Ο στίχος από το γνωστό παιδικό τραγουδάκι στον τίτλο της ανάρτησης, πέραν της αναφοράς σε συγκεκριμένο απόσπασμα του ποιήματος του Σεφέρη, λειτουργεί λιγάκι συμβολικά, καθώς υποδηλώνει τις διαθέσεις μου. Προτίθεμαι, δηλαδή, να κάνω παρατηρήσεις, σχόλια, επισημάνσεις, νύξεις, ονειροφαντασίες για το ποίημα του Σεφέρη "Μποτίλια στο πέλαγο", δεν πρόκειται όμως να τα χρησιμοποιήσω όλα αυτά για να προβώ σε οποιουδήποτε είδους απόπειρα "αποκρυπτογράφησης" ή ερμηνείας του. (Οι ερωτήσεις της τράπεζας θεμάτων εδώ. )
H "Μποτίλια στο πέλαγο " προέρχεται από την ποιητική συλλογή "Μυθιστόρημα" (1935), την τρίτη κατά σειρά του ποιητή και πρώτη στην οποία εγκαταλείπει πλήρως κάθε σύμβαση της παραδοσιακής ποίησης και προσπαθεί να δημιουργήσει (ή και να εφεύρει) έναν δικό του ποιητικό δρόμο [Μυθιστόρημα, Α' "Φέραμε πίσω αυτά τ' ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής"]. Πρόκειται ας πούμε για ένα είδος μανιφέστου ή προγραμματικών δηλώσεων. Ο Σεφέρης πάντως στο αυτοσχόλιο, δήλωση, προμετωπίδα της συλλογής γράφει: "Είναι τα δυο συνθετικά που μ' έκαναν να διαλέξω τον τίτλο αυτής της εργασίας: ΜΥΘΟΣ, γιατί χρησιμοποίησα αρκετά φανερά μια ορισμένη μυθολογία. ΙΣΤΟΡΙΑ, γιατί προσπάθησα να εκφράσω, με κάποιον ειρμό, μια κατάσταση τόσο ανεξάρτητη από εμένα όσο και τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος".
Φαντάζομαι, το γεγονός πως η συλλογή αποτελείται από 24 ποιήματα-μέρη δεν είναι τυχαίο, αλλά είναι αναφορά στις 24 ραψωδίες των ομηρικών επών. Τα ποιήματα τιτλοφορούνται κυρίως με έναν αρχαιοελληνικό αριθμό, ο οποίος σε κάποιες περιπτώσεις (π.χ, στο Ε' ) συνοδεύεται από την παράθεση κάποιου στίχου ως προμετωπίδας. Η συνομιλία με άλλα λογοτεχνικά έργα (και όχι μόνο: δείτε την προμετωπίδα του ποιήματος "ΣΤ΄") είναι συχνή, όπως π.χ στο πρώτο ποίημα η αναφορά στον Καρυωτάκη ("ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής"). Άλλες φορές παραπέμπει εκεί αυτοσχόλιο του ποιητή (Μυθιστόρημα, Β': "τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής" (= Σολωμός, "Η γυναίκα της Ζάκυνθος"). Σε κάποιες δε περιπτώσεις η δάνεια φράση γίνεται οργανικό μέρος του ποιήματος, αυτούσια σχεδόν (Μυθιστόρημα, Δ' Αργοναύτες: "και ψυχή ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν εις ψυχήν αυτή βλεπτέον". Κι εδώ, αν διαβάσετε το αυτοσχόλιο στο ποίημα, θα δείτε ότι η παραπομπή γίνεται αιτία για μια ακόμα παραπομπή σε ένα ποίημα του Μπωντλαίρ).
Η "Μποτίλια στο πέλαγο " είναι το δωδέκατο στη σειρά ποίημα της συλλογής κι ένα από τα πέντε που έχουν τίτλο, πράγμα που υποδηλώνει την ιδιαίτερη σημασία του τίτλου. Αν παραβλέψουμε την κυριολεκτική ανάγνωση της φράσης (την οποία εύκολα μπορεί κανείς να δει σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια περιδιαβαίνοντας στις βορειοδυτικές παραλίες τις Ρόδου, εκείνες δηλαδή που γειτνιάζουν με τον πλου των καραβιών), μια συνδήλωση που μπορεί να έχει ο τίτλος είναι αυτή των
εγκιβωτισμένων σε μπουκάλι καραβιών-μινιατούρων. Ακουμπισμένα πάνω στο
τζάκι μέσα στα μπουκάλια τους μπορούν να είναι πάρα πολύ όμορφα.
Προφανώς, όμως, δεν είναι για ταξίδια. Συνεπώς, ο τίτλος παραπέμπει στα
μέσα που διαθέτει το "πλήρωμα"στο οποίο αναφέρεται παρακάτω, ώστε να
αντιμετωπίσει τα συμβάντα του" ταξιδιού"... Κάτι που υποδηλώνει το
μάταιο και τραγικό των προσπαθειών τους και προοικονομεί την τύχη
τους... Περισσότερο, ωστόσο, παραπέμπει ο τίτλος στα μηνύματα των ναυαγών, τα αβέβαια και απεγνωσμένα, που ξέρουν ότι δύσκολα θα φτάσουν- αν όχι στον προορισμό τους- κάπου, οπουδήποτε κι ακόμα κι αν φθάσουν ίσως είναι αργά. Αλλά δεν έχουν κι άλλο τρόπο... Άρα, ο τίτλος μας προδιαθέτει πως θα διαβάσουμε ένα ύστατο μήνυμα βοήθειας, απόγνωσης και απελπισίας, ένα είδος ανοιχτής επιστολής, ανεπίδοτης ίσως (Καρυωτάκης, "Υστεροφημία": "δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώς τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη κι όταν φέρνουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός").
Μια στάση εδώ. Τα τρία από τα πέντε ποιήματα της συλλογής που έχουν τίτλο τον δανείζονται από την μυθολογία, πράγμα αναμενόμενο εφόσον ολόκληρη η συλλογή βρίθει μυθολογικών αναφορών και συμβόλων. Το τέταρτο ποίημα αναφέρεται σε ένα πραγματικό μέρος, την Ύδρα, πλην υποκρύπτεται στο όνομα του νησιού μια μυθολογική αναφορά (η Λερναία Ύδρα). Στη "Μποτίλια στο πέλαγο" φαίνεται να απουσιάζει οποιαδήποτε τέτοια αναφορά. Ή μήπως όχι; Ο μεγάλος αδικημένος της Ελληνικής Μυθολογίας, ο 701ος Θεσπιέας, ο Παλαμήδης (εκείνος που κατά την παράδοση ανακάλυψε τα μέτρα και τα σταθμά, τα γράμματα του αλφαβήτου και το ...τάβλι μεταξύ άλλων) κατηγορήθηκε ψευδώς από τον Οδυσσέα (είτε επειδή ο Παλαμήδης με την ευφυΐα του τον είχε αναγκάσει να πάρει μέρος στον πόλεμο, είτε επειδή απλά δεν γούσταρε - για να το πω λαϊκά- να υπάρχει άλλος πιο έξυπνος από αυτόν), ο οποίος του έστησε σκευωρία, ότι τάχα είχε δωροδοκηθεί από τους Τρώες να τους βοηθήσει. Η συνέλευση του στρατού, με συνοπτικές διαδικασίες και δίχως καν να τον αφήσει να απολογηθεί, τον καταδίκασε σε θάνατο δια λιθοβολισμού ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση (μάλλον συμφυρμός του μύθου του Παλαμήδη με τον μύθο του Φιλοκτήτη) σε εξορία στη Λήμνο. Μετά την εκτέλεση της ποινής, ο αδερφός του ο Οίακας (με όνομα που παραπέμπει στα θαλάσσια ταξίδια) προσπάθησε να υπερασπιστεί ανεπιτυχώς την υστεροφημία έστω του αδερφού του. Στην απόγνωσή του σκέφτηκε να ζητήσει βοήθεια από τον πατέρα τους, τον Ναύπλιο (κι άλλο όνομα που παραπέμπει σε θαλάσσια ταξίδια). Το πρόβλημα ήταν ότι τις επικοινωνίες, το σύστημα φρυκτωριών δηλαδή, τις έλεγχε ο Αγαμέμνονας οποίος ήταν ο πρωτεργάτης της καταδίκης του Παλαμήδη. Ωστόσο, το μήνυμα έφτασε κι ο Ναύπλιος πήρε την εκδίκηση του για την άδικη καταδίκη του γιου. Πρώτα έστρεψε εναντίον τους τις συζύγους των Αχαιών κι έπειτα, μέσω των παραπλανητικών φωτιών-σημάτων, οδήγησε στο ναυάγιο τα καράβια τους κατά την επιστροφή τους απ' την Τροία. Πώς έφτασε; Ο Οίαξ (ή ο ίδιος ο Παλαμήδης, σύμφωνα με την άλλη εκδοχή) χάραζε τα μηνύματα του σε κουπιά και τα άφηνε στην θάλασσα. Ένα από αυτά έφτασε στον προορισμό του... Θα σημειώσω κάπου εδώ επίσης πως τα κουπιά αποτελούν ένα ευρύτατα χρησιμοποιούμενο σύμβολο στο "ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ" κι εμφανίζονται και στο συγκεκριμένο ποίημα...
Στην πρώτη στροφή του ποιήματος περιγράφεται ένα τοπίο τυπικά ελληνικό μέσω μιας σειράς επαναλήψεων. Η περιγραφή είναι κλιμακωτή. Και κυριολεκτικά και ως προς τις εκφραστικές επιλογές μέχρι ένα σημείο. Ξεκινάει από χαμηλά, το επίπεδο της θάλασσας, και ανεβαίνει κλιμακωτά μέχρι το τέλος του ορίζοντα, μέχρι τον ουρανό. Το τοπίο είναι το ίδιο πάντα σε κάθε επίπεδο (κι ο ποιητής την αίσθηση της επανάληψης την ισχυροποιεί παραθέτοντας συνεχώς στοιχεία που την φανερώνουν) και στον δεύτερο αναβαθμό της κλίμακας προστίθενται και κάποια άλλα στοιχεία που τον συμπληρώνουν. Να σημειωθεί εδώ η ιδιάζουσα χρήση των επιθέτων στην περιγραφή. Πέρα από το ότι είναι καίρια και ακριβή, είναι λειτουργικά και ταυτόχρονα εξελίσσονται και σε κοσμητικά με κάποιον υπόγειο τρόπο. Στους πρώτους στίχους περιγράφεται απλά και καθόλου εντυπωσιακά ένα τυπικό, κυκλαδίτικο ίσως, τοπίο αλλά με πρόθεση να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς. Ο λυρισμός των ελύτειων (sic) Κυκλάδων δεν έχει θέση εδώ, καθώς το τοπίο γίνεται σύμβολο της μεταφυσικής αγωνίας και του άγχους του ποιητή και της πανταχού παρούσας και τα πάντα πληρούσας φθοράς - πραγματικής και υπαρξιακής- από τον χρόνο που περνά... Βράχοι μόνο, ταλαιπωρημένα από τη ζέστη πεύκα και ρημοκλήσια. Στο επόμενο επίπεδο, οι βράχοι είναι σκουριασμένoι κι έχουν πάρει σχήμα πύλης, τα λιγοστά καμμένα πεύκα είναι κίτρινα και μαύρα και το ρημοκλήσι έχει αντικατασταθεί από ένα μικρό σπιτάκι πνιγμένο στον ασβέστη (κι όχι απλά ασβεστωμένο). Τίποτα άλλο δεν προστίθεται στα επόμενα επίπεδα, δείγμα ότι τίποτα άλλο δεν υπάρχει. Δηλώνεται μόνο ότι είναι πολλά, όμοια και φτάνουν μέχρι το τέλος του ορίζοντα (άρα τον κλείνουν;) και μέχρι τον ουρανό (που είναι άρα χαμηλός;), γεγονός που προξενεί ένα είδος "στενοχωρίας" (η λέξη και κυριολεκτικά και μεταφορικά), μια αίσθηση κλειστοφοβίας. (Στην "στενοχωρία" και "χαμηλό ουρανό" του Σεφέρη θα αναφερθώ σε επόμενη ανάρτηση για το δέκατο ποίημα της συλλογής, γνωστό με τον τίτλο " [ Ο τόπος μας είναι κλειστός]").
Ωστόσο και παρά το λιτό, το φτωχικό, το ασκητικό του, το τοπίο αντιμετωπίζεται ως κάτι πολύτιμο κι απολαμβάνει τον σεβασμό ("Μυθιστόρημα", ΙΗ΄: "Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα, δεν έχω άλλη συντροφιά") του ποιητικού υποκειμένου, υπολανθάνοντα έστω. Κάτι που προετοιμάζει ψυχολογικά τον αναγνώστη για τη συνέχεια. Γιατί στη δεύτερη στροφή, το άνυδρο, πνιγμένο στον ασβέστη και στο φως τοπίο αποκτά μεγαλοπρέπεια και μετατρέπεται σε "τόπος" ή "πατρίδα" αναδρομικά και υπόγεια. Κι είναι εκείνο το "εδώ" στην αρχή της στροφής που σηματοδοτεί την μετάβαση. Η περιγραφή γίνεται αφήγηση, το γ' πρόσωπο της πρώτης στροφής μεταβάλλεται σε α' πληθυντικό κι η ποιητική φωνή γίνεται ο βάρδος της φυλής, ο αοιδός των ανακτόρων, ο ανώνυμος συνθέτης του δημοτικού τραγουδιού, εκφράζει δηλαδή κάτι συλλογικό και μιλάει εκ μέρους όλων. "ΕΔΩ", λοιπόν, σε αυτό το τοπίο, βρήκαν καταφύγιο κι ανάπαυλα στους κόπους τους οι συγκεκριμένοι άνθρωποι για να διορθώσουν τα κουπιά τους, ώστε να συνεχίσουν το ταξίδι (ένα ταξίδι κατά τη διάρκεια του οποίου περάσανε "κάβους πολλούς, τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα", Μυθιστόρημα Δ',"Αργοναύτες"). "Εδώ", σε τούτον τον ξερότοπο, ξαποσταίνοντας και καλύπτοντας τις βασικές μόνο ανάγκες τους ,αναθυμούνται (όσοι επέζησαν και δεν δηλώνει το κουπί τους τον τάφο τους, όπως αναφέρει το ποίημα στο οποίο αμέσως πριν παρέπεμψα ) τις περιπέτειες τους στη βαθιά και ανεξερεύνητη θάλασσα (η οποία, πέρα από τόπο, μπορεί να σημαίνει ταυτόχρονα και τη γραμμή του χρόνου, εντός του οποίου "ταξιδεύει" η συγκεκριμένη ομάδα), μια θάλασσα που τους φθείρει, και σωματικά και ψυχολογικά, με την απέραντη γαλήνη της (Να σημειωθεί ότι στον Σεφέρη η λέξη "γαλήνη" έχει συχνά αρνητικό πρόσημο, κυρίως με την έννοια της στασιμότητας. Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνη η "γαλήνη" που αισθάνεται το ποιητικό υποκείμενο- 25 Μαρτίου ανήμερα, εν μέσω Επταετίας- λίγο πριν κολλήσει η βελόνα στο δίσκο του μυαλού του σε εκείνα τα κίτρινα ανθάκια - με το ίδιο όνομα από τον Όμηρο- και τον ρόλο τους στην τιμωρία του Τυράννου ("Επί Ασπαλάθων". Να σημειωθεί έπειτα και ότι, με την ίδια αμφισημία και αμφιθυμία, η λέξη "γαλήνη" είναι τη τελευταία λέξη του τελευταίου στίχου του τελευταίος ποιήματος της συλλογής: "Εμείς που τίποτα δεν είχαμε θα τους διδάξουμε την γαλήνη ").
Σε εκείνο το τοπίο, μέσα στα βότσαλα, βρίσκουν ένα νόμισμα. Κάτι σπάνιο δηλαδή, που θεωρείται τόσο πολύτιμο ώστε να το διεκδικούν όλοι και έτσι το παίζουν στα ζάρια ( που είπαμε ανακάλυψε ο Παλαμήδης), πράγμα το οποίο μπορεί να δηλώνει την ανυπαρξία γενικότερου σχεδίου ή ακόμα και το ευτελές ή απλοϊκό της σκέψης των μελών της ομάδας... Αλλά ο νεότερος που το κερδίζει χάνεται. Παρατηρούμε την αντίθεση στην οποία υποφώσκει μια διάθεση τραγικότητας.
Το κερδίζει (θετική έννοια) και χάνεται (αρνητική έννοια), ωστόσο η
λέξη μένει αδιευκρίνιστη. Χάθηκε δεν σημαίνει μόνο ότι του συνέβη κάτι
κακό, κάλλιστα η λέξη μπορεί να έχει και ουδέτερη σημασία. Δεν ξέρει
τι απέγινε, δηλαδή. Η η σκέψη μας πηγαίνει και στο "ενήλικο", παιδικό τραγουδάκι "΄Ήταν ένα
μικρό καράβι" και τον αταξίδευτο πιο νέο που φαγώθηκε...
Παράλληλα, υποσημείωση του ποιητή στο σημείο αυτό παραπέμπει στην Οδύσσεια, στον Ελπήνορα, τον πιο νέο κι ελαφρόμυαλο από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που σκοτώθηκε βλακωδώς. Κοιμήθηκε μεθυσμένος στη στέγη, έπεσε και σκοτώθηκε. Το σώμα του έμεινε άταφο, καθώς ο Οδυσσέας ξεκινούσε για τον ταξίδι του στον Άδη. Εκεί, η ψυχή του ζήτησε να ταφεί και το κουπί του να στηθεί ως σήμα του τάφου του. [Πέρα από την αναφορά εδώ και την αναφορά στο ποίημα "Αργοναύτες" που είδαμε πιο πάνω, στον Ελπήνορα έχει αφιερώσει ο Σεφέρης κι ένα ολόκληρο ποίημα (Κίχλη, Β' "Ο ηδονικός Ελπήνωρ"), στο οποίο με
καβαφική ειρωνεία - δεν ξεκαθαρίζει τι στάση κρατάει, όπως ο Καβάφης στους "Νέους της Σιδώνας", στο " Βασιλεύς Δημήτριος" στο "Στα 200
π..χ", ας πούμε- ο Ελπήνορας νοιώθει ακόμα τη ζωντανή πνοή των αγαλμάτων (=
άρα;) ενώ η συνομιλήτρια του έχει ξεμπερδέψει με κάτι τέτοια, κοιτάει κατά τους φωνογράφους, όπως η γάτα
τα ψάρια, επιμένοντας: "Τα αγάλματα είναι στο μουσείο".] Μπορούμε έτσι να υποθέσουμε ότι το νόμισμα υποδηλώνει κάτι κίβδηλο στο βάθος αλλά λαμπρό επιφανειακά, λειτουργεί δηλαδή ως Σειρήνα. Μόνο που ενώ στην Οδύσσεια ο νεαρός Ελπήνορας από τη βλακεία του χάνεται, άρα έχει μερίδιο ευθύνης, εδώ η τύχη είναι αυτή που καθορίζει την μοίρα του πιο νέου, άρα το ίδιο ευπρόσβλητος στον πειρασμό εκείνον ήταν και οποιοσδήποτε άλλος από την ομάδα, με ό,τι αυτό σημαίνει...
Η τελευταία στροφή αποτελείται από ένα στίχο μόνο. Το πλήρωμα συνεχίζει το ταξίδι, έστω κι αν τις αντίξοες συνθήκες (τα σπασμένα κουπιά) δεν κατόρθωσαν να τις υπερνικήσουν...
("Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει...")
("Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει...")
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Γνώρισα
τη φωνή των παιδιών την αυγή
πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας
χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν
τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα.
Κύριε, όχι μ’ αυτούς, η φωνή τους
δεν βγαίνει καν από το στόμα τους.
Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια.
Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας
μ’ ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα,
Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε
ό,τι μπορούμε να είμαστε
γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα
που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές,
όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας·
πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν’ ανασάνουμε
με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί
που βρίσκει τ’ ακρογιάλι ταξιδεύοντας
στα χάσματα της μνήμης―
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.
Γιώργος Σεφέρης 11 Σεπτέμβρη ’41 (ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄, ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ)
Υ.Γ 2.: "Ύστερ’ από την πρωτοφανή συγκέντρωση του Ελληνισμού στον ελλαδικό χώρο [...] μόνο η δυνατότητα μιας καινούργιας διασποράς θα επιτρέψει στους Έλληνες να κάμουν κάτι. Σήμερα βλέπει κανείς καθαρά τα ψυχολογικά συμπτώματα πειναλέων ναυαγών σε μια ξυλάρμενη σχεδία. Γυρεύουν να φάει ο ένας τον άλλον."( Γιώργος Σεφέρης, 3 Αυγούστου 1946, Μέρες, Β΄) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου