Κανονικά είναι περιττή αυτή η ανάρτηση μιας και υπάρχει ήδη στο ιστολόγιο σχολιασμός για το ποίημα και μάλιστα σε δύο αναρτήσεις (εδώ κι εδώ) Αλλά μιας και αυτές είναι αποσπασματικές και είχα το κείμενο σχετικά έτοιμο, είπα να κάνω και αυτήν την ανάρτηση.
Πάμε λοιπόν!
Το ποίημα περιέχεται στα «Ελεγεία και Σάτιρες»(1927), την τελευταία ποιητική συλλογή
του Καρυωτάκη. Είναι ένα από τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικά
ποιήματά του και ενδεικτικό της σχέσης του ποιητή με την ποίηση και της σημασίας της ζωής του.
Παράλληλα, όμως, είναι και ένα είδος προφητείας.
Είναι γραμμένο σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο. Το ποιητικό
υποκείμενο μιλάει ως εκπρόσωπος μιας
ομάδας ανθρώπων η ταυτότητα των οποίων δεν είναι μας γνωστή, καθώς δεν αναφέρονται τα υποκείμενα των ρημάτων, και μας αποκαλύπτεται μόνο στο τέλος του ποιήματος από τα συμφραζόμενα. Οι άνθρωποι αυτοί περιγράφονται και ορίζονται σε κάθε στροφή μέσω μιας σειράς σχημάτων λόγου, κυρίως εικόνων και μεταφορών, κι έπειτα διαπιστώνεται κάθε φορά η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στον εκάστοτε ρόλο που τους αποδίδεται.
Στην πρώτη στροφή παρομοιάζονται με κιθάρες. Σκοπός μια κιθάρας είναι να παράγει αρμονία και μελωδία. Οι συγκεκριμένες κιθάρες, όμως, αδυνατούν να εκπληρώσουν αυτόν το σκοπό, καθώς είναι διαλυμένες, στοιχείο τονίζεται και από τον διασκελισμό του στίχου. Το μέγεθος της αδυναμίας αυτής φαίνεται με
την ακουστική εικόνα των παράφωνων ήχων, οι οποίοι προέρχονται από ακούρδιστες και χαλαρές χορδές και επιπλέον φαίνεται να παράγονται τυχαία, από το φύσημα
του ανέμου.
Στην επόμενη στροφή, οι άνθρωποι αυτοί
χαρακτηρίζονται αντένες, κεραίες δηλαδή. Σκοπός μιας κεραίας είναι να λαμβάνει και να μεταδίδει
μηνύματα. Οι συγκεκριμένες κεραίες, όμως, φαίνεται ότι αδυνατούν να το κάνουν
αυτό. Προσπαθούν πολύ και υψώνονται σε απίστευτα ύψη προσπαθώντας να
λάβουν σήμα. Αλλά εις μάτην. Γιατί παρά το γεγονός ότι αυτή τους η αγωνιώδης προσπάθεια τους
επιτρέπει να αντιληφθούν τα πάντα,
αδυνατούν να τα μεταδώσουν και τελικά γκρεμίζονται σαν χάρτινος πύργος. Λαμβάνουν σήμα δηλαδή, αλλά δεν εκπέμπουν. Την αίσθηση της αγωνίας και της απόγνωσης που συνοδεύει αυτή την κατάσταση, ο ποιητής την αποδίδει υποβλητικά, αρχικά παρομοιάζοντας τις τεράστιες αυτές κεραίες με δάχτυλα που κάνουν μια απροσδιόριστη χειρονομία, η οποία αφήνεται στην φαντασία του αναγνώστη (αποχαιρετισμός, χέρι ενός που βουλιάζει, απειλή, ύψωμα του μεσοδάκτυλου, αίτημα για βοήθεια, πρόσκληση κ.τ.λ.), και στη συνέχεια με την εικόνα της κατάρρευσης τους.
Στην τρίτη στροφή, χαρακτηρίζονται ως αισθήσεις. Οι αισθήσεις είναι το μέσο με το οποίο ένας άνθρωπος έρχεται σε επαφή με
τον κόσμο. Οι συγκεκριμένες αισθήσεις όμως αδυνατούν
να συγκεντρωθούν, καθώς είναι σκόρπιες και θρυμματισμένες. Έτσι, δεν εστιάζουν πουθενά, με αποτέλεσμα η αντίληψη της πραγματικότητας που παρέχουν να είναι είναι εσφαλμένη και πλαστή, αδυνατώντας και στην περίπτωση αυτή να εκπληρώσουν τον σκοπό τους.
Στην τέταρτη στροφή, αφού προηγουμένως ορίστηκαν συμβολικά οι άνθρωποι αυτοί και διαπιστώθηκε η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στον ρόλο τους, παρουσιάζονται οι συνέπειες της
κατάστασης αυτής, οι οποίες είναι και σωματικές και
ψυχολογικές. Ζαλισμένοι καθώς είναι, αδυνατούν να διαχειριστούν την πραγματικότητα και η
απελπισία που τους προκαλείται από αυτό είναι τόσο έντονη που εκφράζεται ως σωματικός πόνος, εμποτίζοντας παράλληλα ακόμα και τις αναμνήσεις του. Έτσι,, επηρεάζει την πνευματική τους κατάσταση και, επιπλέον, τους αποξενώνει από τον εαυτό τους, μιας και οι αναμνήσεις είναι ένα από τα
βασικά στοιχεία μέσω τον οποίων μπορεί να επιτευχθεί η αναγκαία για την ψυχολογική ισορροπία του ανθρώπου διαχρονική
σταθερότητα (να αισθάνεται δηλαδή ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος σε όλες τις φάσεις
της ζωής του και σε όλους τους ρόλους που θα κληθεί να παίξει), οδηγώντας τους τελικά στην απώλεια της ταυτότητάς τους, στην αλλοτρίωση.
Όντας σ' αυτήν την κατάσταση, οι άνθρωποι
αυτοί, οι οποίοι συνάγεται τελικά ότι είναι οι ποιητές ή γενικά οι καλλιτέχνες (όπως προοικονόμησε άλλωστε η αναφορά σε "στίχους" και "κιθάρες" στην πρώτη στροφή) εξοστρακίζονται σε μια ανερμάτιστη, ζοφερή πραγματικότητα, που τους απωθεί και δεν την κατανοούν. Στρέφονται, λοιπόν, προς την ποίηση ή γενικά την τέχνη, επειδή την βλέπουν ως καταφύγιο, ως ένα μέσο να καταλάβουν τον κόσμο, να ενταχθούν μέσα σε αυτόν, να προφυλαχθούν από αυτόν, να τον μεταφράσουν, να τον εξηγήσουν, να τον κωδικοποιήσουν. να... Επειδή όμως η πραγματικότητα είναι για αυτούς συγκεχυμένη, θολή και ξένη (καθώς είναι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, απίστευτες αντένες, και διάχυτες αισθήσεις) αδυνατούν
να την αποδώσουν στο έργο τους. Άρα, δεν εκπληρώνουν τον σκοπό τους, κάτι που τους κάνει να αισθάνονται και αποτυχημένοι και και ανυπεράσπιστοι.
Οι ποιητές, λοιπόν, είναι το υποκείμενο των ρημάτων και μάλιστα οι ποιητές της γενιάς του Καρυωτάκη. Σε αυτούς αναφέρεται το ποίημα. Ο Καρυωτάκης, ως γνωστόν, λάτρευε την ποίηση. Διάβαζε μόνο ποίηση, έγραφε μόνο ποίηση (τα πεζά του είναι λίγα
και τοποθετημένα στον τελευταίο χρόνο της ζωής του), μετέφραζε μόνο
ποίηση. Και όπως φαίνεται από τον χαρακτηρισμό της ποίησης ως καταφυγίου, της αποδίδει θεραπευτικές ιδιότητες, καθώς του επιτρέπει να κατευνάσει το άγχος που βιώνει ζώντας σε έναν ασαφή και ρευστό κόσμο, ο οποίος του δίνει ελάχιστες ευκαιρίες να γίνεται η ποίηση «βάρος περιττό». Η γνώση αυτή του ποιητή για την ποίηση σε συνδυασμό με την ικανότητα του να οσμίζεται το πνεύμα και την ατμόσφαιρα της εποχής του, του έδωσαν τη δυνατότητα να διαπιστώσει ότι οι ποιητές έχουν
αποξενωθεί από τη ζωή και ότι ο κόσμος πια είναι τόσο πολύπλοκος που τα
μέσα τα οποία η ποίηση παραδοσιακά χρησιμοποιούσε για να τον περιγράψει και τον (επανα)νοηματοδοτήσει δεν επαρκούν. Τα ποιήματα που
γράφονται είναι ανολοκλήρωτα, ατελή σπαράγματα, θραύσματα ακατανόητα, μισόλογα ανθρώπου σε αφασία. Και αδυνατούν να εξελιχθούν σε τέχνη.
Και ως γνήσιος προβοκάτορας, για να το αποδείξει την αδυναμία της παραδοσιακής ποίησης να εκπληρώσει το σκοπό της, τη χτυπάει με τα δικά της όπλα. Παίρνει ένα από τα πιο αυστηρά ως προς
την μορφή είδη της παραδοσιακής ποίησης, το σονέτο, και το διαλύει, εφαρμόζοντας σχολαστικά όλους του τους κανόνες. Και επισημαίνει την αδυναμία της ποίησης να εκφράσει διαυγή και
ολοκληρωμένο λόγο με διαφορά μέσα: Χρησιμοποιεί, αρχικά, λέξεις και φράσεις αδόκιμες («χάη»,«αντηχάει») ή αντιποιητικές και προερχομενες από το καθημερινό λεξιλόγιο («αντένες»,
«καδένες»). Σπάει, έπειτα, ρυθμικά το ποίημα
μέσω της παραβίασης του μέτρου,
της σύγκρουσης μετρικών και στιχουργικών τόνων, σε συνδυασμό με διασκελισμούς, και της συχνής χρήσης χασμωδιών, η αίσθηση των οποίων μάλιστα είναι εντονότερη, καθώς βασίζονται
στον ανοιχτό, πλατύ φθόγγο «α» («περνάει»,
«ξυπνάει», «αντηχάει», «χάη»). Κι αλλάζει, τέλος, την ομοιοκαταληξία στις τρίστιχες στροφές. Με άλλα λόγια, για να κλέψω και τον εαυτό
μου [κάπου αλλού το έχω ξαναγράψει και βαριέμαι να ψάξω πού], ο ποιητής υπογράφει σαρδόνια και σαρκαστικά την ληξιαρχική πράξη θανάτου
της παραδοσιακής ποίησης εφαρμόζοντας
τους κανόνες της με τέτοιο τρόπο που να φανεί η χρεοκοπία της.
Το
ποίημα όμως, δεν είναι υποχρεωτικά αυτοαναφορικό, δεν είναι δηλαδή μόνο ένα ποίημα που αναφέρεται στην ποίηση. Άλλωστε, η ποίηση είναι μια έκφανση της ανθρώπινης ζωής και οι ποιητές δεν ζουν αποκομμένοι από
την εποχή τους. Άρα, οι άνθρωποι γενικά είναι
το άλλο υποκείμενο που μπορούμε να εννοήσουμε στα ρήματα. Ο ποιητής, με άλλα λόγια λειτουργεί γενικά ως εκπρόσωπος της γενιάς
του, η οποία ζει σε μια παράξενη εποχή
παρακμής και απελπισίας. Η Ελλάδα έχει απομονωθεί
διεθνώς μετά από την ήττα στη Μικρασία και τα εκατομμύρια των προσφύγων εντείνουν τα οικονομικά της προβλήματα, την πολιτική αστάθεια και την πνευματική
στασιμότητα και παρακμή. Η φτώχεια είναι αφόρητη και όσοι νέοι γλίτωσαν το θάνατο από τις συνεχείς συγκρούσεις δέκα χρόνων (Βαλκανικοί, Α' Παγκόσμιος, Μικρασιατική Εκστρατεία) ετοιμάζονται να μεταναστεύσουν. Στις εργατικές συνοικίες και τους προσφυγικούς συνοικισμούς εκατομμύρια άνθρωποι συνωστίζονται απελπισμένοι, την ίδια ώρα που η αστική τάξη ζει πλουσιοπάροχα, εκμεταλλευόμενη τους φτωχούς. Η ίδια
νοσηρή κατάσταση παρακμής, φτώχειας και
στασιμότητας κυριαρχεί παγκοσμίως, καθώς
το αυγό του φιδιού, ο φασισμός και ο ναζισμός, βρίσκει εύφορο έδαφος να επωαστεί. Παράλληλα, ο σύγχρονος τρόπος
ζωής που βασίζεται στην τεχνολογία έχει
αρχίσει να επιβάλλεται, με συνέπεια
πολλές σταθερές του ανθρώπινου
πολιτισμού να εξασθενούν και να αρχίζει να δημιουργείται ένας
καινούργιος παράξενος, άναρθρος κόσμος, μια πραγματικότητα την οποία οι άνθρωποι
αδυνατούν να διαχειριστούν και σε αυτήν αναφέρεται το ποίημα.
Και βέβαια, μιας και η Ιστορία
κάνει κύκλους, το ποίημα και στις μέρες μας παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο, όπως συμβαίνει με όλα τα έργα που έχουν διαχρονική αξία. Γιατί και σήμερα ζούμε, για άλλους λόγους, σε μια ρευστή, ενδιάμεση και μεταβατική εποχή, στην οποία οι σταθερές του παρελθόντος έχουν
αποδυναμωθεί και εκείνες του μέλλοντος δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί ακόμα. Με
αποτέλεσμα να βιώνουμε μια αγχογόνα πραγματικότητα την οποία αδυνατούμε να καταλάβουμε πάντα και πλήρως, με αποτέλεσμα να φοβόμαστε ότι μπορεί να κινδυνεύσουμε να
αποξενωθούμε από τον εαυτό μας και από τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου