Τον Παναγιώτη τον γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν έφτιαχνε- ήταν οικοδόμος- το σπίτι μιας γειτόνισσας που επέστρεψε στο χωριό μετά την συνταξιοδότησή της.'Ελειπε χρόνια στην Αμερική και ήταν και από ένα διπλανό χωριό. Την ιστορία του την έμαθα αργότερα.
Ήταν σε μια εκδρομή στον Ταΰγετο όταν ένας φίλος μου, καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος, σχολίασε, βλέποντας τον με έναν άλλο συγχωριανό μας, κάτι του στυλ "κοίτα, οι κακόμοιροι, που ήταν εχθροί...". Εγώ δεν κατάλαβα, νόμισα ότι είχαν τσακωθεί για κανα χωράφι, για κάνα πέρασμα, άντε- στο τσακίρ κέφι- για καμιά γυναίκα...
Μετά μου είπαν την ιστορία.
Ενώ στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης η λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε την απελευθέρωσή τους και συνακόλουθα την απαρχή της ανασυγκρότησής τους, στην Ελλάδα- την χώρα η οποία μαζί με την Γιουγκοσλαβία είχε τον συμπαγέστερο, λαϊκότερο και πιο οργανωμένο κίνημα αντίστασης - δεν έγιναν έτσι τα πράγματα, ακριβώς εξαίτιας της παλλαϊκότητας του κινήματος αυτού αλλά και της αριστερών αποχρώσεων ιδεολογίας του. Μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας και την επακόλουθη "λευκή τρομοκρατία" ( την οποία με την ανοχή του επίσημου κράτους και των Άγγλών επέβαλλαν παρακρατικές/φιλοβασιλικές/ακροδεξιές/ομάδες, πόλλα μέλη των οποίων ήταν συνεργάτες των Γερμανών και η οποία ουσιαστικά οδήγησε στον Εμφύλιο) πολλοί άνθρωποι ανέβηκαν στον βουνό για να γλυτώσουν.
Ένας από αυτούς ήταν ο Παναγιώτης - δεκαεφτά - δεκαοχτώ χρονών παιδί τότε- που ανέβηκε στον
Ταύγετο. Εκεί συνελήφθη από μια ομάδα Χιτών (οι Χίτες ήταν παρακρατική ομάδα στελεχωμένη κυρίως απο πρώην ταγματασφαλίτες που προσπαθούσαν να αναβαπτισθουν στην εθνική κολυμπήθρα για την συνεργασία τους με τους Γερμανούς, κάνοντας ό,τι ακριβώς και τότε: πλιατσικολογώντας, τρομοκρατώντας και εκτελώντας, μόνο αυτή την φορά στο "όνομα του έθνους") μαζί με καμιά δεκαπενταριά ακόμα άτομα, κυρίως γυναίκες. Αφού τους κράτησαν για κάμποσες μέρες αιχμάλωτους σε ένα αλώνι, τους πήραν απο κει και τους έβαλαν στην σειρά, για να τους μετρήσουν όπως είπαν, στην άκρη ενός μικρού γκρεμού πάνω από ένα ποταμάκι που είχε μικρές λιμνούλες. Ο Παναγιώτης, που κατάλαβε τι θα γινόταν πραγματικά, πήδηξε στο κενό κι αυτό ακριβώς ήταν που τον γλύτωσε. Γιατί την ίδια στιγμή που πηδούσε, οι Χίτες άνοιξαν πύρ και τους εκτέλεσαν όλους και νόμισαν ότι έπεσε κι αυτός από τις σφαίρες. Μέχρι να καταμετρήσουν τα πτώματα και να δουν ότι έλειπες ένας, ο Παναγιώτης είχε το χρόνο να κατορθώσει να διαφύγει .
Ένας από αυτούς ήταν ο Παναγιώτης - δεκαεφτά - δεκαοχτώ χρονών παιδί τότε- που ανέβηκε στον
Ταύγετο. Εκεί συνελήφθη από μια ομάδα Χιτών (οι Χίτες ήταν παρακρατική ομάδα στελεχωμένη κυρίως απο πρώην ταγματασφαλίτες που προσπαθούσαν να αναβαπτισθουν στην εθνική κολυμπήθρα για την συνεργασία τους με τους Γερμανούς, κάνοντας ό,τι ακριβώς και τότε: πλιατσικολογώντας, τρομοκρατώντας και εκτελώντας, μόνο αυτή την φορά στο "όνομα του έθνους") μαζί με καμιά δεκαπενταριά ακόμα άτομα, κυρίως γυναίκες. Αφού τους κράτησαν για κάμποσες μέρες αιχμάλωτους σε ένα αλώνι, τους πήραν απο κει και τους έβαλαν στην σειρά, για να τους μετρήσουν όπως είπαν, στην άκρη ενός μικρού γκρεμού πάνω από ένα ποταμάκι που είχε μικρές λιμνούλες. Ο Παναγιώτης, που κατάλαβε τι θα γινόταν πραγματικά, πήδηξε στο κενό κι αυτό ακριβώς ήταν που τον γλύτωσε. Γιατί την ίδια στιγμή που πηδούσε, οι Χίτες άνοιξαν πύρ και τους εκτέλεσαν όλους και νόμισαν ότι έπεσε κι αυτός από τις σφαίρες. Μέχρι να καταμετρήσουν τα πτώματα και να δουν ότι έλειπες ένας, ο Παναγιώτης είχε το χρόνο να κατορθώσει να διαφύγει .
Πληροφοριοδότης των Χιτών ήταν ο άλλος μου συγχωριανός που λέγαμε...
Ο Παναγιώτης μετά τον Εμφύλιο, φυλακίστηκε, εξορίστηκε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, μετανάστευσε στην Αμερική και γύρισεε να περάσει τα τελευταία του χρόνια στον τόπο που γεννήθηκε.
Σαράντα χρόνια μετά, σε μια εκδρομή στον Ταύγετο για να ψήσουν αρνί, ο ένας έλεγε αστεία, απολάμβανε το φαγητό και το κρασί, "άρμεγε με τα μάτια του το φώς της οικούμένης" (που λεγε κι ο ποιητής). Ο άλλος ήταν σκυφτός,συνοφρυωμένος, με τα μάτια χαμηλωμένα... Μαντέψτε ποιος...
Σαράντα χρόνια μετά, σε μια εκδρομή στον Ταύγετο για να ψήσουν αρνί, ο ένας έλεγε αστεία, απολάμβανε το φαγητό και το κρασί, "άρμεγε με τα μάτια του το φώς της οικούμένης" (που λεγε κι ο ποιητής). Ο άλλος ήταν σκυφτός,συνοφρυωμένος, με τα μάτια χαμηλωμένα... Μαντέψτε ποιος...
Α! Η ανάρτηση (ως επέκταση στο διήγημα του Ιωάννου "13-12-43") είναι για το ποιήμα του Τίτου Πατρίκιου "Οφειλή"...
"Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε
και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο
κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών
και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες
νεκρολογίες
είναι σαν να μου χαρίστηκε η ζωή
που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή
απ' τη ζωή των άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα
δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε
στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου
δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω."
Υ.Γ. Δεν πιστέυω να έχει μείνει κανείς που να μη θεωρεί ότι είναι ανυπόστατο το (ψευδο)δίλημμα "τέχνη για την τέχνη ή τέχνη για τη ζωή", ε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου