Είδαμε τον Κορνάρο, τον Σολωμό, τον Μαβίλη, τον Σικελιανό, μέχρι και
τον Πολέμη... Καμιά ποιήτρια; Ας δούμε, λοιπόν, ένα ποίημα μιας
γυναίκας, της Κικής Δημουλά, η οποία παράλληλα θα εκπροσωπήσει σ' αυτή τη σειρά αναρτήσεων τις νεότερες ποιητικές γενιές...
Το ποίημα τιτλοφορείται "Κονιάκ Μηδέν Αστέρων"
κι ο τίτλος
ευθύς εξαρχής μας προδιαθέτει για κάτι έντονο που τώρα πια έχει
ξεθυμάνει. Στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι θα αγνοήσω (μάλλον δεν θα χρησιμοποιήσω ως αποκλειστικό ερμηνευτικό κλειδί) το αυτό-σχόλιο της ποιήτριας ότι ο τίτλος είναι αναφορά στα φτηνά μπουκαλάκια κονιάκ που
βάζουν ως αναθήματα οι άνθρωποι στα νεκροταφεία, στους τάφους των
οικείων τους . Κι αυτό, αρχικά, γιατί θα υποδυθώ τον μέσο αναγνώστη κι ο μέσος αναγνώστης δεν είναι υποχρεωμένος
να γνωρίζει ντε και καλά τα βιογραφικά στοιχεία των ποιητών και τις
αυτο-ερμηνευτικές τους νύξεις∙ στο κάτω-κάτω, επειδή ένας έγραψε ένα ποίημα δεν πάει να πει ότι είναι και δικό του... Κυρίως, όμως, γιατί είναι ένα ποίημα που
μιλάει για την απώλεια και τη μνήμη. Κι η απώλεια μπορεί να είναι
έντονη και βασανιστική όχι μόνο όταν οφείλεται στον θάνατο (όπως στην
ατομική περίπτωση της Δημουλά, η οποία έχασε πολύ νωρίς τον σύντροφο
της, επίσης ποιητή, Άθω Δημουλά) αλλά και μετά τον χωρισμό από έναν ερωτικό συντρόφου ή, ακόμα-ακόμα, και μέσα σε μια σχέση που αποστραγγίστηκε από το
σφρίγος των αρχικών της χυμών που υποσχόταν τα πάντα και βούλιαξε στην
καθημερινότητα, στη ρουτίνα, εξελίχθηκε με άλλα λόγια σε σύμβαση. Κι η μνήμη λειτουργεί με τον ίδιο πολύτιμο αλλά και αμφίθυμο τρόπο σε κάθε μια
από τις παραπάνω περιπτώσεις...
Ξεκινώντας το ποίημα, η ποιητική φωνή βρίσκεται σε εκείνη τη φάση της απώλειας (τα στάδια της οποίας παρουσιάζονται εύγλωττα και γλαφυρά στην ταινία "All that jazz", την οποία ο γράφων, μολονότι απεχθάνεται τα μιούζικαλ, προτείνει και συνιστά ανεπιφύλακτα
)
κατά την οποία ο πόνος είναι ακόμα έντονος, ωστόσο
είναι έτοιμη πια να τον αντιμετωπίσει κατά μέτωπο, χωρίς υπεκφυγές... Φαίνεται να αντιλαμβάνεται το
αναπόφευκτο του τέλους και να συναισθάνεται το μάταιο -γιατί είναι άτοπο- του να θρηνείς για το
τετελεσμένο. Κι έτσι ο τίτλος κινείται σε δυο επίπεδα. Από τη μια αναφέρεται σ' εκείνο που τελείωσε ή ξεθύμανε κι από την άλλη στην έντονη θλίψη για την απώλειά του που τείνει σιγά-σιγά κι η ίδια να καταλαγιάζει∙ αλλά τη θέση της θλίψης παίρνει ένα κενό που εξελίσσεται σε μια άλλη, πιο ήμερη μα εξίσου επίμονη θλίψη. Το σύνδρομο "δεν κλαίω που φεύγεις, δεν κλαίω
για τώρα, [...] κλαίω για την ώρα που δεν θα 'χω πια ψυχή να σου πω σ'
αγαπώ" ή το σύνδρομο "κι αν πονάω που σε χάνω, μήπως δεν είναι σημάδι ότι ζω;" ή ό,τι άλλο σύνδρομο έχει πρόχειρο. Η αμφισημία αυτή της θλίψης ορίζει και την αμφιθυμία, κι εδώ
και παρακάτω, της ποιητικής φωνής. Η αυτο-παρότρυνση σε α' πληθυντικό
υποδηλώνει έναν διάλογο, μια διαμάχη με τον εαυτό της, Είναι αλήθεια,
λέει, ότι η απώλεια και ο πόνος προκαλούν μια διάλυση της βολής
μας, της τάξης την οποία είχαμε βάλει στη ζωή μας, αλλά ο χαμός κι η
αταξία έχουν τους δικούς τους νόμους κι επιβάλλουν τους δικούς τους
κανόνες, στους οποίους δεν μπορούμε να μην υποταχθούμε εκ των πραγμάτων. Και να
σημειωθεί ότι αυτή η "εμπειρία του χαμού" στην οποία αναφέρεται δεν
μπορεί να είναι κάτι άλλο παρά "εμπειρία στον χαμό" της ίδιας της
ποιητικής φωνής. (Έγινε η απώλεια συνήθεια της, δηλαδή
). Δεν πρόκειται, άρα, για μία απώλεια αλλά για ακόμα μια απώλεια. Για αυτό και η γνώση εκ μέρους της του επόμενου σταδίου. Το ανθρώπινο μυαλό έχει τη μοναδική ικανότητα να σβήνει τις
δυσάρεστες αποχρώσεις των αναμνήσεων∙ κι έτσι, ό,τι έγινε στο παρελθόν γίνεται γλυκιά ανάμνηση. Σε αυτήν την ιδιότητα της μνήμης προσβλέπει η ποιητική φωνή. Την μνήμη, η οποία μέσω της τάσης της να φωτίζει με έναν ιδιαίτερο φωτισμό τα
γεγονότα και να τα παρουσιάζει από συγκεκριμένη οπτική γωνία, εξελίσσεται σε μηχανισμό άμυνας και γίνεται τελικά εύγλωττος και πειστικός ρήτορας κι υπερασπιστής του
"ανώφελου". Και το επίθετο τίθεται προσδιορίζοντας δυο πράγματα. Ανώφελο
αυτό που χάθηκε (επειδή χάθηκε) κι ανώφελος
κι ο πόνος για την απώλεια του (καθώς, πέρα από το ότι δεν προσφέρει
πρακτικά τίποτα, θα σβήσει, θα ξεθυμάνει, θα εξωραϊστεί, θα πάψει να
μας αγγίζει κι αυτό είναι κι από μόνο του μια απώλεια, η τελική και -ως
έσχατη- η πιο βαθιά απώλεια.) Ωστόσο το γνωρίζει τι κούφια ρητορεία
είναι αυτή της μνήμης καθώς - τι οξύμωρο!- γνωρίζει να δίνει συμβουλές
μακροζωίας σε κάτι που έχει πεθάνει.
Η γνώση αυτή όμως δεν την πτοεί. Αν ο Ιάσονας Κλεάνδρου
για την δική του απώλεια, αυτή της νιότης, προσφεύγει στην ποίηση ως
νάρκης του άλγους δοκιμή, για την ποιητική φωνή ως γιατρικό
λειτουργεί μια φωτογραφία (δεν παραγνωρίζουμε, ωστόσο, ότι κι εδώ βρισκόμαστε μέσα σ' ένα ποίημα). Η λειτουργία αυτής της φωτογραφίας είναι διττή. Και
ως ενίσχυση της μνήμης αλλά κι ως αποδεικτικό στοιχείο πως αυτό που
χάθηκε κάποτε υπήρξε. Η φωτογραφία (βασικό κι επαναλαμβανόμενο μοτίβο
στην ποίηση της Δημουλά) έχει την ιδιοτυπία να απεικονίζει κάτι που εκ προοιμίου δεν υπάρχει πια την στιγμή που υπήρξε. Εκ προοιμίου, γιατί
εκ των πραγμάτων δεν είμαστε πια οι ίδιοι άνθρωποι ούτε το μέρος είναι
το ίδιο. Όλα τα έχει αλλάξει κι αλλοιώσει ο χρόνος που έχει περάσει, η
στιγμή που έχει φύγει, οι συνθήκες που πια δεν είναι ίδιες.
Όταν βιώνουμε μια απώλεια, η στιγμή κατά την οποία βρίσκουμε τη δύναμη
να δούμε φωτογραφίες που σχετίζονται μ' αυτό που έχουμε χάσει είναι πολύ
ιδιαίτερη και κάπως κομβική. Σημαίνει πως ακόμα θρηνούμε για
το χαμένο, αλλά η θλίψη της απώλειας αρχίζει να μετριάζεται. Παράλληλα, όμως, δηλώνει ότι ακόμα νοιαζόμαστε για αυτό και μένει κάπως ζωντανό μέσα μας,
αλλιώς θα είχαμε βάλει στο πατάρι τις φωτογραφίες και θα βλέπαμε
αντ' αυτού τον "Σουλεϊμάν" ή Τσάμπιονς Λιγκ. Στο υπόλοιπο του ποιήματος η
ποιητική φωνή μας περιγράφει "εκείνη τη μικρή (γιατί είναι ανίσχυρη να κάνει κάτι άλλο παρά μόνο να
θυμίζει τη στιγμή, όχι να την κρατήσει) φωτογραφία. Η φωτογραφία "ακόμη βρίσκεται
στον ανθό του μέλλοντος της". Απεικονίζει ένα παρόν κι υπόσχεται ένα
μέλλον πριν και τα δυο αυτά γίνουνε παρελθόν. Στη συνέχεια αναφέρεται τι
απεικονίζεται σε κείνη τη φωτογραφία και η απουσία στίξης επιτρέπει σε
εκείνο το "λιγάκι" να προσδιορίζει ...λιγάκι κάθε λέξη. Λιγάκι νέοι,
λιγάκι αγκαλιασμένοι, λιγάκι ανώφελα... (Νάτο πάλι το ανώφελο... ).
Έπειτα δηλώνεται ο τόπος, μια παραλία, και η διάθεση, ευθυμούσα
(προφανώς όχι η ίδια η παραλία αλλά οι ευρισκόμενοι). Την παραλία αυτή δεν μπορεί να αναγνωρίσει πια και να την ταυτίσει με συγκεκριμένο τόπο. Γιατί; Γιατί η μνήμη ακολουθεί τους
δικούς της νόμους. Γιατί δεν νοιάστηκε τότε να το θυμάται; Γιατί τίποτα
σε εκείνο το παρόν, που έδειχνε πλήρες και μεγαλόπρεπο, δεν έδειχνε την
ένδεια του μέλλοντος, ώστε να προνοήσει να το θυμάται. Γιατί δεν ήξερε
πόσο θα της ήταν αναγκαίο να το θυμάται. Γιατί.... Καταφεύγει έτσι σε
εικασίες χωρίς να επιμείνει όμως... Δεν βλέπει να έχει κάποια σημασία το
"πού". Άλλο τη βασανίζει...
Αυτό που στο τέλος στωικά
και συγκαταβατικά δηλώνεται με μια αποστροφή εις εαυτόν σε β' πρόσωπο
(κι η καθημερινή φράση "θα πεις" ως στοιχείο προφορικότητας προσδίδει, πέρα από την αυθεντικότητα και την ένταση της δραματοποίησης, μια τραγική
και υπαρξιακή χροιά στο ποίημα) ως τελική διαπίστωση. Κι έτσι εκείνη η
μικρή φωτογραφία εξελίσσεται σε αφηγηματική φωνή, προγενέστερη
του χρονικού σημείου στο οποίο βρίσκεται η ποιητική φωνή, κι αφηγείται
μια ιστορία που -έχει ή δεν έχει τελειώσει- άφηνε υποσχέσεις που δεν
πραγματοποιήθηκαν (ή αν πραγματοποιήθηκαν, η γεύση που άφησαν ήταν
στυφή): "Και πού (= παντού) δεν ήταν (και δεν είναι πια) τότε (και όχι
τώρα) θάλασσα"... Τι μπορεί να συμβολίζει εκείνη η θάλασσα; Την παρουσία
που έγινε απουσία, το "σ' αγαπάω " που δεν ειπώθηκε ποτέ, το "σ'
αγαπάω" που ειπώθηκε και ξεθύμανε, την ελπίδα που ματαιώθηκε, την ελπίδα
που εκπληρώθηκε και βρέθηκε μισή, το σπίτι που δεν φτιάχθηκε, το σπίτι
που φτιάχτηκε και γκρεμίστηκε, το σπίτι που έγινε φυλακή, το "για
πάντα" που έγινε "σύντομα", το "για πάντα" που ήταν "δυστυχώς για
πάντα", το "για πάντα" που δεν μάθαμε ποτέ αν ήτανε "για πάντα"... Ό,τι
για τον καθέναν- για να μην μακρηγορώ- είναι "θάλασσα..." (κι
αποδεικνύεται "λίμνη" ή -ακόμα χειρότερα- "γούρνα").
Στους καταπληκτικούς στίχους του τραγουδιού "Κάτω από τη μαρκίζα"
του Μάνου Ελευθερίου (που μελοποίησε υποδειγματικά ο Γιάννης Σπανός και
τραγούδησε με δωρική απλότητα και ιωνική μεγαλοπρέπεια η Βίκυ
Μοσχολιού) βρισκόμαστε σε ένα παρόμοιο κλίμα.
Ας τους σχολιάσουμε λίγο, γραμμικά για αρχή. Κι εδώ μια φωτογραφία γίνεται το όχημα της μνήμης καθώς είναι το μόνο που έχει μείνει. Και μέσω εκείνης της φωτογραφίας (κι εδώ -όχι τυχαία- από μια εκδρομή) το ποιητικό υποκείμενο βιώνει την αίσθηση της απουσίας. Διπλής μάλιστα. Και απουσίας εκείνου που λείπει, και απουσίας εκείνου που ποτέ δεν ήταν ούτε και "τότε" εκεί, πράγμα που διακρίνεται -τώρα, κατόπιν εορτής δηλαδή- ξεκάθαρα στη φωτογραφία. Διπλή η απουσία, διπλή η απώλεια.
Χρόνια μετά (πράγμα που σημαίνει πολύ μετά το τελευταίο λάθος εκείνης της συνάντησης στο ίδιο καφενείο που "λύση δεν βρέθηκε ούτε δόθηκε απάντηση
και πολύ μετά την φυγή της "Σερενάτας"
) η ποιητική φωνή συναντιέται απρόοπτα και απρογραμμάτιστα με το πάλαι ποτέ αντικείμενο του πόθου της. Πρόκειται για μια τυχαία συνάντηση κάτω από μια μαρκίζα όπου έτρεξαν κι οι δυο να βρουν προσωρινό καταφύγιο από την ξαφνική βροχή. Αν βλέπαμε μια χολιγουντιανή ταινία, τότε θα αναμέναμε μια αναζωπύρωση του έρωτα κι ένα μεγαλοπρεπές happy end. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με την πραγματικότητα. Η οποία επιφυλάσσει ακόμα μια διάψευση στην ποιητική φωνή (καθώς όλοι επιθυμούμε τουλάχιστον να μείνουμε στη μνήμη εκείνων "που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες τη ζωή μας"). Γιατί στην ίδια, το λέγειν της μνήμης έχει δώσει σωστές συμβουλές μακροζωίας σ' αυτό που έχει αποδειχθεί (κι αποδεχθεί εν τέλει) πως έχει πεθάνει κι η απρόσμενη συνάντηση ξυπνά την εξωραϊσμένη μνήμη και της γεννά ένα -ελάχιστο έστω- ενδιαφέρον για τον άνθρωπο με τον οποίο μοιράστηκε εκείνες τις στιγμές. Έτσι ρωτάει αυτό που λέμε τα νέα του: "Πώς είσαι; Πώς υπάρχεις και πού ζεις;" Μόνο που στα γκρίζα μάτια εκείνου βλέπει να καθρεφτίζεται εκείνη η ίδια απόσταση που διέκρινε κοιτώντας την παλιά "βροχερή" φωτογραφία... Εκείνος ο άνθρωπος με τον οποίο μοιράστηκε (ή μήπως τελικά νομίζει ότι μοιράστηκε;) ένα δεδομένο (ή μήπως όχι τόσο δεδομένο;) παρόν στο παρελθόν αντιδρά αδιάφορα, παγωμένα, ούτε καν ενοχλημένα για την ατυχή σύμπτωση...
Απώλεια δεύτερου βαθμού ή δεύτερης γενιάς θα τη λέγαμε. Κυρίως αν ορίζαμε ότι το "τώρα" του ποιητικού υποκειμένου στις
πρώτες δυο στροφές εντοπίζεται μετά τη συνάντηση στη μαρκίζα. Επηρεασμένη η ποιητική φωνή από την ατυχή συνάντηση κάτω από την μαρκίζα, κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν, σκαλίζει τις παλιές φωτογραφίες της κι ανακαλύπτει σ' εκείνη την παλιά φωτογραφία το ίδιο παγωμένο βλέμμα, τον ίδιο άνθρωπο που ούτε τότε ήταν εκεί... Κι αντιλαμβάνεται πως ήταν όλα "μιας πεταλούδας πέταγμα, το τίναγμα ενός κύκνου, ένα πουκάμισο αδειανό..." Αυτή η απώλεια, που ξεπέρασε με "τόση φρόνηση και τόσο κόπο", ήταν η απώλεια για κάτι που δεν υπήρξε! Αλήθεια, λοιπόν, η μνήμη ξέρει να ωραιοποιεί ό,τι έχει πεθάνει, ακόμα κι όταν ούτε έχει ζήσει καν... Αυτό είναι που διαπιστώθηκε "κάτω από τη μαρκίζα".
Μήπως λοιπόν, η στάση του αμνήμονος, "ανυποψίαστου και γι' αυτό προνομιούχου" πλάσματος κάτω από την μαρκίζα είναι η προτιμητέα;
Η μνήμη μας είναι βασικό στοιχείο της ταυτότητας μας. Αυτά που ζήσαμε ήταν αληθινά για μας, εάν ως τέτοια τα ζήσαμε, ακόμα κι εσφαλμένα... Κι εάν τα απορρίψουμε, γινόμαστε άλλος άνθρωπος. Και, παραιτούμενοι του παρελθόντος μας με τις όποιες απώλειες του, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ακόμα χειρότερη απώλεια. Αυτή του μέλλοντος (κι όχι απλώς ακόμα μιας απώλειας στο μέλλον). Αλήθεια (λέει ο Σεφέρης στο ποίημα του "Μνήμη Α΄", το οποίο όλως τυχαίως έχει ως προμετωπίδα την φράση "και η θάλασσα ούκ έστιν έτι") είναι ότι "η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί". Αλλά το ποιητικό υποκείμενο στο τέλος του ίδιου ποιήματος, λίγο πριν ανοίξει την πόρτα και βγει από το αδειανό του σπίτι, διαπιστώνει: "θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου