όμως απηχεί και τη ρευστότητα της ζωής ενός ταξιδιώτη που είναι απαλλαγμένη από την ξεκάθαρη ρουτίνα μιας καθημερινότητας σαν αυτή που αποτελεί την πραγματικότητα και τον εφιάλτη του ποιητικού υποκειμένου.
 Στην επόμενη στροφή παρουσιάζονται προσωποποιημένα τα καράβια να είναι αδιάφορα για το
Σιγκαπούρη 
δράμα του ποιητικού υποκειμένου και να συνεχίζουν ερήμην του τα ταξίδια τους για κοντινούς (το Αλγέρι και το Σφαξ) ή μακρινούς προορισμούς (το Μαδράς και η Σιγκαπούρη), οι οποίοι τίθενται ως παραδείγματα, όπως δηλώνει το ασύνδετο σχήμα. Το στοιχείο αυτό κάνει τη θλίψη που αισθάνεται να πολλαπλασιαστεί, καθώς είναι φυσικό όταν μας λείπει κάτι, να μεγεθύνει τη λύπη μας το γεγονός ότι άλλοι το απολαμβάνουν, πόσο μάλλον όταν αυτό γίνεται μπροστά στα μάτια μας. Γιατί ενώ τα καράβια φεύγουνε, το ποιητικό υποκείμενο παραμένει κλεισμένο σε ένα γραφείο και κάνει ατέλειωτα και χωρίς σταματημό -καθώς είναι "χοντρά" τα βιβλία- αριθμητικές, λογιστικής φύσης, πράξεις, μια βαρετή κι επαναλαμβανόμενη ανούσια διαδικασία συγκρινόμενη με τις ναυτικές περιπέτειες που επιθυμεί να ζει. Και το μόνο που έχει απομείνει από τη λαχτάρα του είναι οι ναυτικοί χάρτες στους τοίχους, οι οποίοι ταυτόχρονα του ρίχνουν αλάτι στις πληγές. Η αφόρητη αυτή αίσθηση του ψυχικού άλγους γίνεται ακόμα πιο έντονη αν υποθέσουμε ότι η αναφορά στους  χάρτες είναι αυτοβιογραφική πινελιά και ο στίχος αναφέρεται στη ναυτιλιακή εταιρία που δουλεύει ο ποιητής,  καθώς είναι επώδυνη η γνώση πως ετοιμάζει ταξίδια για άλλους  Και η σκυφτή του στάση δεν περιγράφει μόνο πώς κάθεται ενώ δουλεύει αλλά περισσότερο τη ψυχολογική του κατάσταση που προκύπτει από την επίγνωση ότι ζει μια ξένη, υποταγμένη και συμβιβασμένη ζωή,  πως αφέθηκε να αλλοτριωθεί, με άλλα λόγια,  γιατί δεν τόλμησε να διεκδικήσει την εκπλήρωση του ονείρου του.
   Έτσι,  στην τρίτη στροφή δημιουργείται μια πλαστή πραγματικότητα η οποία όμως έρχεται σε
Αλγέρι 
πλήρη αντίθεση με τις επιθυμίες του ποιητικού υποκειμένου όπως έχουν διαγραφεί (και... διαγραφεί) στους προηγούμενους στίχους.  Απογοητευμένος και ματαιωμένος θα σταματήσει ακόμα και να μιλά για μακρινά ταξίδι. Έτσι όλοι θα νομίζουν ότι έχει ξεπεράσει αυτή την παράλογη για αυτούς επιθυμία, την νεανική λόξα, όπως τη λέει η μάνα του ανακουφισμένη που πέρασε πια, όπως νομίζει, και  έτσι δεν κινδυνεύει πλέον να τον χάσει κι ούτε θα αντιμετωπίσει τους κινδύνους της  ναυτικής ζωής. 
 Η συνείδηση όμως του ποιητικού υποκειμένου, άγρυπνη, γνωρίζει την αλήθεια. Και κάποια στιγμή ο ίδιος ο εαυτός του  θα ορθωθεί αηδιασμένος και θα απαιτήσει δικαιοσύνη, όσο σκληρή και να είναι αυτή,  για τη σπαταλημένη ζωή που έζησε.  Κι έτσι το χέρι του, που χαρακτηρίζεται ανάξιο ως εκπρόσωπος της δικής του αναξιότητας,  νικάει για μια φορά το τρεμούλασμα στο οποίο τον έχει καταδικάσει η επίγνωση της προδοσίας των ονείρων του και σταθερά, σίγουρα, αταλάντευτα  πατάει τη σκανδάλη  αποδίδοντας δικαιοσύνη.  
    Αυτή η αυτοκτονία όμως δεν είναι πράξη εξιλέωσης ή λύτρωσης. Είναι πράξη εκδίκησης και
Σφαξ 
τιμωρίας που επιβάλλει το ποιητικό υποκείμενο στον εαυτό του για την προδοτική άρνησή του να ακολουθήσει τα όνειρά του, μια πράξη που οι συνέπειές της συνεχίζονται και μετά θάνατο.  Γιατί πέρα από το γεγονός ότι έζησε μια ανέντιμη ζωή, μιας και δεν ήταν η δική του, το ποιητικό υποκείμενο δεν αξιώνεται, μετά τον ατιμωτικό του θάνατό του,   να έχει ούτε και μια έντιμη ταφή. Γιατί αντί για την ιδιαίτερη  ταφή στη θάλασσα, την οποία ονειρεύεται και αποτελεί το ιδεώδες τελείωμα της ναυτικής ζωής ("ο καθένας μας έχει το καρχαρία του που τον περιμένει", έλεγε  με  θυμοσοφική διάθεση ο Καββαδίας -και κατά τραγική ειρωνεία, ο ποιητής πέθανε ξαφνικά στη στεριά και δεν αξιώθηκε την θαλάσσια κηδεία που επιθυμούσε), θα τύχει μιας κοινής ταφής, όμοιας με εκείνης των πολλών και αντάξια της χρεοκοπημένης ζωής που έζησε μαζί τους.
   Είναι προφανές, βέβαια, ότι το ποίημα μας είναι οικείο και μας αγγίζει γιατί μας αφορά όλους, κι ας μην είμαστε ναυτικοί. Γιατί απηχεί τα διλήμματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις που κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει στη ζωή του κάθε φορά που συγκρούονται οι επιθυμίες του με την πραγματικότητα. Από την κάθε  Ελισάβετ Μουτζάν που υφίσταται έναν γάμο που δεν ήθελε κι ας   φοβάται ότι θα πεθάνει χωρίς να εκπληρώσει το " τέλος*, διά το οποίον βάνει ο θεός τον άνθρωπον εις τον κόσμον"  μέχρι τον πιτσιρικά που δε δηλώνει ποτέ στο μηχανογραφικό τη Σχολή Καλών Τεχνών και γίνεται γιατρός για να κληρονομήσει την πελατεία του μπαμπά. Κι από την κοπέλα που κλείνει στην ντουλάπα τον μεγάλο της έρωτα για μιαν άλλη γυναίκα μέχρι τον νεαρό Ροδίτη  που παρατάει το σχολείο γιατί "τι να τα κάνει τα γράμματα  αφού έχει τουρίστες" (Covid19  says "hi").
 Για να επιστρέψουμε στον Καββαδία,  η δυσθυμία  του ποιήματος αποτελεί βασικό στοιχείο χαρακτηριστικό συνολικά του ποιητικού του έργου, απλά στη συνέχεια αλλάζει πρόσημο. Εδώ ο φόβος είναι προδρομικός και πηγάζει από την ανησυχία μήπως δεν πραγματωθεί η φυγή. Στα επόμενα ποιήματα του ποιητή, η δυσθυμία πηγάζει από τον φόβο μήπως η φυγή ήτανε αναχώρηση ή, ακόμα χειρότερα, εξελίχθηκε τελικά σε τέτοια.  Γιατί η φυγή είναι ουσιαστικά η άρνηση μιας πραγματικότητας, δυσάρεστης συνήθως, και η απόπειρα να δημιουργηθεί μια καινούρια, αλλού, μέσα σε νέες συνθήκες. Η αναχώρηση αντίθετα είναι είμαι μια μετακίνηση της ίδιας πραγματικότητας από τόπο σε τόπο, ένα αίσθημα λίγο πολύ σαν αυτό που περιγράφει ο Καβάφης στην "Πόλι". Ο τυπικός καββαδιακός ήρωας, λοιπόν,  ζει σε μια συνεχή δυσθυμία, διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία του να ταξιδέψει και στη διαρκή αμφισβήτηση της  επιθυμίας αυτής. Έτσι, π.χ., στο "Kuro siwo", το ποιητικό υποκείμενο ανακαλεί τα λόγια που του είπε κάποια αγαπημένη γυναίκα στην Αθήνα, για να διαπιστώσει τελικά ότι τα θαλάσσια ταξίδια είναι η καταδίκη του και όχι η λυδία λίθος, άρα δεν μπορεί να κάνει κάτι για να αλλάξει,  χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τον κάνουν και ευτυχισμένο.  Στο "Πούσι", το ποιητικό υποκείμενο  για να κατευνάσει τον φόβο φωνάζει το όραμα της αγαπημένης γυναίκας για να το διώξει μόνος του στο τέλος διαλύοντάς το, καθώς συνειδητοποιεί ότι είναι ήδη πνιγμένος, είναι ζυμωμένος, δηλαδή , αξεδιάλυτα με τη θάλασσα και δεν υπάρχει ελπίδα διαφυγής. Στο "Cambay' s Water", το απροσδιόριστο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο μετράει τα μίλια για σαράντα μέρες  μέχρι να φτάσει στο λιμάνι όπου τον περιμένει η αγαπημένη γυναίκα. Όταν φτάνει, όμως, δεν κατεβαίνει ποτέ να τη συναντήσει κι ας τον τσακίζει που η αναχώρηση δε συνοδεύεται από "μαντήλι" και "φουστάνι", δεν τον αποχαιρετά κανείς δηλαδή, και μάλιστα  επειδή ο ίδιος το επέλεξε. Στο "Θεσσαλονίκη 2", υπόσχεται στη γυναίκα από την Καλαμαριά  ότι μπορεί να ξαναγυρίσει μες τη φυρονεριά -ποτέ δηλαδή- καθώς με τη φυρονεριά τα καράβια ποτέ δε μπαίνουν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Και για να μην μακρηγορώ  και κάνω παραπομπές σε όλα τα ποιήματα του ποιητή, η μόνη γυναίκα που του φαίνεται ότι θα μπορούσε να αγαπήσει είναι εκείνη στο ποίημα "A Bord de l' Aspasia" η οποία -εντελώς βολικά- είναι αγιάτρευτα άρρωστη. 
   Το αποκορύφωμα αυτής της δυσθυμίας αποτελεί το ποίημα "Ο πιλότος Νάγκελ".

Ο Νορβηγός πιλότος, στον οποίο αναφέρεται το ποίημα, καταδίκασε τον εαυτό του σε ένα εφιαλτικό ιδιότυπο καθαρτήριο που εξελίσσεται τελικά σε κόλαση. Ξέμεινε στο Κολόμπο γιατί  όπως φαίνεται το ταξίδι  τονε γέλασε και το βαρέθηκε, αλλά δε θέλησε να επιστρέψει στα νησιά Λοφούτεν, από όπου καταγόταν. Ίσως γιατί θα ήταν μια παραδοχή για τη λάθος επιλογή ζωής που έκανε. Ίσως για να μην νοιώσει ξένος στον ίδιο του τον τόπο που έχει αλλάξει εν τη απουσία του, όπως ήρωας του Χατζή στο διήγημα "Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου" ή ο ξενιτεμένος στο ποίημα του Σεφέρη.  Τα νησιά Λοφούτεν όμως δεν τον άφησαν ποτέ, έμειναν μέσα του και πέθανε από νοσταλγία δίνοντας πορεία σε ένα καράβι με προορισμό τον τόπο αυτόν, την επιστροφή στον τόπο που ο ίδιος επέλεξε να μην ολοκληρώσει.  
  Μια παρόμοια κατάσταση με τον Νορβηγό πιλότο βιώνει και το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα του Γιάννη Σκαρίμπα "Σπασμένο καράβι",  το  οποίο φαίνεται ότι το μοναδικό κοινό σημείο που έχει με το "Mal du Depart"  είναι ότι μελοποιήθηκε και αυτό εξαιρετικά από τον Γιάννη Σπανό και συμπεριλήφθηκε  στον ίδιο δίσκο.
   Κατά τα λοιπά δεν είναι παράλληλα κείμενα, μάλλον αντίστροφα είναι.
Γιατί στο  ποίημα του Καββαδία το ποιητικό υποκείμενο φοβάται μήπως δεν πραγματώσει το όνειρο του ταξιδιού, νοιώθει δηλαδή σαν καράβι που  δεν ταξιδεύει. Στον Σκαρίμπα, αντίθετα, το ποιητικό υποκείμενο εύχεται να ήταν ένα σπασμένο καράβι. Κάτι δηλαδή που έχει φτιαχτεί για ταξίδι, αδυνατεί όμως να το κάνει.  Πίσω από αυτή τη μεταφορά κρύβονται όλα τα συναισθήματα απογοήτευσης και παραίτησης που βασανίζουν το ποιητικό υποκείμενο και το εξαναγκάζουν να εύχεται να πέσει σε μια κωματώδη σχεδόν  κατάσταση, ώστε να μη βασανίζεται από μια πραγματικότητα την οποία αδυνατεί να διαχειριστεί.  Πρόκειται, δηλαδή, περισσότερο για μια φυγή προς τα μέσα. Επιπλέον, ένα καράβι που είναι σπασμένο διατηρεί την ιδιότητα του να είναι καράβι, την... καραβίσια υπόστασή του, στερείται μόνο την δυνατότητα να ταξιδεύει. Κατ' αντιστοιχία, το ποιητικό υποκείμενο, δεν αρνείται ουσιαστικά την ζωή και την ανθρώπινη υπόστασή του, θέλει μόνο να τις αναστείλει μπαίνοντας ουσιαστικά σε μια συνεχή καταστολή, ένα αιώνιο κώμα, για να αντέξει τον πόνο που βιώνει με τον ίδιο έντονο τρόπο που στους αρχαίους μύθους έκανε τους θεούς να μετατρέψουν σε βράχους ή άστρα όσους δεν μπορούσαν να αντέξουν την θλίψη για αυτά που τους είχαν συμβεί  (την Νιόβη π.χ. ή την Καλλιστώ).
Μετά από αυτήν την εισαγωγή, ας δούμε, τώρα το ποίημα στίχο-στίχο. 
  Στην πρώτη στροφή λοιπόν, το ποιητικό υποκείμενο εύχεται να ήταν  κατεστραμμένο  καράβι σε ένα
πολύ μακρινό μέρος,  μόνος και απομονωμένος από όλους. Την αίσθηση αυτή του παροπλισμού εντείνει το ιδιότυπο σχήμα λιτότητας που δημιουργείται καθώς ο ποιητής ζευγαρώνει τις αντίθετης σημασίας προθέσεις "με" και "δίχως" και το οποίο μάλιστα επαναλαμβάνεται. Να είναι και χωρίς κατάρτια και χωρίς πανιά, ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα ή, ακόμα περισσότερο, η  υποψία της παραμικρής  δυνατότητας  να μπορεί να ταξιδέψει. 
    Στην επόμενη στροφή περιγράφεται ο τόπος. Εκεί που θα ξωκείλει  τσακισμένο το καράβι,  το πέλαγο να είναι αφράτο και απαλό και η ακτή νεκρική, ώστε χωρίς περισπασμούς και ενοχλήσεις να μπορεί να βυθιστεί στον λήθαργο που επιθυμεί (γιατί θυμηθείτε την πριγκίπισσα και το φασόλι...). Η νεκρική αυτή ησυχία απηχεί   ταυτόχρονα και την νεκρή εσωτερικά ψυχή του ποιητικού υποκειμένου, η οποία επιδιώκει να μείνει σε πλήρη αδράνεια για πάντα. Με τον ίδιο τρόπου που επιθυμεί κάποιος που γυρνάει εξουθενωμένος στο σπίτι και πέφτει  σαν το κομμένο  δέντρο με το κεφάλι στο μαξιλάρι  να μείνει βυθισμένος για πάντα εκεί, απαλλαγμένος από οποιονδήποτε πόνο κι από οποιαδήποτε προσπάθεια.
   Το μοτίβο του θανάτου που  στεφανώνει την πλήρη απομόνωση και εκμηδένιση που επιθυμεί το ποιητικό υποκείμενο επανέρχεται στην επόμενη στροφή καθώς περιγράφεται το  ευρύτερο σκηνικό  στο οποίο τοποθετείται το καράβι. Είναι ένας τόπος στον οποίο υπάρχει πλήρης απουσία ζωής, ένας κόσμος απόλυτης ακινησίας.  Η θάλασσα είναι άψυχη και εκείνη, τοξική. Κανένα πλάσμα ζωντανό δεν θα υπάρχει. Όσα ψάρια το πλησιάζουν θα πέφτουν νεκρά και κανένα  πλάσμα δε θα φτιάξει τη φωλιά του στο νεκρό κουφάρι του, όπως γίνεται συχνά στα πλοία που έχουν προσαράξει ή ναυαγήσει. Έτσι, θα μείνει ανενόχλητο και απομονωμένο Ακόμα και τα βράχια θα είναι σε κατάσταση αποπληξίας, αντανακλώντας την ψυχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου. Το μοναδικό ίχνος ζωής θα είναι τα αστέρια τα οποία, μακριά και αποστασιοποιημένα θα περιορίζονται μόνο να κοιτάνε αδιάφορα, χωρίς να θέλουν ή να μπορούν να επιδράσουν με τον απομονωμένο κόσμο του ποιητικού υποκειμένου. 
    Συμπληρώνοντας τον πίνακα της ακινησίας και της παραίτησης που φιλοτεχνεί το ποιητικό υποκείμενο σε όλο το ποίημα,  φαντάζεται στην επόμενη στροφή ότι ο χρόνος,  καθώς θα βρίσκεται βυθισμένο σε αυτόν τον αιώνιο λήθαργο, θα περνά άχρονος, ως ένα συνεχές απροσδιόριστο παρόν, μέσα σε ένα πέπλο αδιόρατης συνεχούς και αέναης θλίψης, με απόλυτη σιγή μέρα και νύχτα,  χωρίς  εξάρσεις και χωρίς συνέπειες, κάτω από  παγωμένο φως ενός κίβδηλου φεγγαριού. 
  Και στην τελευταία στροφή το ποιητικό υποκείμενο διατυπώνει ξανά την επιθυμία του να είναι το σπασμένο καράβι που περιγράφει σε ολόκληρο το ποίημα και  έτσι την επαναδιαπιστώνει και την επικυρώνει: να βυθίσει για πάντα στον λήθαργο την απονεκρωμένη ψυχή του για να αντιμετωπίσει την ύπαρξή του, την οποία αισθάνεται κενή, κούφια κάτω από το περίβλημα της σάρκας του.              
 Όλα τα παραπάνω, βέβαια, είναι τυπικά συμπτώματα κατάθλιψης και η αλήθεια είναι ότι ο  Σκαρίμπας είχε κάθε δικαίωμα να νοιώθει έτσι, καθώς  όταν έγραψε το ποίημα θρηνούσε την απώλειά του παιδιού του.


   Πρέπει, όμως, να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι το "μαύρο σκυλί", η κατάθλιψη, δε χρειάζεται κατ' ανάγκη λόγο για να χτυπήσει.
 Τα άσχημα πράγματα που μας συμβαίνουν είναι συχνά αφορμές για την εμφάνισή της και όχι αιτίες. Και μπορεί να πλήξει αδιάκριτα χαρούμενους και λιγότερο χαρούμενους ανθρώπους ή ανθρώπους που φαίνονται χαρούμενοι -και ο κωμικός ηθοποιός Ρόμπιν Γουίλιαμς είναι η απόδειξη. Και όταν σε πιάσει, σα σεισμική δόνηση που ξεκινάει αδιόρατα και υπόκωφα κι αυξάνει ολοένα, σε κάνει να επιθυμείς να κλειστείς στο σπίτι με  τα στόρια κατεβασμένα, να  βάλεις τη ζωή σου σε καταστολή και να κοιμηθείς, όχι γιατί είσαι κουρασμένος, αλλά για να μην αισθάνεσαι τον πόνο. Να κοιμηθείς  για όσο χρειαστεί ώστε να όταν ξυπνήσεις να μην πονάς, ακόμα κι αν αυτό είναι για πάντα. Κι είναι παρούσα ακόμα και όταν μοιάζουν όλα τέλεια και περιμένει υπομονετικά τη σειρά της, γιατί ξέρει ότι οτιδήποτε μπορεί να γίνει η αφορμή, η οποία δε χρειάζεται κιόλας καν να υπάρχει, ώστε να αναδυθεί ξανά θριαμβευτικά. κι ενώ μπορεί καμιά φορά, αν αναγνωρίσεις το πρόβλημα, να το εκλογικεύσεις και να το πολεμήσεις, ακόμα κι έτσι ωστόσο η προσπάθεια που χρειάζεται για να το κάνεις αυτό, ακόμα και για μικρά καθημερινά πράγματα όπως το να βγεις από το σπίτι  είναι πολύ μεγάλη και σε εξοντώνει. Και έχεις πάντα δελεαστική στην άκρη του μυαλού σου τη δυνατότητα και την προοπτική γίνεις "σπασμένο καράβι", πέρα μακριά, να πέσεις σε λήθαργο, να βάλεις τη ζωή σου σε καταστολή για να γλιτώσεις τον  πόνο. Κι  όταν δεν μπορείς να το κάνεις πια ούτε αυτό, αυτοκτονείς.

Μια εξαιρετική ψυχολογική ανάλυση του ποιήματος μπορείτε να δείτε εδώ,

 Εγώ ας περιοριστώ να  κλείσω με έναν Ουράνη, μια και τον ανέφερα στην αρχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: