Από μαθητής έχω ανοιχτούς λογαριασμούς με το διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη.
Φόρα κάτι, κοπελιά! Έχουμε και παιδιά.... |
του σχολείου) και το βρήκα. Το κομμάτι που έλειπε ήταν το όνειρο του πρωταγωνιστή στο οποίο το ποτάμι έχει μεταμορφωθεί σε μια γυμνή γυναίκα, με σταρένειο δέρμα που, ξαπλωμένη στο γρασίδι, τον περιμένει. Αν ήθελα να είμαι σαρκαστικός θα έλεγα ότι ευχαρίστησα τους καλούς εκείνους κύριους που με προφύλαξαν από μια τέτοια ανηθικότητα, στην πραγματικότητα απλά γέλασα μαζί τους, (Έίχα διαβάσει ήδη την "Ιθάκη" του Καβάφη σε ένα βιβλίο του αδερφού μου κι είχα επίγνωση της απομάκρυνσης από το σχολικό βιβλίο των "ηδονικών μυρωδικών" που θεώρήθηκε σκόπιμο να απαλειφθούν ωστέ να προστατευτούν οι άδολες παιδικές ψυχές μας. )
Την επόμενη φορά που ήρθα σε επαφή με το διήγημα ήμουν καθηγητής, το βιβλίο ήταν καινούριο (βασικά το παλιό ήταν, με άλλη βιβλιοδεσία και την Γενιά του '30 σταλμένη στην Β΄Λυκείου, ώστε να χωρέσουν νεότεροι λογοτεχνες) και- ναι! - η γυμνή γυναίκα πάλι απουσίαζε. Το γεγονός ότι δίδασκα σε Εσπερινό Σχολείο με μ.ο. ηλικίας των μαθητών της τάξης μεγαλύτερος από τον δικό μου απλά ενέτεινε την αίσθηση του γελοίου.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά όταν προσφατα έψαχνα το βιβλίο της Λογοτεχνίας της Γ' Λυκείου για να
βρω ένα χαρούμενο κείμενο, όπως με παρεκάλεσαν τα πανελληνικοκαμμένα παιδιά μου. Εννοείται ότι
"Το ποτάμι", Κωνσταντίνος Βολανάκης |
δεν βρήκα κι εννοείται ότι η γυμνή γυναίκα συνεχίζει να απουσιάζει ("γύρισαν" όμως τα "ηδονικά μυρωδικά")... Το γεγονός αυτό αγγίζει τα όρια του παραλόγου, εφόσον ζούμε στην εποχή της ασυδοσίας του Διαδικτύου κι ενδεχομένως καθένας από μάς έχει "σκοτώσει και καμιά χιλιάδα άτομα στο Grand Theft Auto... Οπότε, αναρωτιέμαι, τέτοιοι πουριτανισμοί που αποσκοπούν; Όμως, ανεξαρτήτως εποχής, το ερώτημα που παραμένει είναι αν έχει κάποιος δικαίωμα (που δεν έχει) να κόβει και να ράβει έργα τέχνης ώστε να ταιριάζουν στις ηθικές τους αντιλήψεις... Ερωτώ, γιατί διερωτώμαι αν πρόσφατα που πήγαμε εκπαιδευτική εκδρομή στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου, έπρεπε να ρίξουμε κάτι στην "Λουόμενη Αφροδίτη", που είναι θεόγυμνη...
Εμένα πάντως, δεν μου αρέσουν οι λογοκρισίες βασικά, και για αυτό θα παραθέσω, αφού σας βάλω να ακούσετε κι ένα παρεμφερές τραγουδάκι των Doors, το διήγημα χωρίς περικοπές...
Τὸ ποτάμι - Αντώνης Σαμαράκης
Η ΔΙΑΤΑΓΗ
εἴτανε ξεκάθαρη: Ἀπαγορεύεται τὸ μάνιο στὸ ποτάμι,
ἀκόμα καὶ νὰ πλησιάζει κανένας σὲ ἀπόσταση λιγότερο ἀπὸ
διακόσια μέτρα. Δὲ χώραγε λοιπὸν καμιὰ παρανόηση. Ὅποιος
τὴν παρέβαινε τὴ διαταγή, θὰ πέρναγε στρατοδικεῖο.
Τοὺς τὴ διάβασε τὶς
προάλλες ὁ ἴδιος ὁ ταγματάρχης. Διέταξε γενικὴ
συγκέντρωση, ὅλο τὸ τάγμα, καὶ τοὺς τὴ διάβασε. Διαταγὴ τῆς
Μεραρχίας! Δὲν εἴτανε παῖξε-γέλασε.
Εἴχανε κάπου τρεῖς
βδομάδες ποὺ εἶχαν ἀράξει δῶθε ἀπ’ τὸ ποτάμι. Κεῖθε ἀπ’ τὸ
ποτάμι εἴταν ὁ ἐχθρός, οἱ Ἄλλοι ὅπως τοὺς λέγανε πολλοί.
Τρεῖς βδομάδες ἀπραξία.
Σίγουρα δὲ θὰ βάσταγε πολὺ τούτη ἡ κατάσταση, μὰ γιὰ τὴν ὥρα
ἐπικρατοῦσε ἡσυχία.
Καὶ στὶς δυὸ ὄχθες τοῦ
ποταμιοῦ, σὲ μεγάλο βάθος, εἴτανε δάσος. Πυκνὸ δάσος. Μέσ’
στὸ δάσος εἴχανε στρατοπεδεύσει καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ.
Οἱ πληροφορίες τους
εἴτανε πὼς οἱ Ἄλλοι εἴχανε δυὸ τάγματα ἐκεῖ. Ὡστόσο, δὲν
ἐπιχειρούσανε ἐπίθεση, ποιὸς ξέρει τί λογαριάζανε νὰ
κάνουνε. Στὸ μεταξύ, τὰ φυλάκια, καὶ ἀπ’ τὶς δυὸ μεριές,
εἴταν ἐδῶ καὶ κεῖ, κρυμμένα στὸ δάσος, ἕτοιμα γιὰ πᾶν
ἐνδεχόμενο.
Τρεῖς βδομάδες! Πῶς
εἴχανε περάσει τρεῖς βδομάδες! Δὲ θυμόντουσαν σ’ αὐτὸν τὸν
πόλεμο, ποὺ εἶχε ἀρχίσει ἐδῶ καὶ δυόμιση χρόνια περίπου,
ἄλλο τέτοιο διάλειμμα σὰν καὶ τοῦτο.
Ὅταν φτάσανε στὸ ποτάμι,
ἔκανε ἀκόμα κρύο. Μὰ ἐδῶ καὶ μερικὲς μέρες, ὁ καιρὸς εἶχε
στρώσει. Ἄνοιξη πιὰ !
Ὁ πρῶτος ποὺ γλίστρησε
κατὰ τὸ ποτάμι εἴτανε λοχίας. Γλίστρησε ἕνα πρωινὸ καὶ
βούτηξε. Λίγο ἀργότερα, σύρθηκε ὣς τοὺς δικούς του, μὲ δυὸ
σφαῖρες στὸ πλευρό. Δὲν ἔζησε πολλὲς ὧρες.
Τὴν ἄλλη μέρα, δυὸ
φαντάροι τραβήξανε γιὰ κεῖ, καὶ δὲν τοὺς ξαναεῖδε πιὰ κανένας.
Ἀκούσανε μονάχα πολυβολισμούς, καὶ ὕστερα σιωπή.
Τότε βγῆκε ἡ διαταγὴ τῆς Μεραρχίας.
Εἴτανε ὡστόσο μεγάλος
πειρασμὸς τὸ ποτάμι. Τ’ ἀκούγανε ποὺ κυλοῦσε τὰ νερά του καὶ
τὸ λαχταρούσανε. Αὐτὰ τὰ δυόμιση χρόνια τοὺς εἶχε φάει ἡ
βρῶμα. Εἴχανε ξεσυνηθίσει ἀπό ‘να σωρὸ χαρές. Καὶ νά, τώρα,
ποὺ εἶχε βρεθεῖ στὸ δρόμο τους αὐτὸ τὸ ποτάμι. Μὰ ἡ διαταγὴ τῆς
Μεραρχίας…
— Στὸ διάολο ἡ διαταγὴ τῆς Μεραρχίας! εἶπε μέσ’ ἀπ’ τὰ δόντια του, κείνη τὴ νύχτα.
Γύριζε καὶ ξαναγύριζε
καὶ ἡσυχία δὲν εἶχε. Τὸ ποτάμι ἀκουγότανε πέρα καὶ δὲν τὸν
ἄφινε νὰ ἡσυχάσει.
Θὰ πήγαινε τὴν ἄλλη μέρα,
θὰ πήγαινε ὁπωσδήποτε. Στὸ διάολο ἡ διαταγὴ τῆς
Μεραρχίας, τὴν ἔγραφε στ’ ἀπαυτά του.
Οἱ ἄλλοι φαντάροι
κοιμόντουσαν. Τέλος τὸν πῆρε κι αὐτὸν ὁ ὕπνος. Εἶδε ἕνα
ὄνειρο, ἕναν ἐφιάλτη. Στὴν ἀρχή, τὸ εἶδε ὅπως εἴτανε:
ποτάμι. Εἴτανε μπροστὰ του αὐτὸ τὸ ποτάμι καὶ τὸν περίμενε.
Κι’ αὐτός, γυμνὸς στὴν ὄχθη, δὲν ἔπεφτε μέσα. Σὰ νὰ τὸν βάσταγε
ἕνα ἀόρατο χέρι. Ὕστερα τὸ ποτάμι μεταμορφώθηκε σὲ
γυναίκα. Μιὰ νέα γυναίκα, μελαχρινή, μὲ σφιχτοδεμένο κορμί.
Γυμνή, ξαπλωμένη στὸ γρασίδι, τὸν περίμενε. Κι’ αὐτός,
γυμνὸς μπροστά της, δὲν ἔπεφτε πάνω της. Σὰ νὰ τὸν βάσταγε ἕνα
ἀόρατο χέρι.
Ξύπνησε βαλαντωμένος· δὲν εἶχε ἀκόμα φέξει…
Φτάνοντας στὴν ὄχθη,
στάθηκε καὶ τὸ κοίταζε. Τὸ ποτάμι! Ὥστε ὑπῆρχε λοιπὸν αὐτὸ τὸ
ποτάμι; Ὧρες-ὧρες, συλλογιζότανε μήπως δὲν ὑπῆρχε στ’
ἀλήθεια. Μήπως εἴτανε μιὰ φαντασία τους, μιὰ ὁμαδικὴ
ψευδαίσθηση.
Εἶχε βρεῖ μίαν εὐκαιρία
καὶ τράβηξε κατὰ τὸ ποτάμι. Τὸ πρωινὸ εἴτανε θαῦμα! Ἂν
εἴτανε τυχερὸς καὶ δὲν τὸν παίρνανε μυρουδιά… Νὰ πρόφταινε
μονάχα νὰ βουτήξει στὸ ποτάμι, νὰ μπεῖ στὰ νερά του, τὰ
παρακάτω δὲν τὸν νοιάζανε.
Σ’ ἕνα δέντρο, δίπλα στὴν
ὄχθη, ἄφισε τὰ ροῦχα του, καί, ὄρθιο πάνω στὸν κορμό, τὸ
τουφέκι του. Ἔριξε δυὸ τελευταῖες ματιές, μιὰ πίσω του, μὴν
εἴτανε κανένας ἀπ’ τοὺς δικούς του, καὶ μιὰ στὴν ἀντίπερα
ὄχθη, μὴν εἴτανε κανένας ἀπ’ τοὺς Ἄλλους. Καὶ μπῆκε στὸ νερό.
Ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ σῶμα
του, ὁλόγυμνο, μπῆκε στὸ νερό, τοῦτο τὸ σῶμα ποὺ δυόμιση
χρόνια βασανιζότανε, ποὺ δυὸ τραύματα τὸ εἴχανε ὣς τώρα
σημαδέψει, ἀπὸ τὴ στιγμὴν αὐτὴ ἔνιωσε ἄλλος ἄνθρωπος. Σὰ νὰ
πέρασε ἕνα χέρι μ’ ἕνα σφουγγάρι μέσα του καὶ νὰ τάσβησε αὐτὰ
τὰ δυόμιση χρόνια.
Κολυμποῦσε πότε
μπρούμυτα, πότε ἀνάσκελα. Ἀφινότανε νὰ τὸν πηγαίνει τὸ
ρεῦμα. Ἔκανε καὶ μακροβούτια.
Εἴταν ἕνα παιδὶ τώρα
αὐτὸς ὁ φαντάρος, ποὺ δὲν εἴτανε παρὰ εἰκοσιτριῶ χρονῶ κι
ὅμως τὰ δυόμιση τελευταία χρόνια εἶχαν ἀφίσει βαθιὰ ἴχνη
μέσα του.
Δεξιὰ κι ἀριστερά, καὶ
στὶς δυὸ ὄχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τὸν χαιρετούσανε
περνώντας πότε-πότε ἀπὸ πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα
ἕνα κλαδὶ ποὺ τόσερνε τὸ ρεῦμα. Βάλθηκε νὰ τὸ φτάσει μ’ ἕνα
μονάχα μακροβούτι. Καὶ τὸ κατάφερε. Βγῆκε ἀπ’ τὸ νερὸ
ἀκριβῶς δίπλα στὸ κλαδί. Ἔνιωσε μία χαρά! Μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ
εἶδε ἕνα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε καὶ προσπάθησε νὰ δεῖ καλύτερα.
Καὶ κεῖνος ποὺ κολυμποῦσε ἐκεῖ τὸν εἶχε δεῖ, εἶχε σταματήσει κι αὐτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε ἀμέσως αὐτὸς
ποὺ εἴτανε καὶ πρωτύτερα: ἕνας φαντάρος ποὺ εἶχε κιόλα
δυόμιση χρόνια πόλεμο, ποὺ εἶχε ἕναν πολεμικὸ σταυρό, ποὺ
εἶχε ἀφίσει τὸ τουφέκι του στὸ δέντρο.
Δὲ μποροῦσε νὰ καταλάβει
ἂν αὐτὸς ἀντίκρυ του εἴτανε ἀπ’ τοὺς δικούς του ἢ ἀπ’ τοὺς
Ἄλλους. Πῶς νὰ τὸ καταλάβει; Ἕνα κεφάλι ἔβλεπε μονάχα.
Μποροῦσε νάναι ἕνας ἀπ’ τοὺς δικούς του. Μποροῦσε νάναι ἕνας
ἀπ’ τοὺς Ἄλλους.
Γιὰ μερικὰ λεπτὰ καὶ οἱ
δυό τους στέκονταν ἀκίνητοι στὰ νερά. Τὴ σιωπὴ διέκοψε ἕνα
φτάρνισμα. Εἴταν αὐτὸς ποὺ φταρνίστηκε, καί, κατὰ τὴ συνήθειά
του, βλαστήμησε δυνατά. Τότε κεῖνος ἀντίκρυ του ἄρχισε νὰ
κολυμπάει γρήγορα πρὸς τὴν ἀντίπερα ὄχθη. Μὰ κι αὐτὸς δὲν
ἔχασε καιρό. Κολύμπησε πρὸς τὴν ὄχθη του μ’ ὅλη του τὴ δύναμη.
Βγῆκε πρῶτος. Ἔτρεξε στὸ δέντρο ποὺ εἶχε ἀφίσει τὸ τουφέκι
του, τ’ ἅρπαξε. Ὁ Ἄλλος, ὅ,τι ἔβγαινε ἀπ’ τὸ νερό. Ἔτρεχε τώρα
καὶ κεῖνος νὰ πάρει τὸ τουφέκι του.
Σήκωσε τὸ τουφέκι του
αὐτός, σημάδεψε. Τοῦ εἴτανε πάρα πολὺ εὔκολο νὰ τοῦ φυτέψει
μιὰ σφαίρα στὸ κεφάλι. Ὁ Ἄλλος εἴτανε σπουδαῖος στόχος ἔτσι
καθὼς ἔτρεχε ὁλόγυμνος, κάπου εἴκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Μὰ δὲν τράβηξε τὴ
σκανδάλη. Ὁ Ἄλλος εἴταν ἐκεῖ, γυμνὸς ὅπως εἶχε ἔρθει στὸν
κόσμο. Κι αὐτὸς εἴταν ἐδῶ, γυμνὸς ὅπως εἶχε ἔρθει στὸν κόσμο.
Δὲ μποροῦσε νὰ τραβήξει.
Εἴτανε καὶ οἱ δυὸ γυμνοί. Δυὸ ἄνθρωποι γυμνοί. Γυμνοὶ ἀπὸ
ροῦχα. Γυμνοὶ ἀπὸ ὀνόματα. Γυμνοὶ ἀπὸ ἐθνικότητα. Γυμνοὶ
ἀπ’ τὸν χακὶ ἑαυτό τους.
Δὲ μποροῦσε νὰ τραβήξει. Τὸ ποτάμι δὲν τοὺς χώριζε τώρα, ἀντίθετά τους ἕνωνε.
Δὲ μποροῦσε νὰ τραβήξει. Ὁ
Ἄλλος εἶχε γίνει ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος τώρα, χωρὶς ἄλφα
κεφαλαῖο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε τὸ τουφέκι του.
Χαμήλωσε τὸ κεφάλι του. Καὶ δὲν εἶδε τίποτα ὣς τὸ τέλος,
πρόφτασε νὰ δεῖ μονάχα κάτι πουλιὰ ποὺ φτερουγίσανε
τρομαγμένα σὰν ἔπεσε ἀπ’ τὴν ἀντικρινὴ ὄχθη ἡ τουφεκιά, κι
αὐτός, γονάτισε πρῶτα, ὕστερα ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὸ χῶμα.
Πηγή: Ἀντώνης Σαμαράκης, Ζητεῖται ἐλπίς, (διηγήματα, ἐκδ. Εστία, Γ’ ἔκδοση, Ἀθήνα, 1962)· Α’ ἔκδοση 195
Να σημειωθεί ότι ο Σαμαράκης έχει διασκευάσει το διήγημά του και το έχει εντάξει στο σενάριο της σπονδυλωτής ομωνυμης ταινίας του Νίκου Κούνδουρου που γυρίστηκε το 1958 σε σενάριο του Σαμαράκη και του Καμπανέλλη.
Έχει επίσης, γυριστεί και αυτη η μικρού μήκους ταινία εμπνευσμένη από το διήγημα.
Το Ποτάμι (The River) - Short Film from Morris Gormezano on Vimeo.
Κι ένα τραγουδάκι ακόμα... (Εις πείσμα!)
Κι ένα τραγουδάκι ακόμα... (Εις πείσμα!)
4 σχόλια:
Πολύ ενδιαφέρουσα η ανάρτησή σας.Μια ένσταση:στην τρίτη λυκείου οι μαθητές καλούνται να διδαχθούν την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας και η λογοτεχνία αυτής της περιόδου είναι απαραίτητη για την βαθύτερη κατανόησή της.Αν και δεν είναι "χαρούμενη",ωστόσο είναι παράγωγο του καιρού της,τοποθετείται πάνω στην προβληματική της εποχής της και δίνει απαντήσεις υποδεικνύοντας στάσεις ζωής. Τα παιδιά θα έπρεπε να είχαν αντιληφθεί αυτή τη σχέση αλληλεπίδρασης.Κρίμα που δεν εισέπραξαν χαρά από κείμενα που κραυγάζουν:"είμαι άνθρωπος!".
Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Εύλογη η ένστασή σας, αλλά θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω ότι η Λογοτεχνία είναι πολύ περισσότερα από κολαούζος και διευκρινίστρια [sic] της Ιστορίας. Κι επίσης, ότι καμιά φορά ξεχνάμε πως το να είσαι άνθρωπος ενέχει και την έννοια της χαράς. Ο Σεφέρης νομίζω το λέει καλύτερα: "Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος, δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε."
Υπέροχη παρουσίαση, θαυμάσια δουλειά. Χρόνια τώρα, από τα μικράτα μου, όταν διάβαζα αυτό το διήγημα, δάκρυζα. Ποτέ δεν ήξερα ότι είχε πέσει "θύμα" λογοκρισίας. Το διάβαζα και στα παιδιά μου όταν ήταν 7 χρονών και προσπαθούσα να τους εξηγήσω το θέμα. Τώρα θα πρέπει να τους διαβάσω ολόκληρο το κείμενο. Ευτυχώς όμως τώρα είναι μεγάλα παιδιά και θα καταλάβουν.
Σας ευχαριστώ πολύ
Δημοσίευση σχολίου