Δεν μπορώ να πω ότι ο Ελύτης είναι ο αγαπημένος μου ποιητής, μου αρέσουν ολιγογράφοι ή/και απαισιόδοξοι ποιητές.
Κατανοώ βέβαια την ποιητική του μεγαλοφυΐα και όπου χρειάζεται με ευχαρίστηση καταπιάνομαι με τους στίχους του ως φιλόλογος, αλλά δεν μπορώ να πω ότι θα ασχοληθώ μαζί του στον ελεύθερο χρόνο μου ως Κακός Λύκος και θα διαβάσω ή θα σκεφτώ κάτι δικό του, όπως κάνω, ας πούμε, με τον Σεφέρη ή τον Αναγνωστάκη. Στα πλαίσια αυτά, για το περιεχόμενο της ποιητικής συλλογής "Τα ρω του έρωτα" είχα την γενική αίσθηση ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί τις συμβάσεις της στιχουργίας και προσαρμόζει σε αυτές τα θέματα που θέλει και συνηθίζει να θίγει. Όπως όλοι, λοιπόν, είχα ακούσει την "Ποδηλάτισσα" στην μελοποίηση του από τον Μιχάλη Τρανουδάκη με την φωνή της Αφροδίτης Μάνου, αλλά χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία στους στίχους.
Τους πρόσεξα πρόσφατα που έκανε το ποίημα στο σχολείο της η μεγάλη μου κόρη. Και δεν ήταν αυτοί που νόμιζα...
Στο ποίημα ο αφηγητής αναφέρεται, όπως προδίδεται από τον τίτλο ήδη, σε ένα πρόσωπο ασαφές αλλά ταυτόχρονα συγκεκριμένο. Για το πρόσωπο αυτό ξέρουμε μόνο την ιδιότητά της ποδηλάτισσας και τίποτε άλλο που να φανερώνει την ταυτότητά της. Όμως, όπως προδίδει και η χρήση του οριστικού άρθρου, δεν πρόκειται για κάποια ποδηλάτισσα γενικά κι αφηρημένα, αλλά για μία συγκεκριμένη για το ποιητικό υποκείμενο ποδηλάτισσα, άγνωστης ταυτότητας κατά τα λοιπά για εμάς.
Η ιστορία την οποία αφηγείται το ποιητικό υποκείμενο διαδραματίζεται στο παρελθόν και οι ρηματικοί χρόνοι που χρησιμοποιούνται είναι ο αόριστος για τον αφηγητή και ο παρατατικός για την ποδηλάτισσα. Ο αφηγητής φαίνεται ότι ακολούθησε μια φορά την διαδρομή που ακολουθούσε στο παρελθόν συχνά η απούσα πια ποδηλάτισσα. Έτσι, από την πρώτη στροφή δημιουργείται η αίσθηση ότι η πορεία του αφηγητή είναι ένα είδος φόρου τιμής, Σε εμένα τουλάχιστον, γιατί μου θύμισε ότι ξόδεψα την τελευταία μέρα της πρώτης μου μακράς παραμονής στην Αθήνα, όταν τελείωσα το Πανεπιστήμιο δηλαδή και γυρνούσα στο χωριό μου περιμένοντας να πάω φαντάρος, πηγαίνοντας στην Καστέλα όπου με έστειλε ο πατέρας μου για να αποχαιρετήσω εκ μέρους του τη Βίλα Κουμουνδούρου στην οποία για κάποιο διάστημα είχε κάνει φαντάρος.
Η ποδηλάτισσα, για να γυρίσουμε στο ποίημα, είναι απούσα, όμως το ποιητικό υποκείμενο βρίσκει διασκορπισμένα άτακτα και πεταμένα εδώ κι εκεί, με τρόπο ο οποίος δημιουργεί δυσάρεστες αναμονές και συνδηλώσεις, διάφορα πράγματα που της ανήκαν. Εξαρτήματα του ποδηλάτου της σπασμένα, τα φρούτα που κουβαλούσε και το καλάθι τους, το δαχτυλίδι τους που τινάχτηκε από το δάχτυλο της , τη ζώνη της, μια πέτρα που έμοιαζε με δάκρυ- ουπς, προοικονομιούλα!
Στην τρίτη από το τέλος στροφή, το ποιητικό υποκείμενο, αφού έχει μαζέψει σχολαστικά τα κομμάτια αυτά, τα θραύσματα της ποδηλάτισσας, σαν να είναι τα κομμάτια ενός διαλυμένου παζλ, αναρωτιέται έντονα και με αγωνία, όπως δείχνει και η επανάληψη της ερώτησης, πού να έχει πάει η ποδηλάτισσα. Στην προτελευταία στροφή αποκαλύπτεται συμβολικά ότι η ποδηλάτισσα είναι νεκρή, καθώς παρουσιάζεται να σηκώνεται ψηλά από τα μνήματα και να πηγαίνει πέρα από την θάλασσα. Και στην τελευταία στροφή, την τρίτη μέρα, μετά την βόλτα του ποιητικού υποκειμένου στα χνάρια της νεκρής γυναίκας, η ποδηλάτισσα ανυψώνεται στους ουρανούς και... εναστρώνεται, θα λέγαμε, όπως από την αρχαιότητα συμβαίνει σε όλους τους αναξιοπαθούντες, από τον Ηρακλή μέχρι την Καλλιστώ.
Κολάζ εμπνευσμένο από τον ποίημα, των Ελένης και Δημήτρη Καλοκύρη |
Θα ήταν ενδιαφέρον, αν ήξερε κάποιος, να μας πει αν και ποιο συγκεκριμένο και πραγματικό περιστατικό αποτέλεσε την έμπνευση για τον ποιητή. Δεν έχει όμως καθόλου σημασία τελικά, γιατί ακόμα και αν υπήρχε κάποιο τέτοιο περιστατικό, ο ποιητής κρατάει από αυτό ό,τι του χρειάζεται, εξ ου και η αοριστία όσον αφορά την ταυτότητα της ποδηλάτισσας,για δώ σει γενική και διαχρονική διάσταση στο θέμα για το οποίο θέλει μιλήσει. Το οποίο, κατά τη γνώμη μου και μόνο, έχει να κάνει με δύο πράγματα. Το ένα είναι υπαρξιακό και σχετίζεται με τον φόβο και την αγωνία που νιώθει ο άνθρωπος για τον θάνατο. Τι γίνονται τα πράγματα που γνωρίζουμε; Τι γίνονται τα πράγματα που αγαπάμε; Ποιες αναμνήσεις αφήνουμε στους ανθρώπους που μένουν; (Κάπως σαν τον προβληματισμό του Σεφέρη στον "Βασιλιά της Ασίνης"). Το άλλο έχει να κάνει με τις φάσεις και τη διαχείριση του πένθους. Στην αρχή μαζεύουμε μία μία τις αναμνήσεις από την κοινή μας πορεία με το αγαπημένο πρόσωπο που χάθηκε. Τις αναθυμόμαστε και τις ξαναζούμε με την μνήμη μας, προσπαθώντας να διαχειριστούμε το γεγονός του θανάτου του και της απώλειας που συνεπάγεται. Έπειτα αποδεχόμαστε το γεγονός και οι αναμνήσεις για το νεκρό πρόσωπο δεν πονάνε πια, φέρνουνε μόνο μια πικρή θλίψη. Μέχρι που στο τέλος, ο χρόνος θεραπεύει κι οι αναμνήσεις γίνονται πιο αχνές και μακρινές, ταυτόχρονα όμως αυτό που μένει στο μυαλό μας είναι η ουσία των αναμνήσεων αυτών και μέσω αυτής το νεκρό αγαπημένο πρόσωπο νικάει προσωρινά τον θάνατο και κερδίζει για λίγο την αθανασία.
Αυτά τα αναμενόμενα περί ερμηνείας.
Αλλά η ερώτηση που αβίαστα (μού) προκύπτει είναι άλλη; Γιατί; Γιατί ο συνθέτης που μελοποίησε το ποίημα χρησιμοποίησε αυτήν τη ματζόρε και χαρούμενη μελωδία; Το μόνο ανάλογo που μπορώ να σκεφτώ είναι ο Πουλόπουλος σε παλιές ελληνικές ταινίες να τραγουδάει θλιμμένους στίχους με ένα πλατύ, χαρούμενο χαμόγελο. Και εντάξει, όλα όσα έγραψα παραπάνω αποτελούν μια ερμηνεία του ποιήματος, ενδεχομένως και όχι ιδιαίτερα εύστοχη. Αλλά αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο, είναι ότι το θέμα του είναι θλιμμένο και στενάχωρο, άρα θα περίμενες κανείς μια μινόρε μελοποίηση. Αναρωτιέμαι λοιπόν, τι μπορεί να ήταν εκείνο το οποίο ώθησε τον συνθέτη να διαλέξει αυτήν την μελοποίηση. Είχε ήδη έτοιμη την μουσική και δεν ήθελε να πάει χαμένη, οπότε την προσάρμοσε στο ποίημα; Αποτελεί κάποιου είδους ερμηνευτική επιλογή, καθώς η χαρούμενη μουσική, ερχόμενη σε κοντράστ με τους θλιμμένους στίχους, έλκει το ενδιαφέρον του ακροατή εντονότερα (Αν είναι έτσι, σε εμένα δεν έπιασε); Είναι επουσιώδες και είμαι ο μοναδικός που το παρατήρησε; Ήθελε να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη της γυναίκας στην βασική της ουσία, στην καλύτερη στιγμή της; Είναι σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη ζωή; Είναι κάτι άλλο; Δεν ξέρω...
Το πρώτο εξώφυλλο του δίσκου |
Πάντως, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, οι ματζόρε μελοποιήσεις, φαίνεται ότι για κάποιο λόγο είναι ο κανόνας για τα μελοποιημένα ποιήματα αυτής της συλλογής, Να, ας πούμε, στην μελοποίηση του ποιήματος "Του μικρού βοριά" από τον Μίκη Θεοδωράκη, μόνο που δεν θριαμβολογεί το ποιητικό υποκείμενο που "Στο σπίτι που είμαι γω η αγάπη μου πεθαίνει και μες τα μάτια την κοιτώ που μόλις ανασαίνει".
Κατά τα λοιπά, νοστάλγησα λίγο τις αναρτήσεις - ραδιοφωνικές εκπομπές της πρώτης εποχής του ιστολογίου και στη συνέχεια θα αναφερθώ σε κάποια, όχι όλα, τραγούδια και και σε δυο ταινίες που αναφέρονται στο ποδήλατο, εκκινώντας από εκείνο το ποδήλατο που πήρα και πάω για το αδύνατο
Μετά θα πάρω ένα μικρό μικρό ποδήλατο και ένα μικρό μικρό παιδί να μου λύσουν το πρόβλημα το άλυτο
Για να θυμόμαστε τις μέρες εκείνες που βάζαμε σκληρό χαρτί στου ποδηλάτου τις ακτίνες...
Εννοείται δεν θα ξεχάσω το κλεμμένο ποδήλατο των αγαπημένων Στέρεο Νόβα
Πάντως, σε κάθε περίπτωση όταν ένα παιδί ζητάει ένα ποδήλατο καλό είναι να του το δίνουμε
Εγώ, ας πούμε, πήρα το ροζ ποδήλατό μου και πήγα στα πέρατα του κόσμου...
και μακάρι να σε δω μια μέρα τυχαία να περνάς με το ποδήλατό σου
και να μην ξεχάσω να μιλήσω για την όμορφη μικρή τσοπάνα, την Κορνηλία, που φράγκο δεν είχε η τσέπη της να πάρει ένα ποδήλατο.
Κι απόψε που το τραγούδι θα είναι σαν προσευχή η καρδιά μου θα γίνει ένα παλιό ποδήλατο που θέλει να βγει στον ουρανό.
Γιατί έχω ποδήλατο καλό, έχω και... πένσα...
Και προσοχή στα ποδήλατα δίχως φρένα
Γιατί τα σπασμένα ποδήλατα πεθαίνουν στη σκουριά.
Παραδόξως τα Κίτρινα Ποδήλατα δεν έχουν τραγούδι για ποδήλατα, είναι τα... ίδια όμως. Ειδικά άμα πάρουνε φόρα...
Και θα κλείσω με ένα κινηματογραφικό καναρινί ποδήλατο
κι ένα κλέφτη ποδηλάτων που δεν ήταν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου