Ενώ περπατούσα μια μέρα στην παραλία και σκεφτόμουνα διάφορα εντελώς άσχετα πράγματα, συνειδητοποίησα ξαφνικά από το πουθενά ότι δυο κείμενα πολύ σημαντικά στη προσωπική μου μυθολογία, προέρχονται από το ίδιο σύμπαν, μιλάνε για το ίδιο πράγμα. Η έντονη έκπληξη και η λεπτή συγκίνηση που μου προξένησε αυτή η απροειδοποίητη συνειδητοποίηση είναι ο λόγος για τον οποίο γράφτηκε αυτό το κείμενο.

Όπως θα έχετε ήδη καταλάβει από τον τίτλο της ανάρτησης, το ένα κείμενο είναι το ποίημα του Νίκου Καββαδία "Cambay's water". Όταν ήμουν παιδάκι στο χωριό μου, στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, ο φοιτητής αδερφός μου έφερε ένα καλοκαίρι ένα μαγικό μηχάνημα που έπαιζε μουσική, κασετόφωνο το λέγανε, και μαζί με διάφορα άλλα καλούδια (Cure, Μαρκόπουλο, Σαββόπουλο, Μπόμπ Ντίλαν κ.α.) έφερε και μια κασέτα του "Σταυρού του Νότου", των ποιημάτων του Καββαδία που είχε μελοποιήσει ο Θάνος Μικρούτστικός λίγα χρόνια πριν. Το "Cambay's water" το "Kuro siwo" και ο "Σταυρός του Νότου" ήτανε τα αγαπημένα μου, για λόγους που κατάλαβα αργότερα (Στην περίπτωση του "Cambay's water" μου πήρε γύρω στα σαράντα χρόνια 😁).
Το ποίημα περιλαμβάνεται στο "Πούσι", την δεύτερη ποιητική συλλογή του Καββαδία, που εκδόθηκε το 1947.
Όπως συμβαίνει στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, η αφηγηματικότητα, στοιχείο που χαρακτήριζε το "Μαραμπού", την πρώτη συλλογή του ποιητή, συνδυάζεται με υπαινικτικότατα, γεγονός που καθιστά το νόημα του ποιήματος κρυπτικό. Σε γενικές γραμμές πάντως, μπορούμε να πούμε ότι αφηγείται μια τυπική καββαδιακή ερωτική ιστορία. Ως γνωστόν, στα ποιήματα του Καββαδία ο έρωτας παρουσιάζεται ανέφικτος για τον ναυτικό, καθότι τον έχουν εμποτίσει και σημαδέψει η ναυτική ζωή, η θάλασσα και τα μακρινά ταξίδια. Παρόλα αυτά, ο ναυτικός κατά την διάρκεια των ταξιδιών του κατατρύχεται από την μνήμη μιας απροσδιόριστης συχνά γυναικείας παρουσίας (τόσο έντονα που ενίοτε "σωματοποιείται" και παρουσιάζεται μπροστά του ως όραμα). Και ενώ η έλξη για αυτήν μπορεί να μην είναι τόσο μεγάλη ώστε να τον κρατήσει στην στεριά, είναι αρκετά δυνατή, ώστε να τον ταλαιπωρεί κατά την διάρκεια του ταξιδιού, καθώς το μυαλό του γυρνά συνεχώς σε εκείνη και γίνεται η αφορμή να αναλογίζεται και να αναρωτιέται αν οι επιλογές της ζωής του είναι σωστές, πριν συνειδητοποιήσει εν τέλει, συχνά με πίκρα, ότι είναι δεμένος με την θάλασσα και ότι δεν υπάρχει διαφυγή για εκείνον από αυτήν. Μια παρόμοια ιστορία αφηγείται και το "Cambay's Water". O ναυτικός ήρωας της ιστορίας φτάνει στο λιμάνι όπου τον περιμένει η αγαπημένη γυναίκα. Όμως παρά την αδημονία του κατά την διάρκεια του ταξιδιού να φτάσει, αποφασίζει τελικά να μην κατέβει από το καράβι ώστε την συναντήσει. Και στο τέλος, όταν το καράβι αναχωρεί πάλι για ένα μακρινό ταξίδι, κανείς δεν είναι στο λιμάνι να τον αποχαιρετήσει.
Αφηγητής της ιστορίας είναι ένα απροσδιόριστο πρόσωπο, ναυτικός και το ίδιο, το οποίο απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο στον ήρωα της ιστορίας. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο ήρωας είναι ο ίδιος ο αφηγητής που μιλάει στον εαυτό του ή κάποιος άλλος. Η ασάφεια αυτή ωστόσο δεν επηρεάζει ιδιαίτερα την ερμηνεία του ποιήματος καθώς και στην μία περίπτωση και στην άλλη η χρήση του β΄ προσώπου προσδίδει θεατρικότητα και συγκινησιακή φόρτιση. Το μόνο επιπλέον στοιχείο που προσφέρει ερμηνευτικά στο ποίημα η πιθανότητα να απευθύνεται ο αφηγητής στον εαυτό του, σχετίζεται με την μοναξιά που υποδηλώνεται ότι αισθάνεται ο ήρωας της ιστορίας, καθώς δεν έχει κανέναν πια να μιλήσει.
Καθ' όλη την διάρκεια του ποιήματος, η αφήγηση κινείται σε δυο κατευθύνσεις. Από τη μία, παρουσιάζονται σκηνές, καταστάσεις και πρόσωπα που σχετίζονται με την ναυτική ζωή, το ταξίδι και το καράβι και, από την άλλη, στοιχεία που σχετίζονται με την ερωτική ιστορία του ήρωα. Συνήθως, αλλά όχι πάντα, είναι οι πρώτοι στίχοι κάθε στροφής εκείνοι που μιλάνε για τη ναυτική ζωή, με αποτέλεσμα μέσω αυτού του τεχνάσματος να διαγράφεται αδρά το πλαίσιο εντός του οποίου διαδραματίζεται η ιστορία και να δημιουργείται η κατάλληλη ατμόσφαιρα. Στην συνέχεια, στους επόμενους στίχους της στροφής, περιγράφεται ελλειπτικά η αυτοματαιωμένη ερωτική ιστορία, η οποία εντασσόμενη στο πλαίσιο που έχει ήδη έχουν ορίσει οι προηγούμενοι στίχοι προκαλεί μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση στον αναγνώστη. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι το ταξίδι εν τέλει γίνεται καθρέφτης και σύμβολο της ίδια της ιστορίας. Οι σκηνές, δηλαδή, της ναυτικής ζωής προοικονομούν την ατυχή κατάληξη της ερωτικής ιστορίας και ταυτόχρονα με αυτόν το τρόπο η συγκεκριμένη ερωτική ιστορία εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της ζωής των ναυτικών, δεν αποτελεί δηλαδή την ιδιωτική ιστορία κάποιου, αλλά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός γενικότερου μοτίβου της ναυτικής ζωής .
Η πρώτη στροφή αναφέρεται στην άφιξη και του καραβιού σε κάποιο ποτάμιο λιμάνι του Κόλπου της
![]() |
Κάτω δεξιά ο Κόλπος της Καμπάυ ή της Καμπάτ στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία |
Καμπάυ (Εκτός εάν λόγω σχήματος και ρευμάτων του ολόκληρος ο Κόλπος εκλαμβάνεται από τους ναυτικούς ως να ήταν ποτάμι. Μπάι δε γουέι, σήμερα ο κόλπος και η ομώνυμη πόλη που βρίσκεται στον έναν μυχό του και τού έχει δώσει το όνομά της ονομάζονται Kαμπάτ, ωστόσο εγώ θα συνεχίσω να χρησιμοποιώ το όνομα που χρησιμοποιεί ο Καββαδίας) και τη σταθερή αγκυροβόλησή του με την βοήθεια ενός ντόπιου πιλότου με τατουάζ στο πρόσωπο -τα τατουάζ στοιχείο αυθεντικότητας. Ο αφηγητής, έπειτα, αναθυμάται και εκφέρει σε πρώτο πρόσωπο τα λόγια που παλιά είπε η ερωτευμένη γυναίκα που περιμένει τον ήρωα στο λιμάνι, την προηγούμενη φορά που ήταν εκείνος εκεί: Υπόσχεται πως θα τον περιμένει ακόμα κι αν περάσουν χίλια χρόνια. Η υπερβολή αυτή δείχνει την ένταση και το σφρίγος του ερωτικού συναισθήματος που συνδέει τους δυο αυτούς ανθρώπους και ταυτόχρονα μεγεθύνει το αίσθημα της διάψευσης και της ματαίωσης, όταν τελικά ο έρωτας αυτός δεν θα εκπληρωθεί, εντείνοντας έτσι την τραγικότητα της ιστορίας. Την ματαίωση αυτή την προοικονομεί ο επόμενος στίχος. Οι κάβοι, τα καραβόσχοινα δηλαδή και κατ΄ επέκτασιν η ναυτική ζωή, σκληρύναν τα χέρια του ήρωα κι έτσι πια, όπως υπονοείται, δεν κάνουν πια για πράξεις τρυφερότητας, όπως το χάδι ή το αγκάλιασμα. Δεν ξέρει πια πώς να αγαπάει. "Τάιζα λύκους και μου τρώγανε τα χέρια, κι έτσι παιδεύτηκα να μάθω να χαϊδεύω", που λέει κι ο Οδυσσέας Ιωάννου μέσω του Μίλτου Πασχαλίδη... (Και κάπου εδώ κρύβεται μια μικρή προοικονομιούλα μιας μελλοντικής ανάρτησης... )
Στην δεύτερη στροφή, η αφήγηση της ερωτικής ιστορίας μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, φαινομενικά τουλάχιστον, και περιγράφονται σκηνές από την ζωή του καραβιού. Αυτές ίσως αποτελούν τις εικόνες που βλέπει ο ήρωας αφηρημένα, καθώς περιμένει να τελειώσει το δέσιμο του καραβιού για να βγει και να συναντήσει τη γυναίκα. Το καράβι βρίσκεται πια στα
![]() |
"που ΄ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα" |
θολά νερά του λιμανιού, οι ντόπιοι που έχουν έρθει για να φορτώσουν/ξεφορτώσουν το καράβι τρώνε σε κάποιο διάλειμμα της εργασίας τους και ο καπετάνιος του καραβιού κοιτάζει το φεγγάρι που είναι θολό και κόκκινο. Τα θολά νερά του λιμανιού και το θολό, ματωμένο φεγγάρι που κοιτάζει ο καπετάνιος τίθενται ως στοιχείο ρεαλισμού και αυθεντικότητας σε πρώτο επίπεδο, σε δεύτερο επίπεδο όμως αποτελούν στοιχεία που υπαινίσσονται και προοικονομούν την ψυχολογική κατάσταση του ήρωα. Τα θολά νερά του λιμανιού υποδηλώνουν την ψυχολογική σύγχυση στην οποία βρίσκεται και θα αποκαλυφθεί αμέσως μετά, καθώς δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει: να κατεβεί στο λιμάνι για να συναντήσει την αγαπημένη γυναίκα ή να αρνηθεί τον μεγάλο έρωτα, μιας και τον βάζει σε νερά που δεν γνωρίζει; Αποτελούν, δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο σύμβολο της στεριανής ζωής την οποία ο ήρωας δεν γνωρίζει και τον μπερδεύει, αλλά πρέπει να εξοικειωθεί μαζί της για να βιώσει τον μεγάλο έρωτα, αφήνοντας κατά μέρος την οικεία για τον ίδιο ζωή του ναυτικού. Το θολό και ματωμένο φεγγάρι δε που κοιτάει ο καπετάνιος επιτείνει αρχικά την έννοια της σύγχυσης του ήρωα και επιπλέον αποτελεί σύμβολο του ψυχικού του άλγους, καθώς η καρδιά του πρόκειται να γίνει σμπαράλια ό,τι κι αν διαλέξει τελικά, καθιστώντας τον έτσι τραγικό πρόσωπο και προοικονομώντας ότι η τραγικότητα της κατάστασης την οποία ήδη βιώνει θα κλιμακωθεί αμέσως μετά.
Η επόμενη στροφή είναι δομημένη αντιθετικά. Αρχικά περιγράφεται η αποχώρηση του ρυμουλκού που έχει πλέον οδηγήσει το καράβι στο λιμάνι σε σταθερό αγκυροβόλιο. Αυτό σημαίνει ότι έχει φτάσει η ώρα που οι ναυτικοί παίρνουν την άδεια να κατέβουν στο λιμάνι. Η στιγμή που ο ήρωας περίμενε σαράντα ολόκληρες μέρες μετρώντας κάθε μίλι. Η υπερβολή αυτή φανερώνει πόσο μεγάλη ήταν η αδημονία του ναυτικού να φτάσει στο λιμάνι και άρα πόσο έντονη ήταν ερωτική του επιθυμία. Εκείνη όμως την κρίσιμη στιγμή κατά την οποία το όνειρο του ετοιμάζεται να πραγματοποιηθεί, αλλάζει ξαφνικά γνώμη κι αποφασίζει να μείνει στο καράβι. Πρόκειται όμως για μιαν απόφαση που τον γεμίζει πίκρα και θυμό. Οι αιτίες που του προξενούν τα συναισθήματα αυτά δεν αναφέρονται. Μπορούμε να εικάσουμε ότι στρέφονται ενάντια στον ίδιο είτε γιατί φοβήθηκε ή αδυνατεί να βιώσει τον μεγάλο έρωτα είτε γιατί αφέθηκε να ξεγελαστεί και να νομίζει ότι μπορεί να ζήσει έναν τέτοιο έρωτα ενώ είναι ταγμένος στη ζωή του ναυτικού, ότι στρέφονται ενάντια στην ναυτική ζωή που τον πλάνεψε και τον κρατάει αιχμάλωτό της, ότι στρέφονται ενάντια στην γυναίκα που ερωτεύτηκε γιατί τον βάζει σε πειρασμό κ.τ.λ..
Έτσι, στη τέταρτη στροφή, η νύχτα τον βρίσκει στο καράβι αντί στην αγκαλιά του αγαπημένου προσώπου και ο αφηγητής στο καμπούνι, στο εντευκτήριο του καραβιού, το χώρο δηλαδή στον οποίο συναντιούνται οι ναυτικοί όταν δεν έχουν δουλειά και μιλούν ο ένας στον άλλο ανοίγοντας τη ψυχή τους, αποπειράται να τον παρηγορήσει και να τον ψευτομαλώσει λέγοντας του ή, καλύτερα, υπενθυμίζοντάς του, την ιστορία που λένε όλοι οι ναυτικοί στη ράδα. Ράδα ονομάζεται το ανοιχτό αγκυροβόλιο λίγο έξω από ένα λιμάνι, στο οποίο αγκυροβολούν τα καράβια είτε επειδή είναι μεγάλα για να χωρέσουν στο λιμάνι είτε ενώ περιμένουν τις πιλοτίνες που ξέρουν τα νερά για να τα οδηγήσουν με ασφάλεια στο λιμάνι. Πρόκειται δηλαδή για έναν χώρο ενδιάμεσο, ανάμεσα στο ταξίδι και τον προορισμό, ανάμεσα στην θάλασσα και τη στεριά. Κι ο χρόνος τον οποίο περνούν οι ναυτικοί στη ράδα είναι χρόνος αναμονής ή αεργίας, χρόνος δηλαδή που τους επιτρέπει να μιλήσουν για αυτά που τους βασανίζουν ή να τα αναλογιστούν. Ποια είναι αυτή η ιστορία; Το υπαινίσσονται η χρήση του οριστικού άρθρου ("η ιστορία" κι όχι "μια ιστορία") και ο προσδιορισμός "όλοι" που τίθεται στη λέξη "ναυτικοί". Και οι στίχοι του τραγουδιού "Ο ναύτης" ή "Ένα καράβι απ' τον Περαία" του Γιώργου Μητσάκη το λένε καθαρά.
Το τραγούδι του Μητσάκη, παρεμπιπτόντως είναι το άλλο κείμενο το σημαντικό για την προσωπική μου μυθολογία, στο οποίο αναφέρθηκα στην αρχή. Ο πατέρας μου στο μόνο - πέραν εξορίας - της ζωής του ταξείδιον, ήρθε σε επαφή, υπηρετώντας τη θητεία του, με το λαϊκό τραγούδι και γυρνώντας στο χωριό του, το έφερε μαζί του, μαζί με μια κιθάρα. Ο Μητσάκης φαίνεται ότι ήταν ο αγαπημένος του καλλιτέχνης, νομίζω, κοιτώντας τα τραγούδια που έπαιζε. Ανάμεσα σε εκείνα που έπαιζε συχνότερα ήταν το "Καράβι...".
(Πρόβα για ηχογράφηση που κανονικά δεν έγινε ποτέ, χωρίς να ξέρει ότι ηχογραφείται, σε μεγάλη ηλικία και με την αρρώστια που τελικά τον σκότωσε να έχει αρχίσει να εκδηλώνεται.
)
Το οποίο ήταν ένα από τα τραγούδια που μου είχανε κάνει μεγάλη εντύπωση ως παιδάκι και ως εκ τούτου ένα από τα πρώτα που προσπάθησα να μάθω, όταν με χαρακτηριστική αποτυχία, ξεκίνησα να γρατζουνάω μια κιθάρα. Τέλος αναμνησιακής παρένθεσης.

Και στα δυο κείμενα συνεπώς, η ερωτική δυσθυμία συσχετίζεται με την ναυτική ζωή. Κι αποδεικνύεται αυτό που αναφέρθηκε στην αρχή ότι συμβαίνει με τους ναυτικούς και τον έρωτα. Ότι δηλαδή βρίσκονται σε μια ενδιάμεση κατάσταση. Τραμπαλίζονται ασταμάτητα ανάμεσα στα θαλάσσια ταξίδια, κατά την διάρκεια των οποίων νοσταλγούν την στεριά, και τη ζωή της στεριάς, την οποία όμως έχουν απροθυμία/αδυναμία/ανικανότητα να συνηθίσουν, στοιχείο που τους οδηγεί τελικά να μπαρκάρουν ξανά. Και ο κύκλος αρχίζει ξανά και συνεχίζεται χωρίς σταματημό.
Την συναισθηματική κατάσταση του ήρωα της αφήγησης ενώ ακούει τα λόγια αυτά του αφηγητή, για να επιστρέψουμε στο ποίημα του Καββαδία, την φανερώνει ο συσχετισμός της με την σοροκάδα, τον νοτιοανατολικό άνεμο που χαρακτηρίζεται από υγρασία και σφοδρότητα. Ο ναυτικός, συγκινημένος και θυμωμένος ταυτόχρονα, περιορίζεται με βραχνή φωνή, πνίγοντας με άλλα λόγια έναν λυγμό, να πει, σε πρώτο πρόσωπο, τη φράση "φάλτσα η πορεία". Πορεία δηλαδή προς ναυάγιο. Η φράση παραμένει μετέωρη, σκοτεινή και άσημη, καθώς δεν διευκρινίζεται πιο συγκεκριμένα ποια είναι η λάθος πορεία του ήρωα. Και έτσι μπορούμε να κάνουμε διάφορες εικασίες, οι οποίες βέβαια μπορούν και συνδυαστικά μεταξύ τους να ισχύουν ταυτόχρονα. Θα μπορούσε, λοιπόν, να αναφέρεται στην απόφαση του να γίνει ναυτικός η οποία τον αποξένωσε από την ανθρώπινη ανάγκη των χεριών του να χαϊδεύουν, μιας και οι κάβοι του "σκληρύναν την παλάμη". Θα μπορούσε να αναφέρεται στην αγαπημένη γυναίκα, γιατί θεωρεί ότι τον έβαλε σε πειρασμό να ξεχάσει την θάλασσα. Θα μπορούσε να αναφέρεται στην ιδέα του έρωτα γενικά, ο οποίος είναι ένα φυσικό φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει και μπορεί να οδηγήσει την ζωή του σε ναυάγιο. Θα μπορούσε, τέλος, να αναφέρεται στην απόφαση του να αυτοχειριαστεί συναισθηματικά και να προδώσει τον έρωτά του προκαλώντας την ερωτική ματαίωση που νιώθει.
Η πέμπτη στροφή αναφέρεται αποκλειστικά σε ένα συμβάν της ναυτικής ζωής που σε πρώτο επίπεδο δεν έχει καμία σχέση με την ερωτική ιστορία. Την επόμενη μέρα, λοιπόν, φτάνει στο καράβι κάποιος ντόπιος θαυματοποιός του οποίου δουλειά είναι να ανεβαίνει στα καράβια που περιμένουν στο λιμάνι και να κάνει διάφορα κόλπα, κάτι σαν αυτούς που ανεβαίνουν στην Σύρο στα φέρι μποτ της γραμμής και πουλάνε λουκούμια. Δεν έχω καταλάβει ακριβώς ποιο είναι το κόλπο που θα έκανε ο φακίρης, είναι ξεκάθαρο ωστόσο από τις κοροϊδίες του λοστρόμου ότι τελικά δεν τα κατάφερε και τελικά το θαύμα δεν έγινε. Η αποτυχία όμως αυτή του ντόπιου μάγου ολοκληρώνει την απομάγευση του έρωτα στα μάτια του ήρωα. Το να ζήσει έναν τέτοιο έρωτα, όσο πλήρης κι ολοκληρωτικός κι αν είναι ή φαίνεται αυτός, είναι ένα θαύμα. Και θαύματα δεν γίνονται, όπως φανερώνει η αποτυχία του ντόπιου μάγου, άρα ο έρωτας για εκείνον είναι κάτι άπιαστο και ψεύτικο.
Κι αφού δεν έγινε το θαύμα εκείνη τη μέρα, δεν έγινε ούτε τις επόμενες μέρες. Οπότε η αφήγηση επιταχύνεται και φτάνουμε στον απόπλου του καραβιού, ο οποίος περιγράφεται στη τελευταία στροφή. Κι αν για το καράβι που σαλπάρει για κάποιο λιμάνι της Βραζιλίας υπάρχει η δυνατότητα να γυρίσει, για την ερωτική ιστορία του ήρωα δεν υπάρχει επιστροφή, τελείωσε τελεσίδικα, παρά την μεταμέλεια ή τη θλίψη που φαίνεται να έχει ο ήρωας, την οποίο ο αφηγητής την φανερώνει με διακριτικότητα, υποθέτοντας ότι τάχα πρόσωπο του είναι μουσκεμένο από το αγιάζι. Κι ενώ το καράβι το περιμένουν στην Βραζιλία, κανένας δεν θα περιμένει πια τον ναυτικό όπως φανερώνει η εκφρασμένη με ήρεμη αλλά δάκνουσα θλίψη απουσία της αγαπημένης γυναίκας κατά την αναχώρηση. Και η ζέστη που κατεβάζει το μπουγάζι, το κλειστό κανάλι στο οποίο ταξιδεύουν φεύγοντας, υποκαθιστά την ερωτική θέρμη της ματαιωμένης ερωτικής ιστορίας του ήρωα. Αναπότρεπτα και αναπόφευκτα διαπιστώνεται έτσι η απουσία της αγαπημένης γυναίκας, πράγμα που σημαίνει ότι η ανάγκη του ήρωα για έρωτα (φουστάνι) ή γενικά ανθρώπινη επαφή (μαντήλι) είναι αδύνατο να πια να πραγματοποιηθεί και η μοναξιά της ναυτικής ζωής είναι η μοναδική επιλογή του, στην οποία ο ίδιος εκών άκων οδήγησε τον εαυτό του.
Λέγεται από τους μη ευκαιριακούς όπως εγώ μελετητές του έργου του Καββαδία ότι οι τοποθεσίες
στα ποιήματά του είναι προσχηματικές. Τις επιλέγει είτε για μετρικούς λόγους είτε για να δώσει στα ποίηματά του μια εσάνς εξωτισμού. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο ισχύει γενικά αυτό, εδώ όμως σίγουρα δεν ισχύει. Ο τόπος, ο Κόλπος της Καμπάυ, αποτελεί το βασικό ερμηνευτικό κλειδί του ποιήματος, γι' αυτό άλλωστε και έχει τεθεί και ως τίτλος του. Επιγραμματικά να πούμε ότι έχει πάρει το όνομα του από την ομώνυμη πόλη και είναι ο νοτιότερος από τους δυο κόλπους που υπάρχουν στο ινδικό κρατίδιο Γκουτζαράτ στην Αραβική Θάλασσα. Βρίσκεται λίγο πιο πάνω από την Μουμπάι, τη πόλη που ήταν γνωστή παλιότερα ως Βομβάη, υπήρξε παραδοσιακά σημαντικός εμπορικός προορισμός και έχει πολλά λιμάνια, θαλάσσια ή ποτάμια. Έχει σχήμα που μοιάζει με τρομπέτα, εισχωρεί στη στεριά σε αρκετό βάθος (περίπου 200 χιλιόμετρα) και είναι σχετικά στενός (από 25 χιλιόμετρα στον μυχό του μέχρι 70 χιλιόμετρα στην αρχή - εξαιρείται η είσοδος του κόλπου η οποία για λίγο έχει πλάτος γύρω στα 190 χιλιόμετρα). Το βασικό του χαρακτηριστικό είναι οι απότομες και ισχυρές παλίρροιες, με μεγάλες μεταπτώσεις μεταξύ της άμπωτης και της πλημμυρίδας.
Κι αυτό είναι το στοιχείο που μας ενδιαφέρει. Η κίνηση των νερών του Kόλπου λειτουργεί ως σύμβολο της ερωτικής επιθυμίας του ήρωα, και στην έξαρσή της και στην ματαίωσή της, καθώς και των ψυχολογικών του μεταπτώσεων που τον οδηγούν στην στην τελική απόφαση και στο τίμημα που πρέπει να πληρώσει. Για αυτό ίσως και η αναφορά στο φεγγάρι στην δεύτερη στροφή. Ο καπετάνιος, ο οποίος είναι εκείνος που σε ένα καράβι έχει το πρόσταγμα και καθορίζει την πορεία του, κοιτάζει ενδεχομένως το φεγγάρι γιατί καθώς οι φάσεις του φεγγαριού σχετίζονται με την παλίρροια προσπαθεί να καταλάβει σε ποια φάση της παλίρροιας είναι τα νερά του κόλπου ώστε να χαράξει τη σωστή πορεία. Κάπως έτσι ο τόπος με τις απότομες μεταπτώσεις των νερών γίνεται και σύμβολο των ψυχολογικών μεταπτώσεων του ευρισκόμενου σε δίλημμα ήρωα της ιστορίας καθώς προσπαθεί να χαράξει σωστή πορεία στη ζωή του, καταδικασμένος όμως ό,τι κι αν αποφασίσει να είναι "φάλτσα η πορεία".
![]() |
Φωτογραφία στα βόρεια του Κόλπου κατά την διάρκεια της άμπωτης. |
Με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής δένει την συγκεκριμένη εμπειρία με τους νόμους της φύσης και της δίνει ευρύτερη σημασία, τη συσχετίζει με όλους τους ανθρώπους, κι όχι μόνο τους ναυτικούς. Ο Καββαδίας δεν γράφει τα ποιήματά του για να αυτοβιογραφηθεί ούτε για να περιγράψει ρεαλιστικά την ζωή των ναυτικών. Σκοπός του είναι να θίξει το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης και για να το πετύχει αυτό χρησιμοποιεί τον κόσμο που του είναι οικείος, όπως ο Καρυωτάκης χρησιμοποιούσε την ζωή των δημοσίων υπαλλήλων και ο Κρυστάλλης τα βουνά της πατρίδας του. Καθένας από εμάς κατά την διάρκεια της ζωής του βρίσκεται στον προσωπικό του Κόλπο της Καμπάυ και προσπαθεί να πλοηγηθεί στα τυφλά, μέσα στα θολά νερά αντικρουόμενων συχνά επιθυμιών, φόβων, ελπίδων ή συνηθειών, βιώνοντας μεγάλες ψυχολογικές μεταπτώσεις, προκειμένου να κατορθώσει να να μην μπατάρει, να μην γίνει "φάλτσα" η πορεία του και ναυαγήσει η ζωή του.
Ενίοτε δε είμαστε εμείς οι ίδιοι εκείνοι που ναρκοθετούμε τα όνειρά μας. Ίσως γιατί φοβόμαστε πως αν εκπληρωθούν, θα αποδειχθούν ανάξια της επιθυμίας μας. Ή ίσως γιατί αυτό που επιθυμούμε δεν είναι τόσο εκείνο που ονειρευόμαστε αυτό καθαυτό όσο το να έχουμε ένα όνειρο και φοβόμαστε ότι αν εκπληρωθεί το όνειρο δεν θα έχουμε τίποτα πια να περιμένουμε. Την ίδια εποχή που άκουσα το ποίημα για πρώτη φορά, άκουσα και μια ιστορία για έναν τύπο που ονειρευότανε όλη του τη ζωή να πάει στο Παρίσι. Σε μεγάλη ηλικία λοιπόν πήρε το τρένο για να εκπληρώσει το όνειρό της ζωής του. Στον τελευταίο όμως σταθμό πριν το Παρίσι κατέβηκε ξαφνικά από το τρένο και γύρισε πίσω. Δεν ξέρω γιατί τα συσχέτισα. Φήμες λένε πάντως ότι καθώς κατέβαινε από το τρένο τον άκουσαν που "μουρμούραε βραχνά: "Φάλτσο η πορεία!""
Εν πάση περιπτώσει, εγώ θα κλείσω με ένα άλλο τραγούδι στο οποίο μια παλίρροια χρησιμοποιείται ως σύμβολο ενός έρωτα που... χάνεται χωρίς ελπίδα....
Αυτά τα ολίγα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου