Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Τίνος είσαι εσύ, βρε; (Η αναγνώριση ως λογοτεχνικό μοτίβο)


 Δεν ξεκινάει έτσι ο Εθνικός Ύμνος, ε;
Τίνος είσαι σύ, βρε;
  Δεν χρειάστηκε, γιατί το ποιητικό υποκείμενο του “Ύμνου εις την Ελευθερία", βλέποντας την να  επιστρέφει μετά από πολύυυυυυυυυ καιρό στην σκλαβωμένη Ελλάδα, κατάλαβε ποια είναι από δυο χαρακτηριστικά της σημάδια, δυο συμπεριφορές που είναι ταυτισμένες με εκείνη. Τη κόψη του σπαθιού της  (η ελευθερία απαιτεί αγώνες) και τη βια με την οποία μετράει τη γη (την ορμή της ή τα επιτεύγματα της, "μεταφράστε" τη λέξη "βια" όπως θέλετε). Επήλθε δηλαδή η αναγνώριση...
    Τι είναι η αναγνώριση; Ας πω μια κοινοτυπία ακόμη. Από τη ζωή βγαλμένη... Γιατί στο παρελθόν, όταν τα ταξίδια ήταν πολύχρονα και οι επικοινωνίες εξαιρετικά δύσκολες,  άνθρωποι που ζούσαν σε μακρινές περιοχές και είχαν κάποιου είδους σχέση μεταξύ τους έκαναν πολύ καιρό όχι απλά να ειδωθούν, αλλά ακόμα και να μάθουν τα νέα ο ένας του άλλου.  Κι ο χρόνος  που αλλοιώνει μορφές και χαρακτήρες, ο χρόνος που είναι “γλύπτης των ανθρώπων παράφορος”, όπως λέει ο κι ποιητής, καθιστούσε ακόμη πιο δύσκολη αυτή την διαδικασία...
   Εξαιτίας των ίδιων δυσκολιών, προφανώς, αναπτύχθηκε ο θεσμός της φιλοξενίας και η ισχύς της σχέσης που δομούταν κληροδοτούταν από τον πατέρα στο γιό του· και υπό αυτό το πρίσμα, το επεισόδιο Γλαύκου και Διομήδη στην "Ιλιάδα" αποτελεί περίπτωση αναγνώρισης. Ο δύο τους ετοιμάζονται να μονομαχήσουν κι ακολουθώντας το τυπικό της μονομαχίας ανταλλάσουν λόγους. Μαθαίνοντας ο Διομήδης την ταυτότητα του Γλαύκου και ενθυμούμενος ότι ο παππούς του ήταν φίλος με τον δικό του παππού, πετάει κάτω το δόρυ και η μονομαχία παίρνει απρόσμενη τροπή. Οι δυο άντρες ανανεώνουν τους φιλικούς δεσμούς των οικογενειών τους, ανταλλάσουν τα όπλα τους και συνάπτουν και μια ιδιότυπη, προσωπική συνθήκη ειρήνης. Ποτέ στην μάχη να μην στρέψουν τα όπλα ο ένας στον άλλο...
  Με την ίδια λογική, και στους επόμενους αιώνες αυτός που ξενιτεύεται λαμβάνει από άλλους συγχωριανούς τους  την "σύσταση" (= την διεύθυνση) ανθρώπων δικών τους που έχουν κι αυτοί με τη σειρά τους ξενιτευτεί πρωτύτερα, ώστε να δώσει "γνωριμιά".  Με διττό σκοπό. Να αμβλυνθούν οι δυσκολίες αυτού που ξενιτεύεται με την επαφή με ανθρώπους "δικούς" του και, παράλληλα, να τους  μεταφέρει τα νέα από την πατρίδα και τους αγαπημένους τους. Και το ίδιο γίνεται και σε περιπτώσεις ανθρώπων παλιννοστούντων που, επιστρέφοντας από την ξενιτιά, καθίστανται και αγγελιοφόροι αυτών που μένουν πίσω... (Για να μην αναφερθώ σε ιστορικά γεγονότα στα οποία χάνει η μάνα το παιδί, στην κυριολεξία, όπως ας πούμε την Μικρασιατική Καταστροφή, και πρέπει μετά να βάλω όλη την φιλμογραφία του Ξανθόπουλου...) Φορείς αυτής της πανάρχαιας παράδοσης  και ένδειξη της δύναμής της είναι και οι γιαγιάδες εκείνες,  τις οποίες όλοι όσοι έχουμε γεννηθεί ή έχουμε πάει σε ένα χωριό έχουμε συναντήσει... Εκείνες που η πρώτη κουβέντα που σου λένε είναι το γνωστό εκείνο "τίνος είσαι εσύ, βρε;", μια φράση που έχει χρησιμοποιηθεί ως διαφήμιση,  

 ως σκηνή σε κωμωδία (Δεν θυμάμαι σε πια σειρά ήταν· ένας έγχρωμος έλληνας, προφανώς παιδί μετανάστη από την Αφρική, συνοδεύει την φίλη του στο χωριό της. Οι γιαγιάδες των ρωτάνε κλασικά, τίνος είναι. Αυτός απαντάει,  με διάθεση αστεϊσμού “του τάδε”. Κι αυτές το δέχονται κανονικά, καθώς ακολούθησε κανονικά την σύμβαση ) και αστειάκι στο Διαδίκτυο... Ενίοτε δε και τρόπος προσέγγισης του αντίθετου φίλου, όχι πάντα με επιτυχία, όπως φανερώνει το ακόλουθο τραγουδάκι...
    Σε αυτό το πλαίσιο η αναγνώριση απηχεί,  από την μια μεριά, την ανάγκη του ανθρώπου για την οικειοποίηση ενός ξένου- κι άρα αφιλόξενου- περιβάλλοντος ή για επανοικειοποίηση με ένα γνώριμο παλιότερα περιβάλλον, κατόπιν μακράς απουσίας·  και από την άλλη,  τον φόβο μήπως ο "δικός" που θα υποδεχθεί,  είναι  ένας ξένος που θα τον  εξαπατήσει. Είναι σοβαρό πράγμα η αναγνώριση λοιπόν, δεν είναι παίξε-γέλασε. Φανταστείτε, ο ήρωας του γνωστού παραμυθιού "Τρεις συμβουλές" θα σκότωνε το γιο τους  ως αντεραστή του  επιστρέφοντας  μετά από είκοσι χρόνια στο σπίτι του, αν δεν ακολουθούσε μια από τις τρεις συμβουλές που του δόθηκαν: να κρατάει την ψυχραιμία του και να μην ενεργεί εν θερμώ...
‘Η δείτε ξανά την πετυχημένη τηλεοπτική σειρά “Είσαι το ταίρι μου”…
    Η παρούσα ανάρτηση δεν έχει σκοπό να αναφερθεί γενικά και πλήρως στην αναγνώριση ως λογοτεχνικό μοτίβο. Θα περιοριστώ στην αναφορά ορισμένων χαρακτηριστικών περιπτώσεων, δίνοντας λίγο παραπάνω έμφαση στην "Οδύσσεια" και στην "Ελένη" του Ευριπίδη, πολύ απλά γιατί εμένα εκεί μου χρειάζεται...
   Αλλά μάλλον, πρώτα πρέπει να ξεκινήσω με τον ορισμό της αναγνώρισης. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη λοιπόν , αναγνώριση ονομάζεται η μετάβαση από την άγνοια στην γνώση ως προς την ταυτότητα ενός ( το ένα πρόσωπο  γνωρίζει και το άλλο δεν γνωρίζει, οπότε έχουμε απλή αναγνώριση) ή περισσότερων (αμφότερα τα πρόσωπα δεν γνωρίζουν την ταυτότητα αμφοτέρων, άρα  έχουμε  διπλή αναγνώριση) προσώπων. Ο Αριστοτέλης τη θεωρεί βασικό στοιχείο της τραγωδίας (το σχετικό παράθεμα είναι αντλημένο από την "Ποιητική" του,  η οποία αναφέρεται στην τραγωδία) και θεωρεί πώς μπορεί να επιτευχθεί με τέσσερις τρόπους:
·         με σημάδια (τα πρόσωπα αποδεικνύουν την ταυτότητα τους αναφέροντας σημάδια που μόνο εκείνα θα μπορούσαν να γνωρίζουν).
·         με ανάμνηση (οι αναμνήσεις που εκφράζουν τα πρόσωπα είναι δηλωτικές της ταυτότητάς τους ).
·         με συλλογισμό (τα πρόσωπα συλλογίζονται τα τεκταινόμενα στην πλοκή του μύθου και από τα συμπεράσματα που εξάγουν από τους συλλογισμούς αυτούς αναγνωρίζουν κάποιον)
·         από την εξέλιξη των πραγμάτων· τον τελευταίο αυτό τρόπο ο Αριστοτέλης  θεωρούσε ως τον ανώτερο και λογοτεχνικότερο.
Η "Οδύσσεια" αποτελεί το πρώτο αφήγημα της κατηγορίας «επιστροφή του ξενιτεμένου». Ο Οδυσσέας λείπει είκοσι χρόνια από την πατρίδα και το σπίτι του· ως  εκ τούτου, η αναγνώριση αποτελεί εκ των πραγμάτων ένα συχνά επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην Οδύσσεια. Αρχής γενομένης από την αναγνώριση του Οδυσσέα από τους Φαίακες, το δεύτερο μισό της Οδύσσειας είναι μια σειρά από αναγνωρίσεις.
    Στην περίπτωση των Φαιάκων, η αναγνώριση γίνεται μέσω των αναμνήσεων.  Ο Οδυσσέας  ως καραβοτσακισμένος ναυαγός φτάνει στο παλάτι του Αλκίνοου και δακρύζει ακούγοντας τον αοιδό του παλατιού να τραγουδάει την άλωση της Τροίας στην οποία ίδιος συνέβαλε τα μέγιστα. Οι ερωτήσεις των παρισταμένων τον οδηγούν να τους αποκαλύψει την ταυτότητά του. Η αναγνώριση αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί είναι κατά κάποιο τρόπο και αυτοαναγνώριση. Αφηγούμενος την ιστορία του, ο Οδυσσέας ανακτά και την ταυτότητα του· παύει να είναι ο ικέτης, γυμνός ναυαγός και συνδέεται ξανά τον ηρωικό και πολυμήχανο εαυτό του, στοιχείο εξαιρετικά πολύτιμο για αυτόν ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις δοκιμασίες που τον περιμένουν στο Ιθάκη.
    Όλες οι επόμενες αναγνωρίσεις συμβαίνουν στην Ιθάκη. Μεταμορφωμένος σε γέρο, ο Οδυσσέας δεν δίνει «γνωριμιά» στον Εύμαιο, αρχικά γιατί δεν ξέρει αν μπορεί να τον εμπιστεύεται κι έπειτα για να διασφαλίσει την μυστικότητα του σχεδίου του. Έτσι η πρώτη αναγνώριση είναι αυτή μεταξύ Οδυσσέα και Τηλέμαχου. Ο Οδυσσέας δεν χρειάζεται να αναγνωρίσει τον Τηλέμαχο παρόλο που δεν τον έχει δει ποτέ ενήλικο, γιατί η Εύμαιος και η χαρά με την οποία τον υποδέχεται αποκαλύπτουν την ταυτότητα του. Ο Τηλέμαχος αναγνωρίζει κατά την εξέλιξη των πραγμάτων τον πατέρα του. Όταν εκείνος κρίνει σκόπιμο, παίρνει την κανονική μορφή του και του αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Η λαχτάρα του Τηλέμαχου να συναντήσει επιτέλους των πατέρα του τον οδηγεί άμεσα στην αναγνώρισή του
   Μια ιδιότυπη αναγνώριση, παρενθετικά, έχουμε στον δρόμο του Οδυσσέα για το παλάτι. Ο γηραλέος  σκύλος του Οδυσσέα, ο Άργος, δεν ξεγελιέται από την μεταμφίεση του αφεντικού του που  πριν φύγει για την Τροία που τον πήγαινε κυνήγι·  Τον αναγνωρίζει, κουνώντας την ουρά του ως ένδειξη χαιρετισμού, λίγο πριν ξεψυχήσει.· και τον βάζει άθελα του σε κίνδυνο να προδοθεί, καθώς τα δάκρυα τον πλημμυρίζουν.
Οδυσσέας και Πηνελόπη
   Αν η πρώτη αναγνώριση, με τον Τηλέμαχο, ήταν σημαντική γιατί τον σύνδεσε με τον γιό του και του  πάρασχε ένα πολύτιμο συμπαραστάτη, η επόμενη αναγνώριση είναι σημαντικότερη για δυο λόγους. Αφενός, γιατί είναι το πρελούδιο της επόμενης, της κυρίαρχης αναγνώρισης του έπους, εκείνης με την Πηνελόπη· κι αφετέρου, γιατί επανασυνδέει τον Οδυσσέα με τον "οίκο" του, η λέξη με την ομηρική της σημασία. Η παραμάνα του Οδυσσέα, η Ευρύκλεια, αναγνωρίζει τον μεταμορφωμένο Οδυσσέα από ένα σημάδι στο σώμα του, μια  ουλή που απέκτησε στο πόδι του μικρός·  και χρειάζεται να επιστρατεύσει όλη του την πειθώ ο Οδυσσέας για να μην τον προδώσει από τον ενθουσιασμό της,  στερώντας του το στοιχείο του αιφνιδιασμού έναντι των μνηστήρων...
  Οι οποίοι μνηστήρες, όπως νωρίτερα ο Εύμαιος και ο Φιλοίτιος στους οποίους αποκαλύπτει  ο ίδιος ο Οδυσσέας την ταυτότητά του για να τον βοηθήσουν, αναγνωρίζουν κι αυτοί τον Οδυσσέα από την καλή και, κυρίως, από την ανάποδη, από το βέλος του που μπήγεται στο λαρύγγι τους. Αλλά, αυτές οι αναγνωρίσεις δεν σχετίζονται με το λογοτεχνικό μοτίβο και δεν μας νοιάζουν εδώ. Αντίθετα, η αναγνώριση του Οδυσσέα από την Πηνελόπη είναι ένα από τα σημαντικότερα συμβάντα όλης της Οδύσσειας. Γιατί η αποδοχή από την σύντροφο, την γυναικεία αγκαλιά που περιμένει τόσα χρόνια  και ο μοιρασμένος ύπνος στη συζυγική κλίνη είναι αυτά που θα ολοκληρώσουν τον νόστο. Η Πηνελόπη είναι προετοιμασμένη από τον ίδιο τον Οδυσσέα, που παριστάνοντας τον γέρο της φέρνει νέα για τον εαυτό του (έχοντας κι αυτός τη δική του κρυφή ατζέντα καθώς εφαρμόζει ένα άλλο λογοτεχνικό μοτίβο, "το δοκίμι της αγάπης")  και την έχει πληροφορήσει ότι γρήγορα θα επιστρέψει ο άντρας της. Αλλά αυτή, συνηθισμένη να ακούει μεγάλα λόγια που δεν επαληθεύονται, δεν του δίνει σημασία. Κι όταν όλο χαρά η Ευρύκλεια της ανακοινώνει πως γύρισε ο άντρας της, αυτή είναι μεν  συναισθηματικά έτοιμη να αποδεχθεί το γεγονός, αλλά, ως άξια γυναίκα του πολυμήχανου και  καχύποπτου μέχρι αποδείξεως του εναντίου άντρα της, δεν επιτρέπει στα συναισθήματα της να καθυποτάξουν την λογική της. Ποιός ξέρει πόσους λαγούς με πετραχήλια της τάξανε, της γυναίκας! Κατεβαίνει. Λοιπόν, από το δωμάτιο της και υποδέχεται ψυχρά τον Οδυσσέα προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο μέχρι να βεβαιωθεί. Ο Οδυσσέας (ψευτο)θυμωμένος από την ψυχρότητα της γυναίκας του που είκοσι χρόνια ονειρευόταν, απειλεί ότι θα κοιμηθεί σε άλλο δωμάτιο. Γιατί "όσοι ταξίδεψαν γυρεύουν την Ιθάκη" και τους φαίνεται κάπως δυσσάρεστο η Ιθάκη να μην τους καλοδέχεται.

Και η Πηνελόπη έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει την απάντηση που ψάχνει. Προστάζει να βγάλουν το συζυγικό κρεβάτι και να το στρώσουν σε άλλο δωμάτιο, ελπίζοντας προφανώς να αντιδράσει εκείνος όπως τελικά αντέδρασε. Ο Οδυσσέας οργίζεται που τον κοροϊδεύει, καθώς έχει φτιάξει το κρεβάτι ο ίδιος κι είναι  καρφωμένο πάνω σε ένα κορμό ελιάς, άρα δεν είναι δυνατό να μετακινηθεί. Η γνώση αυτής της λεπτομέρειας που μόνο ο πραγματικός Οδυσσέας θα γνώριζε είναι το σημάδι που ψάχνει η Πηνελόπη. Η οποία ζητάει "γιρλάντες" και "μπάντες" που "ήρθε ο καλός" της.

Η επιστροφή ολοκληρώνεται, η "Οδύσσεια" τελειώνει...
    'Ολη; Όχι. Ο Όμηρος εφαρμόζει κι εδώ την τεχνική της κλιμάκωσης- αποκλιμάκωσης όπως έκανε και με την περιγραφή της καταιγίδας που εξαπέλυσε ο Ποσειδώνας εναντίον του Οδυσσέα στην ραψωδία ε΄. Ο γερο-πατέρας του Οδυσσέα, ο Λαέρτης, έχει αποτραβηχτεί στα χτήματα του, τσακισμένος από την απουσία του γιού του και τις φρικαλεότητες των μνηστήρων. Ο Οδυσσέα εμφανίζεται και στην αρχή- αναίτια εντελώς- με μια λίγο διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ, παριστάνει ένα Κρητικό έμπορο που του λέει ότι ο γιός του θα έρθει σύντομα. Στο κλάμα του πατέρα του, ο Οδυσσέας παρατάει το θέατρο και αποκαλύπτει κλαίγοντας την ταυτότητά του. Αντάξιος της καχύποπτης διάθεσης ως προς τα πράγματα του γιού του (και της νύφης του!), ο Λαέρτης δεν πείθεται. Η αναγνώριση επιτυγχάνεται κι εδώ με σημάδια. Ο Οδυσσέας απαριθμεί τα δέντρα που όταν ήταν παιδάκι είχε φυτέψει μαζί με τον πατέρα του και ο Λαέρτης πέφτει στην αγκαλιά του.
  Το μοτίβο της αναγνώρισης βρήκε πρόσφορο έδαφος στην τραγωδία· και λόγω του μυθολογικού της υπόβαθρου, και λόγω της σημασίας της "περιπέτειας", της ανατροπή όσων οι ήρωες ή οι θεατές περιμένουν να συμβούν, στην δομή της τραγωδίας γενικά  και την εξέλιξη της υπόθεσης της εκάστοτε τραγωδίας.
   Το... Ατρειδέϊκο αναμφίβολα έχει την πρωτοκαθεδρία στις τραγωδίες που σχετίζονται με αναγνώριση, εξαιτίας του βίου και της πολιτείας της εν λόγω  ένδοξης και καταταλαιπωρημένης οικογένειας.
Στις "Χοηφόρους" του Αισχύλου η αναγνώριση γίνεται μέσω συλλογισμού. Ο Ορέστης φυγαδεύεται από το Αργός για τη Φωκίδα μετά την δολοφονία του πάτερου του, του Αγαμέμνονα, από την μάνα του, την Κλυταιμνήστρα, και τον εραστή της, τον Αίγισθο. Επιστρέφει, μεγάλος πια σε ηλικία, μαζί με τον φίλο του, τον Πυλάδη για να πάρει εκδίκηση και πρώτα  πηγαίνει στον τάφο του πατέρα του, και του αφιερώνει δυο μπούκλες από τα μαλλιά του. Η αδερφή του, η Ηλέκτρα,  έρχεται κι αυτή στον τάφο του πατέρα της, μαζί με το Χορό των "χοηφόρων", και ο Ορέστης και ο Πυλάδης κρύβονται. Μετά τις χοές, η Ηλέκτρα παρατηρεί τις μπούκλες πάνω στον τάφο, όμοιες με τις δικές της. Έπειτα, βλέπει τα ίχνη από τα πόδια του Ορέστη και παρατηρεί ότι οι αναλογίες του ποδιού είναι κι αυτές όμοιες με τις δικές της. Έτσι συνάγει το συμπέρασμα ότι γύρισε ο Ορέστης. Indeed,  ο Ορέστης που ακούγοντας την έχει αναγνωρίσει ήδη, παρουσιάζεται και επιτυγχάνεται η αναγνώριση. Μετά την αναγνώριση, τα αδέρφια συνωμοτούν ομού και η συνέχεια είναι σπλάτερ... (Εκτός σκηνής.  βέβαια· πρόκειται για τραγωδία κι όχι για ταινία του Γουές Κρέηβεν...).
  Στην "Ηλέκτρα" του Σοφοκλή η αναγνώριση είναι διπλή.  Ο Ορέστης, ενήλικος, γυρίζει από την Φωκίδα μαζί με τον Πυλάδη και τον παιδαγωγό που τον είχε φυγαδεύσει μικρό. Φέρνει την ψεύτικη είδηση ότι  ο Ορέστης έχει πεθάνει και φέρνει μαζί του τάχα την τέφρα του. Όταν συναντιέται με την Ηλέκτρα, κανείς από τους δυο δεν αναγνωρίζει τον άλλο. Ο Ορέστης αναγνωρίζει την Ηλέκτρα από την εξέλιξη της υπόθεσης. Όταν της δίνει την λήκυθο με την υποτιθέμενη τέφρα του, η Ηλέκτρα ξεσπάει σε θρήνους, μοιρολογώντας τον αδερφό της που βρίσκεται δίπλα της. Οπότε πάλι εκ των πραγμάτων, της αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Η Ηλέκτρα δεν έχει λόγο να μην τον πιστέψει και μετά την αναγνώριση, τα αδέρφια συνωμοτούν ομού και η συνέχεια είναι - προφανώς-  σπλάτερ... (Ομοίως εκτός σκηνής... ).
Στην"Ηλέκτρα" του Ευριπίδη, ο Ορέστης  επιστρέφει στο Άργος μεγάλος πια, παρέα με τον φίλο του,
 τον Πυλάδη, για να πάρει εκδίκηση. Συναντά την αδερφή του την Ηλέκτρα παντρεμένη αλλά αγνή ακόμα με ένα χωρικό και παριστάνει ότι είναι αγγελιοφόρος του αδερφού της  Αυτή προφανώς  δεν τον αναγνωρίζει. Τελικά, ένα σημάδι στο μάγουλο τον προδίδει. Αυτό το βλέπει ο υπηρέτης που φυγάδευσε τον Ορέστη μικρό στην Φωκίδα και τυχαίνει να είναι υπηρέτης της Ηλέκτρας. Όπως θα φανταστήκατε, μετά την αναγνώριση, τα αδέρφια συνωμοτούν ομού και η συνέχεια είναι σπλάτερ... (Ω, ναι! Εκτός σκηνής... ).
   Αλλά δεν είναι σπλάτερ, η συνέχεια, στην "Ιφιγένεια εν Ταύροις" ακριβώς εξαιτίας της αναγνώρισης, η οποία θεωρείται από τις πιο αριστοτεχνικές και είναι διπλή.  Η Ιφιγένεια, η  άλλη κόρη του Αγαμέμνονα,  δεν θυσιάζεται τελικά στην Αυλίδα. Αντ' αυτής θυσιάζεται ένα ελάφι και η ίδια μεταφέρεται μαγικά από την Άρτεμη στην Ταυρίδα, όπου γίνεται ιέρεια στο ναό της θεάς. Ο βασιλιάς της περιοχής, ο Θόας, σκοτώνει τους Έλληνες ναυαγούς για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο και ως ιέρεια την θυσία είναι υποχρεωμένη να την  κάνει η Ιφιγένεια. Ο Ορέστης- Ναι! Πάλι  αυτό το ταλαίπωρο παιδί - πηγαίνει στην Ταυρίδα μαζί με τον Πυλάδη, ώστε να κλέψει το ξόανο της θεάς Άρτεμης και να εξαγνιστεί για το φόνο της μάνας του. Ως φυσικόν, συλλαμβάνονται και οδηγούνται στην Ιφιγένεια για να θυσιαστούν. Ο Ορέστης δεν αναγνωρίζει την Ιφιγένεια γιατί την έχει για πεθαμένη κι εκείνη δεν τον αναγνωρίζει επειδή  όταν έφυγε ήταν μικρό αγόρι. Άρα έχουμε να κάνουμε με διπλή αναγνώριση. Η πρώτη αναγνώριση επιτυγχάνεται από την εξέλιξη των πραγμάτων.  Πληροφορούμενη ότι οι δυο αιχμάλωτοι είναι από το Άργος, η Ιφιγένεια, ταραγμένη από ένα όνειρο που είδε στο οποίο το πατρικό της σπίτι  γκρεμιζόταν  προσφέρεται να γλυτώσει τον ένα και να πάει ένα γράμμα στον αδερφό της. Παρά τις αντιρρήσεις του Πυλάδη, ο Ορέστης αποφασίζει να μείνει εκείνος και να θυσιαστεί. Η Ιφιγένεια γράφει το γράμμα  και μετά αρχίζει να το υπαγορεύει ώστε να γνωρίζει τι λέει εάν καταστραφεί κατά την διάρκεια του ταξιδιού για κάποιο λόγο. Στο γράμμα απευθύνεται στον αδερφό της, τον Ορέστη- οποία ειρωνεία και δη τραγική. Του λέει πώς είναι ζωντανή και είναι στην Ταυρίδα, ζητώντας του να πάει να την γλυτώσει. Ο Πυλάδης παίρνει το γράμμα, υποκλίνεται, το δίνει στον Ορέστη δίπλα του, που έχει κι αυτός αναγνωρίσει την αδερφή του, και λέει στην Ιφιγένεια: "Dear lady, mission accomplisment... "  Όχι ακόμα χάπι εντ...  Εύλογα η Ιφιγένεια θεωρεί ότι της πουλάνε φούμαρα για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Ζητεί συγκεκριμένες αποδείξεις και η αναγνώριση, δομημένη κλιμακωτά πάνω στο σχήμα των τριών, επιτυγχάνεται με σημάδια. Στην αρχή αναφέρεται σε ένα κέντημα που είχε φτιάξει η Ιφιγένεια.  Έπειτα της λέει πώς ξεκινώντας για το μοιραίο ταξίδι θανάτου κι όχι γάμου προς την Αυλίδα, πήρε από την μάνα του νερό για το λουτρό του γάμου και της έστειλε τα μαλλιά της. Στο τέλος αναφέρεται στην λόγχη του προπάππου τους, του Πέλοπα, που ήταν κρυμμένη στο παρθενικό της δωμάτιο. Τότε, η Ιφιγένεια, που ήταν καλό και ηθικό κορίτσι και δεν έβαζε αγαπητικούς στο δωμάτιο της, σιγουρεύεται και  αναγνωρίζει τον αδερφό της. Χάπι εντ σε λίγο... Πρέπει να διαφύγουν.
    Στην "Ελένη", ακόμα μια τραγωδία στην οποία ο Ευριπίδης αποδεικνύεται μαιτρ του σασπένς, υπάρχουν η Άρτα και τα Γιάννενα από αναγνωρίσεις. Μια διπλή αναγνώριση που παραλίγο να μη γίνει πλήρως, μια αναγνώριση που δεν έγινε αναγνώριση, μια αυτοαναγνώριση που άργησε να γίνει, μια φαινομενικά άχρηστη αναγνώριση και μια αναγνώριση που ευτυχώς έγινε αργά... Γιατί η  Ελένη αναμφίβολα είναι η πιο αναγνωρίσιμη γυναικεία φιγούρα της ελληνικής μυθολογίας, αλλά τα πράγματα περιπλέκει το γεγονός ότι ο αντίπαλος της είναι ο ίδιος της ο εαυτός ή τουλάχιστον έχει την μορφή της και έχει κλέψει την ταυτότητά της. Πρόκειται για  το είδωλο που έστειλε αντ' αυτής στην Τροία ο Δίας. 
   Η αναγνώριση ως αποκατάσταση της Ελένης  γίνεται σε τρεις αναβαθμούς και η κλιμάκωση αυτή υπηρετεί την πρόθεση του Ευριπίδη να δείξει πόσο παγιωμένες είναι ενίοτε ψευδείς, και φαινομενικές  “αλήθειες”.

   Στον "Πρόλογο" (δείτε περισσότερα εδώ) ήδη, ο Τεύκρος αναγνωρίζει την Ελένη με το που την βλέπει, αλλά έχοντας ακράδαντη εμπιστοσύνη σ' αυτά που γνωρίζει- τα οποία είναι φαινομενικά όμως κι όχι πραγματικά- , θεωρεί ότι είναι κάποια που της μοιάζει. Φεύγοντας μάλιστα, την ευχαριστεί για τις σωτήριες πληροφορίες που του έδωσε λέγοντας της ότι εκείνη είναι καλός άνθρωπος σε αντίθεση με την... Ελένη, κι ας της μοιάζει. Μικρή αλλά καλοδεχούμενη ηθική δικαίωση... Και μετά αποχωρεί από τη σκηνή, αγνοώντας το παράδοξο που μόλις ξεστόμισε, γιατί αν και έχει στα χέρια του ένα σημαντικό στοιχείο (αυτό της ομοιότητας)  δεν φτάνει στην αναγνώριση.
 Η δεύτερη αναγνώριση είναι αυτή που σχετίζεται με τον Μενέλαο και είναι πιο πολύπλοκη. Γιατί ο Μενέλαος έχει όλα τα στοιχεία, αλλά κι αυτός δεν φτάνει-  αμέσως τουλάχιστον- στην αναγνώριση. Για να τα πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά, ο Μενέλαος μπαίνοντας στη σκηνή  (δείτε περισσότερα εδώ )είναι σκιά του ηρωικού εαυτού του, Ντυμένος με κουρέλια, εξαναγκασμένος να ζητιανέψει, τονίζοντας συνεχώς την δύναμης της ανάγκης, ουσιαστικά βρίσκεται σε κρίση ταυτότητας, παρόμοια με κείνη του ναυαγού Οδυσσέα στους Φαίακες. Την οποία την ενισχύει και η εμφάνιση της γερόντισσας που του συμπεριφέρεται σαν  να είναι ζητιάνος. Η αυτοαναγνώριση του Μενελάου θα αργήσει και ο ήρωας θα φανεί αντάξιος της φήμης του πολύ αργότερα, όταν εκ των πραγμάτων (δηλαδή με την βοήθεια της Ελένης) θα έχει βγάλει τα κουρέλια, θα έχει σχέδιο διαφυγής και θα είναι στο χέρι του η εφαρμογή του. Τότε  μόνο ο Μενέλαος θα ανακτήσει την ταυτότητα του ουσιαστικά και τότε ουσιαστικά θα έχει αναγνωρίσει πλήρως και την Ελένη. Γιατί η διπλή αναγνώριση του Μενέλαου και της Ελένης είναι περιπετειώδης και ενδεχομένως με κωμικές πινελιές.
Ο  Μενέλαος κρύβεται πίσω από τον τύμβο του Πρωτέας αρνούμενος να επεξεργαστεί τις πληροφορίες της Γερόντισσας (Η Ελένη από την Σπάρτη, η κόρη του Τυνδάρεω βρίσκεται στην Αίγυπτο εδώ και πάρα πολλά χρόνια), επικεντρωμένος στο πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζει άμεσα. Όταν η Ελένη βγαίνει στην άδεια σκηνή από το παλάτι, η αναγνώριση είναι έτοιμη να αρχίσει. Τα πράγματα όμως παίρνουν περίεργη τροπή. Ο Μενέλαος τη βλέπει, την αναγνωρίζει  (τουλάχιστον ως κάποια που της μοιάζει), βγαίνει από την κρυψώνα του σοκαρισμένος και την κυνηγάει για να δει καλύτερα. Η Ελένη τον βλέπει, δεν τον αναγνωρίζει, βλέπει μόνο ένα κουρελιάρη τύπο και φοβάται  ότι είναι άνθρωπος του Θεοκλύμενου ο οποίος θέλει  να την απομακρύνει από τον τύμβο στον οποίο έχει βρει άσυλο και να την παντρευτεί με το ζόρι. Όποτε αναζητά τρέχοντας  την ασφάλεια του τύμβου του Πρωτέα και ανακτώντας την  θέση του ικέτη, έχει την άνεση να στραφεί και να δει ποιος είναι αυτός.  Βλέποντας τον Μενέλαο προσεκτικότερα κι έχοντας στο νου της τις πληροφορίες που έλαβε από την Θεονόη ότι είναι ζωντανός και σύντομα θα έρθει στην Αίγυπτο,  τον αναγνωρίζει άμεσα  και σπεύδει να τον αγκαλιάσει. Και τα πράγματα κυλούν αντίθετα τώρα. Είναι η Ελένη  που τον καταδιώκει και ο Μενέλαος προσπαθεί να την αποφύγει.

   Γιατί δεν την αναγνωρίζει. Μάταια η Ελένη προσπαθεί να αποδείξει την ταυτότητά της, επικαλούμενη της συζυγική της  ιδιότητα και την μορφή της, αναφερόμενη στη μέρα του γάμου τους, προσπαθώντας να του εξηγήσει την αλήθεια για την πλεκτάνη των θεών. Ο Μενέλαος έχοντας στο νου του την γυναίκα που κρύβει στην σπηλιά  και τους κόπους που έχει περάσει, την περνάει για φάντασμα, για δόλο των θεών, για απάτη και φεύγει ,ενώ η Ελένη καταρρέει. Και την μέρα σώζει ως από μηχανής θεός ένας αγγελιοφόρος που έρχεται στην σκηνή για να αναγγείλει στον Μενέλαο ότι η Ελένη αναλήφθηκε από τη σπηλιά κι έφυγε πετώντας, λέγοντας κάτι ακαταλαβίστικα ότι τζάμπα πολεμούσαν για κείνη κι ότι είναι ένα είδωλο, ένα σύννεφο. Τότε και μόνο τότε ο Μενέλαος καταλαβαίνοντας ότι ταιριάζουν με όσα του είπε η Γεροντισσα και η ίδια η Ελένη, κατορθώνει να φτάσει στην αναγνώριση και προσφέρει στο αμοιβαίο που ακολουθεί μια μουδιασμένη  όχι και παρά πολύ ένθερμη - είπαμε για ποιους λόγους- ηθική αποκατάσταση στην Ελένη από όλα όσα της καταμαρτυρούνταν. (Δείτε περισσότερα εδώ, εδώ, κι  εδώ)
   Η τρίτη -και βασικότερη - αναγνώριση είναι εκείνη της Ελένης από τον αγγελιοφόρο, πράγμα όχι παράλογο μιας και είμαστε σε έργο του Ευριπίδη.  Εν αντιθέσει με τον Τεύκρο και τον Μενέλαο, κατά τα πρότυπα της "ειρωνικής μεθόδου" που εφαρμόζει συχνά πυκνά ο Ευριπίδης σύμφωνα με την οποία οι ήρωες αντιδρούν διαφορετικά από ότι αναμένεται , ο άγγελος, ένας απλό στρατιώτης,  με τα ίδια στοιχεία φθάνει στην αναγνώριση άμεσα  και ας την έχει προσαρμόσει στα όρια της γνώσης του. Βλέποντας την Ελένη στην σκηνή, την αναγνωρίζει άμεσα και θεωρεί προφανώς, μιας και αγνοεί τα περί ειδώλου, ότι είναι η Ελένη που πέταξε από τη σπηλιά. Την μαλώνει κιόλας που τους εμπαίζει. Αγνοώντας το σημαντικό του ρόλο στην αναγνώριση της Ελένης από το Μενέλαο, παρακολουθεί απορημένος το ζευγάρι την ώρα που εκφράζει τη χαρά του που ξανασυναντήθηκε και ζητάει να του εξηγήσουν τι συμβαίνει. Αποκαλύπτοντας του την αλήθεια ο Μενέλαος, πέρα από το ότι τον καθιστά τραγικό πρόσωπο μιας και μεταβαίνει από την άγνοια στην γνώση, συμβάλλει και στην οριστική αθώωση της Ελένης· από την κοινή γνώμη πια, την οποία ουσιαστικά εκπροσωπεί ο αγγελιοφόρος. (δείτε περισσότερα εδώ κι εδώ)
   Τέλος, όσον αφορά την”Ελένη” τουλάχιστον, η αναγνώριση που δεν γίνεται είναι εκείνη του Μενελάου από τον Θεοκλύμενο (δείτε περισσότερα εδώ) και αυτό οφείλεται στην  πλεκτάνη, μια νέα αντίθεση "είναι"-"φαίνεσθαι", που στήνουν αυτή τη φορά ο Μενέλαος και η Ελένη  (με την σιωπηλή συνενοχή της Θεονόης, δείτε εδώ). Ο Θεοκλύμενος που επειδή φοβάται μην έρθει ο Μενέλαος και του πάρει την Ελένη, σκοτώνει καλού κακού όλους τους Έλληνες που φτάνουν στην Αίγυπτο. Όταν μαθαίνει για την άφιξη ενός ξένου, εμφανίζεται ορμητικά στην σκηνή για να "καθαρίσει" και να τον καθαρίσει. Μη γνωρίζοντας τον Μενέλαο προσωπικά, νοιώθοντας την ασφάλεια ότι ήταν ένας από τους λίγους που ήξεραν την αλήθεια για την Ελένη, βασιζόμενος στην μάντισσα αδερφή του (δείτε περισσότερα εδώ), εστιάζοντας στα κουρελιασμένα ρούχα και στην ταλαιπωρημένη όψη του Μενέλαου κι  ακούγοντας την Ελένη να του λέει ότι ο ξένος  της ανήγγειλε ότι ο Μενέλαος πέθανε κι είναι έτοιμη να τον παντρευτεί,  δεν τον αναγνωρίζει.  Αντ' αυτού εν αγνοία του διευκολύνει την διαφυγή τους.
   Αφήνοντας την "Ελένη",  ας περάσουμε στο αριστουργηματικό δράμα  του Σοφοκλή "Οιδίπους Τύραννος" (την οποία "ανεξήγητα" οι επόμενες από μένα γενιές δεν διδάχθηκαν ποτέ στο σχολείο, καθώς εξοβελίστηκε από τις Πανελλήνιες χάριν της Φιλοσοφίας και εξέπεσε σε  κείμενο συνοδευτικό της "Αντιγόνης" στην Β' Λυκείου, αρά αδίδακτο ουσιαστικά ). Η συγκεκριμένη τραγωδία   δεν είναι μόνο το πρώτο αστυνομικό έργο όλων των εποχών, δεν είναι μόνο μια σπουδή πάνω στην ευθιξία και στα όρια της προσωπικής ευθύνης, δεν είναι μόνο υπαρξιακό δοκίμιο, δεν είναι μόνο μια μπαλάντα στο αναπόφευκτο της ανθρώπινης μοίρας (χωρίς να είναι μοιρολατρικό), δεν είναι μόνο η εκδοχή του Σοφοκλή πάνω στην αντίθεση "φαίνεσθαι" και "είναι", δεν είναι μόνο ένα ταξίδι αυτογνωσίας.   Έχει και μια από τις πιο σύνθετές και αριστοτεχνικά δομημένες αναγνωρίσεις. Την αυτοαναγνώριση του Οιδίποδα, την ανακάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, και σε δεύτερο βαθμό την αναγνώριση του από την γυναίκα του, την Ιοκάστη ως το γιό της που εξέθεσε όταν ήταν βρέφος. Ουσιαστικά όλη η τραγωδία είναι μια διαδικασία αναγνώρισης, για αυτό θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ αναλυτικά στην προϊστορία του μύθου και στην υπόθεση της τραγωδίας. 
    Ως γνωστόν, ο Οιδίποδας ήταν γιος του Λαΐου και της Ιοκάστης που βασίλευαν στην Θήβα. Όταν γεννήθηκε πήραν ένα χρησμό ότι ο γιος τους θα σκοτώσει τον πατέρα του κι εκείνος έβαλε να τον θανατώσουν. Η μάνα του  έδωσε το μωρό  σε ένα βοσκό για να το αφήσει στο δάσος,  αλλά εκείνος το λυπήθηκε και  το έδωσε σε έναν άλλο βοσκό του βασιλιά της Κορίνθου,  ο οποίος τον δίνει στο άτεκνο ζευγάρι των βασιλιάδων της πόλης τους.  Ο Οιδίποδας μεγαλώνει μη γνωρίζοντας την αλήθεια, ότι είναι  θετός. Κάποτε ακούει κάποιες φήμες ότι είναι υιοθετημένος  και επειδή οι γονείς του δεν τον διαφωτίζουν πηγαίνει στο μαντείο των Δελφών να πάρει πληροφορίες. Εκεί, αγνοούν  την ερώτηση του και  του λένε ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα κοιμηθεί ερωτικά με την μάνα του. Ο Οιδίποδας για να το αποφύγει αποφασίζει να μην ξαναπάει στην Κόρινθο κι αρχίζει να περιπλανιέται. Συναντάει ένα γέρο σε ένα τρίστρατο και, ως τυπικοί Έλληνες, τσακώνονται για το ποιος έχει προτεραιότητα. Ο γέρος, που είναι ο Λάιος, επιτίθεται και ο Οιδίποδας τον σκοτώνει με όλη τη συνοδεία του, εκτός από έναν. Έτσι χωρίς να το ξέρει, επαληθεύει το πρώτο μέρος της προφητείας. Συνεχίζοντας να περιπλανιέται, φτάνει στην Θήβα η οποία χειμάζεται από την Σφίγγα, ένα τέρας που θέτει ένα αίνιγμα και σκοτώνει όποιον δεν απαντήσει. Ο Οιδίποδας βρίσκει την λύση, εξολοθρεύει την Σφίγγα και ως αντάλλαγμα  γίνεται βασιλιάς της Θήβας, παντρεύεται την Ιοκάστη και κάνει μαζί της και τέσσερα παιδιά.  Έτσι επαληθεύεται και το δεύτερο μέρος της προφητείας.
   Στην αρχή του δράματος κανένας δεν τα ξέρει αυτά,  την αλήθεια. Η αναγνώριση, η αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας των ηρώων ξεκινάει από την αρχή και είναι συνδυασμός όλων των τρόπων αναγνώρισης:  αναμνήσεων, σημαδιών, συλλογισμών των ηρώων και  εξέλιξης των πραγμάτων.  Η πόλη υποφέρει από μια επιδημία και αντιπροσωπεία των πολιτών πηγαίνει να ζητήσει βοήθεια από τον Οιδίποδα. Εκείνος τους λέει ότι έχει ήδη φροντίσει να στείλει αντιπροσωπία στο μαντείο των Δελφών για να δουν με ποιο τρόπο θα εξευμενίσουν τους θεούς και θα πάψει η αρρώστια. Οι μαντατοφόροι φέρνουν το μήνυμα ότι ευθύνεται ο δολοφόνος του Λαΐου.  Θέλοντας να βοηθήσει την πόλη, ο Οιδίπους καλεί σε βοήθεια το υπέρτατο think tank  της αρχαιότητας, τον μάντη Τειρεσία. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Τειρεσίας αρνείται να απαντήσει και του λέει να σταματήσει την αναζήτηση. Λογομαχούν, οργισμένος ο Οιδίποδας τον βρίζει, εξίσου οργισμένος ο Τειρεσίας του αποκαλύπτει ότι εκείνος είναι ο δολοφόνος και φεύγει μουρμουρίζοντας κάποια ακατάληπτα για τον Οιδίποδα πράγματα, ότι ο γιος έγινε σύζυγος και είναι πατέρας των αδερφών του. Είναι η πρώτη ψηφίδα της αναγνώρισης. 
   Ο Οιδίποδας  όμως που  δεν καταλαβαίνει πως θα μπορούσε να σκοτώσει τον Λάιο, σκέφτεται- λογικά- ότι ο μάντης συνωμοτεί με τον Κρέοντα, τον αδερφό της Ιοκάστης, ώστε να τον σπιλώσουν και να του πάρουν την βασιλεία. Ο Κρέοντας αρνείται την κατηγορία και δεν πεθαίνει τελικά μόνο γιατί ο χορός παρεμβαίνει. Η Ιοκάστη βγαίνει τότε  από το παλάτι και, για να καλμάρει τον Οιδίποδα, του λέει να μην πιστεύει τους προφήτες. Σαν παράδειγμα αναφέρει την δική της περίπτωση. Το μαντείο έλεγε ότι θα σκοτώσει τον Λάιο ο γιός τους και τελικά σκοτώθηκε σε ένα τρίστρατο, μαζί με όλη την συνοδεία του εκτός από έναν, από μια ομάδα ληστών πηγαίνοντας στους Δελφούς. Δεύτερη ψηφίδα στην αναγνώριση.
  
Ο Οιδίποδας ταράζεται γιατί θυμάται ότι σκότωσε ένα γέρο σε ένα τρίστρατο και το συνδυάζει με την προφητεία του Τειρεσία. Αφού της αφηγείται πως, γυρίζοντας από τους Δελφούς με την προφητεία ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα κοιμηθεί με την μάνα του σκότωσε ένα γέρο,  της ζητάει να του περιγράψει τον Λάιο.  Και η περιγραφή της ταιριάζει με εκείνον που σκότωσε ο Οιδίποδας. Κάπου εδώ μάλλον συντελείται η πρώτη αναγνώριση, γιατί αθόρυβα και συλλογισμένη η Ιοκάστη, προφανώς γιατί αντιλήφθηκε ότι ο άντρας της ήταν ο πρώτος της γιος.
   Ο Οιδίποδας, απασχολημένος με τους ψύλλους στα δικά του αυτιά, δεν δίνει σημασία και ζητάει να του φέρουν τον επιζήσαντα, ο οποίος στο μεταξύ έχει γίνει βοσκός κι έχει φύγει από το παλάτι. (Εντελώς λογικό· όταν έγινε βασιλιάς ο Οιδίποδας,  προφανώς τον αναγνώρισε και φοβούμενος για τη ζωή του, φρόντισε να εξαφανιστεί για να μην τον δει ο Οιδίποδας). Η ελπίδα του Οιδίποδα είναι ότι εκείνος σκότωσε τον γέρο και τους άλλους μόνους του, ενώ, όπως έχει ειπωθεί, τον Λάιο ομάδα ληστών. Άμα επιβεβαιώσει λοιπόν, ο συνοδός ότι ήταν πολλοί οι δολοφόνοι, δεν μπορεί να είναι εκείνος. Αναμένοντας την άφιξη του βοσκού, φτάνει αγγελιοφόρος από την Κόρινθο και του αναγγέλλει ότι ο πατέρας του πέθανε. Χαρούμενος ο Οιδίποδας, αισθάνεται ότι γλύτωσε από ένα κακό, να τον σκοτώσει ο ίδιος, και πλέον ανησυχεί μήπως κάπως παντρευτεί την μάνα του. Ο αγγελιοφόρος για να τον ηρεμήσει του λέει ότι δεν είναι πραγματική του μάνα κι ότι ο ίδιος τον πήρε από ένα βοσκό του Λάιου, ενώ ήταν μωρό παιδί και ότι μάλιστα το όνομα του το πήρε από πρησμένα εξαιτίας του δεσίματος πόδια του. Τρίτη ψηφίδα.
     Ο αγγελιοφόρος το λέει αυτό για να πείσει τον Οιδίποδα ότι δεν πρέπει να φοβάται, αλλά αντ΄ αυτού τώρα είναι που ο Οιδίποδας αρχίζει να φοβάται. Όχι πια μόνο μήπως είναι ο φονιάς του Λαΐου αλλά και μήπως ο Λάιος ήταν πατέρας του και, άρα, η γυναίκα αμφότερων, η Ιοκάστη, είναι η μάνα του. Φοβάται το χειρότερο αλλά δεν σταματάει από την αναζήτηση της αλήθειας, γιατί όπως λέει  “φρικτό αυτό που πρέπει να μάθω, αλλά πρέπει να το μάθω”. Ζητάει λοιπόν από τους γέροντες του χορού, μήπως ξέρουν ποιος είναι αυτός ο βοσκός. Και αποδεικνύεται ότι είναι ο ίδιος που γλύτωσε από την μάχη στο τρίστρατο και τον περιμένει να του τον φέρουν. Όταν έρχεται ο βοσκός, στην αρχή φοβισμένος δεν λέει κουβέντα. Ο Οιδίποδας τον πιέζει και τον απειλεί και τότε ο βοσκός τον επιβεβαιώνει ως  δολοφόνο του Λαΐου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αποκαλύπτει ότι το παιδάκι που έδεσε στον Κορίνθιο βοσκό, και μεγαλώνοντας έγινε ο Οιδίποδας, ήταν γιος του Λαΐου που του το έδωσε η Ιοκάστη να το εκθέσει κάπου ώστε να μην επαληθευτεί η προφητεία ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του. Η αναγνώριση ολοκληρώνεται, ο συντετριμμένος Οιδίποδας φεύγει από τη σκηνή και μπαίνει στο παλάτι όπου στο μεταξύ  η Ιοκάστη έχει αυτοκτονήσει. Ο Οιδίποδας αυτοτυφλώνεται και ετοιμάζεται να φύγει για την εξορία με τη συνοδεία των κορών-αδερφών του. Και η τραγωδία τελειώνει με τον Χορό να επαναλαμβάνει τον ηροδότειο "μηδένα προ του τέλους μακάριζε".
     Τα σημάδια, τα οποία είχε ο Οιδίποδας όταν τον εξέθεσαν ως μωρό κι έπαιξαν κάποιο ρόλο στην αναγνώριση του, αποτελούν βασικό τρόπο αναγνώρισης σε αρκετά άλλα έργα που έχουν ως θέμα εκθέσεις μωρών. Συνήθως τα σπάργανα του παιδιού είναι που  λειτουργούν ως σημάδι αναγνώρισης. Μια τέτοια περίπτωση είναι η τραγωδία του Ευριπίδη  "Ίων".
 
     Η Κρέουσα γεννάει ένα παιδί, τον Ίωνα, μετά από βιασμό της από τον Απόλλωνα. Το εγκαταλείπει φοβισμένη για να το φάνε τα θηρία, αλλά ο Απόλλων παίρνει το παιδί και το πηγαίνει στους Δελφούς. Χρόνια αργότερα, η άτεκνη Κρεουσα και ο άντραςτης,  ο Ξούθος πάνε να πάρουν χρησμό πώς θα κάνουν παιδί· παράλληλα η Κρέουσα κρυφά θέλει να ρωτήσει το θεό αν το παιδί που έκανε παλιά είναι ακόμα ζωντανό, όπως εκμυστηρεύεται στον... Ίωνα με τον οποίο γνωρίζεται και πιάνει κουβέντα.. Η Πυθία λέει στο Ξούθο ότι φυσικό του παιδί είναι εκείνος  που θα συναντήσει πρώτος έξω από το ναό. Ο οποίος είναι προφανώς ο Ίων, στον οποίο λέει ότι μάλλον η μάνα του θα είναι κάποια με την οποία κοιμήθηκε σε βακχικά μυστήρια. Η Κρέουσα, ελπίζοντας ότι κάποτε θα βρει το γιο της ή θα κάνει καινούρια παιδιά και μη θέλοντας να γίνει βασιλιάς της Αθήνας  ο μπάσταρδος γιός του  ξένου στην καταγωγή άντρα της, δεν είναι καθόλου ευτυχισμένη με το γεγονός και συνωμοτεί να σκοτώσει τον Ίωνα.  Εκείνος γλυτώνει και ψάχνει να την βρει για να τη σφάξει. Εκείνη βρίσκει άσυλο στο ναό του Απόλλωνα και οι ιέρειες προκειμένου να μην μολύνει το χώρο παραβιάζοντας το άσυλο και σφάζοντας την Κρέουσα,  του δίνουν το καλάθι στο οποίο τον έφεραν μικρό να ψάξει στην Αθήνα την μάνα του. Η οποία βέβαια ήταν δίπλα και τα αναγνωρίζει, μαζί με αυτά και τον Ίωνα. Άρα, τα σπάργανα του παιδιού λειτουργούν σαν σημάδι ώστε να καταλάβει ότι είναι το παιδί που είχε εκθέσει.
  Ο τρόπος αυτό αναγνώρισης έγινε μανιέρα σχεδόν στα χρόνια της Νέας Κωμωδίας κι από κει πέρασε και στις επόμενες γενιές. Χαρακτηριστικό είναι ότι δυο κωμωδίες του Μένανδρου, έχουν μια τέτοια τροπή. Η Γλυκέρα και ο Μοσχίων με τα παιδικά τους ρουχαλάκια, καταφέρνουν να κάνουν τον πατέρα τους, ο οποίος τους είχε εγκαταλείψει όταν ήταν μικρά, η γυναίκα του πέθανε και ο ίδιος έχασε την περιουσία του, να τους αναγνωρίσει. Έτσι, η Γλυκέρα αποδεικνύει στον ζηλιάρη αγαπημένο της που την έκανε "Περικειρομένη"- την κούρεψε δηλαδή- για να την ατιμάσει όταν την είδε αγκαλιά με τον Μοσχίωνα, ότι είναι αδερφός της και όχι εραστής της.... Και κάπως έτσι, τα σπάργανα του έκθετου μωρού τα οποία προσπαθούν να επιδικάσουν "Οι επιτρέποντες" γίνονται αιτία να το αναγνωρίσει η μάνα του παιδιού που το έκθεσε και μετά αναζητούσε γιατί τελικά έμαθε ότι ο πατέρας του παιδιού, ο οποίος  την βίασε σε κάποια μυστήρια, ήταν ο ...άντρας της.
    Αφήνοντας  την αρχαία λογοτεχνία πίσω μας, παρατηρούμε ότι το μοτίβο της αναγνώρισης έχει διατηρηθεί εν πολλοίς παρόμοιο και στην νεότερη λογοτεχνία, αρχής γενομένης από τα δημοτικά τραγούδια, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν επέκταση μέσα στο χρόνο της ίδιας  λαϊκής Μούσας που ενέπνευσε και τον Όμηρο. Στην παραλογή με τίτλο "Της νύφης που κακοπάθησε"η εν λόγω, πρώην "πολύφερνος" και νυν αναξιοπαθούσα, νύφη κάνει πράξη ουσιαστικά αυτό που ο άσωτος υιός του Ευαγγελίου παρακαλεί επανακάμψας τον πατέρα του. Με τη διαφορά ότι δεν αποκαλύπτει την ταυτότητα της στην οικογένεια της επιστρέφοντας στο πατρικό της χρόνια μετά το γάμο της επειδή αισθάνεται ντροπιασμένη για τις συμφορές του την είχαν βρει και την έκαναν νεόπτωχο. Στην αρχή βρίσκει τις δούλες του σπιτιού της και τις παρακαλεί να της δώσουν και λίγο νερό και να μεσολαβήσουν στην κυρία τους να της βρει δουλειά. Εκείνες λίγο απρόθυμα μεταφέρουν το αίτημα της στη μάνα της, όταν εκείνη αναρωτιέται ποιος λέρωσε την κούπα στην οποία ήπιε νερό. Διερωτάται μάλιστα μήπως η άγνωστη ήταν η κόρη της, η Ελένη, η νύφη δηλαδή που λέγαμε... Η ψυχολογική της αυτή ετοιμότητα ουσιαστικά είναι το πρώτο στάδιο της αναγνώρισης.  Η λαχτάρα της μάνας δηλαδή να ξαναβρεί την κόρη της, την μοίρα της οποίας αγνοεί ολωσδιόλου, πράγμα λογικό με βάση τις οικογενειακές συνήθειες της εποχής και τις δύσκολες συνθήκες επικοινωνίας και μεταφοράς,  είναι εκείνη που δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα για αυτά που θα ακολουθήσουν. Το υπόλοιπο της αναγνώρισης επιτυγχάνεται με σημάδια και εκ της εξέλιξης των πραγμάτων:  Η "ξένη" τοποθετείται στον αργαλειό στη θέση της Ελένης και η επιτυχία με την οποία υφαίνει καθώς και τα λόγια του μοιρολογιού τα οποία λέει πείθουν την μάνα που κρυφακούει ότι η άγνωστη είναι όντως η Ελένη, η κόρη.
   Πιο σύνθετα είναι τα πράγματα στην παραλογή " Ο γυρισμός του ξενιτεμένου". Στην αρχή το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζεται να έχει βγει για  τσάρκα με τα άλογα του, αλλά στην πορεία καταλαβαίνουμε ότι το ταξιδάκι αυτό δεν είναι αναψυχής, είναι ταξίδι επιστροφής από την ξενιτιά. Γιατί στο δρόμο συναντάει μια γυναίκα που αποκαλύπτεται ότι είναι η γυναίκα του. Κι αφού εφαρμόζεται ένα άλλο μοτίβο, "το δοκίμι της αγάπης", το οποίο περνάει επιτυχώς η  εν λόγω γυναίκα, ο αφηγητής της αποκαλύπτει ότι εκείνος είναι άντρας της. Μόνο που η σύγχρονη Πηνελόπη, όπως και η παλιά, θέλει αποδείξεις... Οι οποίες της δίνονται με σημάδια, κλιμακωτά και με βάση το σχήμα των  τριών: Τα σημάδια του κήπου που δίνει ο ξένος απορρίπτονται άμεσα από τη γυναίκα, καθώς εύκολα θα μπορούσε οποιοσδήποτε περνώντας να τα δει. Το ίδιο ισχύει και για τα σημάδια του σπιτιού, τα οποία κάποιος γνωστός θα μπορούσε να του τα αποκαλύψει. Όταν όμως ο ξένος  της αποκαλύπτει σημάδια του κορμιού της, η γυναίκα, η οποία, όπως  το "δοκίμι της αγάπης" που προηγήθηκε έχει προοικονομήσει, γνωρίζει ότι έμεινε πιστή στον άντρα της, πείθεται πέραν πάσης αμφιβολίας για το γνήσιο της ταυτότητας του και η αναγνώριση επιτυγχάνεται.
   Στην Κρητική Λογοτεχνία οι επιρροές από το δημοτικό τραγούδι και τις παραδόσεις και τα παραμύθια συμπλέκονται αβίαστα με εκείνες από την Δύση. Αυτό φαίνεται και στην αναγνώριση του Ερωτόκριτου από την Αρετούσα, στο ομώνυμο έργο του Βιντσέντζου Κορνάρου. Ο Ερωτόκριτος επιστρέφει από την εξορία στην οποία τον καταδίκασε ο βασιλιάς και πατέρας της Αρετούσας επειδή τόλμησε να του ζητήσει να την παντρευτεί.  Μεταμορφωμένος από ένα μαγικό φίλτρο, σώζει το βασίλειο από τους εισβολείς νικώντας σε μια μονομαχία,  και ζητάει ως αμοιβή το χέρι της Αρετούσας, η οποία βρίσκεται στην φυλακή γιατί αρνείται να παντρευτεί άλλον απ' τον Ερωτόκριτο, η Αρετούσα αρνείται τον "ξένο" (άρα περνάει επιτυχώς το "δοκίμι της αγάπης"), οπότε ο η επίδραση του μαγικού φίλτρου περνάει, ο Ερωτόκριτος παίρνει ξανά την πραγματική μορφή του και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς θα δείξει... 
   O "Λάμπρος" του Σολωμού -  η Επτανησιακή Λογοτεχνία, άλλωστε, μιμήθηκε την τάση της Κρητικής Σχολής να το χει δίπορτο μεταξύ δημοτικής και δυτικής παράδοσης-  μπολιάζει τα δημοτικά τραγούδια με στοιχεία ρομαντισμού (άρα ως προς αυτό συνεχίζει από κει που έμεινε ο "Ερωτόκριτος, αν υποθέσουμε ο Ρομαντισμός είναι μια εξέλιξη της λαϊκής-ιπποτικής μυθολογίας των λατινικών χωρών) σε μια ιστορία παρόμοια με τον "Οιδίποδα Τύραννο" του Σοφοκλή. Ο Λάμπρος, επαναστάτης και εραστής, στέλνει τα παιδιά που γεννάει η εκτός γάμου γυναίκα του στο ορφανοτροφείο. Πριν δώσουν την κόρη τους όμως,  η γυναίκα της κάνει ένα σημάδι στο χέρι για να την γνωρίζει στο μέλλον . Περνάν τα χρόνια και σε μια μάχη, μια πανέμορφη κοπέλα αυτομολεί από τους Τούρκους και προειδοποιεί τους Έλληνες. Ο Λάμπρος την ερωτεύεται και κοιμάται μαζί της. Πολύ αργά γίνεται η αναγνώριση από τα σημάδια στα χέρια της κοπέλας...
  Στην "Αγνώριστη" όμως του  Σολωμού, όπως δηλώνει και ο τίτλος, η αναγνώριση δεν επιτυγχάνεται.

Η ασπροντυμένη γυναικεία φιγούρα που παρουσιάζεται με αλλεπάλληλα κινηματογραφικά πλάνα να πλησιάζει ολοένα και πιο κοντά, κάποια στιγμή περνάει και φεύγει χωρίς να αποκαλυφθεί η ταυτότητά της, πράγμα πολύ λογικό εφόσον παραμένοντας άγνωστη εντείνεται το μυστήριο με το οποίο περιβάλλεται κι έτσι, η ομορφιά της φιγούρας φανερώνεται περισσότερο υποβλητική, μετουσιώνεται σε πνεύμα (και δεν εννοώ φάντασμα, ε...) εξαϋλώνεται και προσεγγίζει το ιδανικό και το απόλυτο. Με άλλα λόγια, συχνά στην νεότερη ποίηση (θα επικεντρωθώ σ' αυτή για λόγους συντομίας) το μοτίβο της αναγνώρισης παρέμεινε, προσαρμοζόμενο όμως στους εκάστοτε στόχους και προθέσεις του συγγραφέα.
  Ο Γιώργος Σεφέρης, ας πούμε,  εμπνέεται από το κλίμα της παραλογής "Ο γυρισμός του ξενιτεμένου" για να φανερώσει την αλλοτρίωση, την αποξένωση και της υπαρξιακές-μεταφυσικές αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου και περιγράφει στον δικό του "Γυρισμό του ξενιτεμένου" μια αναγνώριση που δεν επετεύχθη. Πρόκειται για αποτυχημένη "συναισθηματική" αναγνώριση. Το ποιητικό υποκείμενο, που είναι εκείνος επιστρέφει και μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, έχει αναγνωριστεί από τον σύντροφο του, γνωρίζει με το μυαλό του ότι αυτός είναι ο τόπος, αδυνατεί όμως να επανασυνδεθεί συναισθηματικά μαζί του. Όλα του φαίνονται διαφορετικά και δεν μπορεί να επανοικειοποιηθεί μαζί τους, παρά τα σημάδια του φέρνει ο συνοδοιπόρος του. Στο τέλος κι εκείνος βουλιάζει στο έδαφος και ο ο ξενιτεμένος μένει μόνος να βλέπει δρεπανηφόρα άρματα να ακυρώνουν την νοσταλγία και να την επιστροφή του.
   Τέλος, και η Κική Δημουλά εμπνέεται από ένα άγαλμα  γυναίκας με δεμένα χέρια, το οποίο παριστάνει την Βόρειο Ήπειρο, στο ποίημα της «Σημείο Αναγνωρίσεως».
  Στο πρόσωπο του αγάλματος και των δεμένων χεριών του αναγνωρίζει την καταπίεση που υπέστη το γυναικείο φύλο ανά τους αιώνες και σήμερα, μολονότι έχει βελτιωθεί αισθητά η θέση της γυναίκας, τουλάχιστον στις δυτικοευρωπαικές κοινωνίες, έχει πάρει άλλες. πιο αδιόρατες. αλλά εξίσου καταπιεστικές μορφές.
    Κλείνοντας να πω ότι το μοτίβο της αναγνώρισης, προφανώς, εμφανίζεται και στην ξένη λογοτεχνία. Δυο -τρία ενδεικτικά παραδείγματα (με την ευγενική βοήθεια της gia_des):
 Στην Jane Eyre”, το ρομαντικόρεαλιστικό, πρωτοφεμινιστικό, μυθιστόρημα -ενηλικίωσης της
 Σάρλοτ Μπροντέ, η Τζέιν επιστρέφει μετά από χρόνια στο αρχοντικό στο οποίο ζούσε ο αγαπημένος της Ρότσεστερ και το βρίσκει μισοκατεστραμμένο. Μαθαίνει ότι η τρελή γυναίκα του, έκαψε το αρχοντικό και αυτοκτόνησε και ότι ο Ρότσεστερ στην προσπάθεια του να την σώσει έχασε την όραση του και το ένα του χέρι. Η Τζέην σιωπηλή μπαίνει στο δωμάτιο του τυφλού αγαπημένου της χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητα της για να του πάει ένα ποτήρι νερό. Εκείνος καταλαβαίνει ότι δεν είναι ο υπηρέτης αλλά προφανώς δεν την αναγνωρίζει. Ο σκύλος του που την αναγνωρίζει τον ωθεί να καταλάβει ότι είναι κάποιος οικείος. Αγγίζει τα δάκτυλα της παίρνοντας το ποτήρι και της κάνει ερωτήσεις για την ταυτότητά της τις οποίες εκείνη δεν απαντάει. Στο τέλος ψηλαφίζοντας τα χέρια της, καταλαβαίνει ποια είναι …
    Στο θεατρικό έργο του Λόρκα "Ο Περλιμπλίνκαι η Μπελίσα",  η Μπελίσα είναι  νεαρή και όμορφη γυναίκα, την ερωτεύεται ο Περλιμπλίν. Αυτή δεν τον θέλει, η μάνα της  την πείθει να τον παντρευτεί για τα λεφτά του,  παρόλο που  δεν τον αγαπάει, και τον απατάει συνεχως.  Αργότερα, ένας άγνωστος έρχεται συχνά μες τη νύχτα, της τραγουδάει και τον ερωτεύεται χωρίς να τον δει ποτέ.  Αποφασίζει να φύγει μαζί με τον άγνωστο, ο άντρας της όμως που το μαθαίνει  καλεί σε μονομαχία τον αντίζηλο. Περιμένοντας την έκβαση της μονομαχίας,  η Μπελίσα συνειδητοποιεί ότι αγαπάει τον άντρας της καθώς ήταν κάλος άνθρωπος και αποφασίζει να μείνει μαζί του. Όταν έρχεται πληγωμένος ο αντεραστής και  πέφτει στην αγκαλιά της, του λέει ότι αγαπάει τον άντρα της. Ενώ ζει τις τελευταίες του στιγμές,  σηκώνει την κουκούλα και βλέπει ότι ο άγνωστος είναι ο ίδιος ο άντρας της ο οποίος της αποκαλύπτει, πριν ξεψυχήσει, ότι το να  εφεύρει έναν καινούριο άντρα ήταν ο μόνο τρόπος να την κάνει τον αγαπήσει.
  Τέλος, ιδιαίτερη  είναι η περίπτωση αναγνώρισης από τα πράγματα είναι εκείνη μεταξύ Ρωξάνης και Σιρανό στο θεατρικό έργο  του Ροστάν "Σιρανό ντε Μπερζεράκ" και στις μετέπειτα κινηματογραφικές μεταφορές του, που αποτελούν μια δραματοποιημένη εκδοχή τςη ζωής του ομώνυμου μυταρά ποιητή, και δεινού ξιφομάχου. Ωστόσο,  επειδή βρίσκεται σε κομβικό σημείο του έργου, δεν θα την αναλύσω, μήπως τυχόν κάποιος από αυτούς που θα διαβάσουν την ανάρτηση δεν γνωρίζει την υπόθεση και του το χαλάσω.
Μια και λέμε για ταινίες (πρόχειρα), δείτε και τον “Κόμη Μοντεχρήστο” – παρεμπιπτόντως  βασίζεται  στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Δουμά (πατρός)-
 και  το “Sοmmersby”

και, βέβαια, το "Υou 've got mail"

Αυτά τα λίγα, μέχρι, αγαπητοί πρίγκιπες,  να πάρετε το γοβάκι και να ψάξετε την "Σταχτοπούτα" σας ...

και προσοχή για τον Κακό Λύκο, "Κοκκινοσκουφίτσες"
Μέχρι τουλάχιστον να δείτε "΅What dreams may come"