Είναι μεγάλο ατύχημα το γεγονός ότι η πανελληνιολαγνεία πλήττει ιδιαίτερα τη Λογοτεχνία της Γ΄Λυκείου, καθώς συνηθίζεται να θυσιάζεται, λιγότερο ή περισσότερο από τους φιλόλογους και σχεδόν εξ ολοκλήρου απο τους μαθητές, στο βωμό της Έκφρασης- Έκθεσης και των υπόλοιπων πανελλαδικώς εξεταζομένων μαθημάτων. Κι αυτό γιατί πρόκειται για κείμενα σύγχρονα που απηχούν σε ένα μεγαλύτερο βαθμό και σε ένα πρώτο επίπεδο τις ανησυχίες και τα βιώματα του μέσου 18χρονου μαθητή. Η σειρά αναρτήσεων που ξεκινάει σήμερα έχει σκοπό, στα μέτρα των δυνατοτήτων του ιστολογίου, να "απαλύνει" αυτήν κατάσταση...
Η μέθοδος που θα ακολουθήσω είναι η αγαπημένη μου εσχάτως εκείνη της "ερμηνευτικής ακροβασίας" η οποία εν προκειμένω μου επιτρέπει να συσχετίσω το ποίημα της Βακαλό με ένα ποίημα του Σεφέρη. Ο Γιώργος Σεφέρης στις αρχές του Β΄Παγκοσμίου πολέμου χρησιμοποιεί τα σχήματα της αφήγησης στο ομώνυμο ποίημα του, για να δείξει την απομόνωση του ΄"αντιήρωα" του ποιήματος από τους υπόλοιπους και γενικότερα τα ψυχολογικά αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου.
Ο εν λόγω χαρακτήρας γυρίζει στους δρόμους κλαίγοντας -σαν ένας ακόμα "Ηδονικός Ελπήνωρ",τουτέστιν παρουσιαζόμενος με συμπάθεια αλλά κι ελαφρώς γελοιογραφικά, αντίληψη που δεν είναι κατανάγκην εκείνη του λυρικό εγώ αμφοτέρων των ποιημάτων, αλλά των υπολοίπων ανθρώπων την οποία φαινομενικά και υπονομευτικά ενδύεται η ποιητική φωνή. Αλλά "κανείς δεν ξέρει γιατί", καθώς οι άλλοι άνθρωποι "φροντίζουν τις δουλείες τους". Κι όσο εκείνος γυρίζει με "δυο βρυσούλες στις κόγχες των ματιών" και μιλάει για " εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου", το ποιητικό υποκείμενο, μιλώντας σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο - άρα έχοντας επίγνωση και των δικών του ευθυνών, διαπιστώνει ότι κανένας δεν ασχολείται πια με αυτόν. Τον συνήθισαν... Οπότε γιατί λέει αυτή την ιστορία; Το αποκαλύπτει στην τελευταία στροφή απευθυνόμενος στο υποτιθέμενο ακροατήριο του: "Γιατί δεν βρήκα τίποτα που να μην το συνηθίσατε". Και κλείνει με την ειρωνική προφανώς φράση: "Προσκυνώ"...
40 χρόνια μετά κι αφού έχουν παρεμβληθεί ένας Παγκόσμιος Πόλεμος, μια Κατοχή, δυο Εμφύλιοι, η εξορία και η φυλάκιση της μισής Ελλάδας, μια Δικτατορία και η τραγωδία της Κύπρου, η Ελένη Βακαλό προσθέτει στα στοιχεία της αφήγησης και στοιχεία του παραμυθιού και γράφει ένα σίκουελ - ας πούμε- της παραπάνω ιστορίας στο ποίημα της "Πως έγινε ένα κακός άνθρωπος".
Σκοπός της είναι να δείξει πως η
αδράνεια στα κακώς κείμενα της κοινωνίας οδηγεί τον άνθρωπο στην καχυποψία και
τον ατομικισμό και πώς η σιωπηλή συνενοχή γίνεται, υπό την "κατάλληλη" τρομοκράτηση, έμπρακτη, επεκτείνοντας
το νόημα της φράσης «Το άλλο μισό της βαρβαρότητας
είναι να την ανέχεσαι».
είναι να την ανέχεσαι».
Η ποιητική φωνή λειτουργεί
ως παντογνώστης, εν-συνείδητος αφηγητής και εξ αρχής δηλώνει ρητά την πρόθεση της να αποκαλύψει, να διευκρινίσει, να επεξηγήσει την μετάλλαξη που
υποδηλώνει ο τίτλος. Πώς ένας άνθρωπος έγινε (άρα δεν ήταν) κακός.
Την μετάλλαξη αυτή την
περιγράφει κατά στάδια, με τη σειρά.
Στο πρώτο στάδιο, ένας ο
άνθρωπος (απο αυτούς που "φροντίζουν τις δουλείες τους" στο παραπάνω ποίημα του Σεφέρη) χαρακτηρίζεται καλός και
μικρός. Τη φράση μπορούμε να την ερμηνεύσουμε ως «καλός αλλά μικρός» με βάση
την εξέλιξη του κειμένου και με τη λέξη «καλός» να παίρνει έτσι πια ειρωνική χροιά.
Ωστόσο, η λέξη μικρός μπορεί να έχει και άλλες σημασίες. Να δηλώνει ότι δεν
πρόκειται για ένα μεγάλο αισχύλειο ήρωα, αλλά για έναν καθημερινό, απλό άνθρωπο, ένα αντιήρωα.
Να δηλώνει το ηθικό του ανάστημα. Να δηλώνει, τέλος , το πώς αντιλαμβάνεται τον
εαυτό του. Από μακριά βλέπει έναν άλλο
άνθρωπο χτυπημένο, για το ποιόν του οποίου (όχι τυχαία φαντάζομαι) δεν ξέρει τίποτα, ούτε εμείς ως αναγνωστες , ούτε ο «μικρός καλός άνθρωπος». Αυτή η
απόσταση είναι παράλληλα και δείκτης της αποστασιοποίησής του. Ωστόσο, το θέαμα εκείνο είναι
αρκετό να τον βγάλει από την συνήθεια του και τη ρουτίνα του και αρχικά δεν μπορεί να το αγνοήσει. Η πρώτη αντίδραση του είναι να νοιώσει οίκτο για τον άνθρωπο. Τόσο έντονο που του προκάλεσε φόβο. Εντονότερο. Λογικοφανές, πρόκειται για έναν «καλό, μικρό άνθρωπο».
αρκετό να τον βγάλει από την συνήθεια του και τη ρουτίνα του και αρχικά δεν μπορεί να το αγνοήσει. Η πρώτη αντίδραση του είναι να νοιώσει οίκτο για τον άνθρωπο. Τόσο έντονο που του προκάλεσε φόβο. Εντονότερο. Λογικοφανές, πρόκειται για έναν «καλό, μικρό άνθρωπο».
Στο δεύτερο στάδιο, ο φόβος
του τον οδηγεί στο να ξεχάσει την υποχρέωσή του (την οποία αισθάνεται
αναμφίβολα) να βοηθήσει τον χτυπημένο, πάσχοντα συνάνθρωπο και να επικεντρωθεί
στη δική του την επιβίωση.
Επιλέγει, λοιπόν, αρχικά να
μεταβιβάσει σε άλλους την υποχρέωση του αυτή να βοηθήσει τον τραυματία,
μετακυλώντας παράλληλα και τυχόν ευθύνες. Αποφασίζει επιπλέον, να παραστήσει
ότι δεν βλέπει καν για να σώσει το τομάρι του. Χμ. Μάλλον πρόκειται για έναν
περισσότερο-μικρό-παρά-καλό άνθρωπο.
Στο τρίτο στάδιο, ο φόβος του
οδηγεί την σκέψη του σε φαντασίες.
Ταυτίζεται με την άποψη των διωκτών του χτυπημένου (Ίσως γιατί ο οίκτος του προξένησε μια ενοχή. Αλλά όχι εκείνη, την αυτονόητη, την ενοχή για την απουσία και την αδράνειά του, που "όπλισε" το χέρι του δράστη. Αλλά, καθώς ταυτίζεται με τον δράστη ψυχολογικά ολοένα και περισσότερο, την ενοχή για τον οίκτο που αισθάνθηκε προς το θύμα). Εκλογικεύει την κατάσταση
κατά πώς τον βολεύει, θεωρεί ότι θα ναι κανένας τρομοκράτης, κι άρα, ο ίδιος, ως «φιλήσυχος άνθρωπος», δεν μπορεί παρά να συνταχτεί με τους «αρχόντους»,
εναντίον των οποίων στη φαντασία του κινήθηκε ο τραυματίας. Αυτή η σκέψη τον
αγανακτεί και τον εξαγριώνει κι έτσι ο «αγανακτισμένος πολίτης» γίνεται ο ίδιος δράστης, χτυπώντας τον
αβοήθητο (και ξεπλένει και την ενοχή που αισθάνθηκε επειδή αφέθηκε στην αρχή να τον λυπηθεί). Γίνεται έτσι ένας κακός άνθρωπος…
Αυτό όμως , μας λέει ο αφηγητής κρούοντας έμμεσα τον
κώδωνα του κινδύνου, δεν είναι το τέλος. Είναι η αρχή του παραμυθιού… Ενός
παραμυθιού μάλλον με λυπημένο τέλος… («Καλημέρα σας» λέει η ποιητική φωνή
κλείνοντας… Τουτέστιν: «Ξύπνα», εκτός από «Αυτό είναι η αρχή…»). Γιατί όταν γίνεται ένας "κακός άνθρωπος" δεν είναι φαινομενικά τόσο μεγάλο το πρόβλημα. Όταν όμως γίνονται 422.990 τα πράγματα είναι σοβαρά, ειδικά όταν η συνέχεια του παραμυθιού, το επόμενο στάδιο, είναι να κληθεί ο πρώην "μικρός, καλός άνθρωπος" να πάει εκείνος να χτυπήσει...
Το ποίημα είναι γραμμένο λίγο
μετά την πτώση της Δικτατορίας, εποχή κατά την οποία υπήρξαν κι ευδοκίμησαν πολλοί τέτοιοι «καλοί, μικροί άνθρωποι», της συνομοταξίας " Κυρ -Παντελής". Και το τέλος του παραμυθιού
ήταν όντως λυπημένο, χαρακτηριστικό παράδειγμα η Κύπρος.
Ωστόσο, ακολουθώντας την τάση των νεοϋπερρεαλιστών ποιητών της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς να χρησιμοποιούν ως υπόστρωμα τα ιστορικά γεγονότα της εποχής τους και δανειζόμενη τα μοτίβα του παραμυθιού (αόριστος χρόνος και τόπος, ήρωες χωρίς όνομα , παρατακτική σύνδεση κτλ), ενός κειμενικού είδους δηλαδή με το οποίο είναι εξοικειωμένοι όλοι και το έχουν ταυτίσει με την νοσταλγική ασφάλεια των παιδικών χρόνων, κατορθώνει το νόημα του κειμένου να ξεφύγει από το συγκεκριμένο και το επίκαιρο και να αναχθεί στο γενικό και στο διαχρονικό, παρέχοντας ένα ηθικό δίδαγμα παρόμοιο με την γνωστή φράση του Βενιαμίν Φραγκλίνου: «Αυτοί που θυσιάζουν την ελευθερία τους για την ασφάλειά τους δεν αξίζουν την πρώτη και σύντομα θα χάσουν και τη δεύτερη». Παράλληλα, επιτυγχάνει να μας κάνει να αναρωτηθούμε όχι μόνο πώς έγινε ο κακός άνθρωπος, αλλά και ποιες συνθήκες τον "ανάγκασαν" να γίνει.
Ωστόσο, ακολουθώντας την τάση των νεοϋπερρεαλιστών ποιητών της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς να χρησιμοποιούν ως υπόστρωμα τα ιστορικά γεγονότα της εποχής τους και δανειζόμενη τα μοτίβα του παραμυθιού (αόριστος χρόνος και τόπος, ήρωες χωρίς όνομα , παρατακτική σύνδεση κτλ), ενός κειμενικού είδους δηλαδή με το οποίο είναι εξοικειωμένοι όλοι και το έχουν ταυτίσει με την νοσταλγική ασφάλεια των παιδικών χρόνων, κατορθώνει το νόημα του κειμένου να ξεφύγει από το συγκεκριμένο και το επίκαιρο και να αναχθεί στο γενικό και στο διαχρονικό, παρέχοντας ένα ηθικό δίδαγμα παρόμοιο με την γνωστή φράση του Βενιαμίν Φραγκλίνου: «Αυτοί που θυσιάζουν την ελευθερία τους για την ασφάλειά τους δεν αξίζουν την πρώτη και σύντομα θα χάσουν και τη δεύτερη». Παράλληλα, επιτυγχάνει να μας κάνει να αναρωτηθούμε όχι μόνο πώς έγινε ο κακός άνθρωπος, αλλά και ποιες συνθήκες τον "ανάγκασαν" να γίνει.
Τέλος, ας κλείσω με μια ακόμη "αδόκιμη" σύγκριση. Η ποιητική φωνή που ενδύεται ενσυνείδητος αφηγητής εδώ, μοιράζεται με τον "πατέρα -ποιητή" που λειτουργεί ως ποιητική φωνή στο ποίημα του Αναγνωστάκη "Στο παιδί μου" την κοινή πρόθεση να υπηρετήσουν την αλήθεια. Ωστόσο, ενώ ο
πατέρας-ποιητής στο ποίημα του Αναγνωστάκη στρέφεται ενάντια στα παραμύθια "για το Δράκο και τα ταξίδια της Πεντάμορφης κτλ" με τα οποία επιχειρείται από κάποιυς να παραπλανηθεί το παιδί του-αποδέκτες της ποίησης του, η Ελένη Βακαλό χρησιμοποιεί τις μεθόδους τους παραμυθιού, απευθυνόμενη σε ένα παρόμοιο κοινό. Πράγμα που εξηγείται όμως. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους "που δεν του άρεσαν ποτέ τα παραμύθια", κάτι που αναφέρεται ξεκάθαρα στον πρώτο στίχο κιόλας. Η Βακαλό αντίθετα απευθύνεται σε ανθρώπους που "συνηθίσανε" και τίποτα "δεν αντιπροσωπεύει τίποτα", όπως εκείνους στο ποίημα του Σεφέρη, στην αρχή. Έτσι η ποιήτρια μεταμφιέζεται το ποίημα σε παραμύθι, χρησιμοποιεί δηλαδή τις δομές και τις συμβάσεις ενός είδους οικείου και φαινομενικά ακίνδυνου σ' αυτούς στους οποίους απευθύνεται, και στην συνέχεια τις υπονομεύει (ο ήρωας είναι, αντιήρωας, ο ήρωας δεν λύνει το πρόβλημα, ο ήρωας δεν έχει κάποιον εχθρό, ο ίδιος είναι γίνεται ο εχθρός, το καλό δεν θριαμβεύει στο τέλος κτλ) με σκοπό αντιστικτικά, προκαλώντας τους έκπληξη, να τους ταρακουνήσει, ΄ώστε να ευαισθητοποιηθούν. Πώς το λέει ο Σεφέρης στον "Τελευταίο Σταθμό";
πατέρας-ποιητής στο ποίημα του Αναγνωστάκη στρέφεται ενάντια στα παραμύθια "για το Δράκο και τα ταξίδια της Πεντάμορφης κτλ" με τα οποία επιχειρείται από κάποιυς να παραπλανηθεί το παιδί του-αποδέκτες της ποίησης του, η Ελένη Βακαλό χρησιμοποιεί τις μεθόδους τους παραμυθιού, απευθυνόμενη σε ένα παρόμοιο κοινό. Πράγμα που εξηγείται όμως. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους "που δεν του άρεσαν ποτέ τα παραμύθια", κάτι που αναφέρεται ξεκάθαρα στον πρώτο στίχο κιόλας. Η Βακαλό αντίθετα απευθύνεται σε ανθρώπους που "συνηθίσανε" και τίποτα "δεν αντιπροσωπεύει τίποτα", όπως εκείνους στο ποίημα του Σεφέρη, στην αρχή. Έτσι η ποιήτρια μεταμφιέζεται το ποίημα σε παραμύθι, χρησιμοποιεί δηλαδή τις δομές και τις συμβάσεις ενός είδους οικείου και φαινομενικά ακίνδυνου σ' αυτούς στους οποίους απευθύνεται, και στην συνέχεια τις υπονομεύει (ο ήρωας είναι, αντιήρωας, ο ήρωας δεν λύνει το πρόβλημα, ο ήρωας δεν έχει κάποιον εχθρό, ο ίδιος είναι γίνεται ο εχθρός, το καλό δεν θριαμβεύει στο τέλος κτλ) με σκοπό αντιστικτικά, προκαλώντας τους έκπληξη, να τους ταρακουνήσει, ΄ώστε να ευαισθητοποιηθούν. Πώς το λέει ο Σεφέρης στον "Τελευταίο Σταθμό";
"Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές, είναι γιατί τ’ ακούς
γλυκότερα, κι η φρίκη δεν
κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή, γιατί
είναι αμίλητη και προχωράει – στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο,
μνησιπήμων πόνος".
Έτσι! Άρα, η παραπάνω αντίθεση είναι επουσιώδης...
Υ.Γ. : Σκοπός αυτής της ανάρτησης - πέρα από το προφανές της ανάλυσης του κειμένου- είναι να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία από εκείνη του ποιήματος. Να δείξει δηλαδή πως το γενικό σχήμα που περιγράφει η ποιήτρια υλοποιείται σε ένα συγκεκριμένο και επίκαιρο γεγονός. Για αυτό και η ανάρτηση αυτή είναι αφιερωμένη στον Παύλο Φύσσα, σε κάθε Παύλο Φύσσα και στην ελπίδα να μην υπάρξει κανένας άλλος Παύλος Φύσσας...
Το afterschoolbar σύντομα ξανά κοντά σας με ένα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου