Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

"Θρηνωδία στη σελήνη της επαρχίας" (Ζυλ Λαφόργκ) vs "Πρέβεζα" (Κώστας Καρυωτάκης) +"Διδυμότειχο Μπλούζ" = Και φεύγω σε μιαν άγονη επαρχία


    Η φράση "άγονη επαρχία" από ένα αυτοβιογραφικό τραγούδι του Διονύση Τσακνή ("Νοέμβρης του '90"), την οποία χρησιμοποιώ στο τίτλο της  ανάρτησης, συνοψίζει εξ ολοκλήρου το περιεχόμενο των δυο ποιημάτων με τα οποία θα ασχοληθεί σήμερα το ιστολόγιο.
 Το πρώτο ποίημα είναι "Η θρηνωδία στη σελήνη της επαρχίας" (όπως αναφέρεται στην μετάφραση της Αιμιλίας Δάφνη που περιέχεται στο βιβλίο "Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία "   της Β’ Λυκείου ) ή "Μοιρολόι φεγγαριού της επαρχίας" (όπως αναφέρεται στην μετάφραση του Αλέξανδρου Μπάρα η οποία περιέχεται στη «Λογοτεχνία» της Γ΄ Γυμνασίου ). Το άλλο είναι η «Πρέβεζα» του Κώστα Καρυωτάκη. 
 [Βάζω λίγο Μπετόβεν να κάνω ατμόσφαιρα και να σας κρατάει συντροφιά όσο διαβάζετε...  ]

  Ο τίτλος του ποιήματος του Λαφόργκ παραπέμπει αποκλειστικά σε κάτι θλιμμένο και μελαγχολικό. Διαβάζοντας το ποίημα όμως, βλέπουμε ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.  Ο ποιητής έχει πάρει μοτίβα του ρομαντισμού  (νύχτα, φεγγάρι, έρωτας και μάλιστα ματαιωμένος έρωτας) και τα υπονομεύει σαρκάζοντας, ενώ με σκωπτική και αυτοσαρκαστική διάθεση παρουσιάζεται η ερωτική δυσθυμία του ποιητικού υποκειμένου. Την υπονόμευση ( και της ρομαντικής τεχνοτροπίας αλλά του συναισθήματος του ποιητικού υποκείμενου) ενισχύουν τέλος,  οι χιουμοριστικές πινελιές που περιγράφουν, πέρα από την ξενιτιά της αγκαλιάς (που "είναι η πιο μεγάλη"), την αδιάφορη και βαρετή ζωή της επαρχίας.  Παρά ταύτα όμως, η γνησιότητα και η αυθεντικότητα του συναισθήματος της ερωτικής απουσίας και της ανίας από την ρουτίνας της επαρχίας δεν θίγονται στο ελάχιστο· αντιθέτως σκιαγραφούνται αδρότερα και γλαφυρότερα εξαιτίας τους.
  Η αποδόμηση του ρομαντισμού ξεκινάει ήδη από την πρώτη στροφή, όταν το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται  υπό το φως του  ολόγιομου φεγγαριού (το οποίο προφανώς είναι η μόνη του συντροφιά, σημάδι της μοναξιάς του και προοικονομία της απόρριψης που βιώνει) και το παρομοιάζει  με κάτι πεζό και «αντιρομαντικό» όπως ένα πουγκί γεμάτο με χρυσάφι. Η παρομοίωση παράλληλα αποτελεί και «σπόντα» στους «κατ’ επάγγελμα»  ρομαντικούς συγγραφείς  οι οποίοι έχουν αναγάγει το κίνημα  σε μανιέρα εξελισσόμενοι πρακτικά σε "ποπ άιντολς" της εποχής με ότι επιφανειακό και εκζητημένο συνεπάγεται αυτό για την ποιότητα του έργου τους. (Παύση για λίγο στην "Σονάτα"...)
   και

(Ξαναβάλτε την  "Σόνατα" τώρα που είδαμε τις συνομιλίες με το φεγγάρι του λαϊκού μας τραγουδιού... )
   Στις επόμενες στροφές περιγράφονται "ηρωικές" σκηνές από την επαρχία που κοιμάται, αφήνοντας το ποιητικό υποκείμενο άγρυπνο, παρέα μόνο με τη θλίψη και την ανία του. Μια γάτα που περνάει, ένας πάρεδρος  που περπατάει και χάνεται, μια απομακρυσμένη σάλπιγγα , η μελωδία από ένα πιάνο που ακούγεται για λίγο και χάνεται λειτουργώντας ως νανούρισμα και σιωπητήριο. Όλα αυτά καταλήγουν οδηγούν  στην παρομοίωση/ταύτιση της επαρχίας  με τόπο εξορίας, μια εξορία την οποία το ποιητικό υποκείμενο αποδέχεται βαρύθυμα και παθητικά.
  Στην συνέχεια φαίνεται ότι το ποιητικό υποκείμενο  ζηλεύει το φεγγάρι, γιατί αντίθετα με εκείνον που είναι εγκλωβισμένος στην πλήξη της επαρχίας, το φεγγάρι ταξιδεύει σ' όλο τον κόσμο, από το Μιζούρι ως τη Νορβηγία, χωρίς να παραλείπει και το Παρίσι, την πρωτεύουσα. Ο πραγματικός όμως λόγος για τον οποίο φθονεί το φεγγάρι είναι  γιατί κινούμενο στην τροχιά του κατάφερε κάτι που το ποιητικό υποκείμενο  δεν μπορεί να κάνει. Να δει την αγαπημένη του, έστω κι αν αυτή μόλις παντρεύτηκε κι έφυγε για ταξίδι του μέλιτος. Και, από ότι φαίνεται, από το επόμενο δίστιχο, την πίκρα του ενισχύει το γεγονός πως εκείνη δεν τον απορρίπτει μόνο ως ερωτικό σύντροφο· φαίνεται ότι το απορρίπτει και ως ποιητή, έστω κι αν υποθέταμε ότι αναφέρεται σε τυχόν στίχους που της έγραψε για να κερδίσει την αγάπη της. Δεν τα κατάφεραν οι στίχοι, άρα αφού δεν την άγγιξαν είναι απορριπτέοι.
   Στο τελευταίο κομμάτι του ποιήματος, η ποιητική φωνή απευθύνεται στο φεγγάρι και του ζητάει να τον συντροφέψει την ώρα που πονάει μέχρι θανάτου... Αλλά ούτε κι αυτό δεν πετυχαίνει, καθώς στο τελευταίο δίστιχο παρομοιάζεται η σελήνη με γριά που έχει μπαμπάκι στα αυτιά. Ακόμα κι αυτή  δηλαδή κωφεύει στις παρακλήσεις του· προφανώς, δηλαδή, συννέφιασε...
Το τραγουδάκι αυτό άρα θα του ταιριάζει γάντι... (Βάλτε πάλι λίγο στο pause την "Σονάτα...")
 Τα πράγματα είναι παρόμοια και ανόμοια ταυτόχρονα στο ποίημα του Καρυωτάκη. Ο ποιητής κατόπιν μιας ακόμα δυσμενούς μετάθεσης έφτασε στην Πρέβεζα (έπειτα από μια μηνιαία απουσία-αποχαιρετισμό στο κοσμοπολίτικο Παρίσι) το καλοκαίρι του 1928·  εξόριστος ουσιαστικά,  κυνηγημένος  από τους πολιτικούς και επαγγελματικούς του αντιπάλους και με τις ασθένειες που τον κατέτρωγαν στην ψυχή - κατάθλιψη- και στο σώμα - σύφιλη - σε έξαρση. Πρόλαβε να ζήσει 33 μέρες στην από 20ετίας ενσωματωμένη στο ελληνικό κράτος υποβαθμισμένη πόλη, μόνη σύνδεση της οποίας με τον πολιτισμό της πρωτεύουσας ήταν, ελλείψει οδικού δικτύου, η ακτοπλοϊκή σύνδεση με Πειραιά.

    Το ποίημα "Πρέβεζα" (μια άλλη ανάρτηση με σχολιασμό του ποιήματος από μια παλιά μαθήτρια μου, την Εύα, μπορείτε να δείτε εδώ) είναι ένα από τα τελευταία που έγραψε ο ποιητής (ή που διασώθηκαν, καθώς όπως μαρτυρεί η σπιτονοικοκυρά του, μετά το θάνατο του πέταξε τα χαρτιά που βρήκε μη γνωρίζοντας ότι είναι ποιήματα) και αποτελεί ουσιαστικά ένα ρεπορτάζ σε μορφή στίχων που απέστειλε με τις τελευταίες του απελπισμένες επιστολές στους φίλους και την οικογένεια του· για αυτό και θα ταυτίσω το ποιητή με το ποιητικό υποκείμενο. Όμοια με τον Λαφόργκ, ο Καρυωτάκης παρουσιάζει σε πρώτο πρόσωπο στιγμιότυπα από την πόλη και τους κατοίκους της . Πρόκειται για μια σειρά εικόνων που σχηματίζουν μια αρρωστιάρικη, αντιτουριστική ταινία φθοράς και παρακμής, κι αυτό μολονότι το ποίημα του Καρυωτάκη, αντίθετα με αυτό του Λαφόργκ, εκτυλίσσεται υπό το φως του ήλιου. Πρόκειται όμως για ένα ήλιο που ξεγυμνώνει και αποσαρθρώνει, διαλύοντας τελικά, τους ανθρώπους και το τοπίο.  Επιπλέον η σκωπτική κι ελαφριά, εν τέλει,  διάθεση του Λαφόργκ  έχει δώσει την θέση της στη συνήθη/τυπική σάτιρα του Καρυωτάκη, την πικρή, δηκτική και αξεδιάλυτα ζυμωμένη με την απελπισία· και ο έρωτας δεν υπάρχει πουθενά, ούτε καν ως απουσία. Ο θάνατος είναι αυτός που κυριαρχεί. Τα πρόσωπα και τα στιγμιότυπα που απαρτίζουν το τοπίο της πόλης στεγάζονται  κάτω από την λέξη "θάνατος", όχι όμως την παίζουσα και ακκιζόμενη εκδοχή της έννοιας που χρησιμοποιείται στον εκφυλισμένο ρομαντισμό, αλλά αποπνέοντας μια μεστή αίσθηση της πραγματικότητας. Και δεν είναι απλά προσημάνσεις θανάτου. Είναι ο ίδιος ο  θάνατος στις επιμέρους εκφάνσεις του. Οι κακόσημες και κακόφωνες κάργιες που χτυπιούνται (και στις οποίες παρεμπιπτόντως ο δήμαρχος της πόλης κήρυξε τον πόλεμο μετά το ποίημα του Καρυωτάκη) στις μαύρες σκεπές. Οι γυναίκες που μυξοκλαίνε για τους γελοίους τους έρωτες, τους μόνους που μπορούν να αισθανθούν ωστόσο. Οι βρωμεροί, παρατημένοι δρόμοι με τα μεγάλα και λαμπρά ονόματα.  Όλο το γύρω τοπίο - ο ελαιώνας και η θάλασσα- σημαίνει θάνατο και μεγαλύτερος φορέας θανάτου είναι ο ήλιος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, φωτίζοντας την αθλιότητα  μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια, αποκαλύπτει την σήψη που κρύβεται κάτω από το νεκρικό μέηκ απ, επιτείνοντας παράλληλα την αποσύνθεση. Ο τυπολάτρης αστυνομικός ο οποίος ως άλλος Ηρακλής Πουαρο προσπαθεί να εξιχνιάσει το μέγιστο έγκλημα, αν η μπριζόλα έχει το προβλεπόμενο βάρος.   Τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι, τα οποία η μαθήτρια μου στην ανάλυση της που προανέφερα, με μεγάλη φαντασία και οξυδέρκεια, θεωρεί σύμβολο του ίδιου του ποιητή, γιατί παραμένουν εγκλωβισμένα, εφόσον δεν ανθίζουν στην φύση, θυμίζοντας του τον δικό του εγκλωβισμό. Ο δάσκαλος που περπατάει πάνω-κάτω στην παραλία προσπαθώντας να ξεφύγει από την πλήξη του μέσω της εφημερίδας.
    Ο καμβάς εμπλουτίζεται στην συνέχεια με στοιχεία από την καθημερινής πραγματικότητας των ανούσιων διασκεδάσεων και των ασήμαντων  περιστατικών της,  κι ο σαρκασμός ξεχειλίζει από της μίμηση του ύφους και της φρασεολογίας των δημόσιων υπηρεσιών. Και καταλήγει ο ποιητής να βρίσκεται σε πλήρη υπαρξιακή σύγχυση περπατώντας στην προκυμαία μια τέτοιας πόλης την ώρα που το στο λιμάνι εμφανίζεται το πλοίο. Όχι όμως για να οδηγήσει στην μεγάλη φυγή (υπενθυμίζεται ότι τα χρόνια εκείνα υπήρχε μόνο ακτοπλοϊκή σύνδεσή) αλλά σηματοδοτώντας το μέγιστο κοσμικό γεγονός της πόλης. Την ενδεχόμενη άφιξη του "κύριου" νομάρχη, όπως σηματοδοτεί η υψωμένη σημαία (τα χρόνια εκείνα οι νομάρχες θεωρούνταν τιμώμενα πρόσωπα και όταν τα τιμώμενα πρόσωπα ταξίδευαν ακτοπλοϊκώς τα καράβια σήκωναν ως ένδειξης τιμής ειδική σημαία) κι επισημαίνει σαρκαστικά ο ποιητής.
   Σε έναν τέτοιο κόσμο, παρατηρεί ο ποιητής σαρκάζοντας την νοσηρή δίψα των κλειστών κοινωνιών για τραγικά - με η χωρίς εισαγωγικά, αδιάφορο - γεγονότα, μοναδική διέξοδος μπορεί να είναι ο θάνατος από αηδία κάποιου από τους ανθρώπους αυτούς. Έτσι, όλοι, κρυμμένοι κάτω από την επίπλαστη, επιφανειακή  θλίψη και σεμνότητα τους, να διασκέδαζαν στην κηδεία του.
     Κι επειδή κανένας  δεν θα μπορούσε να το κάνει (άλλωστε, όπως λέει- στο περίπου- κάπου ο Νίτσε, δεν μπορείς να μιλήσεις στα βατράχια του πηγαδιού για τον ωκεανό) ο Καρυωτάκης, ο ποιητής -εκπρόσωπος της γενιάς που της έλειψαν τα μεγάλα πράγματα, τα ηρωικά πράγματα,  έστω τα τραγικά πράγματα (όπως παρατηρεί ο Τέλλος Άγρας, νομίζω,) ήταν εκείνος τελικά που πέθανε από αηδία. Το τελευταίο καράβι ήταν για κείνον το περίστροφο που τον οδήγησε στο τελευταίο ταξίδι, καθώς αυτοκτόνησε στις 21 Ιουλίου του 1928, πυροδοτώντας ταυτόχρονα την μυθοποίηση της ποίησής του.
  Κατόπιν της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη, η Πρέβεζα έτυχε της μάλλον αρνητικής φήμης της πόλης που οδήγησε το ποιητή στην αυτοκτονία. Ωστόσο οι Πρεβεζάνοι είχαν την ευφυΐα (τη εξαιρέσει ίσως του  συγκεκριμένου δημάρχου που κήρυξε τον πόλεμος στις κάργιες) να αντιληφθούν το προφανές, ότι το ποίημα δεν αναφέρεται δυσφημιστικά στην πόλη τους, αλλά  κυρίως απηχεί την ψυχολογική κατάσταση του ποιητή· πρόκειται δηλαδή για το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Με άλλα λόγια  δηλαδή, έτυχε να είναι η πόλη της αυτοκτονίας και δεν την προκάλεσε, άλλωστε φαίνεται ότι τελικά το ποιήμα είχε τον τίτλο "Επαρχία", αλλά επικράτησε ο τίτλος της πρώτης δημοσίευσης, του 1930. Ως εκ τούτου,  ενέταξαν το γεγονός στην τοπική τους μυθολογία,  όπως και η τράπεζα θεμάτων στις καταθέσεις της όπως θα δείτε εδώ κι  εδώ.
    Ολοφάνερα, δεν είχαν την ίδια ευφυΐα οι κάτοικοι  και οι φορείς του Διδυμότειχου, οι οποίοι κήρυξαν τον πόλεμο στους συντελεστές του κομματιού "Διδυμότειχο μπλουζ", κυρίως  για την φράση "τρύπα στη γεωγραφία" την οποία ο στιχουργός Γιάννης Σπυρόπουλος "Μπάχ" χρησιμοποίησε αναφερόμενος στην εν λόγω "φανταρούπολη", στην οποία πέρασε μέρος της στρατιωτικής του θητείας. Γιατί δεν αντιλήφθηκαν το προφανές.

   Στο τραγούδι που ανέφερα στην αρχή,  Διονύσης Τσακνής, επιστρέφοντας εκών- άκων στην Καρδίτσα από την οποία κατάγεται, χαρακτηρίζει  "άγονη" την  ελληνική επαρχία της Μεταπολίτευσης . Άρα, πώς αλλιώς παρά «τρύπα στην γεωγραφία»  θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος την  άγνωστη του πόλη δίπλα στα σύνορα,  στην οποία βρίσκεται αφήνοντας πίσω τους αγαπημένους του και βάζοντας σε πάγο την  ίδια του τη ζωή, ενώ υπηρετεί τη θητεία του σε αυτό παράλογο πράγμα που λέγεται στρατός; Το ξέρω και από προσωπική πείρα, εφόσον και στην Κω, όπου πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής μου θητείας ("θυσία" έγραψα εκ παραδρομής αρχικά! Τυχαίο;), οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν με την ίδια δυσφορία την απέχθεια, όμοια με κείνη για το Διδυμότειχο,  για το νησί, όσων φαντάρων υπηρετούσαν στο νησί. Φεύγοντας μάλιστα με μετάθεση ,έριξα - στην κυριολεξία- μαύρη πέτρα πίσω μου πριν μπω στο αεροδρόμιο.  Αλλά ξαναγύρισα, μετά από χρόνια.  Κι όλα τα μελανά χρώματα είχαν φύγει. Δεν είχε αλλάξει το νησί.  Η ματιά μου είχε αλλάξει...  
   Πάντως, επειδή τα πράγματα  έχουν δυο όψεις, να σημειωθεί ότι η επαρχία μπορεί να φωτιστεί με λαμπερότερα χρώματα κι είμαι σίγουρος ότι το ποιητικό υποκείμενο του ποιήματος του Λαφόργκ δεν θα την εκλάμβανε επ’  ουδενί ως εξορία εάν την έβλεπε να καθρεφτίζεται στα μάτια της καλής του...
  Κι ισχύει και το ανάποδο. Στην ταινία του Νίκου Περράκη "Λούφα και Παραλλάγη",

 ο δημοκρατικών φρονημάτων πρωταγωνιστικός χαρακτήρας υπηρετεί αποσπασμένος στο τηλεοπτικό κανάλι του στρατού. εξαιτίας των ικανοτήτων ως εικονολήπτης. Αλλά όταν ξεσπάει η Χούντα, παρόλο που είναι Αθηναίος και  η οικογένεια του, η γυναίκα και το μικρό παιδί του, ζουν εκεί, επιλέγει να διακόψει της απόσπασή του και να επιστρέψει στην "εξορία" των χιονισμένων ελληνοαλβανικών συνόρων, αηδιασμένος από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεται και την απολίτικη στάση, την αδιαφορία, τον κομφορμισμό και την διάθεση  τους να συνδιαλλαγούν με την Χούντα προς εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων.
 Στο κάτω-κάτω, όταν,  κι ο βασικός πρωταγωνιστής στην παλιά σειρά "Northern Εxposure", ένας νεοϋορκέζος  γιατρός, βρίσκεται, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, δεσμευμένος με τετραετές συμβόλαιο κι, ως εκ τούτου, υποχρεωμένος να μεταβεί σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Αλάσκας, είναι πεπεισμένος ότι δεν θα τα βγάλει πέρα... Είναι όμως έτσι;

Υ.Γ.: Το απόσπασμα από την γεμάτη στόμφο μετάφραση του Προβελέγγιου σε ένα ρομαντικό ποίημα του Γκαίτε (από τον "Φάουστ";) δεν ξέρω που κολλάει. Μου ‘ρθε , το βάζω....
"Ω! να με φώτιζες Σελήνη
τον έσχατο εν τη οδύνη.
Εσέ, που άλλοτε προσβλέπων
                     εις των βιβλίων τον σωρόν.                 
τότε, ω φίλη τεθλιμμένη,
σε πρόσμενα εγρηγορών"

Δεν υπάρχουν σχόλια: