Φαντάζομαι την ξέρετε την ιστορία, ε;
Είναι
νύχτα, κοντά στα καναδοαμερικανικά θαλάσσια σύνορα και δυο στίγματα στο ραντάρ
υποδεικνύουν ότι ακολουθείται πορεία σύγκρουσης. Εξελίσσεται για την
αποφυγή της λοιπόν ο εξής ο διάλογος μέσω ασυρμάτου μεταξύ των εμπλεκομένων. Ο
ένας Καναδός και ο άλλος Αμερικανός, όπως προκύπτει ευθύς εξαρχής εκ της
προσφοράς των.
Ακολουθεί
η συνομιλία:
Αμερικανοί: Παρακαλώ, αλλάξτε την πορεία σας 15 μοίρες βόρεια, είστε σε
πορεία σύγκρουσης!
Καναδοί: Αρνητικό. Αλλάξτε την πορεία σας 15 μοίρες νότια, είστε σε πορεία
σύγκρουσης.
Αμερικανοί: Είμαι ο καπετάνιος ενός αμερικανικού αεροπλανοφόρου.
Επαναλαμβάνω: ΑΛΛΑΞΤΕ την πορεία σας.
Καναδοί: Αρνητικό. Επαναλαμβάνω, ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΣΑΣ.
Αμερικανοί: Είμαι ο καπετάνιος του αεροπλανοφόρου Τάδε, του
μεγαλύτερου σκάφους του στόλου του Ατλαντικού. Με 140 αεροπλάνα, 150
αποβατικά πλοιάρια, αναρίθμητα κανόνια και εξαιρετικά μεγάλο πλήρωμα. Απαιτώ να
αλλάξτε την πορεία σας, αλλιώς θα σας διεμβολίσω!
Καναδοί: Είμαστε φάρος, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις...
Αυτή η πλατιά διαδεδομένη και αναμφίβολά πλαστή ιστορία (μια πιο
λογοτεχνική απόδοση της μπορείτε να δείτε εδώ)
ξεκίνησε σαν αστικός μύθος, εξελίχθηκε σε chain letter, διαδόθηκε
αργότερα μέσω του Διαδικτύου μεταφρασμένη σε ποικίλες γλώσσες ως ένα
δημοφιλέστατο chain mail, κατέληξε ξανά αστικός μύθος, η ακροτελεύτια φράση
στην αγγλική εκδοχή της (This is a lighthouse, your call) χρησιμοποιείται
ευρύτατα στην γλωσσική επικοινωνία -τόσο ευρύτατα που έχει εξελιχθεί σε κλισέ-
για να δηλώσει την απουσία προσαρμοστικότητας ή ευελιξίας σε μια κατάσταση και
μου ήρθε στο νου διαβάζοντας το διήγημα του Ροδίτη Νίκου Κάσδαγλη με τίτλο "Σοροκάδα".
"Κλεμμένο" από δω |
Σκοπός του διηγήματος που διαδραματίζεται μεταπολεμικά στην Ρόδο είναι σε πρώτο
επίπεδο να δείξει ότι ο άνθρωπος πρέπει να σέβεται την δύναμη της φύσης και να
μην την αψηφά. Σε δεύτερο επίπεδο πρόκειται για ένα πολιτικό σχόλιο, εφόσον το
θέμα του σχετίζεται με μια επίσκεψη καλής θέλησης, κάτι που καυτηριάζει καθώς,
όπως λέει, στην πραγματικότητα αυτό μεταφράζεται ως επίδειξη της ισχύος
του ισχυρού. Παράλληλα με την αλαζονεία του ισχυρού, καυτηριάζεται και η συμφεροντολογική
δουλοπρέπεια του αδυνάτου, δείγματα της οποίας αποτελούν οι ντόπιοι ιδιοκτήτες
μπαρ αλλά και ο εύκολος εντυπωσιασμός του πλήθους. Σαν ιθαγενείς με
καθρεφτάκια...
Στην πρώτη ενότητα έχουν συγκεντρωθεί και αναφερθεί τα βασικά στοιχεία της εξέλιξης
του διηγήματος. Ο αφηγητής ξεκινάει αναφέροντας μια πραγματικότητα γνωστή σε
όλους τους κατοίκους της Ρόδου, ντόπιους ή φερτούς. Πως το νησί
μένει αποκλεισμένο, υπό συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες, και από την στεριά και
από την θάλασσα. Έπειτα αναφέρεται σε μια προσωπική του εμπειρία,
λέγοντας ότι πηγαίνει και κάνει μπάνιο κάθε φορά που έχει σοροκάδα πίσω
από τον μισοβυθισμένο μόλο για να προφυλαχθεί από την ορμή της
θάλασσας. Όταν στην επόμενη παράγραφο όμως αναφέρει τα
καλώδια και τις λαμαρίνες που έχουν απομείνει στο βυθό, αυτό δείχνει ότι,
αν ο ίδιος αναγνωρίζει (άρα έμμεσα προετοιμάζεται η συνέχεια) την διφυή φύση
της θάλασσας, την δύναμη και την αγριότητα που κρύβει όταν δεν είναι ήρεμη και
γαλανή, δεν ισχύει το ίδιο για όλους. Όμως αν τα συντρίμμια λειτουργούν ως
αφόρμηση για την εγκιβωτισμένη κύρια ιστορία, ελάχιστα λειτουργούν ως προσήμανση,
καθώς αποκαλύπτεται άμεσα η προέλευση και η ταυτότητα τους. Είναι ότι έμεινε
από ένα αμερικανικό καταδρομικά που το διαλύσανε... Έτσι ο συγγραφέας
απομακρύνει τις αναμονές του αναγνώστη από το εύκολο κι αναμενόμενο "τι
έγινε" στο απαιτητικό και ουσιώδες, εντέλει, "πώς
έγινε"...
Η εγκιβωτισμένη ιστορία ξεκινάει (τα ρήματα πια τίθενται σε ιστορικό
χρόνο και χρησιμοποιούνται ποικίλες χρονικές σημάνσεις για να καλυφθεί το βάθος
του αφηγηματικού χρόνου) με την άφιξη ενός μεγάλου αμερικανικού πλοίου στα
πλαίσια των ανταλλαγών φιλίας μεταξύ των δυο κρατών. Ο όγκος και το μέγεθος του
πλοίου- που προοικονομεί και την τύχη του- δεν περιγράφεται άμεσα άλλα
μέσω του τεράστιου εντυπωσιασμού που προξενεί στα πλήθη που συρρέουν να
το θαυμάσουν και μέσω της υπερφίαλης συμπεριφοράς του καπετάνιου του. Τα δυο
αυτά στοιχεία δίνουν την ευκαιρία στον αφηγητή να τους σαρκάσει
όλους σε αρκετά σημεία. Εκεί που περιγράφει, ας πούμε, πώς οι κοινές γυναίκες
που έχουν έρθει από την Αθήνα εξ επί τούτου και οι γυναίκες των
αξιωματικών του καραβιού σκούζουν και χαχανίζουν μαζί περιμένοντας
να δουν "τα ναυτάκια" ή εκεί που αναφέρεται στην σπουδή των ντόπιων
μαγαζατόρων να αλλάξουν τα ονόματα στα μαγαζιά τους αναμένοντας την ανέλπιστη
πελατεία... (Για τον καπετάνιο θα τα πούμε μετά...)
Αλλά λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο κι ο αφηγητής, με ένα σαρδόνιο και
υπαινικτικά σαρκαστικό "μόνο που", αλλάζει τελείως την ατμόσφαιρα. Η
απρόσκλητη "σοροκάδα" ("τρελονοτιά" έχω ακούσει να την
αποκαλούν κάποιοι Ροδίτες, αν δεν την μπερδεύω με την όστρια) σημαίνει
συναγερμό στο λιμάνι της Ρόδου και λήγει το πανηγυράκι. Τα μικρά πλεούμενα
βγαίνουν στην ακτή ή προφυλάσσονται στο Μανδράκι, τα εμπορικά καράβια πάνε να
αράξουν στην απάνεμη υπό αυτές τις συνθήκες Ψαροπούλα κι απομένει μόνος και
ασυγκίνητος ο καπετάνιος του πολεμικού πλοίου, τον οποίο ομοίως σαρκάζει
αλύπητα ο αφηγητής αποκαλύπτοντας μέσω της τεχνικής του καλυμμένου εσωτερικού
μονολόγου την τυφλή του πίστη στον κανονισμό και την απαξίωση στα
κελεύσματα του Λιμεναρχείου.
Οι προειδοποιήσεις της επερχόμενης μοίρας δομούνται κλιμακωτά με βάση το σχήμα
των τριών. Ο υπερφίαλος καπετάνιος που έχει αράξει σε άγνωστα νερά
αγνοεί επιδεικτικά κατά σειρά: την εμπειρία των ντόπιων ναυτικών που αποσύρουν
τα καραβάκια τους, τον επαγγελματισμό των συναδέλφων του, ναυτικών των
εμπορικών καραβιών που αλλάζουν λιμάνι και τέλος, τις προειδοποιήσεις του
Λιμενικού, δηλαδή της αρμόδιας αρχής της χώρας που τον φιλοξενεί.
Τυφλωμένος (άτη) από την αλαζονική πίστη στο καράβι του και το αλάθητο
των επίσημων εντολών του Αμερικανικού Ναυτικού , αψηφά τον κίνδυνο (ύβρη),
περιοριζόμενος σε ημίμετρα.
Κι ο συγγραφέας με ακόμα ένα ειρωνικό και σαρδόνιο "μόνο που" (που
λίγο απέχει από το να γίνει το μοτίβο του διηγήματος) περιγράφει γλαφυρά
(και λίγο χαιρέκακα) πως η σοροκάδα εξελίσσεται σε νέμεση, καθώς σιγά-
σιγά το "μέριασε,
βράχε, να διαβώ" σκαμπανέβασμα που προκάλεσε οδηγεί στην τίση.
Το ένα δέσιμο υποχωρεί και ακυβέρνητο το πλοίο καβαλάει τον μισοβυθισμένο μόλο
και καταστρέφεται. Και είναι ακόμα περισσότερο έκδηλη η ειρωνεία του
αφηγητή, την ώρα που περιγράφει τους παραζαλισμένους ναύτες που πηδούν σαν
"μπακακάκια" και πώς το καράβι καταστραμμένο έμεινε τρεις μήνες πάνω
στο μόλο "για να δοξάζει τους κανονισμούς", πριν αναφέρει ότι
το διαλύσανε και πέθανε κι ένας δύτης κατά την διαδικασία.
Σε
σχήμα κύκλου, ο αφηγητής στο τέλος επιστρέφει στον αφηγηματικό παρόν για
να να αναφερθεί τα συντρίμμια, τα τελευταία κατάλοιπα του μεγάλου
καραβιού, που ακόμα και σήμερα μπορείς να δεις, σύμβολα πλέον του που
οδηγεί η αλαζονεία. "Ο παθός μαθός", που θα 'λεγε κι ο Αισχύλος, κι
εμείς ας αφιερώσουμε στον καπετάνιο εκείνο το τραγουδάκι του Πουλικάκου που δεν
ξέρατε (Τς Τς! Είστε και Μουσικό σχολείο), για το ξεχασμένο πηγάδι που καραδοκούσε το θύμα του.
Το
διήγημα του Κάσδαγλη έχει πολλές αναλογίες με εκείνη την κατηγορία παραλογώνπου σχετίζονται με τον "Κυρ Βοριά'
,σε σημείο που να έχει εκφραστεί από κάποιους η άποψη ότι ο Κάσδαγλης μετέφερε
σε πραγματικές συνθήκες την υπόθεση της παραλογής.
Στη συχνότερη παραλλαγή της παραλογής, ο προσωποποιημένος Βοριάς
παραγγέλνει, στην πρώτη στροφή, σε όλα τα καράβια να πιάσουν απάγκιο γιατί θα
φυσήξει.... Κι ενώ όλα τα καράβια, έντρομα και περιδεή, ακολουθούν κατά γράμμα
τις εντολές του (και μαζί τους και οι καλόγεροι του Θανάση Παπακωνσταντίνου,
αλλά αυτοί χαρούμενοι γιατί κλείνοντας εκ του κρύου τις πόρτες αποφεύγουν να δουν
τις όμορφες και να πέσουν σε παγίδες), ο κυρ Αντριάς (όνομα χαρακτηριστικό
λεονταρισμών) αγνοεί επιδεικτικά τον Βοριά κι αψήφιστα τον προκαλεί λέγοντας
του ότι δεν τον φοβάται γιατί έχει πολύ γερό σκαρί κι ένα ναυτόπουλο που ξέρει
να διαβάζει όλους τους καιρούς. Σφάλμα...
Στην δεύτερη στροφή, είμαστε ακόμα πάνω στο καράβι κι ο κυρ Αντριάς παραγγέλνει στο ναυτόπουλο να ανέβει στο κατάρτι να διαβάσει τον καιρό. Χαρούμενο και γελαστό ανέβηκε εκείνο, έντρομο και κλαμένο κατεβαίνει. Και πριν προλάβει να περιγράψει την καταιγίδα που διέκρινε, εκείνη έχει φτάσει το καράβι, το συντρίβει κι όλοι οι επιβαίνοντες, μαζί και το ναυτόπουλο, παρασέρνονται από τα άγρια κύματα.
Στην τρίτη στροφή περιγράφεται το αποτέλεσμα της αλαζονείας του κυρ Αντριά. Οι
μάνες του
πληρώματος θρηνούν τα χαμένα τους παιδιά και περισσότερο από όλες η μάνα ενός παιδιού (να 'τανε το μικρό ναυτόπουλο;) που είναι απαρηγόρητη. Πετροβολάει την θάλασσα και την κατηγορεί που της πήρε το γιό της, γεγονός που κάνει την θάλασσα να διαμαρτυρηθεί λέγοντας ότι κι εκείνη θύμα είναι. Γιατί χάνει τα καράβια της που τα θεωρεί στολίδια πάνω στην πλάτη της, εξαιτίας της ελαττωματικής τους κατασκευής από τον πρωτομάστορά τους, τουτέστιν τον ναυπηγό.
πληρώματος θρηνούν τα χαμένα τους παιδιά και περισσότερο από όλες η μάνα ενός παιδιού (να 'τανε το μικρό ναυτόπουλο;) που είναι απαρηγόρητη. Πετροβολάει την θάλασσα και την κατηγορεί που της πήρε το γιό της, γεγονός που κάνει την θάλασσα να διαμαρτυρηθεί λέγοντας ότι κι εκείνη θύμα είναι. Γιατί χάνει τα καράβια της που τα θεωρεί στολίδια πάνω στην πλάτη της, εξαιτίας της ελαττωματικής τους κατασκευής από τον πρωτομάστορά τους, τουτέστιν τον ναυπηγό.
Βέβαια, εμείς θα περιμέναμε να κατηγορηθεί ο Βοριάς (αφού τον προσωποποιήσαμε,
μπορούμε να του τραβήξουμε και μια μήνυση) για το μένος του ή ο κυρ Αντριάς για
την αλαζονεία του, αλλά δεδομένων του παραμυθιακού και του
πολυστρωματικού χαρακτήρα των παραλογών τέτοιου είδους παρατηρήσεις δεν έχουν την
παραμικρή σημασία.
Είναι εμφανής η αναλογία ανάμεσα στα δυο κείμενα τα οποία είναι δομημένα πάνω
στο σχήμα ύβρη-τίση. . Και στα δυο, οι καπετάνιοι, τυφλωμένοι από την υπέρμετρη
εμπιστοσύνη στα καράβια τους, αψηφούν (ο κυρ Αντριάς ενεργητικά κι έχοντας
συναίσθηση του κινδύνου, ενώ ο Αμερικανός πλοίαρχος παθητικά, υποτιμώντας τον
κίνδυνο) τις δυνάμεις της φύσης (προσωποποιημένες και έλλογες στην μια
περίπτωση, άλογες στην άλλη) και διαπράττουν ύβρη. Την οποία πληρώνουν
οσονούπω. Η μόνη διαφορά είναι ότι στο διήγημα του Κάσδαγλη δεν περιγράφεται
κανένας θρήνος μετά την καταστροφή, αλλά θα ήταν και εκ των πραγμάτων περιττό,
αφού δεν υπήρξαν απώλειες, πλην του καραβιού και, βέβαια, του
τρωθέντος κύρους και του πληγωμένου εγωισμού του καπετάνιου του.
Άλλη
μια διαφορά είναι βέβαια ότι είναι σε κάθε κείμενο διαφορετική η
κατεύθυνση του ανέμου. βοριάς στη μια περίπτωση, νοτιανατολικός στην άλλη. Τέλος
πάντων. Τι να λέμε τώρα... Εδώ φυσάει βοριάς απ' το νοτιά...
Πάμε
γι' άλλα...
Υ.Γ:
"'Κατεβυθίσθεις συ, Τιτανικέ, ω φευ
ω συ των πλοίων
βασιλεύ!' ",
έλεγε με στόμφο (ή υπόκωφη ειρωνεία) ο έφηβος Κώστας Καρυωτάκης σχολιάζοντας
μια ανάλογη, πραγματική περίπτωση "I am the king of the world"...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου