Γιατί;
Washington, Δεκέμβριος 2014
- Jackson , έλα εδώ … έλα να δεις τι βρήκα!!!
-Τι έγινε
καλέ και φωνάζεις έτσι… ωχ… τι είναι αυτό ; Μοιάζει πολύ παλιό, πού το βρήκες;
-Δεν ξέρω τι
ακριβώς είναι , το βρήκα στην αποθήκη μέσα σε μια κούτα…
- Έλα,
άνοιξέ το …
-Α!!! λες να
είναι μυστικό ημερολόγιο ;
-Δεν ξέρω θα
δούμε .Για δες, γράφει ημερομηνία;
-Εεεε ,νομίζω
λέει… 1859…
- Αυτό είναι
πάρα πολύ παλιό… έλα, ξεκίνα να διαβάζεις … πρέπει να μάθουμε τι είναι !
Πόνος και φόβος …αυτά ήταν τα συναισθήματα που ένιωθε η Eliza εκείνη
τη στιγμή. Δεν ήξερε τι της συνέβαινε
μάλλον θα ήταν εφιάλτης… Δεν εξηγείται αλλιώς.
Πριν λίγες ώρες ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της , στο
πανέμορφο δωμάτιο της. Και τώρα βρίσκεται αλυσοδεμένη , τυλιγμένη με ένα
βρώμικο πανί , στο αμπάρι ενός πλοίου με περίπου άλλους διακόσιους συμπατριώτες
της. Τι γίνεται ;
Ουρλιαχτά , κλάματα παιδιών και όλα αυτά σε μια ατμόσφαιρα
αποπνικτική . Οι χοντρές αλυσίδες δεν της επέτρεπαν να κουνηθεί , το σώμα
της είχε μουδιάσει . Mα τι γίνεται ,πού
είναι οι γονείς της ,τι συμβαίνει ;
Φως, λίγο φως μπήκε στο αμπάρι και ακούστηκαν φωνές .Όλοι
έτρεχαν πανικόβλητοι , επικρατούσε πανικός, δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που
σκεφτόταν , όμως όλα οδηγούσαν εκεί.
Πολλές φορές στο παρελθόν άκουγε διάφορες ιστορίες για
ανθρώπους που οι λευκοί τους απήγαγαν και τους πουλούσαν σαν σκλάβους… Δεν
μπορεί να της συνέβαινε αυτό , δεν γίνεται.
Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να μεταφέρει το
διαλυμένο της σώμα στο κατάστρωμα του
πλοίου . Φωνές… κλάματα … τίποτα δεν είχε αλλάξει. Εκείνη δεν αντιδρούσε ,δεν
είχε ακόμα καταλάβει τι της συνέβαινε.
Ένας άντρας την
άρπαξε από τα μαλλιά κι έτσι δεμένη όπως ήταν την πέταξε μέσα σε ένα κάρο μαζί
με μερικούς ακόμα «συνταξιδιώτες» της.
Πόναγε πολύ , όμως κάτι της έλεγε πως δεν είχε νιώσει ακόμα
τι θα πει πόνος.
Και αυτό ήταν η πραγματικότητα ˙ μετά από κάποιες μέρες
βίας , πόνου και συνεχούς εξευτελισμού, θα οδηγούνταν στο σκλαβοπάζαρο. Ένας
άντρας που την είδε εκεί την έπιασε βίαια από τα χέρια και τις φώναζε « Εσύ
είσαι η Fibi
και…
φτιάξε τα μούτρα σου, γιατί έτσι ούτε την τιμή του ποντικού δεν θα πιάσεις…». Μόλις
έφτασε στο σκλαβοπάζαρο ένιωσε οργή. Πώς γίνεται να πουλάνε έτσι ανθρώπους; γιατί ; Επειδή έχουμε διαφορετικό χρώμα πρέπει να θεωρούμαστε μιάσματα ; γιατί ; Τι
φταίμε ;
Μπήκε στη σειρά μαζί με τους υπόλοιπους «υπανθρώπους» , τα
χέρια ενός άντρα με δυνατές και γρήγορες κινήσεις άφησαν το σώμα της
εκτεθειμένο . Ντρεπόταν τόσο πολύ για τον εαυτό της, οι αλυσίδες γύρω από τα
χέρια της δεν της επέτρεπαν να κρύψει τη γύμνια της και αυτό την έκανε ακόμα
χειρότερα.
Μέσα στην αίθουσα μπήκε ένας άντρας γύρω στα εξήντα και με
το χοντρό του δάχτυλο έδειξε το εξουθενωμένο κορμί της.
-
Γι’
αυτή
πόσα θες ??
-
500
δολάρια
-
Γιατί τόσα λίγα , έχει κανένα πρόβλημα.
-
Όχι φίλε μου, απλώς πρέπει να την ξεφορτωθώ , βλέπεις
είναι πολύ κοκαλιάρα για τα γούστα των κυρίων της υψηλής κοινωνίας.
-
Μάλιστα, απλώς να ξέρεις πως αν μου βγει σκάρτη
θα στη φέρω πίσω.
-
Ο,τι πεις
Αυτός λοιπόν θα ήταν ο αφέντης της. Το
σπίτι του ήταν τεράστιο και ο κήπος πανέμορφος ,όμως για εκείνη δεν ήταν τίποτα
παραπάνω από μια φυλακή. Τα σπίτια των σκλάβων ήταν κάτι καλύβες από καλάμια ,
μέσα στα οποία κοιμόταν ο ένας πάνω στον άλλο.
Έτσι κύλησε η ζωή της για περίπου ένα χρόνο. Υπήρχαν
στιγμές που δεν άντεχε , αλλά ήξερε πως αν ήθελε να επιβιώσει δεν θα έπρεπε
ποτέ να διαμαρτυρηθεί. Μια μέρα τους είπαν οι αφέντες ότι θα έπρεπε να τρέχουν σαν πανικόβλητοι , να
ετοιμάσουν το σπίτι γιατί θα ερχόταν ο
γιος του αφέντη από τη Βοστώνη οπού σπούδαζε ιατρική.
Αυτός μόλις προ oλίγου είχε φτάσει ,εκείνη δεν τον είδε
γιατί έκανε κάτι δουλειές στην κουζίνα. Μέχρι που από το βάθος του σπιτιού
άκουσε την αφέντρα της , να την διατάζει να πάει λίγο τσάι στο γιο της .
Εκείνη το ετοίμασε και με γρήγορα βήματα
έφτασε μπροστά στη πόρτα του. Δεν πρόλαβε να χτυπήσει, γιατί εκείνος πρόβαλε μπροστά της . Όταν τον είδε τα έχασε! Ήταν μαγικός σαν
άγγελος, τα μαλλιά του ήταν καστανά και μακριά μέχρι τους ώμους , τα μάτια του
, αχ τα μάτια του, έκρυβαν μέσα τους έναν απέραντο ωκεανό. Το φλιτζάνι έπεσε από
τα χέρια της και έσπασε , εκείνη έσκυψε να μαζέψει τις σπασμένες πορσελάνες.
Τότε ένιωσε τα χέρια του στις παλάμες της, να την αποτρέπουν από το να μαζέψει
τα θρύψαλα. Με μια κίνηση της έγνεψε να περάσει στο δωμάτιο του , δείχνοντας
αδιαφορία για το σπασμένο φλιτζάνι. Εκείνη φοβήθηκε, έτρεμε και του έλεγε με αχνή
φωνή, « Σε παρακαλώ, αφέντη ,μην με τιμωρήσεις , δεν το ήθελα …συγνώμη».
Εκείνος χαμογέλασε γλυκά και της είπε « Δεν χρειάζεται να με λες αφέντη ,
πιστεύω πως κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να έχει αφεντικό… και… συγνώμη, αν σε
τρόμαξα δεν το ήθελα ... Πως σε λένε;» Η ανακούφιση πλημμύρισε την ψυχή της . Την ρώτησε πως την λένε , εκείνη ένιωσε
την ανάγκη να του πει το πραγματικό της όνομα. « Eliza» . « Eliza είσαι
πολύ όμορφη…» Όντως ήταν, είχε μεγάλα και εκφραστικά μάτια , μαύρα σαν το χρώμα
της νύχτας , τα μαλλιά της ήταν μακριά με μεγάλες μπούκλες που ταξίδευαν στους
ώμους της , και τα χείλη της ,παρότι πληγωμένα , ήταν ονειρικά ,είναι σίγουρο ότι αποτελούσαν
φαντασίωση πολλών ανδρών
-Εμένα με λένε Jack
-Το ξέρω, αφέντη…
-Μα δεν είπαμε να μην με λες έτσι ;
-Συγνώμη… ψέλλισε εκείνη και κατέβασε το πρόσωπο της σαν να ντρεπόταν.
Εκείνος τη χάιδεψε στο λαιμό και ο ωκεανός
των ματιών του χάθηκε μέσα στο σκοτάδι των δικών της. Τα χείλη τους ενώθηκαν ,
εκείνη δεν ήθελε να φύγει πότε από εκεί , όμως έπρεπε. Έτσι , με γρήγορες
κινήσεις έφυγε , μαζεύοντας τα κομμάτια πορσελάνης.
Την ίδια νύχτα ,κι ενώ τα καλάμια και τα
άχυρα της καλύβας δεν ήταν ικανά να κρατήσουν μακριά τη βροχή από τα σώματά μας
, εκείνη ένιωσε στον ύπνο της κάτι να χαϊδεύει τα μαλλιά της. Ξύπνησε απότομα
και τον είδε μπροστά της , δεν ήταν όνειρο, το ήξερε και έτσι με ελαφριά βήματα
βγήκαν μαζί έξω.
Εκείνος άρχισε να τη ρωτάει κάποια
πράγματα για τη ζωή της και εκείνη χωρίς δισταγμούς του αφηγήθηκε τη ζωή της .
Τα μάτια του δεν έφευγαν από πάνω της .Την κοιτούσε με ενδιαφέρον και όταν
σταμάτησε πια την αφήγηση , την αγκάλιασε με αγάπη και της είπε « Από δω και
πέρα θα φροντίσω να κάνω τη ζωή σου λίγο πιο ωραία».
Μετά από λίγες μέρες η Eliza έμαθε από την αφέντρα της ότι θα έπρεπε να
πάει στη Βοστώνη μαζί με τον Jack ,
καθώς εκείνος είχε κάποιες «δουλειές» εκεί και χρειαζόταν κάποιον να τον
υπηρετεί .
Το πρόσωπό της έλαμψε μόλις το άκουσε…
συνειδητοποίησε ότι όσα της είχε πει εκείνος εκείνη τη νύχτα τα εννοούσε.
Μόλις έφτασαν στο σπίτι στη Βοστώνη , η Eliza έμεινε άφωνη , ήταν πανέμορφο , έμοιαζε κάπως
με το άλλο όμως δεν της το θύμιζε σε τίποτα, μιας και εκεί ήταν γι’αυτήν ο παράδεισος , ενώ το άλλο ήταν κόλαση!
Εκείνος
την ξενάγησε στο όμορφο σπίτι. Όταν έφτασαν στο μπάνιο εντυπωσιάστηκε: ήταν
τεράστιο πανέμορφο και μύριζε ρόδα . Tότε
εκείνη γλυκά του είπε πως είχε ανάγκη να
κάνει ένα μπάνιο .
Το ζεστό νερό έπεφτε σαν φάρμακο επάνω στο
σώμα της, πόσο καιρό είχε να νιώσει αυτήν την αίσθηση. Τα δάκρυα κυλούσαν σαν
ποτάμι πάνω στο λαιμό της , οι στιγμές από την πατρίδα της έμεναν ανεξίτηλες στη μνήμη της. Μόλις βγήκε από το μπάνιο
χαμογέλασε , είδε μπροστά της ένα πανέμορφο φόρεμα που της είχε αφήσει ο αγαπημένος της. Το
φόρεσε και πήγε να τον βρει.
Εκείνος μόλις την είδε χαμογέλασε…
σηκώθηκε και την φίλησε.
Πέρασαν πολύ όμορφα εκείνη τη μέρα. Η νύχτα έφτασε και γινόταν αυτό που και οι
δύο εδώ και καιρό περίμεναν. Αυτός με απαλές κινήσεις την απάλλαξε από το
φόρεμα και παραμέρισε τα πυκνά μαλλιά της θέλοντας να φιλήσει τον λαιμό της,
όμως ήρθε αντιμέτωπος με μια εικόνα που δεν περίμενε. Η πλάτη της αγαπημένης
του δεν ήταν σαν εκείνες των υπόλοιπων γυναικών που είχε δει ως τώρα. Ήταν
σημαδεμένη , πληγωμένη , γεμάτη σημάδια που της είχε αφήσει το μαστίγιο ,
σημάδια φρέσκα πράγμα που σήμαινε πως εκείνη υπέφερε συνεχώς. Απομακρύνθηκε… η Eliza με
απορία τον κοίταξε στα μάτια και του είπε :
-
Τι συνέβη ;
-
Η πλάτη σου… φοβάμαι μην σε πονέσω… γιατί δεν
μου έλεγες τίποτα;
-
Τι να σου πω , ότι πολλές φορές κοιμάμαι δεμένη
, ότι το μαστίγιο είναι καθημερινός μου σύντροφος… τι ;;
-
Τα πάντα
-
Όταν είμαι μαζί σου, τα ξεχνάω όλα και αυτό
είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις γι’ αυτό που ζω.
Τα χείλη τους αγκαλιάστηκαν , τα χέρια του
κρατούσαν το κορμί της σφικτά . Ήταν σαν μια γλυκιά , ζεστή φυλακή, που δύσκολα
θα μπορούσε να φύγει , αλλά μάταια , γιατί δεν ήθελε να φύγει. Μετά από λίγο οι
ψυχές και τα κορμιά τους ενώθηκαν.
Έπρεπε όμως να επιστρέψουν , μετά από δυο
μέρες ονειρικές , έπρεπε να γυρίσουν πίσω στον εφιάλτη. Μόλις έφτασαν εκείνος
της ψιθύρισε πως θα ειδωθούν ξανά το βράδυ.
Έτσι κι έγινε .Όταν, όμως, έφτασε στις
καλύβες είδε κάτι το οποίο δεν περίμενε. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο χώμα , το
φόρεμα της ήταν σηκωμένο, τα μέλη της σκορπισμένα κι εκείνη με ένα βλέμμα κενό
κοιτούσε τον ουρανό.
-Τι
έγινε ;;
- Ο αδερφός σου… είπε με φωνή τρεμάμενη.
Την αγκάλιασε και μαζί σκεφτόταν ό,τι είχε
συμβεί και του ερχόταν να τρελαθεί . Τότε η φωνή του πατέρα του ακούστηκε να
τον ψάχνει.
-Φύγε… του είπε.
-Όχι…
-Φύγε , δεν αντέχω να περάσω τίποτε άλλο απόψε.
Την άλλη μέρα εκείνος σηκώθηκε ακούγοντας
ουρλιαχτά, τις φωνές εκείνης. Έτρεξε και βγήκε στον κήπο, και τι να δει …
Εκείνη ήταν δεμένη , γυμνή πάνω σε ένα στύλο και ο αδερφός του την χτυπούσε
δυνατά απολαμβάνοντάς το. Η πλάτη της είχε διαλυθεί , εκείνη την στιγμή ένιωσε
πως έπρεπε να κάνει κάτι , δεν έπρεπε να αφήσει αυτό το πλάσμα να υποφέρει έτσι
, ακόμα είχε στο μυαλό του την βδελυγμία που αισθάνθηκε για την οικογένεια του όταν αντίκρισε την πλάτη της. Χωρίς να
σκεφτεί τίποτα έπιασε το όπλο του πατέρα του και το έστρεψε πάνω στον αδερφό
του φωνάζοντας « ή σταματάς ή
πυροβολώ». Εκείνος δεν έδωσε σημασία στα λόγια του και έτσι συνέχισε να χτυπάει
, τώρα πιο δυνατά. Η επόμενη βουρδουλιά ήταν τελειωτική για εκείνη , έχασε τις
αισθήσεις της και το μόνο του την κρατούσε πάνω σε εκείνο το στύλο ήταν το
σχοινί που σφικτά κρατούσε τα χέρια της. Τότε ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί , ο ένας τον βρήκε στο χέρι και ο άλλος στο
πόδι. Το είπε και το έκανε , δεν ήθελε να τον σκοτώσει , ήθελε όμως να
σταματήσει αυτό που συνέβαινε. Έτρεξε γρήγορα , έλυσε τα χέρια της. Την σήκωσε
και την πήγε στο δωμάτιό του. Έπρεπε να καθαρίσει τις πληγές της όσο ήταν
αναίσθητη, δεν θα άντεχε άλλο πόνο. Το έκανε .Όταν ξύπνησε, είχε πλέον τελειώσει
και σκούπιζε από το πρόσωπό της τα δάκρυα που έκαιγαν σαν οξύ το δέρμα της.
- Μην ανησυχείς… δεν είναι κανείς εδώ ,
όλοι είναι στο νοσοκομείο
-Γιατί το έκανες. Δεν θα σου ξαναμιλήσει
κανένας από δω και πέρα.
-Ήθελα να μπορείς να μου ξαναμιλήσεις εσύ.
-Σ’αγαπω… του είπε και με γρήγορες
κινήσεις την ετοίμασε την πήρε αγκαλιά και έφυγαν όσο ήταν καιρός.
Κανείς μας δεν ξέρει πού πήγαν , με την
απελευθέρωση .Πολλοί θέλαμε να μάθουμε νέα της , όμως πραγματικά κανείς μας δεν
ήθελε να θυμάται τίποτα από εκείνες τις εποχές. Δεν ξέρω τι απόγιναν , ελπίζω
να είναι καλά γιατί απλώς της αξίζει.
-Μάλιστα…
και τώρα τόσα χρόνια μετά κι ακόμα υπάρχει αυτή η αντίληψη ότι εμείς δεν
είμαστε ίσοι με τους λευκούς.
-Ακόμα και
τώρα , που πρόεδρος των ΗΠΑ είναι έγχρωμος, εγκλήματα γίνονται εις βάρος
ανθρώπων , και θάβονται μόνο και μόνο επειδή ο θύτης είναι αστυνομικός και
λευκός … γιατί;;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου