Στα πλαίσια της ενότητας της Φιλοσοφίας που σχετίζεται με την τέχνη, ο μαθητής του Ε2 του Μουσικού Σχολείου Ρόδου Νίκος επέλεξε με αφορμή την σουηδική παραδοσιακή μπαλάντα "Herr Mannelig" να γράψει ένα μίνι ιστορικοφιλοσοφικολογοτεχνικό στοχαστικό δοκίμιο με θέμα την νίκη του Χριστιανισμού επί των παγανιστικών θρησκειών. Η μοναδική δική μου συνεισφορά στη δημοσίευση είναι αυτή η εισαγωγή. Εικόνες, μουσικές και λόγια είναι του Νίκου. Οπότε ας του δώσουμε το λόγο.
Χριστιανισμός, Λογοτεχνία, Ιστορία και Φιλοσοφική Προσέγγιση
Bittida
en morgon innan solen upprann
Innan foglarna började sjunga Bergatrollet friade till fager ungersven Hon hade en falskeliger tunga
Herr Mannelig herr Mannelig trolofven i mig
För det jag bjuder så gerna I kunnen väl svara endast ja eller nej Om i viljen eller ej
Eder vill jag gifva de gångare tolf
Som gå uti rosendelunde Aldrig har det varit någon sadel uppå dem Ej heller betsel uti munnen
Herr Mannelig herr Mannelig trolofven i mig
För det jag bjuder så gerna I kunnen väl svara endast ja eller nej Om i viljen eller ej
Som stå mellan Tillö och Ternö
Stenarna de äro af rödaste gull Och hjulen silfverbeslagna
Herr Mannelig herr Mannelig trolofven i mig
För det jag bjuder så gerna I kunnen väl svara endast ja eller nej Om i viljen eller ej
Eder vill jag gifva ett
förgyllande svärd
Som klingar utaf femton guldringar Och strida huru I strida vill Stridsplatsen skolen i väl vinna
Herr Mannelig herr Mannelig trolofven i mig
För det jag bjuder så gerna I kunnen väl svara endast ja eller nej Om i viljen eller ej
Den bästa I lysten att slita
Inte är hon sömnad av nål eller trå Men virkat av silket det hvita
Herr Mannelig herr Mannelig trolofven i mig
För det jag bjuder så gerna I kunnen väl svara endast ja eller nej Om i viljen eller ej
Om du vore en kristelig qvinna
Men nu så är du det värsta bergatroll Af Neckens och djävulens stämma
Mannelig herr Mannelig trolofven i mig
För det jag bjuder så gerna
I kunnen väl svara endast ja eller nej Om i viljen eller ej
Bergatrollet ut på dörren sprang
Hon rister och jämrar sig svåra Hade jag fått den fager ungersven Så hade jag mistat min plåga
Herr Mannelig herr Mannelig trolofven i mig
För det jag bjuder så gerna I kunnen väl svara endast ja eller nej Om i viljen eller ej |
Early one morning
before the sun rose up
Before the birds
began to sing
The mountain troll
proposed to the handsome young man
She had a false tongue
Herr Mannelig, herr
Mannelig, will you be betrothed to me?
For that, I offer
you gifts very gladly
Surely you can
answer only yes or no
If you wish to or
not
To you I wish to
give the twelve horses [palfreys]
That go in the grove
of roses
Never has there been
a saddle upon them
Nor a bridle in
their mouths
Herr Mannelig, herr
Mannelig, will you be betrothed to me?
For that, I offer
you gifts very gladly
Surely you can
answer only yes or no
If you wish to or
not
That are between
Tillö and Ternö
The stones are made
of the reddest gold
And the wheels are
covered in silver
Herr Mannelig, herr
Mannelig, will you be betrothed to me?
For that, I offer you
gifts very gladly
Surely you can
answer only yes or no
If you wish to or
not
That chimes of
fifteen gold rings
And fight however
you fight [well or badly]
The battle site you
would surely win
Herr Mannelig, herr
Mannelig, will you be betrothed to me?
For that, I offer
you gifts very gladly
Surely you can
answer only yes or no
If you wish to or
not
The best you will
want to wear
It was not sewn with
needle or thread
But crocheted of white silk
Herr Mannelig, herr Mannelig,
will you be betrothed to me?
For that, I offer
you gifts very gladly
Surely you can
answer only yes or no
If you wish to or
not
Such gifts I would
surely accept
If thou wert a Christian
woman
However, thou art
the worst mountain troll
The spawn of
the Neck and the Devil
Herr Mannelig, herr
Mannelig, will you be betrothed to me?
For that, I offer
you gifts very gladly
Surely you can
answer only yes or no
If you wish to or
not
The mountain troll
ran out the door
She shakes and wails
hard
If I had got the
handsome young man
I would have got rid
of my plight.
Herr Mannelig, herr
Mannelig, will you be betrothed to me?
For that, I offer
you gifts very gladly
Surely you can
answer only yes or no
If you wish to or
not
|
Νωρίς το πρωί, προτού ο ήλιος ν’ ανατείλει
και προτού τα πουλιά το τραγούδισμα ν’
αρχίσουν
το ορεσίβιο τρολ πρότεινε στον ωραίο εκείνο
νέο,
με την σφαλερή της γλώσσα:
Κυρ-Μάννελιγκ, κυρ-Μάννελιγκ, θα με
παντρευτείς;
Γι’ αυτό, σου προσφέρω με τόση προθυμία τα
δώρα μου
Σίγουρα μπορείς να μου απαντήσεις ναι ή όχι
αν με θες ή μ’ απορρίπτεις
Θέλω
να σου χαρίσω τα δώδεκα μικρά άλογα
Που
το τριανταφυλλένιο άλσος διασχίζουν
Και
μήτε σέλα φορούν στις πλάτες τους
Μήτε
χαλινάρια στα στόματά τους
Κυρ-Μάννελιγκ, κυρ-Μάννελιγκ, θα με
παντρευτείς;
Γι’ αυτό, σου προσφέρω με τόση προθυμία τα
δώρα μου
Σίγουρα μπορείς να απαντήσεις ναι ή όχι
αν με θες ή μ’ απορρίπτεις
Κι έπειτα να σου χαρίσω θέλω και τους δώδεκα
μύλους
Ανάμεσα που στέκουν στο Τίλου και στο Τάρνου
Και τα τούβλα τους είναι απ’ τον πολυτιμότερο
χρυσό
Και οι φτερωτές τους απ’ το ωραιότερο ασήμι
Κυρ-Μάννελιγκ, κυρ-Μάννελιγκ, θα με
παντρευτείς;
Γι’ αυτό, σου προσφέρω με τόση προθυμία τα
δώρα μου
Σίγουρα μπορείς να απαντήσεις ναι ή όχι
αν με θες ή μ’ απορρίπτεις
Κι
ύστερα θα σου χαρίσω και ένα ξίφος επίχρυσο
Που
θα ηχεί ωσάν δεκαπέντε καμπάνες χρυσαφιές
Και
όπως κι αν το αξιοποιείς στις μάχες
Στα
πεδία τους εχθρούς σου συνέχεια θα νικάς
Κυρ-Μάννελιγκ, κυρ-Μάννελιγκ, θα με
παντρευτείς;
Γι’ αυτό, σου προσφέρω με τόση προθυμία τα
δώρα μου
Σίγουρα μπορείς να απαντήσεις ναι ή όχι
αν με θες ή μ’ απορρίπτεις
Και
τέλος θέλω να σου χαρίσω κι ένα πουκάμισο καινούργιο.
Το
καλύτερο που θα έχεις φορέσει ποτέ σου,
ραμμένο
με δίχως βελόνα ή κλωστή
αλλά
πλεγμένο από κατάλευκο μετάξι
Κυρ-Μάννελιγκ, κυρ-Μάννελιγκ, θα με
παντρευτείς;
Γι’ αυτό, σου προσφέρω με τόση προθυμία τα
δώρα μου
Σίγουρα μπορείς να απαντήσεις ναι ή όχι
αν με θες ή μ’ απορρίπτεις
‘‘Τέτοια
θαυμαστά δώρα σαφώς θα δεχόμουν
Αν
μια γυναίκα χριστιανή ήσουν εσύ
Μα,
εσύ είσαι τώρα το χειρότερο των τρολ
Και
προϊόν του Νεκ και του Διαβόλου’’
Κυρ-Μάννελιγκ, κυρ-Μάννελιγκ, θα με
παντρευτείς;
Γι’ αυτό, σου προσφέρω με τόση προθυμία τα
δώρα μου
Σίγουρα μπορείς να απαντήσεις ναι ή όχι
αν μες θες ή μ’ απορρίπτεις
Το
ορεσίβιο τρολ τρέχει έξω από την θύρα
Ταράζεται
και δυνατά άρχισε να σκούζει
‘‘Αν
είχα τον όμορφο εκείνο νεαρό για σύζυγο,
θα
απαλλασσόμουνα πια απ’ την κατάρα μου.’’
Κυρ-Μάννελιγκ, κυρ-Μάννελιγκ, θα με
παντρευτείς;
Γι’ αυτό, σου προσφέρω με τόση προθυμία τα
δώρα μου
Σίγουρα μπορείς να απαντήσεις ναι ή όχι
αν με θες ή μ’ απορρίπτεις
|
Η
μπαλάντα καταγράφηκε επίσημα και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1877 ως λαϊκό
τραγούδι της περιοχής Södermanland (στο χωριό Lunda του δήμου του
Nyköping). Μια παραλλαγή από την ενορία
Näshulta, του δήμου της Eskilstuna, δημοσιεύθηκε επίσης το 1882 και είχε τον
τίτλο Skogsjungfruns Frieri ("Το Κόρτε της Νύμφης του Δάσους"). Έχουν
καταγραφεί και άλλες παραλλαγές, στις οποίες ο νεαρός άντρας ονομάζεται
"Herr Magnus". Ορισμένες
παραλλαγές φαίνεται να αναγνωρίζουν, σαν τον πρωταγωνιστή της μπαλάντας μάλιστα,
έναν υπαρκτό δούκα της Östergötland, παραλληλίζοντας το θέμα του τραγουδιού με
ένα φερόμενο ως πραγματικό περιστατικό
στο οποίο ο συγκεκριμένος δούκας, ηλικιωμένος και ψυχικά εξασθενημένος, βούτηξε
στο νερό, αφού είδε ένα παρόμοιο υδάτινο πνεύμα να του γνέφει. Το ‘‘Hertig Magnus och Sjöjungfrun’’ ("Ο
Δούκας Magnus και η Γοργόνα") είναι επιπρόσθετα και ο τίτλος μιας οπερέτας
του 1862, γραμμένης από τον Ivar Hallström (λιμπρέτο του Frans Hedberg). Το θέμα του τραγουδιού τέλος φαίνεται να
ενέπνευσε και τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν όταν συνέθετε την «Μικρή Γοργόνα (Den
Lille Havfrue)», το 1837.
Οι
στίχοι της μπαλάντας όπως δημοσιεύτηκαν το 1877 χωρίζονται σε 7 στροφές, με διακοπές
από τη φωνή του τρολ ("Κύριε Mannelig θα με παντρευτείς;"). Ο πρώτος στίχος έχει μια νύξη, λέγοντας ότι το
τρολ "είχε μια σφαλερή γλώσσα" (‘‘Hon hade en falskeliger tunga’’),
υποδηλώνοντας ότι προσπαθεί να εξαπατήσει τον νεαρό άντρα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την παραλλαγή της
Näshulta, η οποία ανέφερε ότι το τρολ είχε μια ‘‘συγκινητική’’ γλώσσα, κάτι που
μπορεί να μην υπονοεί την εξαπάτηση. Σε αυτό το σημείο, επιπλέον, πρέπει να
επισημανθεί ότι ο όρος ‘‘τρολ’’ στην μυθολογία της βόρειας Ευρώπης, δεν
αναφέρεται αποκλειστικά στα δύσμορφα πλάσματα τα οποία έχει καθιερωθεί στην ποπ
κουλτούρα να αποκαλούνται τρολ, αλλά γενικότερα στα μαγικά πλάσματα, όπως ήταν
και οι Nύμφες και οι Γοργόνες,
ανάμεσα σε άλλα. Στους στίχους 2 με 5
είναι η φωνή του τρολ λοιπόν, το οποίο υπόσχεται ως δώρα δώδεκα μικρά άλογα,
δώδεκα μύλους, ένα επιχρυσωμένο σπαθί και ένα μεταξωτό πουκάμισο,
αντίστοιχα. Ο στίχος 6 είναι η φωνή του
ανθρώπου, που απορρίπτει την πρόταση εξαιτίας των παγανιστικών καταβολών του
τρολ και το αποκαλεί "προϊόν του Νεκ και του διαβόλου" (af Neckens
och djävulens stämma, ενώ στην παραλλαγή της Näshulta αρνείται επειδή πιο
συγκεκριμένα είχε ορκιστεί να μην παντρευτεί παγανίστρια). Ο τελευταίος στίχος έχει το τρολ να τρέχει μακριά θρηνώντας ("Αν είχα τον όμορφο εκείνο νεαρό
για σύζυγο/ θα είχα απαλλαγεί πια απ’ την κατάρα μου"). Η παραλλαγή της Näshulta είναι στενά
συνδεδεμένη με αυτήν εδώ την μορφή της μπαλάντας, αλλά έχει επιπλέον πέντε
στίχους που απαριθμούν περισσότερα υποσχόμενα δώρα (στίχοι 2 με 10): ένα
κάστρο, δώδεκα άλογα, έναν στάβλο, δώδεκα μύλους, ένα επιχρυσωμένο σπαθί, έναν κόκκινο μεταξένιο σκούφο, έναν μπλε
μανδύα και στο τέλος έναν θησαυρό χρυσού και διαμαντιών.
Στη γερμανική λαογραφία, το θέμα παρουσιάζεται
πάντως κάπως διαφορετικά. Μια Νύμφη του νερού προσπαθεί να παρασύρει τον νεαρό άντρα
στον θάνατο, χωρίς να προσπαθεί να σωθεί από αυτόν (Der Fischer του Goethe {1779},
Loreley από τον Clemens Brentano {1801} κ.α.). Σε μια ακόμα διαφορετική παραλλαγή
του τραγουδιού στα γερμανικά, στη μπαλάντα ‘’Es freit ein wilder Wassermann’’,
που καταγράφηκε το 1813 στο Joachimsthal του Βρανδεμβούργου, τα φύλα των δύο πρωταγωνιστών
είναι αντεστραμμένα, με αποτέλεσμα σε αυτή την περίπτωση, ένα αρσενικό πνεύμα του
νερού να προσπαθεί να αποπλανήσει μια νεαρή γυναίκα.
Το τραγούδι στην έκδοση του 1877 έγινε
δημοφιλές στην κοινότητα των νεοφόλκ, φολκρόκ και νεομεσαιωνικών μουσικών, κυρίως
από τη δεκαετία του ’90 μετά και την ένταξή του στο άλμπουμ Guds Spelemän από
το σουηδικό συγκρότημα Garmarna, το 1996. Την εκτέλεση αυτή διαδέχτηκαν πολλές
ακόμα, οι οποίες πολλαπλασίασαν την δημοτικότητα του συγκεκριμένου τραγουδιού σε
όλη την βόρεια Ευρώπη.
Ορμώμενος από
την συγκεκριμένη σουηδική μπαλάντα, αποφάσισα να αναλύσω υπό το πρίσμα της
φιλοσοφικής και ιστορικής σκέψης, τις διάφορες προεκτάσεις του προσηλυτισμού των
παγανιστικών κοινωνιών της Ευρώπης στην χριστιανική πίστη, τις επιπτώσεις που
είχε στο κοινωνικό περιβάλλον αυτή η μεταστροφή, τα κύρια αίτια της αλλά και το
τι έκανε τελικά τόσο ελκυστική την μονοθεϊστική προσέγγιση γενικότερα.
Πέρα από τις πολιτικές σκοπιμότητες διάφορων κύκλων ανά την
ιστορία, οι οποίοι σύστηναν ή επέβαλλαν τον χριστιανισμό σε κάποιον μέχρι
πρότινος ‘‘απολίτιστο’’ πληθυσμό, θα προτιμήσω να επικεντρωθώ στη φιλοσοφική
ανάλυση της ψυχολογίας που οδηγούσε τους ανθρώπους, ακόμα και τους πρόσφατα προσηλυτισμένους
σε πολλές περιπτώσεις, να απορρίπτουν εντελώς την παλιά τους πιστεύω και να
υπερασπίζονται με πάθος τον νέο θρησκευτικό του προσδιορισμό εναντίον των
υπόλοιπων απίστων. Αυτά τα φαινόμενα συνέβησαν και κατά την εξάπλωση πολλών άλλων
θρησκειών φυσικά, ωστόσο σε διαφορετικές συνθήκες από εκείνες της Γηραιάς Ηπείρου.
Οι άνθρωποι,
λοιπόν. Οι άνθρωποι είχαν από τις πρώτες κιόλας φάσεις της ύπαρξης τους την
αίσθηση και την ανάγκη της πίστης. Της πίστης σε κάτι μεγαλύτερο από αυτούς,
γιατί ένοιωθαν πολύ μικροί σε έναν τόσο μεγάλο κόσμο γύρω τους. Οπότε, κάπως
έτσι επινοήθηκαν οι πρώτες θρησκείες. Οι πρώτες θρησκείες οι οποίες βασίστηκαν
σε ό,τι έβλεπαν οι άνθρωποι γύρω τους. Στα δάση, τις θάλασσες, τα βουνά, τη
φωτιά, τη μητρότητα, τον έρωτα. Και κάπως έτσι πορεύθηκαν θεολογικά οι
περισσότερες κοινωνίες μέχρι χοντρικά την ρωμαϊκή περίοδο, τουλάχιστον
όσον αφορά την Ευρώπη πάντα.
Στο
ενδιάμεσο ωστόσο, είχε μεσολαβήσει και η γέννηση μιας άλλης προσέγγισης ως προς
το θείο. Στη Μέση Ανατολή, η πρώτη χρονολογικά από τις αβρααμικές θρησκείες, ο
Ιουδαϊσμός, ήδη από την 2η χιλιετία π.Χ. είχε συλλάβει την ιδέα μιας
και μοναδικής θεότητας η οποία κυβερνούσε στην πραγματικότητα τον κόσμο. Και
μέσα από τα σπλάχνα αυτής ακριβώς της ιδέας, ξεπήδησαν εν συνεχεία και οι δύο
από τις τρείς κυριότερες θρησκείες που επικρατούν μέχρι σήμερα, ο Χριστιανισμός
και Μουσουλμανισμός.
Ο Χριστιανισμός τώρα, βρίσκοντας την κατάλληλη εποχή και την
κατάλληλες συγκυρίες, κατάφερε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να εξαπλωθεί σε
πρώτη φάση στην τεράστια επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Υπήρχαν προφανώς διάφορα κίνητρα, κυρίως
πολιτικά, που οδήγησαν στην αποδοχή και την υιοθέτηση της χριστιανικής πίστης
από μεγάλη μερίδα ανθρώπων τόσο γρήγορα, ωστόσο αυτό το γεγονός δεν φτάνει για
να εξηγήσει από μόνο του το γεγονός ότι περίπου 17 αιώνες αφότου ο Αυτοκράτορας
Κωνσταντίνος Α’ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μετέφερε την πρωτεύουσα στο
Βυζάντιο και ανακήρυξε τον Χριστιανισμό σε επίσημη θρησκεία του κράτους, άνθρωποι
σε όλη την οικουμένη εξακολουθούν να ορίζουν τις ζωές τους με βάση τις επιταγές
αυτής της θρησκείας, κόντρα ακόμα και στον ακαταμάχητο ορθολογισμό της
επιστήμης.
Και κάπου εδώ εισάγεται στη συζήτηση και η φιλοσοφία της θρησκείας
ώστε να εξετάσει κανείς το ψυχολογικό και κοινωνικό υπόβαθρο στο οποίο η νέα
πίστη βασίστηκε για να βρει απήχηση στους ανθρώπους και να εδραιωθεί τόσο
βαθιά. Έπειτα από τα ταραγμένα χρόνια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής
περιόδου που είχανε ταλαιπωρήσει έντονα τους ανθρώπους, κατά την ύστερη
αρχαιότητα, διάφορες θρησκείες σωτηριολογικού περιεχομένου άρχισαν να ξεπηδούν
στην επικράτεια του ρωμαϊκού κράτους. Τελικά, ο χριστιανισμός κατάφερε να
επικρατήσει έναντι των υπολοίπων ως τον 4ο αιώνα μ.Χ. Πέρα λοιπόν από εντυπωσιακές
στιγμές που αποδόθηκαν υστερόβουλα στη δύναμη της χριστιανικής πίστης, όπως η
νίκη στη Μιλβία γέφυρα, ένας σημαντικός παράγοντας που βοήθησε στην διάδοση,
ήτανε κι αγανάκτηση των απλών, λαϊκών ανθρώπων από την διαφθορά του και την
παντελή έλλειψη ηθικών φραγμών των υψηλά ιστάμενων Ρωμαίων, οι οποίοι είχανε
σαν κύριο χαρακτηριστικό την λατρεία τους στο ελληνορωμαϊκό πάνθεο.
Επίσης,
πέρα από την νέα ηθική που πρέσβευε ο Χριστιανισμός, η στάση του απέναντι στην
στράτευση ως απόρροια των κηρυγμάτων αγάπης του, ήταν μια ελκυστική πτυχή της
νέας θρησκείας. Παράλληλα, ακόμα και το
γεγονός ότι είχε απαγορευτεί, προσέδιδε στον Χριστιανισμό ένα ακόμα πλεονέκτημα
σε σχέση με το σάπιο, αναχρονιστικό ρωμαϊκό κράτος, καθότι όπως είχε παραθέσει
και ο… ποιητής ‘‘λατρεμένο το απαγορευμένο’’ για τους ανθρώπους. Έτσι, σύντομα,
και με την βοήθεια της εξουσίας, η οποία στο μεταξύ από κάποιο σημείο κι έπειτα
εκχριστιανίστηκε φυσικά για να προσαρμοστεί, τόσο το ανατολικό όσο και το
δυτικό κομμάτι της αυτοκρατορίας, μυήθηκαν ολοκληρωτικά στην νέα πίστη.
Με τον καιρό, ο Χριστιανισμός εξελίχθηκε αποτελεσματικά σε μια παράδοση
κι έναν ηθικό κώδικα, ο οποίος ρίζωσε βαθιά μέσα στις μεσαιωνικές κοινωνίες. Οι
ρίζες πάχυναν και οι άνθρωποι δύσκολα θα μπορούσαν να αλλάξουν τις παραδόσεις
τους σε έναν διαιρεμένο κι αβέβαιο κόσμο, όπου μόνο ο μεγάλος και καλός Θεός
μπορεί πια να λυτρώσει κάποιον (έστω και μετά θάνατον) από τα βάσανα τις ζωής
του. Το παγανιστικό παρελθόν ξεχάστηκε
σχετικά γρήγορα, οι παλιές θρησκείες έσβησαν και, δίχως αντιπάλους, ο Χριστιανισμός
έγινε για το απλό λαό με τους περιορισμένους του ορίζοντες, μια αδιαμφισβήτητη
αλήθεια, η οποία μάλιστα θα έπρεπε να μεταδοθεί και στους άπιστους βαρβαρικούς
γείτονες.
Το σχίσμα των δύο εκκλησιών, Καθολικής και Ορθόδοξης, Δύσης και
Ανατολής, μαινόταν επίσημα και ανεπίσημα επί αιώνες, και όσο αυτά συνέβαιναν
διάφοροι εισβολείς κατέφταναν από τα βόρεια για τις πλούσιες και
αποδιοργανωμένες περιοχές τις Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πρώτες ήρθαν οι γερμανικές
φυλές στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας κι ακολούθησαν οι Σλάβοι, οι Άβαροι,
οι Βούλγαροι του Βόλγα και άλλοι λαοί, διωγμένοι από τις επιδρομές των Ούνων
στα βορειοανατολικά. Οι λαοί αυτοί, αν και
αρχικά εχθρικοί προς τον Χριστιανισμό, αργότερα εκχριστιανίστηκαν σταδιακά ο
ένας μετά τον άλλον, για να δεθούν ως όφειλαν στο άρμα είτε της Ρώμης είτε της
Κωνσταντινούπολης, αντίστοιχα.
Στις
περιπτώσεις εκείνων των λαών, η εγκαθίδρυση της χριστιανικής πίστης ακολούθησε,
βέβαια, μια κάπως διαφορετική πορεία. Εκεί η συχνότερη τακτική ήτανε ο προσηλυτισμός
πρώτα του ηγεμόνα που κυβερνούσε τον εκάστοτε λαό κι έπειτα το βάπτισμα και των
υπόλοιπων παγανιστών υπηκόων του. Εκεί η φιλοσοφία του χριστιανισμού
εφαρμόστηκε από πάνω προς τα κάτω, με αποτέλεσμα μερίδα του πληθυσμού να μην
ακολουθήσει αμέσως τις επιταγές του χριστιανικού δόγματος. Με την πάροδο των
γενεών ωστόσο, και τότε, ο Χριστιανισμός επικράτησε, καθώς μοιραία οι άνθρωποι
ακολουθούν την τάση που επιβάλλεται από μια ισχυρή εξουσία. Και ειδικά από μια
εξουσία η οποία κινείται με άξονα την παραμονής της στην σφαίρα επιρροής κάποιας άλλης εξουσίας. Οπότε κάπως έτσι, από την ανάγκη για θρησκευτική ομοιογένεια
που είχαν οι εκάστοτε ηγεμόνες και το αίσθημα ασφυκτικού κομφορμισμού στους
απλούς ανθρώπους, η νέα πίστη επικράτησε και σε αυτή την περίπτωση .
Παρόμοιες μέθοδοι
κατά τους επόμενους αιώνες ακολουθηθήκαν και στα υπόλοιπα μέρη της Ευρώπης που
δεν είχαν ακόμα υποκύψει στον προσηλυτισμό, όπως ήταν η Λιθουανία, αλλά και οι
περιοχές των Βίκινγκς στη Σκανδιναβία, όπου λαμβάνει χώρα και η παραπάνω
μπαλάντα. Πίσω απ’ όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα όμως που αναφέρθηκαν παραπάνω,
όπως άλλωστε αναδεικνύει και η ιστορία του συγκεκριμένου τραγουδιού, υπήρχαν
και αμέτρητες ιστορίες ανθρώπων. Ανθρώπων οι οποίοι στον βωμό της
εργαλειοποίησης της θρησκείας, βρέθηκαν έρμαια φρικτών προκαταλήψεων, συγκρούσεων
και μίσους για τους συνανθρώπους τους, προκειμένου να φτάσουν κοντά στον
‘‘Θεό’’. Σε έναν Θεό που σαφώς δεν είχαν επιλέξει οι ίδιοι, και σε πολλές
περιπτώσεις δεν καταλάβαιναν καν τις επιταγές του, όταν τις εφάρμοζαν
ευθαρσώς.
Μέσω αυτής
λοιπόν της ιστορικής και φιλοσοφικής ανασκόπησης, εκεί ακριβώς ήτανε που ήθελα
να καταλήξω. Ήθελα να εξετάσω τους λόγους που μεγάλοι πληθυσμοί ανθρώπων έπεσαν
και πέφτουν θύματα θρησκευτικών φανατισμών. Όχι μόνο στην περίπτωση του Χριστιανισμού,
αλλά και γενικότερα. Το μέσο για την τύφλωση από την θρησκεία είναι η εξαθλίωση
και η έλλειψη παιδείας (ή ουσιαστικής
παιδείας, εν πάση περιπτώσει), ενώ η αιτία αυτής ακριβώς της τύφλωσης είναι οι πολιτικές βλέψεις διάφορων ηγεμόνων και
ελίτ, που είτε φοράνε στέμματα, είτε στολές, είτε κοστούμια, στο ίδιο πράγμα
αποσκοπούν: Στην αποτελεσματική χειραγώγηση των υπηκόων τους και την
ισχυροποίηση της εξουσίας τους. Τώρα σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους, είναι κατά
κανόνα ανασφαλείς για τους εαυτούς τους και απαιτούν κατά κάποιον τρόπο έναν
ηθικό κώδικα να τους επιβληθεί από ένα ανώτερο πνευματικό ον, ή έστω από τους εκπροσώπους του επί γης. Έτσι
κτίζεται μια ισχυρή παράδοση μέσα τους, η οποία αποτελεί τον μπούσουλα της ζωής
τους κατ’ ουσίαν. Έτσι, μεταβιβάζεται στις επόμενες γενιές και η κοινωνία συνεχίζεται.
Όταν οι συνθήκες αλλάζουν όμως, αυτός ο ‘‘μπούσουλας'' αποτελεί βέβαια βαρίδι,
καθότι η θρησκεία είναι μονολιθική και βασίζεται στις δεδομένες συνθήκες μιας μόνο
εποχής. Στο μέλλον λοιπόν, προκειμένου
να εξασφαλιστεί ένα κράτος κοσμικό, όπου θα διαβιούν αρμονικά κοινότητες ανθρώπων
διαφορετικών μεταξύ τους, έξω από μισαλλοδοξίες και συγκρούσεις, θα πρέπει να υπάρξει
μια πιο αποτελεσματική διδασκαλία των μαθημάτων τόσο της Ιστορίας, όσο της Φιλοσοφίας,
ακόμα περισσότερο. ..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου