Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

Ολόκληρο το ποίημα (και κάτι ψιλά) 12: "Ένας γέροντας στην ακροποταμιά" (Γιώργος Σεφέρης και το συλλογικό μας υποσυνείδητο)

. Η σημερινή περίπτωση είναι λίγο διαφορετική από τις υπόλοιπες αυτής της σειράς δημοσιεύσεων, καθώς δεν έχουμε να κάνουμε με μελοποίηση τμήματος ενός ποιήματος αλλά με... ανθολόγηση.
  Στο προηγούμενο βιβλίο της Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου είχαν ανθολογηθεί τέσσερις στίχοι του ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη "Ένας γέροντας στην ακροποταμιά",   με   τίτλο "Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να  μιλήσω απλά" και έγιναν τόσο γνωστοί ώστε  αυτονομήθηκαν κατά κάποιον τρόπο από το ποίημα στο οποίο ανήκουν.  Και δεν είναι τυχαίο, καθώς πρόκειται για υποδείγματα ύφους, και χαρακτηρίζονται από ακρίβεια, ισορροπία και μουσικότητα. Τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν λείπει.  Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα ...
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζεικαι την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό τηςκι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Νεαρός όχι στην ακροποταμιά
   Το ποίημα  περιέχεται στην ποιητική συλλογή "Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄" (1944). Συνοδεύεται από την χρονική ένδειξη "Κάιρο,  20 Ιουνίου του '42", η οποία μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Σεφέρης το έγραψε όταν βρέθηκε με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στην αιγυπτιακή πόλη κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και απηχεί τις σκέψεις του και τους προβληματισμούς του για το παρόν και το μέλλον υπό το πρίσμα του πολέμου και της εξορίας.  Λίγα πράγματα θα πω για το ποίημα αλλά πρέπει να τονίσω  ότι βρίσκω εντελώς άστοχη, επιφανειακή και υπεραπλουστευτική  μια  προσέγγιση  του ποιήματος στην οποία  κάπου έπεσε το μάτι μου, σύμφωνα με την οποία ο ποιητής στρέφεται ενάντια στον κομμουνισμό και υποστηρίζει ότι οι Έλληνες πρέπει να  μην προβούν σε καμιά αλλαγή.  Ο συντηρητικός δεξιός διπλωμάτης Γιώργος Σεφεριάδης, εκείνος που δεν δίστασε, έστω και με πόνο ψυχής και για να ζήσει το μεγάλο έρωτα της ζωής του, να αναλάβει καίριο πόστο στο υπουργείο Τύπου του δικτάτορα Μεταξά, μπορεί να είχε τέτοιες σκέψεις ενδεχομένως. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης όμως όχι. Πρώτα από όλα, όπως φαίνεται από ποιήματα σαν τον  " Τελευταίο Σταθμό" ή το "Υστερόγραφο"  αλλά και ημερολογιακές καταγραφές του της εποχής (και είναι προφανές ότι "Οι Μέρες" είναι έργο του Σεφέρη και όχι  απλά τα ημερολόγια του Σεφεριάδη) δεν έχει αυταπάτες για το ηθικό μη ανάστημα της  φάρας που συνόδευε και παράλληλα είχε σε εκτίμηση, όπως υποδηλώνει ας πούμε το ποίημα "Ανάμεσα στα κόκαλα εδώ",  το αντιστασιακό κίνημα το οποίος, ας μην κρυβόμαστε,στο μεγαλύτερο μέρος του ταυτιζόταν με το Ε.Α.Μ..   Κυρίως όμως, γιατί ο Σεφέρης ως διανοητής ήθελε να δώσει διαχρονική, εθνική και πανανθρώπινη διάσταση στο έργο του και ποσώς τον ενδιέφερε να γίνει ο Πορτοσάλτε της εποχής του (πράγμα που αναμφίβολα κατάφερε).  Δεν έχω σκοπό να πω κάτι παραπάνω,  είχα διαβάσει κάποτε κάποια σχόλια  ή κάποια ανάλυση του Σαββίδη (αν δεν απατώμαι) για αυτό, αλλά δεν τα θυμάμαι. Θα περιοριστώ επί τροχάδην να πω κάποια πράγματα, μόνο και μόνο γιατί πιο πάνω κριτίκαρα μια άλλη προσέγγιση, οπότε θεωρώ θα ήταν άδικο να μην κάνω κάποια νύξη, μικρή έστω, για το πώς προσεγγίζω εγώ το ποίημα.   Όσον αφορά τον τίτλο, πιστεύω ότι συνομιλεί με τον "γέροντα στην ακροθαλασσιά",  είναι δηλαδή μια αναφορά στον Πρωτέα,την μυθολογική εκείνη φιγούρα που διακρίνοναν για τη σοφία της αλλά που για να φτάσεις σε αυτή,  έπρεπε να  ανακαλύψεις την πραγματική της ουσία πίσω από τις συνεχείς μεταμορφώσεις, στις οποίες επιδίδονταν.  Ο ποιητής, ενδυόμενος έμμεσα την περσόνα του Πρωτέα,  νοιώθει πως  βρίσκεται σε μια ρευστή κατάσταση συνεχόμενων μεταβολών καθώς ο καιρός κυοφορεί καταστροφές και ελπίδες, και, όπως έλεγε ο αγαπημένος του Σεφέρη Μακρυγιάννης,  για να μην  κάθεται  "άνεργος" στις όχθες του Νείλου -κι εκείνος όπως εμείς τώρα λόγω του κοροναϊού-  αναζητά την  σωστή  κρίση, ή μάλλον  τονίζει την ανάγκη της αναζήτησης της σωστής κρίσης, και εκφράζει την αγωνία του για την τύχη της ανθρωπότητας. Σαν την πλατιά κοίτη του ποταμού που ξεκινάει από τα βάθη της Αφρικής,  η ανθρώπινη ιστορία ξεκινάει από τα βάθη του χρόνου έχει οδηγήσει τον άνθρωπο σε αυτό το σταυροδρόμι.  Και έχοντάς το ποιητικό υποκείμενο αντιληφθεί την κρισιμότητα των καταστάσεων αναγνωρίζει και επισημαίνει ότι πρέπει  η ανθρωπότητα να προσεγγίσει διαφορετικά τα πράγματα, σχεδιάζοντας μετά τον πόλεμο  νηφάλια ήρεμα και λογικά έναν καινούργιο δρόμο για ένα καινούργιο κόσμο, ένα σχέδιο χωρίς φτιασίδια, διατυπωμένο με  απλά και  γνήσια λόγια, για να κατορθώσει να απαλλάξει τον άνθρωπο από τον πόνο,  μιας και  όπως χαρακτηριστικά λέει ο ποιητής "αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε. "   
Ακροποταμιά  του Νείλου χωρίς γέροντα
    ΄Η θα μπορούσαμε να  πούμε, αν θέλετε,  ότι -ξέχωρα ή παράλληλα με την προηγούμενη προσέγγιση- η πλατιά κοίτη του ποταμού συμβολίζει την τέχνη και δη την ποιητική τέχνη. Το ποιητικό υποκείμενο διαπιστώνει ότι οι ποιητικές νόρμες πλέον δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις συνθήκες που διαμορφώνονται κατά την διάρκεια του πολέμου  και θα καθορίσουν τον μεταπολεμικό κόσμο.  Διατυπώνει έτσι την ανάγκη δημιουργίας, εύρεσης ή εφεύρεσης ενός νέου τρόπου έκφρασης  ο οποίος να μπορεί να αποκρυπτογραφήσει και να  αποτυπώσει την σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτά τα λίγα.  Πάμε να δούμε τώρα ολόκληρο το ποίημα 

Ένας γέροντας στην ακροποταμιά

Στον Νάνη Παναγιωτόπουλο
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε.Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαιμήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα,όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά.
5Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μαςκαι το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό·μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο,το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι·10αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώςτο μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρικήκαι ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα·που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι,κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο,15ο ίδιος προσανατολισμός.
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζεικαι την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό τηςκι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
20Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμεγι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμιαυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτακαι ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουνκαι σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών.25Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπωνκι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια - πέρα χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα·όταν κοιτάζουν ίσια - πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα,όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,30πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλάζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει·αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας,στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει,πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμοαφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.
Κάιρο20 Ιουνίου 1942



Α! Ναι! Τα ψιλά... 
Καλός ο Σεφέρης και τον αγαπάω, αλλά δεν αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μην διαπιστώσουμε την ειρωνεία του πράγματος.  Παρακαλεί την  Μούσα του  να του δώσει την δύναμη να εκφραστεί με λόγια απλά και κατανοητά και να μη φορτώσει την τέχνη του με φτιασίδια ώστε να μπορέσει να εκφράσει την σκέψη του και αυτή η παράκληση βρίσκεται σε ένα δυνσόητο,  πολύπλοκο και πολυδαίδαλο ποίημα  που κάνει όλα τα αντίθετα.  Κάπως έτσι ο Γιώργος Παναγιωτίδης έγραψε την ακόλουθη παρωδία του, η οποία είναι απολαυστική:

Νουθεσίες προς τον, εν χλιδή διάγοντα, Νάνη Παναγιωτόπουλο
από ένα γέροντα Σεφέρη που κάθεται στην ακροποταμιά


1.    Πρέπει να λογαριάσουμε. Πώς προχωρούμε;
α) Δε φτάνει να αισθάνεσαι.
β) Δε φτάνει να σκέπτεσαι.
γ) Δε φτάνει να κινείσαι.
δ) Δε φτάνει να κινδυνεύει το σώμα σου και συγκεκριμένα:
    δ1. Στην παλιά πολεμίστρα.
    δ2. Όταν αυλακώνουνε τα τειχιά:  δ2,1. Το λάδι το ζεματιστό.
                                                                   δ2,2.  Το λιωμένο μολύβι.
2.    Πρέπει να λογαριάσουμε, κατά πού προχωρούμε;
α. Όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει.
β. Όχι καθώς τα πεινασμένα παιδιά μας το θέλουν.
γ. Όχι καθώς το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό το θέλουν.
δ. Όχι καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο και το θέλει.
ε. Όχι καθώς το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι το θέλει.
3.  Πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωράμε με κάποιον άλλο τρόπο:
     α. Μπορεί να θέλω να πω (δεν είμαι βέβαιος) πως πρέπει να προχωρούμε.
     β. Πρέπει να προχωρούμε καθώς το μακρύ ποτάμι  (που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική)
το οποίο:                     β1. ήτανε κάποτε Θεός
κι έπειτα:                    β2. γένηκε δρόμος
                                      β3. γένηκε δωρητής
                                      β4. γένηκε  δικαστής
                                      β5: γένηκε και δέλτα
                                      β6: που δεν είναι ποτές του το ίδιο (κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι) 
                                      β7: κι ωστόσο μένει πάντα: β7,1: το ίδιο σώμα
                                                                                         β7,2: το ίδιο στρώμα
                                                                                         β7,3: το ίδιο Σημείο
                                                                                         β7,4: ο ίδιος προσανατολισμός.
Από τα παραπάνω αγαπητέ Νάνη Παναγιωτόπουλε εύκολα καταλαβαίνεις πως δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί θέλω να μιλήσω απλά:
1.    Γιατί το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά, βουλιάζει.
2.    Γιατί την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπο της.
3.    Γιατί είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια.
4.    Γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Και γιατί παρότι θέλω να μιλήσω απλά, συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι;

1.    Συλλογίζομαι το μεγάλο ποτάμι διότι αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε.
(Να γιατί μιλώ απλά: πήρα το επίθετο ανθρώπινος το έκανα ουσιαστικό άνθρωποι, πήρα το ουσιαστικό πόνος το έκανα ρήμα πονούμε.)
2.    Συλλογίζομαι το μεγάλο ποτάμι διότι το μεγάλο ποτάμι έχει αυτό το νόημα (ένα νόημα τέλος πάντων).
Και τι κάνει το νόημα;
2α.   Το νόημα προχωρεί.
Και πού προχωρεί το νόημα;
2α1. Ανάμεσα σε βότανα.
2α2. Ανάμεσα σε χόρτα.
2α3. Ανάμεσα σε ζωντανά τα οποία: 2α3,1. Βόσκουν.
                                                                   2α3,2. Ξεδιψούν. 
2α4.  Ανάμεσα σε ανθρώπους οι οποίοι: 2α4,1. Σπέρνουν.
                                                                          2α4,2. Θερίζουν.
2α5. Ανάμεσα σε μεγάλους τάφους.
2α6. Ανάμεσα σε μικρές κατοικίες των νεκρών.
3.    Συλλογίζομαι το μεγάλο ποτάμι διότι αφήνουμε το νόημα και επιστρέφουμε στο ποτάμι. Ποιο ποτάμι δηλαδή, το ρέμα καλύτερα.
Και τι κάνει το ρέμα;
3α.Τραβάει το δρόμο του.
3β. Δεν είναι τόσο διαφορετικό: 3β1. Από το αίμα των ανθρώπων.
                                                                   3β2. Από τα μάτια των ανθρώπων. Πότε όμως;
                                                                   3β2,1.  Όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα. Πώς όμως;
                                                                   3β2,1α: Χωρίς τη φόβο μες στην καρδιά τους.
                                                                   3β2,1β: Χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα.
                                                                   3β2,2.  Όταν κοιτάζουν ίσια- πέρα. Πώς όμως;
                                                                   3β2,2α. Καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα.
                                                                   3β2,2β. Όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι. (Πιο συγκεκριμένα, το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι, πίσω από τα καφασωτά. Και πιο συγκεκριμένα από συγκεκριμένα το κλειστό περιβόλι το οποίο είναι το δροσερό περιβολάκι και το οποίο εμείς κοιτούσαμε ν’ αλλάζει σχήμα κι ακόμα πιο συγκεκριμένα να μεγαλώνει και να μικραίνει και περισσότερο συγκεκριμένα αλλάζοντας σχήμα καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς. Αυτά διότι δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.)

Και τι κοιτάζαμε εμείς τελικά; Μήνα το περιβόλι το κλειστό, μήνα το δροσερό περβόλι; Ουδέ το περιβόλι το κλειστό, ουδέ το δροσερό περβόλι, μόνο εμείς κοιτάζαμε το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας.
Και πού το κοιτάζαμε αυτό το σχήμα; Μήνα στο περιβόλι το κλειστό μήνα στο δροσερό περβόλι; Ουδέ στο περιβόλι το κλειστό ουδέ στο δροσερό περβόλι, μόνο στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι!
Και τίνος το υπομονετικό ζυμάρι είμαστε εμείς;
Εμείς είμαστε το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που α. μας διώχνει και β. μας πλάθει.
Και πού είμαστε εμείς που είμαστε το υπομονετικό ζυμάρι;  Μήνα στο περιβόλι το κλειστό μήνα στο δροσερό περβόλι; Ουδέ στο περιβόλι το κλειστό ουδέ στο δροσερό περβόλι, μον’ είμαστε πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που
α) ήτανε σωστή
β) έγινε σκόνη και
γ) βούλιαξε μέσα στην άμμο την ξανθή, ωραία που φύσηξεν ο μπάτης (συγνώμη αυτό το έχω βάλει αλλού).
Και πώς έφυγε αυτή η σωστή ζωή που έγινε σκόνη και βούλιαξε;
Επειδή δε θέλω τίποτε άλλο παρά νά μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη, η ζωή βούλιαξε αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που
α) μας ζάλισε και
β) ήταν μιας αψηλής φοινικιάς.

(Το τραγουδάκι εν πολλοίς άσχετο, αλλά μια και πάντα βάζω μουσική, ας μη χαλάσω το σερί)

Δεν υπάρχουν σχόλια: