Διαβολική ατυχία είναι το γεγονός ότι συνέπεσε το κείμενο αυτό να αναρτάται την "Μέρα της Γυναίκας". Γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν να τιμούν, ορίζοντας μια μέρα τιμής, αυτά που προτίθενται να ξεχνούν τον υπόλοιπο χρόνο, για να έχουν την συνείδηση τους "ήσυχη". Άλλωστε και οι Κινέζοι΄, που ονόμαζαν τις γυναίκες "το άλλο μισό του ουρανού", την ίδια στιγμή τους παραμόρφωναν τα πόδια, δένοντας τους τα με επιδέσμους από μικρή ηλικία, ώστε να παραμείνουν μικρά σε μέγεθος, για λόγους αισθητικής (κι ήτανε και βολικό, μιας και τους δυσκόλευε και τις κινήσεις).
Αφού τελειώσαμε την διδασκαλία της "Αυτοβιογραφίας" της Ελισάβετ Μουτζάν και των αποσπασμάτων από το Β' Σχεδίασμα των "Ελεύθερων Πολιορκημένων" του Σολωμού (και τα δυο περιλαμβάνονται στο σχολικό βιβλίο), ζητήθηκε από κάποιους από σας να απαντήσουν στο ερώτημα: "Ήταν η Μουτζάν μια "Ελεύθερη Πολιορκημένη"? Όλα τα παιδιά συμφώνησαν ότι η Μουτζάν ήταν και πολιορκημένη και ελεύθερη. (Μεθαύριο περισσότερες λεπτομέρειες)
Ας δούμε, όμως τα πράγματα γενικά. Η Ελισάβετ Μουτζάν γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα σε
ένα αρχοντόσπιτο της Ζακύνθου. Είχε την τύχη και την ατυχία να λάβει κάτι που οι περισσότερες γυναίκες της εποχής της δεν αξιώθηκαν. Μόρφωση. Τύχη, γιατί πλάτυναν οι ορίζοντες και ανακάλυψε την κλίση της. Ατυχία, γιατί ζητούσε πράγματα ανέφικτα για την εποχή της και το φύλο της. Η ίδια ποτέ δεν εξεγέρθηκε ανοιχτά. Ζητούσε ευγενικά, με μεγάλα σε έκταση γράμματα, από τον πατέρα και τον αδερφό της να της επιτρέψουν να ασχοληθεί με τα διαβάσματα της, τα ιερά για την ίδια και αποτέλεσμα παραλογισμού για αυτούς. Και βίωνε την εξής αντίθεση. Αυτά που την απελευθέρωσαν, να είναι και αυτά που την έκαναν να αντιληφθεί την σκλαβιά της.
Κάποτε προσπάθησε, δειλά και απεγνωσμένα να δραπετεύσει στην Ιταλία, με χαρακτηριστική και παταγώδη σε αποτυχία. Μεταμφιεσμένη και ντυμένη με παλιόρουχα, τριγυρνούσε μέσα στην Ζάκυνθο χωρίς να ξέρει που να πάει -μια και απαγορευόταν στις γυναίκες να κινούνται εκτός σπιτιού- και ώρες μετά ανακάλυψε, βλέποντας της είσοδο τους σπιτιού της, ότι έκανε κύκλους και ακόμα βρίσκονταν στην γειτονιά της. Σαν τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του, ξαναμπήκε στην "φυλακή" της και δεν προσπάθησε να ξαναφύγει ποτέ. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί κι ούτε πότε του έμαθε την απουσία της.
Ευγενικά εξεγέρθηκε και εναντίον της μοίρας της, που την ήθελε μονάχα μητέρα και σύζυγο. Η ίδια τόλμησε να ονειρευτεί για τον εαυτό της μια ζωή αφιερωμένη στα βιβλία και στην συγγραφή. Έγραφε ακατάπαυστα, όπως αναφέρει, η ίδια στην "Αυτοβιογραφία". Έγραφε για να θυμάται ποια είναι, θα λέγαμε εμείς.
Ευγενικά εξεγέρθηκε και εναντίον της προοπτικής του γάμου. Προσπάθησε να πείσει τους δικούς της να της επιτρέψουν να μονάσει, αντί να παντρευτεί, ώστε να έχει το χρόνο να ασχοληθεί με τα αγαπημένα της βιβλία. Και όταν κατάλαβε ότι ούτε κι αυτό της ήταν εφικτό και αντιμετώπισε το δίλημμα γάμος ή θάνατος από μαρασμό κλεισμένη στο σπίτι της, συνθηκολόγησε. Παντρεύτηκε έναν άνθρωπο που δεν εκτιμούσε το 1830, γέννησε ένα γιο και πέθανε λίγο μετά σε ηλικία 31 ετών. Στο δίλημμα γάμος ή θάνατος, η απάντηση που έλαβε ήταν: και Γάμος και θάνατος.
Αλλά, αν άδικη της στάθηκε η ζωή, και η Ιστορία φάνηκε ιδιαίτερα σκληρή με την Ελισάβετ Μουτζάν. Το έργο της παρέμεινε τελείως ανέκδοτο ως το 1881, όταν ο γιος της Ελισαβέτιος εξέδωσε λογοκριμένη την "Αυτοβιογραφία" της και κάποια αποσπάσματα από άλλα έργα της, ως συμπλήρωμα σε κάποια δικά του ποιήματα. Και όταν δεν την του προέκυψε η επιτυχία που ονειρευότανε, σταμάτησε την προσπάθεια. Και μια προσπάθεια έκδοσης των έργων της, τη δεκαετία του 1940, σταμάτησε εν τη γενέσει της λόγω έλλειψης κονδυλίων. Και τελικά η μοίρα που φοβόταν η Ελισάβετ για τα έργα της μετά τον θάνατό της, η φωτιά, ήταν αυτή που τελικά τα περίμενε. Σε φωτιά που ξέσπασε μετά το μεγάλο σεισμό της Ζακύνθου τα χειρόγραφά των έργων της απανθρακώθηκαν.
Αλλά ίδια μέσα της ήταν ελεύθερη. Και έγραψε την "Αυτοβιογραφία" της ως παραδειγματικό εγχειρίδιο. Γιατί ήξερε ότι η ζωή που της είχαν επιβάλλει ήταν ή ίδια με τις ζωές όλων των άλλων γυναικών. Η ίδια μέσα της ήταν ελεύθερη. Και το κείμενό της ήταν μια κραυγή διαμαρτυρίας για όλα αυτά που οι άλλοι της επιφύλαξαν ως μοίρα, μια κραυγή με τον τρόπο που ήξερε και τα μέσα που είχε. Η ίδια μέσα της ήταν ελεύθερη. Κι ίσως το γεγονός ότι διακόσια χρόνια μετά, στο άλλο άκρο της Ελλάδας ένας τύπος κάθεται και γράφει αυτό το κείμενο, να είναι μια μορφή δικαίωσης...
Για κάποιο λόγο, αν και δεν λέει τελικά αυτά που είχα στον νου μου, όταν το σκέφτηκα, αυτό το τραγούδι ακόμα συνεχίζει να μου θυμίζει την Ελισάβετ. Ίσως γιατί και αυτή ήταν το "Κόκκινο" που "θέλει να δραπετεύσει" .
"Χαμήλωσε". Τραγουδάει η Αφροδίτη Μάνου το μελοποιημένο ποίημα του Γιάννη Κοντού.
Αφού τελειώσαμε την διδασκαλία της "Αυτοβιογραφίας" της Ελισάβετ Μουτζάν και των αποσπασμάτων από το Β' Σχεδίασμα των "Ελεύθερων Πολιορκημένων" του Σολωμού (και τα δυο περιλαμβάνονται στο σχολικό βιβλίο), ζητήθηκε από κάποιους από σας να απαντήσουν στο ερώτημα: "Ήταν η Μουτζάν μια "Ελεύθερη Πολιορκημένη"? Όλα τα παιδιά συμφώνησαν ότι η Μουτζάν ήταν και πολιορκημένη και ελεύθερη. (Μεθαύριο περισσότερες λεπτομέρειες)
Ας δούμε, όμως τα πράγματα γενικά. Η Ελισάβετ Μουτζάν γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα σε
ένα αρχοντόσπιτο της Ζακύνθου. Είχε την τύχη και την ατυχία να λάβει κάτι που οι περισσότερες γυναίκες της εποχής της δεν αξιώθηκαν. Μόρφωση. Τύχη, γιατί πλάτυναν οι ορίζοντες και ανακάλυψε την κλίση της. Ατυχία, γιατί ζητούσε πράγματα ανέφικτα για την εποχή της και το φύλο της. Η ίδια ποτέ δεν εξεγέρθηκε ανοιχτά. Ζητούσε ευγενικά, με μεγάλα σε έκταση γράμματα, από τον πατέρα και τον αδερφό της να της επιτρέψουν να ασχοληθεί με τα διαβάσματα της, τα ιερά για την ίδια και αποτέλεσμα παραλογισμού για αυτούς. Και βίωνε την εξής αντίθεση. Αυτά που την απελευθέρωσαν, να είναι και αυτά που την έκαναν να αντιληφθεί την σκλαβιά της.
Κάποτε προσπάθησε, δειλά και απεγνωσμένα να δραπετεύσει στην Ιταλία, με χαρακτηριστική και παταγώδη σε αποτυχία. Μεταμφιεσμένη και ντυμένη με παλιόρουχα, τριγυρνούσε μέσα στην Ζάκυνθο χωρίς να ξέρει που να πάει -μια και απαγορευόταν στις γυναίκες να κινούνται εκτός σπιτιού- και ώρες μετά ανακάλυψε, βλέποντας της είσοδο τους σπιτιού της, ότι έκανε κύκλους και ακόμα βρίσκονταν στην γειτονιά της. Σαν τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του, ξαναμπήκε στην "φυλακή" της και δεν προσπάθησε να ξαναφύγει ποτέ. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί κι ούτε πότε του έμαθε την απουσία της.
Ευγενικά εξεγέρθηκε και εναντίον της μοίρας της, που την ήθελε μονάχα μητέρα και σύζυγο. Η ίδια τόλμησε να ονειρευτεί για τον εαυτό της μια ζωή αφιερωμένη στα βιβλία και στην συγγραφή. Έγραφε ακατάπαυστα, όπως αναφέρει, η ίδια στην "Αυτοβιογραφία". Έγραφε για να θυμάται ποια είναι, θα λέγαμε εμείς.
Ευγενικά εξεγέρθηκε και εναντίον της προοπτικής του γάμου. Προσπάθησε να πείσει τους δικούς της να της επιτρέψουν να μονάσει, αντί να παντρευτεί, ώστε να έχει το χρόνο να ασχοληθεί με τα αγαπημένα της βιβλία. Και όταν κατάλαβε ότι ούτε κι αυτό της ήταν εφικτό και αντιμετώπισε το δίλημμα γάμος ή θάνατος από μαρασμό κλεισμένη στο σπίτι της, συνθηκολόγησε. Παντρεύτηκε έναν άνθρωπο που δεν εκτιμούσε το 1830, γέννησε ένα γιο και πέθανε λίγο μετά σε ηλικία 31 ετών. Στο δίλημμα γάμος ή θάνατος, η απάντηση που έλαβε ήταν: και Γάμος και θάνατος.
Αλλά, αν άδικη της στάθηκε η ζωή, και η Ιστορία φάνηκε ιδιαίτερα σκληρή με την Ελισάβετ Μουτζάν. Το έργο της παρέμεινε τελείως ανέκδοτο ως το 1881, όταν ο γιος της Ελισαβέτιος εξέδωσε λογοκριμένη την "Αυτοβιογραφία" της και κάποια αποσπάσματα από άλλα έργα της, ως συμπλήρωμα σε κάποια δικά του ποιήματα. Και όταν δεν την του προέκυψε η επιτυχία που ονειρευότανε, σταμάτησε την προσπάθεια. Και μια προσπάθεια έκδοσης των έργων της, τη δεκαετία του 1940, σταμάτησε εν τη γενέσει της λόγω έλλειψης κονδυλίων. Και τελικά η μοίρα που φοβόταν η Ελισάβετ για τα έργα της μετά τον θάνατό της, η φωτιά, ήταν αυτή που τελικά τα περίμενε. Σε φωτιά που ξέσπασε μετά το μεγάλο σεισμό της Ζακύνθου τα χειρόγραφά των έργων της απανθρακώθηκαν.
Αλλά ίδια μέσα της ήταν ελεύθερη. Και έγραψε την "Αυτοβιογραφία" της ως παραδειγματικό εγχειρίδιο. Γιατί ήξερε ότι η ζωή που της είχαν επιβάλλει ήταν ή ίδια με τις ζωές όλων των άλλων γυναικών. Η ίδια μέσα της ήταν ελεύθερη. Και το κείμενό της ήταν μια κραυγή διαμαρτυρίας για όλα αυτά που οι άλλοι της επιφύλαξαν ως μοίρα, μια κραυγή με τον τρόπο που ήξερε και τα μέσα που είχε. Η ίδια μέσα της ήταν ελεύθερη. Κι ίσως το γεγονός ότι διακόσια χρόνια μετά, στο άλλο άκρο της Ελλάδας ένας τύπος κάθεται και γράφει αυτό το κείμενο, να είναι μια μορφή δικαίωσης...
Για κάποιο λόγο, αν και δεν λέει τελικά αυτά που είχα στον νου μου, όταν το σκέφτηκα, αυτό το τραγούδι ακόμα συνεχίζει να μου θυμίζει την Ελισάβετ. Ίσως γιατί και αυτή ήταν το "Κόκκινο" που "θέλει να δραπετεύσει" .
"Χαμήλωσε". Τραγουδάει η Αφροδίτη Μάνου το μελοποιημένο ποίημα του Γιάννη Κοντού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου