. Η σημερινή περίπτωση είναι λίγο διαφορετική από τις υπόλοιπες αυτής της σειράς δημοσιεύσεων, καθώς δεν έχουμε να κάνουμε με μελοποίηση τμήματος ενός ποιήματος αλλά με... ανθολόγηση.
Στο προηγούμενο βιβλίο της Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου είχαν ανθολογηθεί τέσσερις στίχοι του ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη "Ένας γέροντας στην ακροποταμιά", με τίτλο "Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά" και έγιναν τόσο γνωστοί ώστε αυτονομήθηκαν κατά κάποιον τρόπο από το ποίημα στο οποίο ανήκουν. Και δεν είναι τυχαίο, καθώς πρόκειται για υποδείγματα ύφους, και χαρακτηρίζονται από ακρίβεια, ισορροπία και μουσικότητα. Τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν λείπει. Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα ...
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζεικαι την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό τηςκι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Νεαρός όχι στην ακροποταμιά |
Ακροποταμιά του Νείλου χωρίς γέροντα |
΄Η θα μπορούσαμε να πούμε, αν θέλετε, ότι -ξέχωρα ή παράλληλα με την προηγούμενη προσέγγιση- η πλατιά κοίτη του ποταμού συμβολίζει την τέχνη και δη την ποιητική τέχνη. Το ποιητικό υποκείμενο διαπιστώνει ότι οι ποιητικές νόρμες πλέον δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις συνθήκες που διαμορφώνονται κατά την διάρκεια του πολέμου και θα καθορίσουν τον μεταπολεμικό κόσμο. Διατυπώνει έτσι την ανάγκη δημιουργίας, εύρεσης ή εφεύρεσης ενός νέου τρόπου έκφρασης ο οποίος να μπορεί να αποκρυπτογραφήσει και να αποτυπώσει την σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτά τα λίγα. Πάμε να δούμε τώρα ολόκληρο το ποίημα
Ένας γέροντας στην ακροποταμιά
Στον Νάνη Παναγιωτόπουλο
|
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε.Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαιμήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα,όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά.
5Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μαςκαι το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό·μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο,το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι·10αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώςτο μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρικήκαι ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα·που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι,κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο,15ο ίδιος προσανατολισμός.
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζεικαι την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό τηςκι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
20Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμεγι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμιαυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτακαι ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουνκαι σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών.25Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπωνκι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια - πέρα χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα·όταν κοιτάζουν ίσια - πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα,όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,30πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλάζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει·αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας,στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει,πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμοαφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.
Κάιρο, 20 Ιουνίου 1942
|
Α! Ναι! Τα ψιλά...
Καλός ο Σεφέρης και τον αγαπάω, αλλά δεν αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μην διαπιστώσουμε την ειρωνεία του πράγματος. Παρακαλεί την Μούσα του να του δώσει την δύναμη να εκφραστεί με λόγια απλά και κατανοητά και να μη φορτώσει την τέχνη του με φτιασίδια ώστε να μπορέσει να εκφράσει την σκέψη του και αυτή η παράκληση βρίσκεται σε ένα δυνσόητο, πολύπλοκο και πολυδαίδαλο ποίημα που κάνει όλα τα αντίθετα. Κάπως έτσι ο Γιώργος Παναγιωτίδης έγραψε την ακόλουθη παρωδία του, η οποία είναι απολαυστική:
Νουθεσίες προς τον, εν χλιδή διάγοντα, Νάνη Παναγιωτόπουλο
από ένα γέροντα Σεφέρη που κάθεται στην ακροποταμιά
1. Πρέπει να λογαριάσουμε. Πώς προχωρούμε;
α) Δε φτάνει να αισθάνεσαι.
β) Δε φτάνει να σκέπτεσαι.
γ) Δε φτάνει να κινείσαι.
δ) Δε φτάνει να κινδυνεύει το σώμα σου και συγκεκριμένα:
δ1. Στην παλιά πολεμίστρα.
δ2. Όταν αυλακώνουνε τα τειχιά: δ2,1. Το λάδι το ζεματιστό.
δ2,2. Το λιωμένο μολύβι.
2. Πρέπει να λογαριάσουμε, κατά πού προχωρούμε;
α. Όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει.
β. Όχι καθώς τα πεινασμένα παιδιά μας το θέλουν.
γ. Όχι καθώς το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό το θέλουν.
δ. Όχι καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο και το θέλει.
ε. Όχι καθώς το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι το θέλει.
3. Πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωράμε με κάποιον άλλο τρόπο:
α. Μπορεί να θέλω να πω (δεν είμαι βέβαιος) πως πρέπει να προχωρούμε.
β. Πρέπει να προχωρούμε καθώς το μακρύ ποτάμι (που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική)
το οποίο: β1. ήτανε κάποτε Θεός
κι έπειτα: β2. γένηκε δρόμος
β3. γένηκε δωρητής
β4. γένηκε δικαστής
β5: γένηκε και δέλτα
β6: που δεν είναι ποτές του το ίδιο (κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι)
β7: κι ωστόσο μένει πάντα: β7,1: το ίδιο σώμα
β7,2: το ίδιο στρώμα
β7,3: το ίδιο Σημείο
β7,4: ο ίδιος προσανατολισμός.
Από τα παραπάνω αγαπητέ Νάνη Παναγιωτόπουλε εύκολα καταλαβαίνεις πως δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί θέλω να μιλήσω απλά:
1. Γιατί το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά, βουλιάζει.
2. Γιατί την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπο της.
3. Γιατί είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια.
4. Γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Και γιατί παρότι θέλω να μιλήσω απλά, συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι;
1. Συλλογίζομαι το μεγάλο ποτάμι διότι αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε.
(Να γιατί μιλώ απλά: πήρα το επίθετο ανθρώπινος το έκανα ουσιαστικό άνθρωποι, πήρα το ουσιαστικό πόνος το έκανα ρήμα πονούμε.)
2. Συλλογίζομαι το μεγάλο ποτάμι διότι το μεγάλο ποτάμι έχει αυτό το νόημα (ένα νόημα τέλος πάντων).
Και τι κάνει το νόημα;
2α. Το νόημα προχωρεί.
Και πού προχωρεί το νόημα;
2α1. Ανάμεσα σε βότανα.
2α2. Ανάμεσα σε χόρτα.
2α3. Ανάμεσα σε ζωντανά τα οποία: 2α3,1. Βόσκουν.
2α3,2. Ξεδιψούν.
2α4. Ανάμεσα σε ανθρώπους οι οποίοι: 2α4,1. Σπέρνουν.
2α4,2. Θερίζουν.
2α5. Ανάμεσα σε μεγάλους τάφους.
2α6. Ανάμεσα σε μικρές κατοικίες των νεκρών.
3. Συλλογίζομαι το μεγάλο ποτάμι διότι αφήνουμε το νόημα και επιστρέφουμε στο ποτάμι. Ποιο ποτάμι δηλαδή, το ρέμα καλύτερα.
Και τι κάνει το ρέμα;
3α.Τραβάει το δρόμο του.
3β. Δεν είναι τόσο διαφορετικό: 3β1. Από το αίμα των ανθρώπων.
3β2. Από τα μάτια των ανθρώπων. Πότε όμως;
3β2,1. Όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα. Πώς όμως;
3β2,1α: Χωρίς τη φόβο μες στην καρδιά τους.
3β2,1β: Χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα.
3β2,2. Όταν κοιτάζουν ίσια- πέρα. Πώς όμως;
3β2,2α. Καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα.
3β2,2β. Όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι. (Πιο συγκεκριμένα, το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι, πίσω από τα καφασωτά. Και πιο συγκεκριμένα από συγκεκριμένα το κλειστό περιβόλι το οποίο είναι το δροσερό περιβολάκι και το οποίο εμείς κοιτούσαμε ν’ αλλάζει σχήμα κι ακόμα πιο συγκεκριμένα να μεγαλώνει και να μικραίνει και περισσότερο συγκεκριμένα αλλάζοντας σχήμα καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς. Αυτά διότι δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.)
Και τι κοιτάζαμε εμείς τελικά; Μήνα το περιβόλι το κλειστό, μήνα το δροσερό περβόλι; Ουδέ το περιβόλι το κλειστό, ουδέ το δροσερό περβόλι, μόνο εμείς κοιτάζαμε το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας.
Και πού το κοιτάζαμε αυτό το σχήμα; Μήνα στο περιβόλι το κλειστό μήνα στο δροσερό περβόλι; Ουδέ στο περιβόλι το κλειστό ουδέ στο δροσερό περβόλι, μόνο στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι!
Και τίνος το υπομονετικό ζυμάρι είμαστε εμείς;
Εμείς είμαστε το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που α. μας διώχνει και β. μας πλάθει.
Και πού είμαστε εμείς που είμαστε το υπομονετικό ζυμάρι; Μήνα στο περιβόλι το κλειστό μήνα στο δροσερό περβόλι; Ουδέ στο περιβόλι το κλειστό ουδέ στο δροσερό περβόλι, μον’ είμαστε πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που
α) ήτανε σωστή
β) έγινε σκόνη και
γ) βούλιαξε μέσα στην άμμο την ξανθή, ωραία που φύσηξεν ο μπάτης (συγνώμη αυτό το έχω βάλει αλλού).
Και πώς έφυγε αυτή η σωστή ζωή που έγινε σκόνη και βούλιαξε;
Επειδή δε θέλω τίποτε άλλο παρά νά μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη, η ζωή βούλιαξε αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που
α) μας ζάλισε και
β) ήταν μιας αψηλής φοινικιάς.
(Το τραγουδάκι εν πολλοίς άσχετο, αλλά μια και πάντα βάζω μουσική, ας μη χαλάσω το σερί)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου