Ο λόγος που δεν ξέρετε τον στίχο που έδωσε τον τίτλο της ανάρτησης είναι απλός: δεν υπάρχει. Και δεν είναι ότι δεν είναι καλό που δεν υπάρχει, είναι που δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Μεταξύ μας δε, καλό είναι που δεν θα μπορούσε να υπάρχει, το κακό είναι που μπορούν να υπάρχουν οι τίτλοι που ξέρετε στο εμβληματικό τραγούδι που αφηγείται την δολοφονία του Αθανασόπουλου. Εξηγούμαι...
Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος -μεγαλέμπορας, γυναικάς και μέθυσος- γυρίζει ένα βράδυ στις αρχές του 1931 στο σπίτι του και αποπειράται να δείρει και να βιάσει τη Φούλα, την γυναίκα του, όπως συστηματικά έκανε τα τελευταία χρόνια του γάμου τους, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να έχει οδηγηθεί σε διάσταση. Εκείνη ξεφεύγει κι ενώ ο Αθανασόπουλος πέφτει να κοιμηθεί, βρίσκει καταφύγιο στο δωμάτιο της μάνας της, της Αρτέμιδας Κάστρου, στην οποία παραπονιέται για τη σκαιά συμπεριφορά του άντρα της. Η μάνα της για να προφυλάξει την κόρη της ζητάει βοήθεια από έναν ανιψιό της, το Δημήτρη Μοσκιό, ο οποίος έμενε μαζί τους συχνά πυκνά από τότε που ο Αθανασόπουλος άρχισε να περνάει τα περισσότερα βράδια σε ξενοδοχείο. Ο Μοσκιός που είχε ακούσει τον καυγά, πήγε να του ζητήσει το λόγο, τσακώθηκαν και όταν ο Αθνασόπουλος ξανάπεσε για ύπνο τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Ακολούθως, ο Μοσκιός και η πεθερά με τη βοήθεια της υπηρέτριας προσπάθησαν να κάψουν το πτώμα για να το εξαφανίσουν, φοβήθηκαν όμως εξαιτίας της έντονης μυρωδιάς κι αφού το έκοψαν σε κομμάτια το έβαλαν σε δυο σακιά και το πέταξαν σε ένα ποτάμι. Το πτώμα που βρέθηκε σε λίγες μέρες να επιπλέει οδήγησε τελικά στην αποκάλυψη του εγκλήματος.
Το οποίο, όπως καταλαβαίνει κανείς, προξένησε μεγάλη εντύπωση στον κόσμο και υπό το σιγοντάρισμα των εφημερίδων πήρε διαστάσεις θρύλου, τόσο που ακόμα και σήμερα είναι ένα από τα πιο γνωστά εγκλήματα όλων των εποχών. Σε σημείο που μιλάμε ακόμα για "τον Αθανασόπουλο" κι όχι για "έναν Αθανασόπουλο που ..."· διότι Αθανασόπουλοι υπάρχουν πολλοί, αλλά "ο Αθανασόπουλος", ο κατ΄εξοχήν Αθανασόπουλος δηλαδή, είναι ένας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να μου λένε από τα μικράτα μου υπό μορφή θρύλου την ιστορία του Αθανασόπουλου που τον έκαψε η πεθερά του και μάλιστα μου είχαν τη δείξει το 1991 στην Πλατεία Δαβάκη της Καλλιθέας μια γριά που υποτίθεται πως ήταν η Φούλα Αθανασοπούλου, παρόλο που στη πραγματικότητα είχε ήδη πεθάνει από το 1970.
Στη διασημότητα του εγκλήματος συνετέλεσε τα μέγιστα ένα εξαιρετικά δημοφιλές τραγούδι-ρεπορτάζ του Ιάκωβου Μοντανιάρη το οποίο δεν έγινε δημοτικό, όπως η παρόμοια- κατά κάποιον τρόπο- ιστορία της Πεφρωνίας/Φεβρωνίας/Ανδρονίκης από τη Σπάρτη/Πάτρα/τα μέρη της Ελλάς 20-30 χρόνια πριν, είναι γιατί στο μεταξύ είχε ανακαλυφθεί η ηχογράφηση, οπότε ήταν εκ των πραγμάτων γνωστή η πατρότητα του τραγουδιού.
Επηρεασμένος από την ατμόσφαιρα της εποχής και τα ρεπορτάζ των εφημερίδων ο Μοντανιάρης έγραψε την ιστορία του Αθανασοπουλου και γνώρισε τόσο μεγάλη επιτυχία που λέγεται ότι το τραγούδι αρχικά διαδόθηκε στόμα με στόμα σε όλην την Ελλάδα και στην συνέχεια δισκογραφήθηκε ακριβώς εξαιτίας της τρομερής του ζήτησης. Αποτελείται από 12 δίστιχα (στην πορεία απλώθηκε) αλλά σε κάθε εκτέλεση συνήθως επιλέγονταν έξι από αυτά. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των στίχων αυτών είναι η μονομέρεια και ο μισογυνισμός με την οποία διαχειρίζονται την υπόθεση, απηχώντας βέβαια το δημόσιο αίσθημα και αναπαράγοντας την ατμόσφαιρα που καλλιέργησαν οι εφημερίδες της εποχής.
Ο "επίσημος" τίτλος του τραγουδιού είναι "Στου Χαροκόπου τα στενά" (ήρθε κι έδεσε παρεμπιπτόντως η ονομασία της γειτονιάς της Καλλιθέας στην οποία εκτυλίχθηκε η υπόθεση με την ίδια την υπόθεση) οποίος ουσιαστικά είναι η αρχή του τραγουδιού, γεγονός ενδεικτικό της δημοφιλίας του. Είναι ωστόσο ακόμα γνωστό με δυο ακόμα τίτλους. Ως "Καημένε Αθανασόπουλε" και ως "Κακούργα πεθερά", που προέρχονται από το πιο γνωστό του δίστιχο ("Καημένε Αθανασόπουλε τι σου 'μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις") και φανερώνουν τις δυο παραμέτρους με τις οποίες ερμηνεύτηκε το έγκλημα από τις εφημερίδες και την κοινή γνώμη:Την αγιοποίηση του Αθανασόπουλου και τη δαιμονοποίηση της πεθεράς πρωτίστως, και της συζύγους δευτερευόντως.
Δεν υπάρχει, που λέτε, κοινωνικό στερεότυπο που να μην διακρίνεται στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το τραγούδι τα γεγονότα, με προεξάρχον εκείνο της "κακιάς πεθεράς", ένα στερεότυπο τόσο ισχυρό που την δεκαετία του '60, 30 χρόνια μετά την δολοφονία του Αθανασόπουλου, ωθούσε το αμόρφωτο πλήθος, που συνέχεε την πραγματικότητα με την φαντασία, να επιτίθενται στην Τασώ Καββαδία, μια ηθοποιό είχε τυποποιηθεί σε ρόλους κακής πεθεράς στο κινηματογράφο της εποχής. Η πεθερά παρουσιάζεται ως ο ιθύνων νους, η εγκληματική προσωπικότητα που οργάνωσε το έγκλημα και παρέσυρε τους υπόλοιπους, "τους πήρε στο λαιμό της", όπως λέγεται . Η Φούλα, της οποίας ο ρόλος στο έγκλημα δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ αλλά παρόλα αυτά καταδικάστηκε σε θάνατο παρόλο που την αθωώνουν οι καταθέσεις των υπολοίπων και για το φόνο και για την απόπειρα εξαφάνισης του πτώματος, εγκαλείται κυρίως σε ψυχολογικό/συναισθηματικό επίπεδο, γιατί δεν σκέφτηκε τον άντρα της και τα παιδιά της αλλά παρασύρθηκε από τη μάνα της. Κι είναι χαρακτηριστικό πως ουδεμία ουσιαστική κατηγορία αποδίδεται στον φυσικό αυτουργό της δολοφονίας, τον Δημήτρη Μόσκο, διότι η αντίληψη που καλλιεργήθηκε είναι ότι οι σατανικές γυναίκες τον παρασύρανε πουλώντας του έρωτες. Και γιατί πιθανότατα, ελήφθη υπόψιν ότι ως άντρας, ήταν υποχρεωμένος κατά κάποιον τρόπο (με βάση το αξιακό σύστημα της εποχής πάντοτε) να υπερασπιστεί τις αδύναμες γυναίκες της οικογένειας του που ζήτησαν τη βοήθεια του, άρα κι αυτός θύμα τους είναι κατά κάποιον τρόπο. Όσο για τον Αθανασόπουλο; Παρουσιάζεται ως το αθώο θύμα της κακούργας πεθερά του που εξαιτίας της έχασε τα νιάτα του.
Εντάξει, παιδιά, ο νεκρός δεδικαίωται, ειδικά αν έχει πεθάνει με τόσο ειδεχθή τρόπο, αλλά κανονικά θα έπρεπε να μας παραξενεύει η απουσία της παραμικρής αναφοράς στον σκαιό τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν επί μακρόν στη γυναίκα του και στις βιαιοπραγίες οποίες είχαν γίνει η ρουτίνα της συζυγικής ζωής του ζευγαριού, στοιχεία που αποτέλεσαν άλλωστε και τα αίτια της δολοφονίας. Και στο σημείο αυτό να παρατηρήσω πως, κατά την γνώμη μου, η στάση της υπηρέτριας αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη για την βιαιότητα του Αθανασόπουλου. Ενώ δηλαδή θα μπορούσε να διαχωρίσει τη θέση της από μια υπόθεση που δεν την αφορούσε, προτίμησε να ρισκάρει και να συμμετάσχει, αν όχι στο ίδιο το έγκλημα, στην συγκάλυψη του. Είτε γιατί υπήρξε συχνά αυτόπτης μάρτυρας της καταπίεσης την οποία υφίστατο στα χέρια του Αθανασόπουλου η γυναίκα του και τάχθηκε ασυναίσθητα με το αδύναμο μέρος, είτε γιατί και η ίδια υπήρξε θύμα του Αθανασόπουλου με κάποιον τρόπο (if you know what i mean...).
. Παρατηρείται επιπλέον και το εξής: Η φήμη (Αληθινή, αν θέλετε τη γνώμη. μου. Η εμμονή της πεθεράς να μικροπαντρέψει την κόρη της με τον Αθανασόπουλο, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα οξυμένες μεταξύ τους σχέσεις μετά τον γάμο, αποτελεί βασική ένδειξη ερωτικού τριγώνου που πήγε στραβά) πως η πεθερά είχε ερωτικές σχέσεις με τον γαμπρό της πριν καν αυτός παντρευτεί την κόρη της καταγράφεται ως στοιχείο που αποδεικνύει την σατανικότητα της, αλλά δεν αποτελεί στο ελάχιστο μομφή για τον Αθανασόπουλο. Γεγονός που προδίδει τις αιτίες της απουσίας οποιασδήποτε αναφοράς στη βιαιότητα του Αθανανασόπουλου, που λέγαμε. Γιατί στα μάτια της κοινής γνώμης ο Αθανασόπουλος δεν έκανε τίποτα μεμπτό. Ως άντρας είχε το αυτονόητο δικαίωμα να πίνει, να ξενυχτάει, να δέρνει τη γυναίκα του και κοιμάται μαζί της όταν θέλει κι όπως θέλει. Αντίθετα, η Φούλα θα έπρεπε ως πιστή Πηνελόπη και να υπομένει αγόγγυστα την μοίρα της για να είναι καλή σύζυγος. Και έτσι εξηγείται βέβαια και η δαιμονοποίηση των δυο γυναικών. Η πράξη τους εκλήφθηκε ως ανταρσία ενάντια στην τάξη των πραγμάτων...
Προσέξτε! Δεν είναι στις προθέσεις μου να αθωώσω τις δυο γυναίκες (κυρίως γιατί, μολονότι η βία δεν είναι το ίδιο καταδικαστέα από όπου κι προέρχεται, η βία των πράξεων τους υπήρξε ασύμμετρη της βίας που υπέστησαν- αλλά από την άλλη αυτό το λέω εγώ εκ τους ασφαλούς, γράφοντας στον υπολογιστή μου 80 χρόνια αργότερα), δεν προτρέπω προφανώς κάθε αδικούμενο να προσφύγει στη αυτοδικία, δεν ισχυρίζομαι ότι δεν εκμεταλλεύτηκαν τα ψυχολογικά προβλήματα του Μοσκιού και την καψούρα του για την Φούλα, ότι δεν χειραγώγησαν την υπηρέτρια ή ότι δεν είναι σατανικές. Αυτό που θέλω να πω είναι πως στην πραγματικότητα αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν ήταν σατανικές ή όχι, αλλά ότι δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν κάτι άλλα παρά σατανικές. Κι ως εκ τούτου ενδύθηκαν ενδεχομένως το ρόλο και προσαρμόστηκαν στις συνθήκες. Ζώντας σε μια συγκεκριμένη κοινωνία με συγκεκριμένους κανόνες, γνωρίζανε πολύ καλά ότι επειδή ήταν γυναίκες, κανείς δεν θα τους δώσει δίκιο, για αυτό και δεν ζητάνε βοήθεια για την καταπίεση που υφίσταται (σαν την γυναίκα στο διήγημα του Θεοτόκη "Πίστομα"). Η βία γεννά βία, ως γνωστόν, όταν τελικά δεν αποδίδεται δικαιοσύνη και δεν είναι δίκαιο στην τελική ανάλυση να βάζουμε στην ίδια ζυγαριά τη βία του επιτιθέμενου με την βία, έστω και ακραία, αμυνόμενου. Με άλλα λόγια ο ίδιος Αθανασόπουλος ήταν εκείνος που είχε καλλιεργήσει λίγο λίγο με τη βία που ασκούσε τη βία που δέχθηκε και μάλιστα με την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη, της κοινωνίας, που τον δικαιολογούσε θεωρώντας "φυσική" την συμπεριφορά του απέναντι στη γυναίκα του. .
Κάπως έτσι, παρεμπιπτόντως, εξηγείται και ο στυγερός τρόπος με τον οποίον προσπάθησαν πάση θυσία να κρύψουν το έγκλημα τους. Ευρισκόμενοι σε αυτό που το Χόλιγουντ ονομάζει "καθημερινοί άνθρωποι σε μη καθημερινές καταστάσεις" και ζώντας σε μια κοινωνία η οποία ήξεραν ότι δεν θα τους αναγνωρίσει το παραμικρό ελαφρυντικό, μέσα στον πανικό και την απόγνωση της στιγμής προέβησαν χωρίς δισταγμό και χωρίς ηθικούς φραγμούς σε οτιδήποτε θεώρησαν ότι είναι αναγκαίο για να αποφύγουν την σύλληψη και την συνακόλουθη καταδίκη. Και μάλιστα με τέτοιο άτσαλο και σπασμωδικό τρόπο (ο οποίος παρεμπιπτόντως φανερώνει και έλλειψη προμελέτης) που τελικά οδήγησε και στην αποκάλυψη του εγκλήματός τους. Η συναισθηματική αποξένωση που αισθανόταν ενδεχομένως από το θύμα εξαιτίας της φριχτής συμπεριφοράς του, απλά τους το έκανε πιο εύκολο.
Ότι η κοινή γνώμη, πάντως, μπορεί να δημιουργήσει μια ιδιαίτερη δική της αφήγηση για ένα έγκλημα και να το εντάξει σε μια ιδιαίτερη μυθολογία , το αποδεικνύει ένα άλλο, παρόμοιο και διαφορετικό ταυτόχρονα, έγκλημα, που συγκλόνισε αρκετά χρόνια μετά τον Αθανασόπουλο την ελληνική κοινή γνώμη. Πρόκειται για τον Κοεμτζή που σκότωσε τρία άτομα και τραυμάτισε οχτώ με αφορμή μια παραγγελιά. Κι η πραγμάτευση του θέματος από το Σαββόπουλο στο τραγούδι του "Μακρύ ζεμπέκικο για το Νίκο"
αλλά και από τον Παύλο Τάσσιο στην ταινία του "Παραγγελιά",
απηχούν σε μεγάλο βαθμό την στάσης μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης η οποία, αν δεν δικαιολογεί τον Κοεμτζή για την πράξη του, καταλαβαίνει τουλάχιστον τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε σε αυτή. Δεν αντιμετωπίζεται ως αθώος ούτε δικαιολογείται η πράξη του, αλλά δεν του αποδίδεται και εξ ολοκλήρου η ευθύνη. Γιατί η παραγγελιά ήταν απλά η αφορμή, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η αιτία ήταν η συνεχής καταπίεση που υφίστατο ο Κοεμτζής μεγαλώνοντας μετά τον Εμφύλιο ως παιδί αριστερής οικογένειας, η συνεχής καταδίωξη του από το κράτος και περιθωριοποίησή του εξαιτίας του γεγονότος αυτού. Η υπόθεση Κοεμτζή είναι, λοιπόν, μια αντανάκλαση της νοσηρής μετεμφυλιακής Ελλάδας. Κι έτσι ακριβώς η υπόθεση Αθανασόπουλου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίστοιχης νοσηρότητας της ελληνικής κοινωνίας πριν το πόλεμο. Με τη μόνη διαφορά ότι ο Κοεμτζής μπορούσε να εκληφθεί ως εκπρόσωπος κάθε μέλους της κοινωνίας που υφίστατο επί μακρόν την καταπίεση του κράτους για πολιτικούς λόγους. Έμμεσα και συμβολικά, μπορούσε να θεωρήσει πώς το χέρι του Κοεμτζή που οπλίστηκε ενάντια στους αστυνομικούς ήταν το δικό του χέρι που ξέπλενε τις προσβολές και τις αδικίες τόσων χρόνων. Έτσι ήταν εύκολο ο Κοεμτζής να ηρωοποιηθεί και ήταν εφικτό, έστω και εκτός επίσημης δικαιοσύνης, να του αναγνωριστούν ελαφρυντικά και δικαιολογίες. Αντίθετα, στη Φούλα και την πεθερά, δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση ακριβώς επειδή ήταν γυναίκες, μολονότι και στην υπόθεση Αθανασόπουλου τα εκάστοτε θύματα και οι εκάστοτε θύτες, στην πραγματικότητα ήταν δέσμια των επιταγών και των στερεοτύπων της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας με στρεβλή αντίληψη τόσο για την θέση των φύλων όσο και για τη δικαιοσύνη, που δεν είναι τόσο μακρινή όσο νομίζετε αν σκεφτούμε, ας πούμε, την κοπέλα από την Κόρινθο που καταδικάστηκε πρόσφατα χωρίς ελαφρυντικά γιατί αμυνόμενη μαχαίρωσε τον επίδοξο βιαστή της. Ή την βρεφοκτόνο της Νέας Σμύρνης ακόμα πιο πρόσφατα, στην οποία αποδόθηκε η πλήρης και αποκλειστική ευθύνη για την ειδεχθή πράξη της, ενώ για τον πατέρα του παιδιού που εξαφανίστηκε όταν έμαθε για την εγκυμοσύνη δεν αναφέρθηκε κανένας. Ούτε βέβαια κατηγόρησε κανένας την κοινωνία η οποία ακόμα και σήμερα επιμένει να θεωρεί ντροπή ένα παιδί εκτός γάμου, ούτε την κρατική εκπαίδευση που Παναγίτσες και Χριστούληδες ξέρει να βάζει στις αίθουσες διδασκαλίας, αλλά για το μάθημα της Σεξουαλικής Αγωγής την πιάνουν οι ντροπές (όπου το πρόβλημα προφανώς δεν είναι οι Παναγίτσες και οι Χριστούληδες αυτοί καθαυτοί αλλά αυτοί που τους καπηλεύονται για να στραφούν ενάντια στη Σεξουαλική Αγωγή).
Άρα, για να κλείσω κυκλικά, ούτε "κακούργε Αθανασόπουλε", αλλά ούτε και "καημένε..."!
(Είχα σκοπό να θίξω και μια άλλη υπόθεση, τη δολοφονία του συζύγου από τη σύζυγο και τον εραστή της που συγκλόνισε την Ελλάδα του 1980, αλλά επειδή είναι πιο πρόσφατη και ζουν ακόμα οι εμπλεκόμενοι είπα να μην αναφερθώ just in case).
(Επί του πιεστηρίου:) Διάβασα ότι στην Ιρλανδία απαλλάχθηκε καθ΄ομολογίαν βιαστής 17χρονής επειδή το θύμα φορούσε στρινγκάκι άρα... τα ήθελε. Δεν ήξερα ότι τα εσώρουχα μιλάνε...
Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος -μεγαλέμπορας, γυναικάς και μέθυσος- γυρίζει ένα βράδυ στις αρχές του 1931 στο σπίτι του και αποπειράται να δείρει και να βιάσει τη Φούλα, την γυναίκα του, όπως συστηματικά έκανε τα τελευταία χρόνια του γάμου τους, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να έχει οδηγηθεί σε διάσταση. Εκείνη ξεφεύγει κι ενώ ο Αθανασόπουλος πέφτει να κοιμηθεί, βρίσκει καταφύγιο στο δωμάτιο της μάνας της, της Αρτέμιδας Κάστρου, στην οποία παραπονιέται για τη σκαιά συμπεριφορά του άντρα της. Η μάνα της για να προφυλάξει την κόρη της ζητάει βοήθεια από έναν ανιψιό της, το Δημήτρη Μοσκιό, ο οποίος έμενε μαζί τους συχνά πυκνά από τότε που ο Αθανασόπουλος άρχισε να περνάει τα περισσότερα βράδια σε ξενοδοχείο. Ο Μοσκιός που είχε ακούσει τον καυγά, πήγε να του ζητήσει το λόγο, τσακώθηκαν και όταν ο Αθνασόπουλος ξανάπεσε για ύπνο τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Ακολούθως, ο Μοσκιός και η πεθερά με τη βοήθεια της υπηρέτριας προσπάθησαν να κάψουν το πτώμα για να το εξαφανίσουν, φοβήθηκαν όμως εξαιτίας της έντονης μυρωδιάς κι αφού το έκοψαν σε κομμάτια το έβαλαν σε δυο σακιά και το πέταξαν σε ένα ποτάμι. Το πτώμα που βρέθηκε σε λίγες μέρες να επιπλέει οδήγησε τελικά στην αποκάλυψη του εγκλήματος.
Το οποίο, όπως καταλαβαίνει κανείς, προξένησε μεγάλη εντύπωση στον κόσμο και υπό το σιγοντάρισμα των εφημερίδων πήρε διαστάσεις θρύλου, τόσο που ακόμα και σήμερα είναι ένα από τα πιο γνωστά εγκλήματα όλων των εποχών. Σε σημείο που μιλάμε ακόμα για "τον Αθανασόπουλο" κι όχι για "έναν Αθανασόπουλο που ..."· διότι Αθανασόπουλοι υπάρχουν πολλοί, αλλά "ο Αθανασόπουλος", ο κατ΄εξοχήν Αθανασόπουλος δηλαδή, είναι ένας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να μου λένε από τα μικράτα μου υπό μορφή θρύλου την ιστορία του Αθανασόπουλου που τον έκαψε η πεθερά του και μάλιστα μου είχαν τη δείξει το 1991 στην Πλατεία Δαβάκη της Καλλιθέας μια γριά που υποτίθεται πως ήταν η Φούλα Αθανασοπούλου, παρόλο που στη πραγματικότητα είχε ήδη πεθάνει από το 1970.
Στη διασημότητα του εγκλήματος συνετέλεσε τα μέγιστα ένα εξαιρετικά δημοφιλές τραγούδι-ρεπορτάζ του Ιάκωβου Μοντανιάρη το οποίο δεν έγινε δημοτικό, όπως η παρόμοια- κατά κάποιον τρόπο- ιστορία της Πεφρωνίας/Φεβρωνίας/Ανδρονίκης από τη Σπάρτη/Πάτρα/τα μέρη της Ελλάς 20-30 χρόνια πριν, είναι γιατί στο μεταξύ είχε ανακαλυφθεί η ηχογράφηση, οπότε ήταν εκ των πραγμάτων γνωστή η πατρότητα του τραγουδιού.
Επηρεασμένος από την ατμόσφαιρα της εποχής και τα ρεπορτάζ των εφημερίδων ο Μοντανιάρης έγραψε την ιστορία του Αθανασοπουλου και γνώρισε τόσο μεγάλη επιτυχία που λέγεται ότι το τραγούδι αρχικά διαδόθηκε στόμα με στόμα σε όλην την Ελλάδα και στην συνέχεια δισκογραφήθηκε ακριβώς εξαιτίας της τρομερής του ζήτησης. Αποτελείται από 12 δίστιχα (στην πορεία απλώθηκε) αλλά σε κάθε εκτέλεση συνήθως επιλέγονταν έξι από αυτά. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των στίχων αυτών είναι η μονομέρεια και ο μισογυνισμός με την οποία διαχειρίζονται την υπόθεση, απηχώντας βέβαια το δημόσιο αίσθημα και αναπαράγοντας την ατμόσφαιρα που καλλιέργησαν οι εφημερίδες της εποχής.
Ο "επίσημος" τίτλος του τραγουδιού είναι "Στου Χαροκόπου τα στενά" (ήρθε κι έδεσε παρεμπιπτόντως η ονομασία της γειτονιάς της Καλλιθέας στην οποία εκτυλίχθηκε η υπόθεση με την ίδια την υπόθεση) οποίος ουσιαστικά είναι η αρχή του τραγουδιού, γεγονός ενδεικτικό της δημοφιλίας του. Είναι ωστόσο ακόμα γνωστό με δυο ακόμα τίτλους. Ως "Καημένε Αθανασόπουλε" και ως "Κακούργα πεθερά", που προέρχονται από το πιο γνωστό του δίστιχο ("Καημένε Αθανασόπουλε τι σου 'μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις") και φανερώνουν τις δυο παραμέτρους με τις οποίες ερμηνεύτηκε το έγκλημα από τις εφημερίδες και την κοινή γνώμη:Την αγιοποίηση του Αθανασόπουλου και τη δαιμονοποίηση της πεθεράς πρωτίστως, και της συζύγους δευτερευόντως.
Δεν υπάρχει, που λέτε, κοινωνικό στερεότυπο που να μην διακρίνεται στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το τραγούδι τα γεγονότα, με προεξάρχον εκείνο της "κακιάς πεθεράς", ένα στερεότυπο τόσο ισχυρό που την δεκαετία του '60, 30 χρόνια μετά την δολοφονία του Αθανασόπουλου, ωθούσε το αμόρφωτο πλήθος, που συνέχεε την πραγματικότητα με την φαντασία, να επιτίθενται στην Τασώ Καββαδία, μια ηθοποιό είχε τυποποιηθεί σε ρόλους κακής πεθεράς στο κινηματογράφο της εποχής. Η πεθερά παρουσιάζεται ως ο ιθύνων νους, η εγκληματική προσωπικότητα που οργάνωσε το έγκλημα και παρέσυρε τους υπόλοιπους, "τους πήρε στο λαιμό της", όπως λέγεται . Η Φούλα, της οποίας ο ρόλος στο έγκλημα δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ αλλά παρόλα αυτά καταδικάστηκε σε θάνατο παρόλο που την αθωώνουν οι καταθέσεις των υπολοίπων και για το φόνο και για την απόπειρα εξαφάνισης του πτώματος, εγκαλείται κυρίως σε ψυχολογικό/συναισθηματικό επίπεδο, γιατί δεν σκέφτηκε τον άντρα της και τα παιδιά της αλλά παρασύρθηκε από τη μάνα της. Κι είναι χαρακτηριστικό πως ουδεμία ουσιαστική κατηγορία αποδίδεται στον φυσικό αυτουργό της δολοφονίας, τον Δημήτρη Μόσκο, διότι η αντίληψη που καλλιεργήθηκε είναι ότι οι σατανικές γυναίκες τον παρασύρανε πουλώντας του έρωτες. Και γιατί πιθανότατα, ελήφθη υπόψιν ότι ως άντρας, ήταν υποχρεωμένος κατά κάποιον τρόπο (με βάση το αξιακό σύστημα της εποχής πάντοτε) να υπερασπιστεί τις αδύναμες γυναίκες της οικογένειας του που ζήτησαν τη βοήθεια του, άρα κι αυτός θύμα τους είναι κατά κάποιον τρόπο. Όσο για τον Αθανασόπουλο; Παρουσιάζεται ως το αθώο θύμα της κακούργας πεθερά του που εξαιτίας της έχασε τα νιάτα του.
Εντάξει, παιδιά, ο νεκρός δεδικαίωται, ειδικά αν έχει πεθάνει με τόσο ειδεχθή τρόπο, αλλά κανονικά θα έπρεπε να μας παραξενεύει η απουσία της παραμικρής αναφοράς στον σκαιό τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν επί μακρόν στη γυναίκα του και στις βιαιοπραγίες οποίες είχαν γίνει η ρουτίνα της συζυγικής ζωής του ζευγαριού, στοιχεία που αποτέλεσαν άλλωστε και τα αίτια της δολοφονίας. Και στο σημείο αυτό να παρατηρήσω πως, κατά την γνώμη μου, η στάση της υπηρέτριας αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη για την βιαιότητα του Αθανασόπουλου. Ενώ δηλαδή θα μπορούσε να διαχωρίσει τη θέση της από μια υπόθεση που δεν την αφορούσε, προτίμησε να ρισκάρει και να συμμετάσχει, αν όχι στο ίδιο το έγκλημα, στην συγκάλυψη του. Είτε γιατί υπήρξε συχνά αυτόπτης μάρτυρας της καταπίεσης την οποία υφίστατο στα χέρια του Αθανασόπουλου η γυναίκα του και τάχθηκε ασυναίσθητα με το αδύναμο μέρος, είτε γιατί και η ίδια υπήρξε θύμα του Αθανασόπουλου με κάποιον τρόπο (if you know what i mean...).
. Παρατηρείται επιπλέον και το εξής: Η φήμη (Αληθινή, αν θέλετε τη γνώμη. μου. Η εμμονή της πεθεράς να μικροπαντρέψει την κόρη της με τον Αθανασόπουλο, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα οξυμένες μεταξύ τους σχέσεις μετά τον γάμο, αποτελεί βασική ένδειξη ερωτικού τριγώνου που πήγε στραβά) πως η πεθερά είχε ερωτικές σχέσεις με τον γαμπρό της πριν καν αυτός παντρευτεί την κόρη της καταγράφεται ως στοιχείο που αποδεικνύει την σατανικότητα της, αλλά δεν αποτελεί στο ελάχιστο μομφή για τον Αθανασόπουλο. Γεγονός που προδίδει τις αιτίες της απουσίας οποιασδήποτε αναφοράς στη βιαιότητα του Αθανανασόπουλου, που λέγαμε. Γιατί στα μάτια της κοινής γνώμης ο Αθανασόπουλος δεν έκανε τίποτα μεμπτό. Ως άντρας είχε το αυτονόητο δικαίωμα να πίνει, να ξενυχτάει, να δέρνει τη γυναίκα του και κοιμάται μαζί της όταν θέλει κι όπως θέλει. Αντίθετα, η Φούλα θα έπρεπε ως πιστή Πηνελόπη και να υπομένει αγόγγυστα την μοίρα της για να είναι καλή σύζυγος. Και έτσι εξηγείται βέβαια και η δαιμονοποίηση των δυο γυναικών. Η πράξη τους εκλήφθηκε ως ανταρσία ενάντια στην τάξη των πραγμάτων...
Προσέξτε! Δεν είναι στις προθέσεις μου να αθωώσω τις δυο γυναίκες (κυρίως γιατί, μολονότι η βία δεν είναι το ίδιο καταδικαστέα από όπου κι προέρχεται, η βία των πράξεων τους υπήρξε ασύμμετρη της βίας που υπέστησαν- αλλά από την άλλη αυτό το λέω εγώ εκ τους ασφαλούς, γράφοντας στον υπολογιστή μου 80 χρόνια αργότερα), δεν προτρέπω προφανώς κάθε αδικούμενο να προσφύγει στη αυτοδικία, δεν ισχυρίζομαι ότι δεν εκμεταλλεύτηκαν τα ψυχολογικά προβλήματα του Μοσκιού και την καψούρα του για την Φούλα, ότι δεν χειραγώγησαν την υπηρέτρια ή ότι δεν είναι σατανικές. Αυτό που θέλω να πω είναι πως στην πραγματικότητα αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν ήταν σατανικές ή όχι, αλλά ότι δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν κάτι άλλα παρά σατανικές. Κι ως εκ τούτου ενδύθηκαν ενδεχομένως το ρόλο και προσαρμόστηκαν στις συνθήκες. Ζώντας σε μια συγκεκριμένη κοινωνία με συγκεκριμένους κανόνες, γνωρίζανε πολύ καλά ότι επειδή ήταν γυναίκες, κανείς δεν θα τους δώσει δίκιο, για αυτό και δεν ζητάνε βοήθεια για την καταπίεση που υφίσταται (σαν την γυναίκα στο διήγημα του Θεοτόκη "Πίστομα"). Η βία γεννά βία, ως γνωστόν, όταν τελικά δεν αποδίδεται δικαιοσύνη και δεν είναι δίκαιο στην τελική ανάλυση να βάζουμε στην ίδια ζυγαριά τη βία του επιτιθέμενου με την βία, έστω και ακραία, αμυνόμενου. Με άλλα λόγια ο ίδιος Αθανασόπουλος ήταν εκείνος που είχε καλλιεργήσει λίγο λίγο με τη βία που ασκούσε τη βία που δέχθηκε και μάλιστα με την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη, της κοινωνίας, που τον δικαιολογούσε θεωρώντας "φυσική" την συμπεριφορά του απέναντι στη γυναίκα του. .
Κάπως έτσι, παρεμπιπτόντως, εξηγείται και ο στυγερός τρόπος με τον οποίον προσπάθησαν πάση θυσία να κρύψουν το έγκλημα τους. Ευρισκόμενοι σε αυτό που το Χόλιγουντ ονομάζει "καθημερινοί άνθρωποι σε μη καθημερινές καταστάσεις" και ζώντας σε μια κοινωνία η οποία ήξεραν ότι δεν θα τους αναγνωρίσει το παραμικρό ελαφρυντικό, μέσα στον πανικό και την απόγνωση της στιγμής προέβησαν χωρίς δισταγμό και χωρίς ηθικούς φραγμούς σε οτιδήποτε θεώρησαν ότι είναι αναγκαίο για να αποφύγουν την σύλληψη και την συνακόλουθη καταδίκη. Και μάλιστα με τέτοιο άτσαλο και σπασμωδικό τρόπο (ο οποίος παρεμπιπτόντως φανερώνει και έλλειψη προμελέτης) που τελικά οδήγησε και στην αποκάλυψη του εγκλήματός τους. Η συναισθηματική αποξένωση που αισθανόταν ενδεχομένως από το θύμα εξαιτίας της φριχτής συμπεριφοράς του, απλά τους το έκανε πιο εύκολο.
Ότι η κοινή γνώμη, πάντως, μπορεί να δημιουργήσει μια ιδιαίτερη δική της αφήγηση για ένα έγκλημα και να το εντάξει σε μια ιδιαίτερη μυθολογία , το αποδεικνύει ένα άλλο, παρόμοιο και διαφορετικό ταυτόχρονα, έγκλημα, που συγκλόνισε αρκετά χρόνια μετά τον Αθανασόπουλο την ελληνική κοινή γνώμη. Πρόκειται για τον Κοεμτζή που σκότωσε τρία άτομα και τραυμάτισε οχτώ με αφορμή μια παραγγελιά. Κι η πραγμάτευση του θέματος από το Σαββόπουλο στο τραγούδι του "Μακρύ ζεμπέκικο για το Νίκο"
αλλά και από τον Παύλο Τάσσιο στην ταινία του "Παραγγελιά",
απηχούν σε μεγάλο βαθμό την στάσης μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης η οποία, αν δεν δικαιολογεί τον Κοεμτζή για την πράξη του, καταλαβαίνει τουλάχιστον τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε σε αυτή. Δεν αντιμετωπίζεται ως αθώος ούτε δικαιολογείται η πράξη του, αλλά δεν του αποδίδεται και εξ ολοκλήρου η ευθύνη. Γιατί η παραγγελιά ήταν απλά η αφορμή, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η αιτία ήταν η συνεχής καταπίεση που υφίστατο ο Κοεμτζής μεγαλώνοντας μετά τον Εμφύλιο ως παιδί αριστερής οικογένειας, η συνεχής καταδίωξη του από το κράτος και περιθωριοποίησή του εξαιτίας του γεγονότος αυτού. Η υπόθεση Κοεμτζή είναι, λοιπόν, μια αντανάκλαση της νοσηρής μετεμφυλιακής Ελλάδας. Κι έτσι ακριβώς η υπόθεση Αθανασόπουλου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίστοιχης νοσηρότητας της ελληνικής κοινωνίας πριν το πόλεμο. Με τη μόνη διαφορά ότι ο Κοεμτζής μπορούσε να εκληφθεί ως εκπρόσωπος κάθε μέλους της κοινωνίας που υφίστατο επί μακρόν την καταπίεση του κράτους για πολιτικούς λόγους. Έμμεσα και συμβολικά, μπορούσε να θεωρήσει πώς το χέρι του Κοεμτζή που οπλίστηκε ενάντια στους αστυνομικούς ήταν το δικό του χέρι που ξέπλενε τις προσβολές και τις αδικίες τόσων χρόνων. Έτσι ήταν εύκολο ο Κοεμτζής να ηρωοποιηθεί και ήταν εφικτό, έστω και εκτός επίσημης δικαιοσύνης, να του αναγνωριστούν ελαφρυντικά και δικαιολογίες. Αντίθετα, στη Φούλα και την πεθερά, δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση ακριβώς επειδή ήταν γυναίκες, μολονότι και στην υπόθεση Αθανασόπουλου τα εκάστοτε θύματα και οι εκάστοτε θύτες, στην πραγματικότητα ήταν δέσμια των επιταγών και των στερεοτύπων της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας με στρεβλή αντίληψη τόσο για την θέση των φύλων όσο και για τη δικαιοσύνη, που δεν είναι τόσο μακρινή όσο νομίζετε αν σκεφτούμε, ας πούμε, την κοπέλα από την Κόρινθο που καταδικάστηκε πρόσφατα χωρίς ελαφρυντικά γιατί αμυνόμενη μαχαίρωσε τον επίδοξο βιαστή της. Ή την βρεφοκτόνο της Νέας Σμύρνης ακόμα πιο πρόσφατα, στην οποία αποδόθηκε η πλήρης και αποκλειστική ευθύνη για την ειδεχθή πράξη της, ενώ για τον πατέρα του παιδιού που εξαφανίστηκε όταν έμαθε για την εγκυμοσύνη δεν αναφέρθηκε κανένας. Ούτε βέβαια κατηγόρησε κανένας την κοινωνία η οποία ακόμα και σήμερα επιμένει να θεωρεί ντροπή ένα παιδί εκτός γάμου, ούτε την κρατική εκπαίδευση που Παναγίτσες και Χριστούληδες ξέρει να βάζει στις αίθουσες διδασκαλίας, αλλά για το μάθημα της Σεξουαλικής Αγωγής την πιάνουν οι ντροπές (όπου το πρόβλημα προφανώς δεν είναι οι Παναγίτσες και οι Χριστούληδες αυτοί καθαυτοί αλλά αυτοί που τους καπηλεύονται για να στραφούν ενάντια στη Σεξουαλική Αγωγή).
Άρα, για να κλείσω κυκλικά, ούτε "κακούργε Αθανασόπουλε", αλλά ούτε και "καημένε..."!
(Είχα σκοπό να θίξω και μια άλλη υπόθεση, τη δολοφονία του συζύγου από τη σύζυγο και τον εραστή της που συγκλόνισε την Ελλάδα του 1980, αλλά επειδή είναι πιο πρόσφατη και ζουν ακόμα οι εμπλεκόμενοι είπα να μην αναφερθώ just in case).
(Επί του πιεστηρίου:) Διάβασα ότι στην Ιρλανδία απαλλάχθηκε καθ΄ομολογίαν βιαστής 17χρονής επειδή το θύμα φορούσε στρινγκάκι άρα... τα ήθελε. Δεν ήξερα ότι τα εσώρουχα μιλάνε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου