Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Την ξέρετε την "Ελένη"? Των παδιών του Γ1 και του Γ3 του 1ου Γυμνασίου Ψυχικού

Τι σκεφτήκατε, ρε? Ντροπή σας...
Τα πράγματα είναι απλά... Με τα παιδιά του Β3 πέρυσι στ' Αφάντου ασχοληθήκαμε με τηναπεικόνιση  της Ελένης στη ζωγραφική, κυρίως. Με τα παιδιά του Γ2 πρόπερσι στον Αρχάγγελο, είδαμε πως παρουσιάζεται η Ελένη στο ελληνικό τραγούδι. Όλα ξεκίνησαν όμως, το σχολικό έτος 2007-2008 με τους-  ακαδημαικούς πολίτες σήμερα- μαθητές του Γ1 και του Γ3 του 1ου Γυμνασίου Ψυχικού... Μέτα το τέλος της διδασκαλία της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη, ζητήθηκε από τα παιδιά να μεταφέρουν τη δράση σε μιά άλλη εποχή, πραγματική ή φαντάστική, ή να διασκευάσουν μια σκήνη της τραγωδίας ...  Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά..

Το καλοκαίρι βρήκα στο  αρχείο μου μερικά από τα κείμενα αυτά  των παιδιών... Διαβάστε τα!

Το Λενιώ κι ο Γιακουμής.                                   [Το πιο λαμπρό μπουζούκι... ]
                                                                                                                              Της Ηρώς (Γ3)

Ο Γιακουμής (εκ του Γιακουμένιος) είναι ένα λαϊκό παλληκάρι που το πρωί δουλεύει στην οικοδομή για το μεροκάματο και το βράδυ  παίζει μπουζούκι σε ένα μικρό  κεντράκι. Η Ελένη, που ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη, τραγουδάει στο κέντρο αυτό. Είναι πανέμορφη και καπάτσα, γι’ αυτό έχει πολλούς θαυμαστές. Παρ’ όλα αυτά εκείνη  προτιμάει τον Γιακουμή και μόνο, τον πιο μάγκα και ξηγημένο απ’ όλους.
    Ο Καρνέζης, ο πολύ γνώστος μεγαλοπαραγωγός της εποχής, μια νύχτα επισκέπτεται το φτωχικό τους ελληνάδικο. Με το που βλέπει τη Λενιώ,  την ερωτεύεται και αποφασίζει να την αποκτήσει με κάθε τρόπο. Προσπαθεί να την γοητεύσει, να την αγοράσει, να την εξαναγκάσει με την βία, αλλά η ατίθαση και ερωτευμένη με τον Γιακουμή Λενιώ στέκεται βράχος. Φυσικά δεν λέει τίποτα στον Καρνέζη για τον καλό της, γιατί ξέρει πως με τα λεφτά και  την εξουσία του μπορεί να τον κάνει σκόνη.
     Ο ύπουλος μεγαλοπαραγωγός μαθαίνει, παρόλα αυτά, για αυτόν και  την απειλέι πως, αν δεν τον ακολουθήσει στη δουλειά και στη ζωη , θα σκοτώσει το Γιακουμή  Η Λενιώ αναγκάζεται να τον ακολουθήσει με βαριά καρδιά.  Ο Καρνέζης της τάζει δίσκους και ευτυχία, αλλά το μυαλό της είναι στον όμορφο Γιακουμή.  Έτσι κυλάνε τα χρόνια…
   Η Ελένη έχει κάνει μεγάλη επιτυχία πλάι στον μισητό Καρνέζη  με τη βοηθηεια της Τζέλας, της αδερφής του, που της έχει μάθει  κάθε κόλπο της δουλειάς.  Ο Γιακουμής ξαφνικά γίνεται γνωστός, καθώς έρχεται στη μόδα το ρεμπέτικό, και ανοίγει τα πιο μεγάλα και ξακουστά κέντρα διασκέδασης. Πέρα από τη δουλειά,     είχε περάσει όλα αυτά τα χρόνια ψάχνοντας την Ελένη, μέχρι που αυτή έγινε γνωστή και νόμισε πως τον ξέχασε. Η ίδια  πάντα ζούσε με την ελπίδα πως αυτός θα πήγαινε να την βρει, αλλά άδικα.
    Τελικά η Ελένη καθώς επισκεπτόταν  ένα κέντρο διασκέδασης συναντά τυχαία τον Γιακουμή μετά από πολλάαααα χρόνια.  Ευτυχώς, δεν ήταν μαζί της ο Καρνέζης τότε.  Όμως είχε στείλει μαζί του την Τζέλα, να τη φυλάει.  Η Λενιώ την πείθει να φύγει και να πει μια δικαιολογία στον αδερφό της.
     Όταν  μένουν μόνοι τους δίνουν εξηγήσεις ο ένας στον άλλο για το τι έχει γίνει μέχρι τότε, τα βρίσκουν και στήνουν δόλο, για να δώσουν ένα μάθημα στον Καρνέζη.  Με την δύναμη που είχε αποκτήσει ο Γιακουμής, μπορούσε να τον τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί. Φυσικά δεν το κατέστρεψαν αλλά του έδειξαν  πως ο Γιακουμής ήταν πιο δυνατός από αυτόν.  Έτσι, Καρνέζης άφησε τη Λενιώ ήσυχη, καθώς φοβόταν μη χάσει τη δουλειά  του…

Δραματοποίηση της σκηνής της αναγνώρισης

   Οι πόρτες στο κέντρο «Δειλινά» ανοίγουν διάπλατα και μέσα μπαίνει η γνωστή, αγαπητή σε όλους πλέον  τραγουδίστρια Ελένη Καρρά, αρχόντική και επιβλητική όσο ποτέ. Καθώς διασχίζει το κέντρο με αργά σίγουρα βήματα, τα μάτια της καρφφώνονται πάνω στο γνώριμο, αγαπημένο  μπουζούκι.  (Ο κάτοχος του βέβαια ήταν «αυτός»…!)
   Ο Γιακουμή πάνω που ήταν έτοιμος να κάνει ντούγκλα το μουστάκι σταματά. Νοιώθει  ένα βλέμμα να τον διαπερνά, ένα γνώριμο βλέμμα . Με το που τη βλέπει , σαν σημάδι από το θεό,  αντηχεί στ’ αυτιά του το θρυλικό  «Ζειμπέκικο της Ευδοκίας».  Αμέσως, κοντοστέκεται μπροστά απ’ το τραπέζι της  και  αρχίζει να χορεύει και με το χορό του της έλεγε όσα δεν μπορούσε να της πει με λόγια.
    Κι ενώ η Ελένη δεν μπορούσε να πιστέψει  πως την είχε αναγνωρίσει μετά από τόσα χρόνια, ο Γιακουμής,  κοιτώντας τη στα μάτια, σκύβει και σηκώνει ένα τραπέζι με το στόμα του.  Αυτό ο βουβός διάλογος  συνεχίστηκε μέχρι η Τζέλα να τους αφήσει μόνους.  Κι ενώ ττο μαγαζί  είχε αδειάσει, σηκώνεται αποφασιστικά η Ελένη και του λέει:
-          «Γιακουμή, φτύσε επιτέλους το τραπέζι, πρέπει  να μιλήσουμε».
-          «Λενιώ, που ήσουν τόσο  καιρό;  Τι σ’ έκανε να γυρίσεις; Δεν είσαι ευτυχισμένη με τον Καρνέζη; »
-          «Ο Καρνέζης μου πρόσφερε λεφτά και δόξα, αλλά  η σκέψη και η καρδιά μου ήταν πάντα μαζί σου.»
-          «Τότε γιατί με άφησες; Κι εγώ σε σκεφτόμουν ολημερίς και ολονυκτίς .»
-          «Γιακουμή, πες μου πως με συγχωρείς, γιατί χωρίς τη συγχώρεση σου και την αγάπη σου δεν μπορώ να ζήσω!»
-          «Τα δάκρυα που κυλούν στο πρόσωπο σου είναι η συγνώμη που θα δεχτώ, Λενιώ. Για σένα χόρευα κι,  αν  διάβασες στο χορό μου αυτά που ήθελα να σου πω, δεν υπάρχεις λόγος να σε συγχωρέσω για τίποτα! »
   Η Ελένη πέφτει στις αγκάλες του Γιακουμή  και αυτός την κλείνει με πάθος στο φαρδύ του στέρνο.
-          «Αγαπημένε, πες μου πως πέρασες τα 15 χρόνια που ήμουν μακριά σου.»
-          «Κοίτα να δεις. Λενιώ.  Υπέφερα και το βέλος της αγάπης μου τρύπαγε την καρδιά. Όμως συνέχισα τη ζωήμου στο γιαπί με  το πηλοφόρι και το μυστρί. Και φυσικά, μ ένα φίλο που ήταν πάντα εδώ για μένα. Το μπουζούκι μου! Και τώρα, να ‘ μια εδώ, μπροστά στο χρήμα και τις business της νύχτας και , κυρίως, μπροστά σε σένα. Εσύ, αγαπημένη, τι θα μου πεις για τη ζωή σου; »
-          «Πικρή και μάταιη δίχως εσένα! Τίποτε άλλο!»
-          «Μη διστάζεις, Λενιώ! Πες μου!»
-          «Το παρελθόν είναι λυπηρό και πρέπει να αντικατασταθεί με το μέλλον!»
-          «Μήπως αποφεύγεις να μου πεις για το παρελθόν σου γιατί περιλαμβάνει τον Καρνέζη μέσα ; Μήν υπάρχει κάνα κουτσούβελο;»
-          «Λόγια πικρά βγαίνουν από το στόμα σου, αγαπημένε, και , αφού θέλεις, θα σου πω.  Ο Καρνέζης  μου έταξε δουλειά, όπως σου είπα, και  μια ζωή γεμάτη πολυτέλειες. Βέβαια, καμιά πολυτέλεια δεν αγγίζει τη χαρά μου που είμαστε μαζί. Με είχε απειλήσει, αγαπημένε,  πως κακό θα σου κάνει με την εξουσία που ‘ χε στα χέρια του.  Γι’ αυτό  υπέκυψα. Δεν θα άντεχα να σε χάσω.! Είσαι ο μόνος που μου έχει απομείνει!»
-          «Το κάθαρμα,  τον Καρνέζη!»
Σηκώνεται αναστατωμένος…
-          «Τώρα , Λενιώ,  μπορώ με την δύναμη που έχω και τα πλούτη μου να του κάνω τον βίο αβίωτο! Τώρα θα δεί! Ο πουλημένος!»
-          «Ναι, αγαπημένε, αλλά έχεις χρυσή καρδιά!! Η συμπεριφορά του ήταν απάνθρωπη, αλλά σ’ αυτόν χρωστάω αυτό που είμαι τώρα!Μπορούμε απλά να του τρίξουμε τα δόντια!  Με δόλο πονηρό να στήσουμε πλεκτάνη για να αποτύχει ο δίσκος που ετοιμάζει και να του γίνει μάθημα!»
-          «Και μετά θα  μπορούμε  να κάνουμε μαζί, ευτυχισμένοι , καριέρα!»

Η Λενιώ κι ο Γιακουμής φεύγουν αγκαλιασμένοι από τη σκηνή!
Στάσιμο:
Τώρα στη σκηνή παίνουν τα μπαλέτα του μαγαζιού και  χορεύουν συρτάκι.

Σύγχρονη δραματική ποίηση:  «Νίτσα»       

                                                                                                        του Δημοσθένη Δ.  (Γ1)
   Η Νίτσα (Ελενίτσα) είναι μια πανέξυπνη χωριατοπούλα που κατέβηκε να σπουδάσει στην Αθήνα, ύστερα από απαίτηση των γονιών της .
   Οι γονείς της Νίτσας κατέληξαν σ’ αυτήν την απόφαση (εκτός του προφανή λόγου της μόρφωσης), ώστε να την χωρίσουν από τον νεαρό βοσκό Μενιο (Μενέλαο), με τον οποίο ήταν κρυφά αρραβωνιασμένη.  Οι γονείς της τελικά, πέτυχαν τον σκοπό τους , αφού ο Μενέλαος έπρεπε να μείνει και να πολεμήσει την αρρώστια του ετοιμοθάνατου πατέρα του,  του  Ατρέα, και δεν μπόρεσε να  την ακολουθήσει στην Αθήνα.
   Τρία χρόνια μετά, οι γονείς της Νίτσας πέθαναν χωρίς να έχουν κάποια περιουσία να της αφήσουν ως κληρονομιά, με αποτέλεσμα τα λεφτά που έπαιρνε από την καφετέρια στην οποία δούλευε να μην της φτάνουν για να συντηρηθεί και να πληρώσει το νοίκι της γκαρσονιέρας της. Έτσι η Νίτσα αναγκάστηκε να πάρει δάνειο από ένα άθλιο υποκείμενο, τον Θεοκλύμενο, ο οποίος για κακή της τύχη, αποδείχθηκε ότι ήταν κάτοχος οίκου ανοχής στην οδό Φυλής.
   Ταυτόχρονα, ο  Μένιος βοηθούσε ακόμα τον πατέρα του, ο οποίος ύστερα από  ειδική φαρμακευτική αγωγή και στενή ιατρική παρακολούθηση, κατάφερε να κερδίσει μερικά χρόνια ζωής επιπλέον.  Ο Μένιος, ήδη καταπονημένος από τις κακουχίες της ζωής ενός βοσκού, δέχτηκε το χτύπημα που τον αποτελείωσε από την πρώην αντίζηλο της Νίτσας, την Ήρα, που για να την εκδικηθεί που κέρδισε την καρδιά του Μενέλαου έβγαλε μια φήμη σύμφωνα με την οποία η Νίτσα έχει γίνει χρήστης ναρκωτικών και για να καταφέρει να πάρει της δόσης της  έκλεβε ανθρώπους στο μετρό και τα λεωφορεία. Τις πληροφορίες αυτές τις βάσιζε σε ένα ταξίδι που είχε κάνει στην  Αθήνα και στο οποίο, σύμφωνα με την Ήρα , την  συναντήσε και, μάλιστα,  η Ήρα της δάνεισε λεφτά, επειδή την λυπήθηκε.
Στην Αθήνα, από την άλλη, έχουν περάσει δυο χρόνια από την μέρα  η Νίτσα δανείστηκε τα λεφτά και τώρα πια μαζί με τους τόκους το ποσό που πρέπει να πληρώσει είναι διπλάσιο από το αρχικό και δεν έχει αρκετά χρήματα να το ξεπληρώσει.  Έτσι ο Θεοκλύμενος την παίρνει από το διαμέρισμα της και την πηγαίνει στον οίκο ανοχής του, για να δουλέψει για αυτόν. Αλλά εκεί, η υπεύθυνη του οίκου ανοχής  και παλιά παραμάνα του Θεοκλύμενου Θεονόη και οι κοπέλες που ήδη δούλευαν εκεί (Χορός) την λυπούνται και, για να μην έχει την άσχημη μοίρα τους, την κρύβουν σ’ ένα υπόγειο του κτηρίου.
Στο χωρίο, εφτά χρόνια μετά την ανάκαμψη του, ο Ατρέας τελικά πεθαίνει Ο Μένιος μαζεύει τα πράγματα του και φεύγει από το χωριό να αρχίσει μια νέα ζωή, μιας και το μόνο που τον κράταγε πίσω  ήταν ο πατέρας του που πλέον έχει πεθάνει.
   Ο Μένιος βρίσκει ένα διαμέρισμα και προσπαθεί να φτιάξει την ζωή του από την αρχή. Μετά από ένα μήνα κι αφού είχε βρει δουλειά και όλα είχαν αρχίσει να μπαίνουν σε μια τάξη θέλησε να πάει την οδό Φυλής , γιατί του είχε μιλήσει ένας φίλος του γι’ αυτή και του είχε δημιουργήσει εντύπωση ότι εκεί μπορείς να πληρώσεις μια γυναίκα για να κάνετε σεξ.
    Φτάνοντας. λοιπόν, εκεί μπήκε στον οίκο ανοχής του Θεοκλύμενου που ήταν, άλλωστε, ο πιο γνωστός της περιοχής. Όσο περίμενε να ‘ρθει η σειρά του ήρθε το Ηθών για να κάνει έλεγχο και, επειδη ο οίκος ανοχής δεν ήταν νόμιμος, η Θεονόη τον έκρυψε στο υπόγειο που για πέντε χρόνια ήταν το σπίτι της Νίτσας.
   Μετά από τόσα χρόνια που είχαν να συναντηθούν ήταν δύσκολο και για τους δυο να αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλο και ειδικά για το Μένιο, ο οποίος είχε πειστεί πια ότι η Νίτσα είναι μια τοξικομανής που δεν  έχει μέλλον… Τελικά μετά από αρκετά λόγια και ερωτήσεις πείστηκαν ο ένας για τον άλλο και οργάνωσαν το σχέδιο διαφυγής τους από τον οίκο ανοχής και επιστροφής τους στο χωριό.
Το σχέδιο λοιπόν, ήταν το εξής: Κατά την διάρκεια του ελέγχου του Ηθών η Θεονόη θα έλεγε στον Θεοκλύμενο  ότι στο υπόγειο είναι μια από τις κοπέλες με έναν πελάτη και θα έπρεπε να τους ξεκλειδώσει την πόρτα προς το γκαράζ και να τους δώσει και τα κλειδιά του αυτοκινήτου, για να φυγαδευτούν. Η Θεονόη δέχτηκε να τους βοηθήσει και είπε στον Θεοκλύμενο όσα έπρεπε να του πει για να τον πείσει και,  όντως, ο Θεοκλύμενος έστειλε τον μπράβο του να τους φυγαδεύσει και του έδωσε εντολή να τους πάει όπου του πουν αυτοί.  Ο Μένιος του είπε να τους πάει στον σταθμό του τρένου και αυτός  τους πήγε.
   Έτσι ο Μένιος και η Νίτσα πήραν το τρένο για το χωριό και ο μπράβος γύρισε και είπε στον Θεοκλύμενο που τους πήγε. Ο Θεοκλύμενος κατάλαβε τότε ότι χωρίς να το καταλάβει φυγάδευσε την Νίτσα και όλα αυτά εξαιτίας της παραμάνας του. Και, αν οι αστυνομικοί δεν τον συλλάμβαναν για την ηρωίνη που υπήρχε στο κτήριο,  τότε η ζωή της Θεονόης  και των κοριτσιών θα ήταν σε κίνδυνο. Αλλά τελικά όλοι κατέληξαν με ότι τους άξιζε. (Η Ήρα σκύλιασε από το κακό της και άρχισε τα ναρκωτικά…)

Ελένη                                                                                              

                                                                                                                                      Του Κώστα Γ.  (Γ3)
   Η Ελένη είναι μια καλλονή που ζει στην Εκάλη με τον μεγιστάνα του τόπου Μενέλαο. Ο Πάρις είναι γόνος πλούσια οικογένειας. Έχει αλυσίδα καταστημάτων και συνεργάζεται με τον Μενέλαο.
   Σε κάποια επίσκεψη στο σπίτι του Μενέλαου ο Πάρις γνωρίζει την Ελένη και αρχίζει να την πολιορκεί. Καθώς περνάει ο καιρός την ερωτεύεται και προσπαθεί να την πείσει να κλεφτούν.
   Η Ελένη το εκμυστηρεύεται στην δίδυμη αδερφή της Εμμανουέλλα , η οποία όμως είναι ερωτευμένη με τον Πάρη.  Αυτή μαζί με τον  Κ. Τζόρτζεβιτς, πλούσιο Αθηναίο, καταστρώνει ένα πολύπλοκο και πονηρό σχέδιο. Η Ελένη απαγάγεται και μεταφέρεται στο σπίτι του Κ. Τζόρτζεβιτς στην Ελβετία, ενώ η Εμμανουέλλα παίρνει τη θέση της Ελένης και φεύγει με τον Πάρη στη Βραζιλία.
   Κανείς δεν αναζητά την Ελένη, αφού ο Μενέλαος, απογοητευμένος από την στάση της γυναίκα τους και σίγουρος ότι αυτή τον εγκατέλειψε, κλείνεται στον εαυτό του.
   Χρόνια μετά ο Μενέλαος μαθαίνει από συνεργάτη του που πηγαίνει συχνά για δουλειές στη Ζυρίχη ότι συναντήθηκε με τον Κ. Τζόρτζεβιτς και τη γυναίκα τουη οποία ήταν ολόιδια  η Ελένη.  
Ο Μενέλαος,  γεμάτος περιέργεια, φεύγει αμέσως για την Ζυρίχη, κατευθύνεται στο σπίτι του Τζόρτζεβιτς και βρίσκει την Ελένη μόνη της. Η Ελένη,  που έχει αμνησία, βλέποντας τον Μενέλαο αρχίζει σιγά – σιγά να ξαναβρίσκει τη μνήμη της.
   Καταλαβαίνουν και οι δυο ότι ένα παιχνίδι έχει παιχτεί εις βάρος τους και ότι ο τωρινός σύζυγος της έχει μεγάλη ευθύνη σ’ αυτό. Αυτός ο γάμος είναι ψεύτικος. Οι δυο ήρωες αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο και αρχίζουν να οργανώνουν τη φυγή τους.

Διάλογος:
Μενέλαος: Ποια είσαι; Ποια γυναίκα βλέπω εμπρός μου;
Ελένη: Το ίδιο ρωτώ κι εγώ. Εσύ ποιος είσαι?
Μ.: Ίδια και απαράλλακτη με την Ελένη είσαι, την γυναίκα μου!
Ε.: Γυναίκα σου; Είσαι τρελός; Ποιος είσαι,  ρε;
Μ.: Ο Μενέλαος, ο άντρας σου!!!
Ε.: Έχω παντρευτεί δυο άντρες;
Μ.: Εμένα μόνο σου άντρα έχεις…
Ε.: Εμένα άντρας μου είναι ο Κ. Τζόρτζεβιτς.
Μ. : Κοίτα αυτήν τη φωτογραφία… Είναι απ’ τον γάμο μας! Την έχω πάντα μαζί μου όλα αυτά τα χρόνια  κι ας έφυγες μακριά μου!!!
Ε.: Αυτή είμαι … εγώ! Δεν το πιστεύω! Μα, για περίμενε… Αρχίζω και θυμάμαι… Ήταν φθινόπωρο… 
Ήμουν τόσο ευτυχισμένη εκείνη τη μέρα! Τι συνέβη; Πώς βρέθηκα εδώ?
Μ.: Ελένη! Αρχίζεις να θυμάσαι… Μετά από τόσα χρόνια στον άντρα σου ήρθες …
Μα πώς βρέθηκες εδώ? Πώς σε αρπάξαν απ’ το σπίτι;
Ε.: Δουλειά της αδερφής μου είναι! Αυτή μας προκάλεσε τόσο πόνο.
Μα τώρα ας  τ’ αφήσουμε αυτά. Αργότερα μπορούμε να τα πούμε! Ας σκεφτούμε πως θα φύγουμε από δω…

   Ξαφνικά η ευτυχία τους διακόπτεται,  καθώς επιστρέφει απροσδόκητα  ο Τζόρτζεβιτς . Μόλις τον βλέπει η Ελένη, υποκρίνεται ότι ακόμα έχει αμνησία και δεν αναγνωρίζει τον Μενέλαο. Ο Τζόρτζεβιτς έντρομός τους απομακρύνει από το σπίτι, δεν γνωρίζει όμως για το σχέδιο που ήδη έχουν καταστρώσει…
   Η ιστορία έχει αίσιο τέλος, αφού οι δυο τους καταφέρνουν να ξανασμίξουν και να φύγουν μακριά. Στην πραγματοποίηση του σχεδίου τους βοήθησε και η αδερφή του Τζόρτζεβιτς, που κατάλαβε την αδικία που είχε κάνει ο αδερφός της, και  έμεινε μαζί τους.

Παρωδία της Ελένης                                             [The H files (I want to believe)]

                                                                                                                                          του Δημήτρη Γ. (Γ1)      

Στην σύγχρονη εποχή θεωρείται ότι πως ο Τρωικός πόλεμος έγινε λόγω της ομορφιάς της Ελένης, εφόσον η Αφροδίτή, όταν επικράτησε των άλλων θεών στο διαγωνισμό ομορφιάς, έταξε στον Πάρη την πιο όμορφη γυναίκα στο κόσμο, και στην συγκεκριμένη περίπτωση την Ελένη.  Έτσι η θεά Αφροδίτη φτιάχνει ένα είδωλο που το δίνει στον Πάρη.  Όμως μήπως αυτή δεν είναι η πραγματική ή,  τουλάχιστον, όλη η αλήθεια; Στην πραγματικότητα, ο Μενέλαος είχε κουραστεί μετά από τόσο χρόνια γάμου με την Ελένη και ήθελε μια αλλαγή. Έτσι «χάρισε» (αν επιτρέπεται  να χρησιμοποιήσω αυτόν το όρο ) την γνωστή μας Ελένη στον Πάρη.
   Μόνο που, όταν ο Πάρης με την σύζυγο του πλέον έφτασαν στην Τροία, η Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα ο Μενέλαος , κήρυξε τον πόλεμο στην Τροία.  Το αποτέλεσμα αυτού του πολέμου, ως γνωστόν, ήταν η Τροία μετά την πτώση της να περιέλθει σε ελληνικά χέρια.
   Μήπως όμως, τελικά,  έγινε για κάποιον άλλο λόγο ο πόλεμος;
    Η απάντηση στην παραπάνω ερώτηση είναι πως ο Μενέλαος, όπως αναφέρθηκε στην αρχή,  ήθελε μια αλλαγή και έτσι χώρισε την «πραγματική» Ελένη. Αυτός στην Τροία πήγε μήπως  γνωρίσει κάποια όμορφη Τρωαδίτισσα , ενώ αντίθετα ο Αγαμέμνονας , ο αδελφός του, χρησιμοποίησε την ιστορία - όπως την ξέρουμε  για την αρπαγή της Ελένης - ως πρόφαση για πλούτη και δόξα.
   Από αυτό συμπεραίνουμε ότι η Ελένη ίσως να πήγε στην Αίγυπτο, αλλά ίσως και να μην πήγε, εφόσον και ο Πάρης και ο  Μενέλαος είχαν δει μόνο το είδωλο της.

Άρα η Ελένη βρίσκεται κάπου εκεί έξω…



Ο καλός, ο κακός και η όμορφη           [Η Ελένη στο Φαρ Ουέστ]


                                                                                                             Του Αντώνη Β.  (Γ1)
Εισαγωγικό άσμα: Lone Ranger
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μέσα του 19ου αιώνα, βρισκόμαστε κάπου στην αμερικανική έρημο, όπου καλπάζει πάνω στο πιστό του άτι ο Μένιος o Άγριος.  Κατευθύνται προς το Keepsake City.  Έχει κατά νου να διεκδικήσει πίσω την γυναίκα του Ελένη, η οποία  απήχθη την ώρα που εκείνο ηγούταν μιας ομάδας ντεσπεράντος, για να κυριεύσουν μια περιοχή των ερυθρόλευκων. Τώρα ο θανάσιμος εχθρός του, Theo ο Πλουμιστός, κρατάει τη σύζυγο του αιχμάλωτη στο σαλούν του μακαρίτη πατέρα του.
Αποφθεγματική φράση: «Θα γίνει του Ελ Πάσο…»

Α’ Επεισόδιο
1ο μέρος:
Ο Μένιος μπαίνει στην πόλη με επιβλητικό ύφος. Οι κάτοικοι πανικοβάλλονται προβλέποντας την επικείμενη καταστροφή και κλείνονται στα σπίτια τους διπλοκλειδώνοντας. Φτάνει μπροστά από τη δίφυλλη πόρτα του σαλούν και δίχως δισταγμό την ανοίγει…
2ο μέρος:
Μεταφερόμαστε στα παρασκήνια του σαλούν όπου βρίσκεται η Ελένη. Προετοιμάζεται για την πρώτη της χορευτική παράσταση. Ωστόσο, είναι σε άθλια ψυχολογική κατάσταση, γιατί οι φήμες λένε ότι ο άντρας της πληγώθηκε στη μάχη και ύστερα υπέκυψε στα τραύματα του.  Οι συμπρωταγωνίστριες της στην παράσταση, οι οποίες παίζουν το ρόλο του Χορού, της συμπαραστέκονται και προσπαθούν να την αποτρέψουν από τις τάσεις αυτοκτονίας που έχει. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο δωμάτιο ο Theo.  Ακουλουθεί μια φλογερή λογομαχία ανάμεσα σ’ αυτόν και την Ελένη. Εκείνη επικαλείται την ασυλία που της προσφέρει το ιερό τραπέζι στο οποίο συνήθιζε να παίζει τζόγο ο πατέρα του Theo, ο Πρωτέας ο Καλόβουλος. Τελικά ο Theo αποχωρεί.

Β’ Επεισόδιο
Ο Μένιος είναι μέσα στο σαλούν. Εντοπίζει τον Theo και του συστήνεται. Έκπληκτος ο Theo αναρωτιέται τι τον εμποδίζει να τον σκοτώσει επιτόπου, με όλα τα τσιράκια του  μέσα στο μαγαζί.  Εκείνος υποστηρίζει ότι τον προστατεύουν οι ισχυρές διασυνδέσεις που έχει με νονούς της Μαφία σε όλη την Αμερική. Διστακτικός ο Theo του δίνει διορία δυο μέρες να φύγει από την πόλη. Εν τω μεταξύ, χωρίς κανένας απ’ τους δυο να το ξέρει, η Ελένη έχει παρακολουθήσει την όλη σκηνή μέσα από μια σχισμή στον τοίχο.

Γ΄ Επεισόδιο
1ο μέρος:
Ο Μένιος βρίσκεται σε ένα ξενοδοχείο μέχρι να αποφασίσει πως θα αντιμετωπίσει την κατάσταση. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η Ελένη που έχει αποδράσει από το σαλούν, καθώς είχε αναγνωρίσει τον Μένιο. Ακολουθεί σκηνή αναγνώρισης του Μένιου. Επειτα, καταστρώνουν ένα σχέδιο διαφυγής.  Ο Μένιος θα προκαλέσει τον Theo σε μονομαχία, ενώ η Ελένη θα αναλάβει να αντικαταστήσει τις σφαίρες του όπλου του με σκάρτες. Επίσης ανέλαβε να διαδώσει τις φήμες.
2ο μερός:
11:57 : Οι δυο άντρες βρίσκονται στον κύριο  δρόμο της πόλης  με το χέρι πάνω στο περίστροφό. Τα λεπτά κυλούν αργά και βασανιστικά. Ακολουθεί διάλογος μεταξύ τους στον οποίο ανταλλάσσουν απειλητικά λόγια.
12:01 : Ο Theo είναι ξαπλωμένος στο χώμα με ζεστό αίμα να αναβλύζει από το στήθος του. Ο Μένιος σκύβει από πάνω του και του εξηγεί τον δόλο. Ο Theo ξεψυχάει λέγοντας…
Αποφθεγματική φράση:  «Μ ‘έφαγες, κάθαρμα».

Έξοδος: το έργο κλείνει με το ευτυχισμένο ζεύγος να καλπάζει προς τον δύοντα ήλιο…

Εξόδιον άσμα: [Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι]




Star Wars. Episode VII.                                [The emperire strikes ξάνα μανά]



                                                                                                                         Του Αλέξανδρου Α. (Γ1)
   Πριν από πολύ καιρό, σε έναν γαλαξία πολύ πολύ μακρινό…


   Το τάγμα των Τζεντάι είναι κλονισμένο με τα νέα που έφεραν οι Μπάθαν Σπάις. Οι πληροφορίες  έλεγαν: «Η πριγκίπισσα Λέ(ν)ια, ενώ βρισκόταν στον πλανήτη Ναμπού στις περιοχές με τις λίμνες, απήχθη  από την Αυτοκρατορία με αρχηγό τον  Ντάρθ Πρωτέους και την στείλανε στην Αίγυπτο (Mos Eisly), υπό την επιτήρηση του μεγαλύτερου έμπορου ναρκωτικών και απατεώνα, του Τζάμπα Θεοκλύμενους.
   Αμέσως οι Τζεντάι, με αρχηγό τον Γιόντα, ξεκίνησαν meeting με σκοπό να βρουν ποιος είναι ο καταλληλότερος Τζεντάι για αυτή την αποστολή. Όλοι φοβόντουσαν να πάνε. Άλλωστε, ποιος τα βάζει με την Αυτοκρατορία και τον Τζάμπα Θεοκλύμενους; Κι εκείνη τη στιγμή που όλο το τάγμα των Τζεντάι ήταν σε απόγνωση έρχεται στην αίθουσα του meeting  ο Αρχηγός Σολομένιους με την τεράστια τριχόμπαλα (Τσουμπάκα). Αμέσως, όλοι οι Τζεντάι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και είπαν ομόφωνα ότι βρήκαν το κατάλληλο άτομο. Μόλις μαθαίνει τα νέα, ο  Αρχηγός Σολομένιους βάζει τα κλάματα και λέει ότι θα πάει αμέσως να βρει την Πριγκίπισσα Λέ(ν)ια.
   Χωρις χρονοτριβή ο Αρχηγός Σολομένιους δίνει διαταγή στον Τσουμπάκα  και σε μια μικρή ομάδα επαναστατών να επιβιβαστούν στο πιο παλιό και αργό διαστημόπλοιο, το θρυλικό «Millennium Falcon ».  Ο νεαρός Πανταγουάν Σκαϊηλίθιους,  μαζί με τον Όμπι Ζουάν Κενόμπι χαιρετάνε με μια φωνή την αποστολή λέγοντας την διάσημη έκτοτε φράση: «May the GODS  be with you».
   Αμέσως η αποστολή ξεκίνησε με σκοπό να φέρει την Πριγκίπισσα Λέ(ν)ια πίσω στο σύστημα Ναμπού.  Μετά από 15 μεταλεπτά της μεταώρας η αποστολή φτάνει στην Αίγυπτο. Ο Αρχηγός Σολομένιους δίνει διαταγές να τον περιμένουν όλοι  στην ακτή με το περίεργο υγρό που ονομάζεται «νερό» . Αυτός ντύνεται με κουρέλια, για να δείχνει ζητιάνος  κι έτσι να  μπει ευκολότερα στο πολύ περιφρουρούμενο  παλάτι του Τζάμπα Θεοκλύμενους. Ο Τζάμπα Θεοκλύμενους ήταν τότε ο μεγαλύτερος απατεώνας ολόκληρου του Γαλαξία. Είχε το αποκλειστικό εμπόριο των ξυλακίων θανάτου (κοινώς ναρκωτικών) και, φυσικά ,έκανε delivery pizza  σε ολόκληρο τον Γαλαξία, αφού είχε την μεγαλύτερη αλυσίδα πίτσας, την Pizza Hut.
    Ο Ντάρθ Πρωτέους επρόκειτο να παντρευτεί την Πριγκίπισσα Λέ(ν)ια με το ζόρι, αλλά ο Τζάμπα Θεοκλύμενους  πρόλαβε και τον δολοφόνησε.  Έτσι άνοιξε η όρεξη του Τζάμπα Θεοκλύμενους. Αλλά ο Ντάρθ Πρωτέους  πρόλαβε και  απολίθωσε την Πριγκίπισσα Λέ(ν)ια σε ένα μείγμα άνθρακα κι έτσι αυτή κατάφερε να  ησυχάσει  για λίγο από τις παντρειές.  Ο Αρχηγός Σολομένιους , κάποια στιγμή που δεν υπήρχαν φρουροί, βρίσκει την ευκαιρία να μπει μέσα στο κτίριο, όπου συναντάει την γερόντισσα «Grenovian». Αυτή του είπε ότι ο Τζάμπα Θεοκλύμενος αλλά κι αυτή μισούν τους Τζεντάι. Ευτυχώς όμως, αυτός είχε ξεχάσει το light sober στο αμάξι και δεν τον πήρε μυρωδιά.  Το βράδυ ο Αρχηγός Σολομένιους κατάφερε να δει  και να ξεπετρώσει την Πριγκίπισσα Λέ(ν)ια. Στην αρχή δεν αναγνωρίστηκαν μεταξύ τους, αλλά με ένα φιλί  όλα ξεχάστηκαν και σκέφτηκαν μαζί πως θα ξεγελούσαν τον Τζάμπα Θεοκλύμενους.
    Αφού το σχέδιο ολοκληρώθηκε, πέρασαν στην εκτέλεση του. Έτσι ο Αρχηγός Σολομένιοους έδωσε εντολή στον Τσουμπάκα και η ομάδα κρούσης των επαναστατών ξεκίνησε  μια φαντασμαγορική και φανταστική μάχη. Μια μάχη μεταξύ Καλού και Κακού.  Ο Τσουμπάκα φτάνει γρήγορα με τους επαναστάτες σκοτώνοντας  τους πρώτους φρουρούς. Ο Τσούι πετάει στον Αρχηγό Σολομένιους το light sober που είχε ξεχάσει στο αμάξι , ο Αρχηγός Σολομένιους το πιάνει στον αέρα και κόβει το τεράστιο κεφάλι του Τζάμπα Θεοκλύμενους.  Έτσι η ομάδα έφερε σε  πέρας με επιτυχία την αποστολή.
     Επιβιβάστηκαν, λοιπόν, στο «Millennium Falcon » και ξεκίνησαν το ταξίδι του γυρισμού.  Αλλά τίποτα δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ο Τσουμπάκα είχε ξεχάσει να βάλει βενζίνη στο διαστημόπλοιο και έπεσε στο μέρος που τον 21ο  αιώνα ονόμαζαν Αλβανία.  Και έπαθαν ότι είχε πάθει και Μπους τότε. Τους έκλεψαν τα πάντα, το  διαστημόπλοιο εξαφανίστηκε αμέσως και ο Αρχηγός Σολομένιους αναφώνησε: «I HAVE A  BAD FEELING ABOUT THIS»…
                                                                                                           ….TO BE CONTINUED

P.S. : SORRY MR. GEORGE  LOUCAS AND THE PIZZA HUT INDUSTRY
  


Παρωδία της «Ελένης». Β’ Επεισόδιο, 5η σκηνή, Στίχοι 1140-1219.
                                                                                                                   Του Στάθη Τζ.  (Γ3)

ΕΛΕΝΗ: Ευτυχώς που είμαι καπάτσα και κατάφερα να πείσω την Θεονόη να κάνει τουμπεκί και να μη μας καρφώσει.  Αλλά τώρα,  εδώ σε θέλω! Βρες ένα σχέδιο να φύγουμε από δω.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Λοιπόν, ξέρεις καλά τους δούλους του βασιλιά, έτσι;
Ε.: Τι εννοεί ο ποιητής ;  Ετοιμάζεις κάτι καλό, αγορίνα μου;
Μ.:  Μπορείς να πείσεις ένα δούλο να μας δώσει μια Φερράρι;
Ε.: Πω πω! Την πέταξες πάλι… Πες πως παίρνω μια Φερράρι . Πώς θα φύγουμε;
Μ.: Δίκιο έχεις. Άμα μείνω εδώ και χραπ του κόψω το κεφάλι;
Ε.: Πας καλά, ρε; Θα μας αφήσει η αδερφή του;
Μ.: Όχι ε? Δεν μπορούμε, ρε συ, να φύγουμε και με το καράβι μου, γιατί βούλιαξε…
Ε.: Ισχυρό φύλο σου λέει… Λοιπόν, επειδή λες βλακείες και οι γυναίκες είναι πιο έξυπνες, θα σου πω εγώ σχέδιο. Θα πούμε πως πέθανες…
Μ.: Φτου, φτου. Χτύπα ξύλο, καλέ!!! Κακό σημάδι…
Ε.: Θα κουρευτώ και θα κλαίω συνέχεια…
Μ.: Μούφα μου φαίνεται η όλη φάση.
Ε.: Τι  ζώον! Θα του ζητήσω σε πελαγίσιο τάφο να σε θάψω.
Μ.: Ναι, αλλά πιστεύεις ότι  θα πετύχει;
Ε.: Να σε θάψω…
Μ.: Πες πως σε αφήνει. Πως θα φύγουμε χωρίς πλοίο;
Ε.: Θα του ζητήσω ένα, ρε παιδί μου, και καλά ότι το θέλω για  να κάνω προσφορές στο κύμα.
Μ.:  Ναι, κι άμα σου πει να με θάψεις;
Ε.: Θα πούμε, ρε συ, ότι στην Ελλάδα συνηθίζουν τους πνιγμένους σε χώμα να μην θάβουν.
Μ.: Α, τώρα το κατάλαβα, ντε! Θα μπω κι εγώ στο πλοίο, ε;
Ε.: Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις. Εμ, τι λέμε τόση ώρα; Θα πούμε ότι είσαι ναυτάκι…
Μ.: Θα βρω αραγμένο καράβι και θα βάλω τους φίλους μου με τα πιστόλια να σταθούν…
Ε.: Δικό σου πρόβλημα αυτό. Άντε και καλό ταξίδι.
Μ.:Α, και κάτι άλλο. Ποιος θα του πει πως και καλά πέθανα;
Ε.: Εσύ!
Μ.: Α! Κατάλαβα! Ταιριάζουν και τα ρούχα μου, Τα σκισμένα είναι της μόδας.
Ε.:  Τώρα είναι σούπερ.  Παλιά ήταν όμως ντεμοντέ… Θυμάσαι;
Μ.: Ναι. Λοιπόν, τέλος, εγώ θα κάτσω εδώ; Στον τάφο;
Ε.: Το κουράζεις! Ναι, εδώ. Εγώ όμως θα πάω μέσα  να ντυθώ στα μαύρα.
Ήρα και Δία, βοηθήστε με κι ας ερωτεύτηκα το βλάκα. Κι συ, ρε Αφρόδω,  χαλάρωσε. Τουλάχιστον άσε με στη Σπάρτη να πεθάνω. Ξέρω τι κακίστρω είσαι, αλλά θα μπορούσες να είσαι και πιο γλυκιά. (Όχι σαν εμένα, βέβαια…). Αλλά το πιστεύω ότι θα καλυτέρευες…



 [Δυο γάιδαροι μαλώνανε...]                                                                                                           
                                                                                                                                   Του Νίκου Στ.  (Γ3)

   Τα πράγματα ξεκινούν όπως και στην τραγωδία του Ευριπίδη.  Η Ελένη εμφανίζεται και κλαψουρίζει, αλλά ένας σεισμός καταστρέφει το μνήμα πάνω στο οποίο αυτή έβρισκε άσυλο και προστασία. Στο μεταξύ, εμφανίζεται ο Τεύκρος που θαμπώνεται από την ομορφιά της και θέλει να την κάνει γυναίκα του χωρίς να έχει καταλάβει ποια είναι.  Η Ελένη μαθαίνει από τον Τεύκρο ότι ο Μενέλαος έχει χαθεί και ζητάει από τη Θεονόη να επιβεβαιώσει η να διαψεύσει την πληροφορία, γιατί νομίζει ότι ο Τεύκρος λέει ψέματα για να την κάμψει.  Η Θεονόη ρίχνει τα χαρτιά και της διαβάζει το φλιτζάνι και της λέει μόνο πως προβλέπει συγκρούσεις για αυτή.
   Στο μεταξύ εμφανίζεται ο Μενέλαος άθλιος και καταρρακωμένος. Γίνεται η αναγνώριση και η Ελένη του εκμυστηρεύεται ότι την πολιορκούν ο βασιλιάς της χώρας, ο Θεοκλύμενος, και ο  Τεύκρος. Καταστρώνουν ένα σχέδιο  που να εξωθήσει σε μονομαχία τον Θεοκλύμενο και τον Τεύκρο. Η Ελένη προδίδει στον Θεοκλύμενο την παρουσία του Τεύκρου στην Αίγυπτο αλλά και την αγάπη του γι’ αυτή.  Αυτός συλλαμβάνει τον ξένο και αποφασίζει να τον θανατώσει. Ο Τεύκρος όμως του θίγει το φιλότιμο και αποφασίζουν να μονομαχήσουν και ο νικητής να πάρει την Ελένη.  Η μονομαχία τελικά καταλήγει στον θάνατο και των δυο. Έτσι η Ελένη και ο Μενέλαος μένουν μόνοι και σώζονται.


Ελενίτα, η όμορφη                                                                                          [L' usurpadora]

                                                                                                                            Της Κλέας (Γ3)
Η Ελενίτα, μια έξυπνη και δυναμική Μεξικάνα καλλονή, διατηρεί δεσμό με τον πασίγνωστό και επίσης γοητευτικό μεγιστάνα Χοσέ Μένελ. Τα ζευγάρι περνάει μέρες γεμάτες ευτυχία, μέχρι που στη ζωή τους εμφανίζεται η πανούργα δίδυμη αδερφή της Ελενίτα Σοράγια, η οποία, μόλις μαθαίνει με ποιον έχει σχέση η αδερφή της, καταστρώνει ένα παμπόνηρο σχέδιο για να την βγάλει από την μέση και να πάρει τη θέση της.  Η αδίστακτη Σοράγια. ζητάει τη βοήθεια ενός φίλου της  νονού της νύχτας, του Πέδρο  Πιστολέρο, ο οποίος στέλνει τους άντρες του που την απαγάγουν και την μεταφέρουν στο μακρινό Ακαπούλκο, σε μια από τις πολυτελείς βίλλες που διαθέτει.
   Πραγματικά, το σχέδιο της Σοράγια πετυχαίνει και παίρνει τη θέση της δύστυχης αδερφή της , χωρίς ο αφελής Χοσέ Μενέλ να καταλάβει την απάτη.  Ωστόσο, όμως, η νέα σύντροφος του Χοσέ Μενέλ αποδεικνύεται  εξαιρετικά σπάταλη και άπληστη, γεγονός που σε συνδυασμό με τις απανωτές οικονομικές αποτυχίες του τον οδηγούν σε πλήρη χρεοκοπία.  Αυτό βέβαια δεν αρέσει καθόλου στη φιλοχρήματη  Σοράγια , η οποία βρίσκοντας ένα καινούριο πλούσιο θύμα, εγκαταλείπει τον φτωχό πλέον άντρα της αδελφή της .
   Εν τω μεταξύ,  στο μακρινό  Ακαπούλκο διαδραματίζεται ένα καινούριο ειδύλλιο, αφού ο Πέδρο Πιστολέρο έχει ερωτευτεί την ακαταμάχητη Ελενίτα. Εκείνη όμως δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στα αισθήματα του αρχιμαφιόζου και προσπαθεί  με κάθε τρόπο να αποδράσει, για να βρεθεί και πάλι κοντά στον άντρα της.  Τα χρόνια περνούν, αλλά για τον Χοσέ Μενέλ και την Ελενίτα η φλόγα του ερωτά τους δεν έχει σβήσει ακόμα,  και οι δυο ελπίζουν  και πιστεύουν πως  κάποια  μέρα θα ξανασμίξουν.
   Όλον αυτόν τον καιρό ο ταλαίπωρος Μενέλ ψάχνει απεγνωσμένα για μια νέα δουλειά, αλλά κανείς πια δεν αναγνωρίζει στο πρόσωπο του τον παλιό γνωστό μεγιστάνα και όλοι τον περιφρονούν. Πηγαίνει, μάλιστα, από πόλη σε πόλη ψάχνοντας για μια καλύτερη τύχη αλλά και πιστεύοντας μέσα του πως ίσως κάπου θα συναντήσει την Ελενίτα του.
   Η αναπαντεχή μοίρα τον οδηγεί κάποτε και στο Ακαπούλκο, και μάλιστα στη βίλλα του Πέδρο Πιστολέρο. Εκεί θα του ανοίξει την πόρτα η γριά οικονόμος του Πέδρο, Μαριμάρ, που είναι όμως και σπουδαία χειρομάντισσα και πιστή σύμβουλος του Πιστολέρο. Αντικρίζοντας τον Χοσέ Μενέλ , παρά την εξαθλιωμένη εμφάνιση του αντιλαμβάνεται ποιος είναι. Μπαίνει τότε σε ένα μεγάλο δίλημμα: ή να τον αφήσει να μπει στην βίλλα και να αποκαλύψει την αλήθεια στην Ελενίτα, προδίδοντας όμως το αφεντικό της, ή να πει στον Πέδρο τι συμβαίνει και να του αποκαλύψει την ταυτότητα  του ξένου. Τελικά βρίσκει πιο δίκαιο το πρώτο και αποφασίζει να φέρει σε επαφή το αντρόγυνο.
   Όταν,  λοιπόν, συναντιούνται, αρχικά κανείς δεν αναγνωρίζει τον άλλο.  Αλλά στη συνέχει η Ελενίτα έχει μια υποψία που επιβεβαιώνεται κατά την συζήτηση τους. Του Χοσέ  Μενέλ αντίθετα, αν και εκπλήσσεται από την ομοιότητα της γυναίκας με την Ελενίτα του, δεν του περνά καν από το μυαλό ότι μπορεί να έχει την ίδια απέναντι του.  Η Ελενίτα τελικά του αποκαλύπτει την αλήθεια για την ταυτότητα της και τον πείθει δείχνοντας του κάποιο σημάδι που μόνο αυτή είχε και  την έκανε να ξεχωρίζει από την δίδυμη αδερφή της.
    Ο Χοσέ Μενέλ συνειδητοποιεί ότι τόσο καιρό ζούσε με την Σοράγια, που  αυτή τον εξαπάτησε, και όχι  με την πίστή Ελενίτα και τρελαίνεται. Η Ελενίτα όμως, του υπενθυμίζει πως δεν έχουν χρόνο για αυτά και πρέπει να αποδράσουν γρήγορα,  πριν τους σκοτώσει και τους δυο ο Πέδρο. Ο Μενέλ αρχικά δειλιάζει, αλλά η ψύχραιμη και λογική Ελενίτα καταστρώνει το σχέδιο εξαπάτησης του Πέδρο, το οποίο και πετυχαίνει, αφού ο ερωτευμένος αρχιμαφιόζος είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην Ελενίτα.
   Το ζευγάρι τελικά κατάφέρνει να διαφύγει, μα, μόλις ο Πέδρο  μαθαίνει την απάτη, γίνεται έξαλλος. Κάποια όνειρα όμως που βλέπει και η εξήγηση που τους δίνει η οικονόμος του τον κάνουν να ξεχάσει την εκδίκηση.




[Θεωρίες συνομωσίας]

                                                                                                                                  Του Νίκου Τ. (Γ3)
   Η Ελένη έχει μια δίδυμη αδερφή, την Άννα. Ο Πάρης έκλεψε την Άννα, ενώ ήθελε να κλέψει την Ελένη. Η Ελένη και η Άννα ήταν πάρα πολύ πλούσιες με τεράστια περιουσία. Ο Θεοκλύμενος Μπους, γνωστός απατεώνας και βασιλιάς, κλέβει την Ελένη για να εξυπηρετήσει τα οικονομικά του συμφέροντα.  Ο Θεοκλύμενος Μπους θέλει να παντρευτεί την Ελένη για να πάρει μεγάλο μερίδιο από την περιουσίας της. Στο μεταξύ, ο πόλεμος στην Τροία συνεχίζεται για τους γνωστούς ιμπεριαλιστικούς λόγους που γίνονται όλοι οι πόλεμοι. Σε μια κοινωνία που οι θεοί έχουν παραμεληθεί, όλο αυτό το σκηνικό έχει στηθεί γύρω από τα ισχυρά συμφέροντα των βασιλιάδων.
      Η Ελένη ζητάει τη βοήθεια της Θεονόης, μιας χαρτορίχτρας – καφετζούς που απλά γδύνει τον κόσμο που ζητάει μια πληροφορία παίρνοντας τους χιλιάδες ευρώ. Στο μεταξύ ο Μενέλαος φτάνει στο Λευκό Οίκο. Ο Θεοκλύμενος Μπους τον καταδιώκει. Η Θεονόη, από κάποιες πληροφορίες που απέσπασαν ντετέκτιβ βρίσκεται σε δίλημμα. Να προδώσει τον Θεοκλύμενο Μπους , που είναι καλός της φίλος, ή να βοηθήσει το Μενέλαο, φίλο του Πούτιν, αντιπαλου του Μπους; Τελικά επιλέγει το δεύτερο για να εξυπηρετήσει τα δικά της προσωπικά οικονομικά συμφέροντα.
        Ο Μενέλαος παίρνει την Ελένη και φεύγουν από τη χώρα με ένα «πανούργο – σατανικό» σχέδιο που σκέφτηκε ο ίδιος (παίρνουν ένα λίαρ τζετ και φεύγουν… ). Ο Θεοκλύμενος Μπους, όταν το συνειδητοποιεί, κινητοποιεί τον στρατό και την αστυνομία, για να τους πιάσουν, αλλά μάταια. Ο ίδιος κυνηγάει την Θεονόη και, όταν την πιάνει, την βασανίζει φριχτά.  Ένας σύμβουλος του, του  λέει  να μην τη σκοτώσει για να μην αμαυρώσει την άποψη της κοινής γνώμης για αυτόν. Αυτός δεν τον ακούει , αλλά έρχονται Ρώσοι στρατιώτες και τον σταματάνε. Κάποιοι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ.



4 σχόλια:

gia_des είπε...

Ανέκαθεν έτρεφα ιδιαίτερη συμπάθεια στην ανελέ(ν)ητη σάτιρα!!!
Τα συγχαρητήριά μου στους-ις γράφοντες-ουσες και στον διδάσκοντα!

Kakos Lykos είπε...

Το "α" στο ... "ανελένητη" αθροιστικό...

Σε ευχαριστούμε... Εγώ περιμένω να δω τι θα σκαρφιστείς φέτος...

Ανώνυμος είπε...

Τα θερμά μου συγχαρητήρια σε διδάσκοντα και γράφοντες/ουσες. Γέλασα με την ψυχή μου

Kakos Lykos είπε...

Τα παιδια! Ο διδάσκοντας έκανε ότι έκανες κι εσύ!!! Γελούσε...