Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου: "Φουραντάν" (Θανάσης Βαλτινός)

Το "Φουραντάν" είναι ένα σύντομο  κείμενο του Θανάση Βαλτινού που προέρχεται από το βιβλίο "Επείγουσα ανάγκη ελέου" (2015) και  περιλαμβάνεται στο καινούργιο βιβλίο Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου, στην ενότητα "Ανατομία ενός εγκλήματος". Θα μπορούσε όμως κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί στην ενότητα "Φύλα και Λογοτεχνία" στη Λογοτεχνία της Α' Λυκείου, ως παράλληλο στην "Τιμή και το Χρήμα" αλλά και ως παράδειγμα σύγχρονου κειμένου.
   Το περιεχόμενο του διηγήματος είναι  η κατάθεση μιας χωριάτισσας που έχει σκοτώσει την κόρη 
Φουραντάν για τη μουχρίτσα
της, τη Σταυρούλα, επειδή έμεινε έγκυος εκτός γάμου. Στην αρχή αναφέρει  πώς οργάνωσε το φονικό αφού πήρε το δηλητήριο, το οποίο κατά τραγική ειρωνεία είχε προμηθευτεί  το ίδιο το θύμα ως εντομοκτόνο/ζιζανιοκτόνο, και το έβαλε στις φακές της κόρης της. Έπειτα  περιγράφει πώς την παρακολουθούσε, καθώς πέθαινε και,  αφού κοιμήθηκε δίπλα της, ότι την βρήκε το πρωί νεκρή.  Στην συνέχεια κατονομάζει ως ύποπτο για την εγκυμοσύνη της κόρης τον κουνιάδο της, ο οποίος ερχόταν  κάποιες φορές να τους  βοηθήσει, καθώς εκείνη ήταν χήρα. Λέει ότι άρχισε να τον υποπτεύεται από τη στιγμή που οι σχέσεις της με την κόρη της έγιναν τεταμένες, η Σταυρούλα έγινε νευρική και ο κουνιάδος σταμάτησε να έρχεται. Στο τέλος, ζητάει συγγνώμη για την πράξη της από όλους εκτός από το θύμα, την κόρη της, την οποία κατηγορεί ότι με εγκυμοσύνη της την εξανάγκασε να τη σκοτώσει για να μην αμαυρωθεί  η τιμή της οικογένειας από τα λόγια του κόσμου.
    Πρόκειται για ένα σύντομο διήγημα το οποίο, κατά την προσφιλή τακτική του Βαλτινού να γράφει τα αφηγηματικά κείμενά του πειραματιζόμενος με διάφορες φόρμες, έχει την μορφή ανακριτικής κατάθεσης, περιλαμβάνει δηλαδή ερωτήσεις και απαντήσεις, τουτέστιν  έχει διαλογική μορφή.  Το στοιχείο αυτό κάνει τη γλώσσα του κειμένου να πάρει το πιο επίσημο, λιτό και τυπικό ύφος μιας αστυνομικής κατάθεσης και παράλληλα δίνει μια θεατρική διάσταση. Επιπλέον, εκτός από ζωντάνια και παραστατικότητα, προσδίδει την  αυθεντικότητα της μαρτυρίας: επιτρέπει να  καταγραφούν ξεκάθαρα τα πραγματικά γεγονότα  αλλά και να γίνει εμφανής ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να τα παρουσιάσει η θυγατροκτρόνος μάνα, που είναι το υποκείμενο της ανάκρισης και στην πραγματικότητα τα γεγονότα μας παρουσιάζονται μέσω της  δικής της οπτικής γωνίας. 
   Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού αποτελεί ο ισχυρισμός της δράστριας ότι  διέπραξε εν βρασμώ
ψυχής και θολωμένη το έγκλημα.  Μόνο που η ίδια είναι που  διαψεύδει τον εαυτό της και τον ισχυρισμό αυτό,  καθώς πιο πριν έχει περιγράψει με ανατριχιαστική ψυχραιμία πώς έχει οργανώσει το έγκλημα. Τον ισχυρισμό αυτό διαψεύδουν επίσης η ακρίβεια  με την οποία παρατηρεί και περιγράφει πώς αναπτύσσονται τα συμπτώματα της δηλητηρίασης στη κόρη της και  το θράσος της να ξαπλώσει και να κοιμηθεί δίπλα της, ενώ πέθαινε, αντί να τη βοηθήσει.
    Με τον ίδιο τρόπο καταλαβαίνουμε ότι η συγγνώμη που ζητάει στο τέλος είναι υποκριτική. Και δεν είναι τυχαίο ότι ζητάει συγγνώμη από όλους εκτός από το θύμα το οποίο κατηγορεί.  Διότι τη συγγνώμη τη  ζητάει για το θεαθήναι, ως υπερασπιστική τακτική ή για να παρουσιάσει την πράξη της επιβεβλημένη, ως ένα έγκλημα τιμής, όρο με τον οποίο συνηθίζεται να εξωραΐζονται εγκλήματα με θύματα γυναίκες στα πλαίσια πατριαρχικών κοινωνιών, όταν  οι γυναίκες αυτές παρεκκλίνουν από τους κανόνες τους. Αν στενοχωριέται για κάτι, δεν είναι για το έγκλημα αλλά γιατί πιάστηκε. Και δεν υπάρχει αμφιβολία,  όπως αποδεικνύουν όσα είπαμε πιο πριν για την οργάνωση και την εκτέλεση του εγκλήματος, ότι, αν γύριζε ο χρόνος πίσω, και πάλι το ίδιο θα έκανε. Στην πραγματικότητα  προσπαθεί να δικαιολογήσει το έγκλημά της κατηγορώντας το ίδιο το θύμα ότι την εξανάγκασε να το σκοτώσει (μια δικανική τακτική που ακόμα  χρησιμοποιούν οι δράστες σεξιστικών εγκλημάτων και οι δικηγόροι τους) επειδή παραβιάζοντας τις κοινωνικές νόρμες, τόλμησε να συνάψει εκτός γάμου σχέσεις και να μείνει έγκυος- οπότε έπρεπε να ξεπλύνει την ντροπή και να διαφυλάξει την οικογένειά της και τα άλλα της παιδιά από την καταλαλιά του κόσμου.
   Και σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι συγκλίνει το διήγημα με την νουβέλα του Θεοτόκη, καθώς η τιμή και το χρήμα αποτελούν  αθέατα εδώ αλλά βασικά στοιχεία στοιχεία της πλοκής. Η μητέρα σκοτώνει την κόρη της και το παρουσιάζει  ως πράξη δικαιοσύνης η οποία αποσκοπεί στο να θεραπεύσει την τρωθείσα από
Φουραντάν για τον βέλιουρα
τις πράξεις της νεκρής αντίληψη για το ηθικά ορθό, την τιμή δηλαδή,  που πρεσβεύει η κοινωνία στην  οποία ζούνε. Πίσω από το έγκλημα κρύβονται οι κοινωνικές συμβάσεις και οι πιέσεις που αυτές ασκούν στην οικογένεια της "άτιμης" και είναι αυτές που οδηγούν το χέρι της μάνας καθώς ρίχνει το δηλητήριο στο φαΐ της κόρης της.  Για αυτόν τον λόγο, στο τέλος ζητάει συγγνώμη από όλους και κατηγορεί την κόρη. Γιατί η ίδια θεωρεί  ότι έκανε αυτό που έπρεπε καθώς την εξανάγκασε η πράξη της κόρης της, την οποία μάλιστα κατηγορεί  και γιατί δεν λογάριασε τις συνέπειες των πράξεων της για τα αδέρφια της, στο όνομα των οποίων εμφανίζεται η δράστρια να εκτελεί το στυγερό έγκλημά της.  Και για αυτό, για να ενισχύσει την αντίληψη ότι είναι ηθικά ακέραια, προβαίνει στο τέλος στην επισήμανση ότι μεγάλωσε μόνη της τα παιδιά της μετά τη χηρεία της  εργαζόμενη σκληρά,  κάτι το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση, αλλά πρόκειται για σόφισμα που  χρησιμοποιείται συχνά σε τέτοιες υποθέσεις για να πλάσει για τους δράστες μια εξωραϊσμένη εικόνα ηθικής.  
    Τα στοιχεία αυτά, όπως είναι προφανές, μεγεθύνονται από το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια κλειστή αγροτική κοινωνία στην οποία οι παραδόσεις και οι κοινωνικές νόρμες φετιχοποιούνται σχεδόν και ανάγονται σε θρησκεία, όπως δείχνει και  "Το αντίτιμον" του Δημήτρη Καμπούρογλου. Το συγκεκριμένο παράδειγμα επιπλέον δείχνει πόσο ισχυρές είναι οι πιέσεις των κοινωνικών αυτών συμβάσεων. Η μητρική αγάπη, που υποτίθεται πως είναι το ισχυρότερο είδος αγάπης, δε στάθηκε αρκετά ισχυρή  μπροστά τους ώστε να αποτρέψει τη μητέρα από το να σκοτώσει την ίδια της την κόρη.
  Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να τονιστεί ότι μια γυναίκα γίνεται ο θεματοφύλακας και ο ενεργός υπερασπιστής μιας άκρως μισογυνιστικής ηθικής. Και, όπως και η σιόρα Επιστήμη του Θεοτόκη (αν και με μεγάλο ερασιτεχνισμό αυτή και έχοντας ως στόχο τον άντρα που αποπλάνησε την κόρη της και όχι την ίδια), η μάνα οδηγείται στο να διαπράξει το έγκλημα υποκαθιστώντας τον απόντα άντρα. Ο Τρίνκουλος, ο άντρας της  σιόρας Επιστήμης στην "Τιμή και το Χρήμα",  ως μέθυσος ουσιαστικά είναι απών, έχει ουσιαστικά καθαιρεθεί από "κεφαλή του σπιτιού" και τις αρμοδιότητες του έχει αναλάβει η γυναίκα του (με χαρά,  παρά τις χλιαρές της διαμαρτυρίες). Στο "Φουραντάν" αναλαμβάνει τον ρόλο η μάνα  καθώς  ο σύζυγός της είναι νεκρός και ο γιος της, όπως φανερώνει η όχι τυχαία τελευταία φράση, είναι μικρός και για αυτό παρουσιάζεται από την μάνα σαν να  τον ντρόπιασε η αδερφή του, επειδή δηλαδή λόγω  της μικρής του ηλικίας δεν μπορεί να  κάνει αυτό που επιβάλλουν οι κοινωνικές νόρμες. Αυτό όμως που πρέπει να επισημανθεί -και είναι και εύλογος μάρτυρας της (μη) ηθικής μιας πατριαρχικής κοινωνίας- είναι ότι και στα δυο κείμενα η απουσία αυτής της στιβαρής ανδρικής παρουσίας που "απαιτείται" να υπάρχει και να έχει το χρέος να υπερασπιστεί την τιμή των γυναικών της οικογένειας, είναι παράγοντας που επιτρέπει ουσιαστικά στους δύο άντρες, τον Αντρέα και τον κουνιάδο, να συλλάβουν την ιδέα  να αποπλανήσουν τις δυο γυναίκες, τη Ρήνη και τη Ρούλα, ακριβώς επειδή δε φοβούνται, καθώς γνωρίζουν ότι δεν θα υπάρχει καμία συνέπεια για τις πράξεις τους. Εν  αντιθέσει βέβαια με τις δυο γυναίκες, για τις οποίες οι συνέπειες για την ίδια πράξη είναι και στα δυο κείμενα βαρύτατες. (Αυτό  το θέμα θίγει και το παραδοσιακό τραγούδι: "Όποιος 'γαπήσει ορφανή και την απαρατήσει, τα παντελόνια που φορεί να πάει να τα ξεσκίσει")
   Και καθώς κάθε κοινωνικό ζήτημα είναι ταυτόχρονα ταξικό και οικονομικό, το χρήμα είναι το άλλο αθέατο αλλά κυρίαρχο στοιχείο της πλοκής και στο κείμενο του Βαλτινού. Η οικογένεια που παρουσιάζεται στο διήγημα είναι  μια πολυμελής αγροτική οικογένεια που ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, όπως υποδηλώνει το γεγονός ότι μένουν σε ένα μικρό σπίτι και κοιμούνται όλοι στρωματσάδα στο ίδιο δωμάτιο, για να ζεσταίνονται από το τζάκι. Η φτώχεια αυτή, μαζί με την έλλειψη παιδείας που συνεπάγεται, ανατροφοδοτεί τον εαυτό της και τροφοδοτεί την συγκεκριμένη αντιμετώπιση σε θέματα που σχετίζονται με αυτό που στρεβλά ορίζεται ως τιμή. Το ίδιο γεγονός μια πλούσια αστική οικογένεια θα μπορούσε να διαχειριστεί διαφορετικά με διάφορους τρόπους. Το ίδιο και κάποια μορφωμένη οικογένεια. Θα μπορούσε να "ρίξει" το παιδί, θα μπορούσε να το κρατήσει μετακομίζοντας σε κάποια άλλη πόλη, θα μπορούσε να αψηφήσει τις κοινωνικές συμβάσεις, θα μπορούσε να το δώσει για υιοθεσία, θα μπορούσε να κυνηγήσει τον πατέρα του παιδιού ποινικά ή αστικά, θα μπορούσε η κοπέλα να μην μείνει καν έγκυος γνωρίζοντας βασικά στοιχεία αντισύλληψης... Ή, στη χειρότερη, θα μπορούσε να μη σκοτώσει την κόρη της κι ας πλήρωνε ως αντίτιμο τα λόγια του κόσμου, τα οποία θα αντιμετώπιζε μοιρολατρικά. Να, σαν την Αννέτ  και τη Δρόσω στις "Άγριες Μέλισσες". Ελλείψει όλων αυτών, η δολοφονία της Ρούλας παρουσιάζεται στο μυαλό της μάνας της ως μονόδρομος. 
  Ένα  άλλο στοιχείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι, όπως και  στο "Πίστομα" του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, το διήγημα βασίζεται σε ένα αληθινό  έγκλημα. Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και εδω,  (ή και εδώ) ο Βαλτινός άντλησε την υπόθεση από ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο περιλαμβάνεται και στο βιβλίο του αστυνομικού συντάκτη Πάνου Σόμπολου "Εγκλήματα γένους θηλυκού στην Ελλάδα". Το πραγματικό έγκλημα έγινε το 1997 σε ένα ορεινό χωριό της Ηλείας από μια 48χρονη αγρότισσα.  Αυτό είναι πολύ σημαντικό και πολύτιμο διδακτικά στα πλαίσια μια τάξης, διότι μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε  δυο πράγματα.  Το ένα είναι ότι η έμφυλη βία  είναι κάτι πραγματικό και αληθινό και όχι απλά το δημιούργημα της σκέψης ενός συγγραφέα.  Και το άλλο ότι δεν είναι κάτι το οποίο γινόταν παλιά και δεν μας αφορά πια. Είναι κάτι που γίνεται τώρα, δεν είναι δα και τόσο μακριά το 1997 (όχι πως δυστυχώς λείπουν πιο πρόσφατα παραδείγματα), συνεπώς το ζήτημα είναι επίκαιρο και μας αφορά όλους.
Φουραντάν για τις αλεπούδες 
       Ο Βαλτινός παίρνει την ιστορία και την αφηγείται όπως έγινε, κάνοντας ελάχιστες αλλαγές, από τις οποίες η σημαντικότερη είναι ότι ενώ στην αληθινή ιστορία δε γίνεται μνεία για τον άνδρα ο οποίος άφησε έγκυο την κοπέλα, στο διήγημα η μητέρα θεωρεί υπεύθυνο τον κουνιάδο της, ο οποίος την βοηθούσε σε κάποιες δουλειές μετά τον θάνατο του άντρα της (διότι, ως γνωστόν, κάποιες δουλειές είναι αντρικές -εγώ ας πούμε που μεγάλωσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όταν παιδάκι είδα για πρώτη φορά γυναίκα να κλαδεύει έπαθα σοκ, σαν να την είδα με το στήθος όξω ένα πράμα). Και είναι άξιο παρατήρησης  το γεγονός ότι πέρα από τις κατάρες της μητέρας, ο κουνιάδος δεν έχει καμία άλλη επίπτωση, δεν στρέφεται εναντίον του η μάνα, την κόρη της σκοτώνει. Αυτό κανονικά θα έπρεπε να προκαλεί απορία διότι έχουμε να κάνουμε με έναν ενήλικο ο οποίος αποπλάνησε την ανιψιά του, εκμεταλλευόμενος την νεαρή της ηλικία, την εμπιστοσύνη και την οικειότητα που απολάμβανε ως θείος και την ευάλωτη συναισθηματική της κατάσταση.  Εξηγείται όμως η αντίδραση αυτή της μάνας από την ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη  ότι η γυναίκα φταίει τελικά για ό,τι της συνέβη,  ακριβώς επειδή της συνέβη διότι έπρεπε να προσέχει να μην της συμβεί. Μια αντίληψη που δυστυχώς δεν έχει εξαφανιστεί και την φανερώνουν πολλές περιπτώσεις της επικαιρότητας, Οι κατηγορίες που πρόσφατα διατυπώθηκαν  ενάντια σε ένα δεκατετράχρονο κορίτσι που αυτοκτόνησε επειδή συνελήφθη ο σαραντάχρονος που την αποπλάνησε, είναι μια από αυτές. Η απουσία οποιαδήποτε νύξης για τον άντρα ο οποίος άφησε έγκυο την βρεφοκτόνο της Νέας Σμύρνης και μετά εξαφανίστηκε, είναι μια άλλη. Η γιαγιά ενός συζυγοκτόνου στην Κρήτη που κατηγόρησε το θύμα γιατί δεν αγαπούσε τον εγγονό της και τον έκανε να τη σκοτώσει και παράλληλα θρηνούσε που κατέστρεψε τη ζωή του, είναι μια τρίτη. Και οι φορές που σε έναν βιασμό γίνεται μνεία στο τι φορούσε το θύμα ή  πόσο προκάλεσε, είναι πολλές περισσότερες
     Για να επιστρέψουμε στο κείμενο, η απορία που προαναφέρθηκε είναι εντονότερη, γιατί πιθανότατα δεν έχουμε να κάνουμε με αποπλάνηση αλλά με βιασμό. Η μητέρα παρουσιάζει την κόρη της να της επιτίθεται που επιτρέπει στον κουνιάδο της να μένει μαζί τους (άρα την παρενοχλούσε;) και, υποστηρίζει ότι, μετά την ημέρα που εικάζει ότι έμεινε έγκυος, έγινε νευρική και ευερέθιστη. Και μαρτυρεί ότι το φουστάνι της ήταν γεμάτο χώματα (άρα υπήρξε θύμα βίας;) την μέρα που πιθανότατα κατάλαβε ότι είναι έγκυος ή/και (υποθέτουμε ότι) το είπε στον πατέρα. Η αντίδραση της μητέρας σε όλα αυτά είναι να την σφαλιαρίσει επειδή της έβαλε γλώσσα  και να τη διώξει, όταν η κόρη πήγε να την αγκαλιάσει. Και μετά την έσφαξε και καταράστηκε το κουνιάδο. Γιατί, ναι, τι άλλο να κάνει;
  Παραβλέποντας, τέλος, τον άστοχο τίτλο του βιβλίου του Πάνου Σομπολου και τη σεξιστική ως προς την οπτική γωνία  πραγμάτευση  του ζητήματος (δίνει έμφαση σε γυναίκες δολοφόνους την ώρα που οι γυναίκες θύματα είναι πολύ περισσότερες, άρα δημιουργεί υπόγεια εσφαλμένες εντυπώσεις), ένας υφέρπων και θέλω να πιστεύω ασυνείδητος σεξισμός μπορεί να καταλογιστεί και στον Βαλτινό, για την προσθήκη της πλατιάς αναφοράς στον κουνιάδο. Λίγο γιατί θεωρεί ότι  από μόνη της μια τόσο κλασική περίπτωση γυναικοκτονίας δεν έχει δραματουργικά αρκετό ενδιαφέρον και χρειάζεται συμπλήρωμα. Και λίγο περισσότερο γιατί η κατ' αυτόν τον τρόπο πραγμάτευση του θέματος μπορεί να  θεωρηθεί ως υπαινιγμός ότι η μάνα είχε και εκείνη σχέσεις με τον κουνιάδο της, γι' αυτό και του έστρωνε να κοιμηθεί από τη μεριά της. Και σκότωσε την κόρη της από ζήλια γιατί την αντιμετώπισε, έφταιγε δεν έφταιγε, ως αντερωμένη της. Μόνο που έτσι μετατίθεται το κέντρο βάρους από τη γυναικοκτονία και παρουσιάζεται η υπόθεση ως ερωτικό έγκλημα εξαιτίας ενός ερωτικού τριγώνου που δεν πήγε  καλά. (Κάπως έτσι παρουσιάστηκε από τα Μ.Μ.Ε. της εποχής το  "Έγκλημα στου Χαροκόπου", αλλά για αυτό το ζήτημα δες εδώ.) Ακόμα και έτσι να είναι τα πράγματα, όμως, είναι ενδεικτικό της κατάστασης της κοινωνίας το γεγονός ότι η μητέρα προσπαθεί να παρουσιάσει ένα έγκλημα λόγω ερωτικής αντιζηλίας ως "έγκλημα τιμής".  Διότι γνωρίζει ότι αυτό θα λειτουργήσει ως ελαφρυντικό στην προσμέτρηση της ποινής της κατά τη δίκη και ως στην αντιμετώπισή της από την κοινωνία. 
   Και όλα αυτά στεγάζονται και υποκρύπτονται με σαρδόνια διάθεση ειρωνείας κάτω από μια λέξη, τον τίτλο: Φουραντάν.  Αυτό φταίει για όλα, βρε! 
Φουραντάν για παραστρατημένες κόρες
Και θα κλείσω με άλλες δυο περιπτώσεις φαρμακώματος, αυτή τη φορά από το ίδιο το χέρι των θυμάτων. Την κυρία για την οποία έγραψε το ποίημα ο Διονύσης Σολωμός που δεν άντεξε τα κακά λόγια του κόσμου για την τιμή της.
Η φαρμακωμένη
Τὰ τραγούδια μοῦ τἄλεγες ὅλα
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τὸ πεῖς,
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τ᾿ ἀκούσεις,
Ἄχ! τὴν πλάκα τοῦ τάφου κρατεῖς.

Ὦ παρθένα! ἂν ἠμπόρειαν οἱ κλάψαις
Πεθαμένου νὰ δώσουν ζωή,
Τόσαις ἔκαμα κλάψαις γιὰ σένα,
Ποὺ θελ᾿ ἔχεις τὴν πρώτη πνοή.

Συφορά! σὲ θυμοῦμ᾿ ἐκαθόσουν
Σ᾿ τὸ πλευρό μου μὲ πρόσωπο ἀχνὸ
«Τί ἔχεις» σοῦ ῾πα καὶ σὺ μ᾿ ἀποκρίθης
«Θὰ πεθάνω, φαρμάκι θὰ πιῶ».

Μὲ σκληρότατο χέρι τὸ πῆρες,
Ὡραία κόρη, κι αὐτὸ τὸ κορμί,
Ποὺ τοῦ ἔπρεπε φόρεμα γάμου,
Πικρὸ σάβανο τώρα φορεῖ.

Τὸ κορμί σου ἐκεῖ μέσα στὸν τάφο
Τὸ στολίζει σεμνὴ παρθενιά,
Τοῦ κακοῦ σὲ ἀδικοῦσεν ὁ κόσμος,
Καὶ σοῦ φώναζε λόγια κακά.

Τέτοια λόγια ἂν ἠμπόρειες ν᾿ ἀκούσεις,
Ὂχ τὸ στόμα σου τ᾿ ἤθελε βγεῖ;
«Τὸ φαρμάκι ποὺ ἐπῆρα, καὶ οἱ πόνοι,
Δὲν ἐστάθηκαν τόσο σκληροί.

Κόσμε ψεύτη! ταὶς κόραις ταὶς μαύραις
κατατρέχεις ὅσο εἶν᾿ ζωνταναίς,
Σκληρὲ κόσμε! καὶ δὲν τοὺς λυπᾶσαι
Τὴν τιμήν, ὅταν εἶναι νεκραίς.

Σώπα, σώπα! θυμήσου πὼς ἔχεις
Θυγατέρα, γυναίκα, ἀδελφή,
Σώπα ἡ μαύρη κοιμᾶται στὸ μνῆμα
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή.

Θὰ ξυπνήσει τὴν ὕστερη ἡμέρα,
Εἰς τὸν κόσμον ὀμπρὸς νὰ κριθεῖ,
Καὶ στὸν Πλάστη κινώντας μὲ σέβας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ:

«Κοίτα μέσα στὰ σπλάχνα μου, Πλάστη!
τὰ φαρμάκωσα ἀλήθεια ἡ πικρή,
καὶ μοῦ βγῆκε ὂχ τὸ νοῦ μου, Πατέρα
Ποὺ πλασμένα μοῦ τἄχες Ἐσύ.

Ὅμως κοίτα στὰ σπλάχνα μου μέσα,
Ποῦ τὸ κρίμα τοὺς κλαῖνε, καὶ πές,
Πὲς τοῦ κόσμου, ποὺ φώναξε τόσα,
Ἐδῶ μέσα ἂν εἶν᾿ ἄλλες πληγαίς».

Τέτοια ὀμπρὸς εἰς τὸν Πλάστη κινώντας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ.
«Σώπα, κόσμε! κοιμᾶται στὸ μνῆμα,
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή».



Και την Βασιλική που δεν πέθανε επειδή τον έρωτα πολύ βαριά τον πήρε, αλλά επειδή δεν είχε τι άλλο να κάνει μετά την άτυχη έκβαση αυτού. 

Παρεμπιπτόντως, εδώ φαίνεται να δημοσιεύεται από ένα σημείο και μετά το κείμενο του Σόμπολου αυτούσιο. Θα ήταν ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς πώς παρουσιάζεται το ίδιο γεγονός από έναν συγγραφέα κι από έναν δημοσιογράφο.




2 σχόλια:

Χ.Θ.Π. είπε...

Εξαιρετική δουλειά, συνάδελφε! Τυχαία "έπεσα" στη σελίδα σου κι εδώ και τρεις ώρες περιηγούμαι σε θεματικές ενότητες σε λογοτεχνία και ιστορία. Με κέφι, φρεσκάδα, πρωτοτυπία αλλά και με σοβαρότητα, με προσεκτική έρευνα και με βαθιά γνώση προσεγγίζεις το υλικό σου και αποδεικνύεις έμπρακτα ότι η μάθηση μπορεί να κατακτηθεί μέσα από ένα υπέροχο ταξίδι!
Ένα μεγάλο "μπράβο" κι ένα μεγάλο "ευχαριστώ"!

Kakos Lykos είπε...

Ευχαριστούμε πολύ (και κοκκίνησα και λίγο... :) ).