Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Alternative Literature: "Ελένη" (του Νίκου Δ. από το Γ3 του Μουσικού Σχολείου Ρόδου)

     Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια από τις εργασίες για το μάθημα της "Ελένης"των μαθητών από το Γ3  του Μουσικού Σχολείου Ρόδου, στις οποίες αναφέρονται στο  πώς κατά τη γνώμη τους θα εξελισσόταν η τραγωδία εάν ο Μενέλαος έφευγε από τη σκηνή χωρίς να αναγνωρίσει την Ελένη.
    Αποφάσισα ωστόσο να αυτονομηθεί από τις υπόλοιπες εργασίες και να δημοσιευτεί μόνη της  για δύο λόγους. Πρώτον, λόγω της έκτασης του κειμένου αλλά και του γεγονότος πως ο Νίκος  πραγματεύεται τα στοιχεία του μύθου ευφάνταστα και σπαρταριστά, μπολιάζοντας την ιστορία του και με στοιχεία αντλημένα από την σύγχρονη πραγματικότητα, και, δεύτερον, γιατί κινείται σε διαφορετικό κλίμα από τα  κείμενα των υπόλοιπων μαθητών, οι οποίες έπονται οσονούπω... Η μουσική και η εικαστική επιμέλεια της ανάρτησης είναι κι αυτές του Νίκου. 

Alternative Literature Ελένη
      Αλαφιασμένος και ημίγυμνος όπως έφευγε ο Μένιος από αυτά που του έλεγε εκείνη η τρελή που έμοιαζε της γυναίκας του στο παλάτι, έπεσε πάνω σε δύο φρουρούς που βλέποντας τον ξένο να τριγυρνάει στο παλάτι, τον συνέλαβαν, πετώντας τον στα σκοτεινά και κρύα μπουντρούμια των ανακτόρων. Την ίδια στιγμή, η Ελένη- είδωλο εξαφανιζόταν. Σαστισμένοι από τις καταστάσεις, οι σύντροφοι έστειλαν έναν αγγελιοφόρο να βρει τον αρχηγό τους, ωστόσο ο Μένιος είχε εξαφανιστεί. Εκείνη τη κρίσιμη στιγμή λοιπόν, απ’ έξω περνούσε ένας αιγύπτιος ντελάλης: «Ακούσατε… ακούσατε… Η Αυτού Μεγαλειότητά Του, ο Θεοκλύμενος, γιος του ένδοξου Πρωτέα, βασιλεύς της Αιγύπτου, έπειτα από σχετικό περιστατικό που έλαβε χώρα σήμερα το πρωί σχετικό την ασφάλεια της μέλλουσας βασίλισσας του, Ελένης, συνέλαβε Έλλην ζητιάνο που αποπειράθηκε να την παρενοχλήσει στα ανάκτορα. Φόβοι υπάρχουν πως μπορεί να είναι ακόμη κι αυτός ο ίδιος ο μισητός Μενέλαος, που για χάρη του όποιος Έλληνας πατάει εδώ πεθαίνει. Η εκτέλεση του θα λάβει χώρα αύριο όταν ο ήλιος βρίσκεται ακριβώς πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Σε άλλα νέα τώρα, σύμφωνα με τη Θεονόη, ηλιοφάνεια και καλός καιρός θα επικρατήσουν τις επόμενες μέρες…». Με τα νέα δεδομένα που άκουσαν οι συντρόφοι του, κάποιος θα έπρεπε να σώσει την ιστορία του Ευριπίδη. Αυτός είναι ο Κανωπός.
     Ο Κανωπός, ένας τύπος απ’ τη Σπάρτη που είχε μπαρκάρει με το πλοίο του Μενέλαου και είχε ηγετικές ορέξεις, έτρεξε να βρει λύση στους υπόλοιπους συντρόφους που έψαχναν έναν νέο αρχηγό για να σώσουν τον Μένιο και την Ελένη, για την οποία σύντομα συμπέραναν ότι μάλλον πέταξε ως το παλάτι. Μάζεψε όλους κι όλους καμιά δεκαριά κουρελήδες νοματαίους λοιπόν, κι άρχισε να τους λέει το σχέδιο του. Θα προσποιούνταν τους Φοίνικες εμπόρους που ναύαγησαν στην άγνωστη αυτή χώρα και θα ζητούσαν άσυλο από τον βασιλιά, αυτόν που θα εκτελούσε τον δικό τους. Μέχρι αύριο το μεσημέρι πίστευαν ότι θα έβρισκαν μια λύση για να σώσουν τους ανωτέρους του. Έτσι λοιπόν, λίγη ώρα αργότερα, οι χαμένοι “έμποροι” έφτασαν στη μεγάλη πόρτα όπου τους υποδέχτηκε η καχύποπτη γριά η οποία έπειτα από μια σύντομη ανάκριση τους οδήγησε μέσα, λέγοντας θα ήταν εκεί όταν θα χρειάζονταν  κάποια βοήθεια, καθώς περνούσαν μπροστά από τον τύμβο του Πρωτέα, στον οποίο καθόταν μέχρι πριν λίγο η Ελένη η οποία, χάνοντας κάθε ελπίδα, παραδόθηκε στον Θεοκλύμενο που μόλις είχε επιστρέψει από το κυνήγι.
     Καθώς οι υπόλοιποι τακτοποιούνταν στα δωμάτια τους, ο Κανωπός ζήτησε απ’ τη γριά να τον πάει στην περίφημη μάντισσα Θεονόη που ήξερε γι’ αυτήν όλη η οικουμένη, να του πει τη μοίρα τους. Ο νέος αρχηγός των συντρόφων ήθελε βέβαια,  να μάθει και κάτι άλλο. Ήταν τρελά ερωτευμένος με την Ελένη κι αν ήτανε στο χέρι του θα άφηνε τον Μένιο να σαπίσει στις αιγυπτιακές φυλλακές, πηγαίνοντας κρουαζιέρα στον Νείλο με την αγαπημένη του. Οπότε επιθυμούσε να γνωρίζει εάν αυτό θα συνέβαινε και στη πραγματικότητα. Εισερχόμενος στο μεγάλο χώρο του μαντείου λοιπόν, αντίκρισε μια όμορφη και μυστηριώδη, μικροκαμωμένη κοπέλα να γυρίζει σαν αερικό στην αίθουσα. Ήταν η περίφημη Θεονόη. Βλέποντας τον, χωρίς να του μιλήσει, στράφηκε προς τις δάφνες που έκαιγε σε μια μαρμάρινη κατασκευή στο κέντρο της αίθουσας, ξεκινώντας το τελετουργικό. Κοιτάζοντας καλύτερα τον επισκέπτη του μαντείου της ωστόσο, κάτι δεν πήγαινε καλά. Η καρδιά της σκίρτησε, καθώς χανόταν στα αισθαντικά του μάτια. Τον είχε ερωτευτεί παράφορα. Βάζοντας το ένα μετά το άλλο τυχαία βότανα μέσα στον βωμό κι ενώ κοιτούσε εκστασιασμένη τον Κανωπό, και, με ένα χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη της, παρατηρώντας τα χείλη του καλού της να κουνιούνται καθώς υπέβαλε  τις ερωτήσεις του,  παρατήρησε ξαφνικά πως  χωρίς να το καταλάβει ο χώρος είχε γεμίσει με δύσοσμο καπνό. Αντιλαμβανόμενη τι είχε συμβεί, έπιασε μια κανάτα με νερό σβήνοντας τη φωτιά κι ανοίγοντας τα παράθυρα του, με χαμηλό φωτισμό χώρου, για να αεριστεί το δωμάτιο, κι έδιωξε βιαστικά τον Κανωπό που την κοιτούσε παραξενεμένος.
     Η νύχτα είχε πλέον πέσει για τα καλά. Οι συντρόφοι πήγαιναν για ύπνο, ενώ ο Μενέλαος κάποια επίπεδα κάτω από το έδαφος, έχοντας αποτρελαθεί, μιλούσε με τον απέναντι τοίχο, λέγοντας του τον πόνο του. Και η Ελένη πλάγιαζε χωρίς άλλη επιλογή με τον Θεοκλύμενο στα βασιλικά διαμερίσματα. Αυτό που δεν ήξεραν ωστόσο όλοι τους, ήταν πως πίσω στο μαντείο, η τύχη τους δούλευε. Η Θεονόη εκείνη την ώρα έβλεπε στα αποκαΐδια του βωμού της, τον έρωτα του Κανωπού για την Ελένη, την απελπισία της Ελένης να την βρει ο Μενέλαος, την πίστη των συντρόφων στο τελευταίο, την επαφή με την πραγματικότητα που ο Μενέλαος είχε πλέον χάσει και τη σεξουαλική ορμή του αδερφού της στο νέο του απόκτημα Κι επεξεργαζόταν  στο μυαλό της μια ραδιουργία ώστε να κρατήσει τον Κανωπό στην Αίγυπτο ες αεί και να την αγαπά, πιο πολύ από ότι αγάπησε ποτέ την Ελένη, ένα ρεσιτάλ παραφροσύνης από μέρους της. Έτσι, στρώθηκε στη δουλειά. Ουρά ελέφαντα, νύχια λιονταριού και αχαμνά γαζέλας, μαζί με μια τούφα από την περούκα που φορούσε, ανακατεμένα σε νερό και ούρα του Θεοκλύμενου. Το τέλειο φίλτρο του έρωτα είχε δημιουργηθεί για το κύπελλο του καλού της, που πίνοντας το, μοναδική του σκέψη θα γινόταν εκείνη και όλα θα είχαν πάρει το δρόμο τους. Εν συνεχεία, κατεβαίνοντας στα κελιά, κατευθύνθηκε προς τον σακατεμένο Μένιο που τα είχε χαμένα και μιλούσε ακόμα στον τοίχο του. Κρύβοντας τον στο μαντείο της, τον μάγεψε ώστε ξυπνώντας από τον λήθαργο που τον είχε ρίξει, κι ενώ θα τον αναζητά όλη η φρουρά του παλατιού, να σπεύσει στο μεγάλο συμπόσιο όπου ήταν προγραμματισμένο να εκτελεστεί, για να πάρει πίσω την Ελένη, όπως είχε δει στο βωμό πως έπρεπε να γίνει, για να πετύχει τον απόλυτο έρωτα από τον άντρα της ζωής της.  
   Ξημερώνοντας, η μέρα ήταν ηλιόλουστη και οι “έμποροι”, φιλοξενούμενοι του βασιλιά, πήγαιναν προς το αίθριο που θα γινόταν το συμπόσιο και στο οποίο θα παρακολουθούσαν την προγραμματισμένη εκτέλεση του Έλληνα ζητιάνου που είχε συλληφθεί την προηγουμένη, ως καλό οιωνό πριν τον βασιλικό γάμο. Εκεί περίμενε η Ελένη δίπλα στον θηριώδη Θεοκλύμενο, που την είχε αλυσοδέσει ημίγυμνη με μια μεγάλη πέτρα για να μη φύγει από δίπλα του μέχρι τον γάμο τους. Τα ψηλά τείχη που έστεκαν από πίσω τους, εξείχαν πολλά μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, που έβρεχε το θεόρατο βράχο, στην κορυφή του οποίου ήταν κτισμένο το ανάκτορο. Ο Θεοκλύμενος τους χαιρέτησε Λακωνικά, παρά το μίσος του για τον Μενέλαο, κι εκείνοι κάθισαν στο μεγάλο τραπέζι, με τους αυλικούς που πλαισίωναν το βασιλικό ζεύγος, κάτω απ’ το σκίαστρο που τους προστάτευε απ’ τον ήλιο. Το γλέντι ξεκίνησε. Οι μουσικοί από τη σκηνή που είχε στηθεί απέναντι τους άρχισαν να παίζουν, ενώ οι δούλοι έφερναν το ένα μετά το άλλο τα πελώρια πιάτα, γεμάτα με φαγητά που οι ίδιοι ποτέ δε θα δοκίμαζαν. Η Θεονόη βάζοντας προσεκτικά απ’ το φλασκί της το φίλτρο στο κύπελλο του Κανωπού, προστάζει τη δούλα να φροντίσει εκείνος ο όμορφος που καθόταν κοντά στον βασιλιά να το πάρει. Έλα που όμως το συμπόσιο είχε καθυστερήσει, ο Μένιος είχε ξυπνήσει και κατευθυνόταν προς τα εκεί. Καθώς λοιπόν η δούλα πήγαινε προς το μέρος του Κανωπού, ξαφνικά, ακόμα με την αμφίεση του ζητιάνου, ο μέχρι πρότινος μελλοθάνατος εμφανίστηκε από το πουθενά, πηγαίνοντας με γρήγορο βηματισμό προς το μέρος του Θεοκλύμενου,  και αρπάζοντας το κύπελλο ήπιε μονορούφι όλο του το περιεχόμενο. Η Θεονόη έσπευσε στο σημείο, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Ξαφνικά, κι ενώ όλοι βρίσκονται σε κατάσταση σοκ, ο Μένιος στρέφεται προς τη Θεονόη κι αρχίζει να τη φιλάει παθιασμένα. Ο Κανωπός κάνει σήμα στους άντρες του να σηκωθούν απ’ τις θέσεις τους. Ο γιγάντιος Θεοκλύμενος σηκώνεται απ’ τον θρόνο του, ρεύεται μακρόσυρτα κι ενώ ετοιμαζόταν να κουνηθεί, πέφτει κάτω ξερός. Η Ελένη τον είχε μόλις βαρέσει στο κεφάλι με τη πέτρα που την είχε δέσει, σκοτώνοντας τον. Και τότε, τη στιγμή που οι φρουροί που ήταν παρατεταγμένοι γύρω-γύρω ήταν έτοιμοι να τους σφάξουν, την προσοχή όλων τραβά η γριά θυρωρός που έμπαινε εκείνη την ώρα στο χώρο και μονομιάς, μετατράπηκε σε μια πελώρια κουκουβάγια. Οι συντρόφοι πηδούν στη ράχη της και τελευταίοι ανεβαίνουν ο Κανωπός, με τη λιπόθυμη απ’ την ταραχή Ελένη στην αγκαλιά του. Με ένα αέρινο πέταγμα της στο κενό, η κουκουβάγια απογειώνεται, σώζοντας τους.
    Η γριά φυσικά δεν ήταν άλλη από τη θεά Αθηνά, που τους πέταξε μέχρι τη Λακωνία, καθώς πήγαινε στις διαπραγματεύσεις για το όνομα μιας νέας πόλης με τον αλυτρωτικό Ποσειδώνα, λίγο βορειότερα. Όταν συνήρθε, ωστόσο, όπως αποδείχτηκε,  Ελένη δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του Κανωπού και τον παράτησε, φεύγοντας για να ζήσει το ειδύλλιο της με τον ώριμο Νέστορα στην Πύλο, συνεχίζοντας μια παλιά ανείπωτη ιστορία, πριν τον Τρωικό Πόλεμο. Οι συντρόφοι του, λίγο αργότερα ξαναμπάρκαραν με τον Τηλέμαχο που έψαχνε τον πατέρα του, όταν συναντήθηκαν τυχαία ψάχνοντας για δουλειά στο ίδιο χάνι της Μεσσηνίας όπου έμενε κι αυτός. Ενώ, κι ο Κανωπός, ξεπερνώντας τον έρωτα του για την Ελένη, παντρεύτηκε την κόρη της με τον Μένιο, την Ερμιόνη, κι αποσύρθηκαν στο οικογενειακά του κτήματα στην λακωνική ύπαιθρο. Τέλος, η Θεονόη, έπειτα από λίγο καιρό, δέχτηκε τον έρωτα του, τρελού πια για εκείνη, Μενέλαου, που κάπως έτσι στέφθηκε, διαδεχόμενος τον Θεοκλύμενο, πρώτος Έλληνας Φαραώ της Αιγύπτου, πολύ πριν τα γατάκια τους Πτολεμαίους... 

Δεν υπάρχουν σχόλια: