Ναι, το ξέρω! "Καλύτερα μαζί σου και τρελός" λέει το τραγούδι, αλλά για σκεφτείτε το λίγο...
Σηκώνεται μέσα στην νύχτα και το κρύο να πάει να τη βρει, πράγμα που σημαίνει ότι κινδυνεύει να πιάσει καμιά πούντα. Στο μεταξύ, μέχρι κι ο ίδιος του ο εαυτός το ξέρει ότι κάνει βλακεία κι αναρωτιέται πού πάει. Άσε που, παρά την καψούρα του, γνωρίζει πολύ καλά ότι η τύπισσα τον
τρελαίνει. Άρα έχουμε να κάνουμε με μια σχέση που χαρακτηρίζεται από καραμπινάτη έλλειψη συμβατότητας. Κι είναι γνωστό ότι, όταν περάσει το πάθος, μια τέτοια σχέση νομοτελειακά θα τελειώσει και μάλιστα άσχημα. Οπότε άμα ξέρεις τι θα γίνει πριν γίνει, γιατί να το κάνεις; Άσε που η απόσταση ανάμεσα στο "σε εκείνη που αγαπάς" και στο "κι ύστερα λένε πώς φταίει ο φονιάς" ενίοτε είναι υπό τέτοιες συνθήκες εξαιρετικά μικρή. Και στο κάτω κάτω, καλός ο Στράτος Διονυσίου και μου αρέσει, αλλά άμα έχουμε να κάνουμε με τον Καβάφη, προτιμώ τον Καβάφη, τι να λέμε τώρα...
Διότι για το Καβάφη είναι αυτή η ανάρτηση και πιο συγκεκριμένα, για το ποίημα του "Όσο μπορείς".
Για να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, προφανώς ο καθένας μας οφείλει να προσπαθήσει να κάνει τη ζωή του όπως την ήθελε, να προσπαθήσει να γίνει ο άνθρωπος ο οποίος ονειρεύεται, να κατορθώσει την αυτοπραγμάτωση του. Σύμφωνα. άλλωστε, με την πυραμίδα του Μάσλοου η ανάγκη για αυτοπραγμάτωση είναι η ύψιστη ανάγκη του ανθρώπου. Και δεν είναι πολλοί εκείνοι που την πετυχαίνουν. Γιατί το να γίνεις ο άνθρωπος που θες συχνά δεν είναι εύκολο, στην πραγματικότητα δε μπορεί να μην είναι καν εφικτό, καθώς εξαρτάται
από πλήθος παραγόντων.
"τούτο προσπάθησε τουλάχιστον" |
από πλήθος παραγόντων.
Κάποιοι από αυτούς είναι εσωτερικοί και σχετίζονται με τον ίδιο το άτομο. Η προσπάθεια που κατέβαλε ή είναι διατεθειμένος να καταβάλει είναι πρωταρχικός. Μια παλιά μου συμμαθήτρια, ας πούμε, θα ήθελε πάρα πολύ να πετύχει στις πανελλήνιες και ακόμα και σήμερα σκέφτεται να δώσει. Το οποίο δεν είναι κακό. Μόνο που το σκέφτεται κάθε Μάρτη, βλέπει πώς είναι λίγος ο καιρός και αποφασίζει να αρχίσει να διαβάζει από τον Σεπτέμβρη, αλλά όταν έρχεται ο Σεπτέμβρης, δεν το κάνει. Κάθε Σεπτέμβρη. Ίσως, αν η θέληση της να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο ήταν πιο ισχυρή να το κατάφερνε, αλλά μάλλον δεν είναι, κι επειδή η θέληση να επιτύχουμε κάτι είναι ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας που μπορεί να μας οδηγήσει στην επίτευξη του στόχου μας, πιθανότατα ποτέ δεν θα το κατορθώσει, όπως πολλοί άνθρωποι χωρίς θέληση να παλέψουν δεν επιτυγχάνουν το στόχο τους. Γιατί, ως γνωστόν, όταν επιθυμείς κάτι πολύ, το σύμπαν... αδιαφορεί πλήρως! Το ταλέντο, οι ικανότητές και τα σωματικά χαρακτηριστικά που έχει ή δεν έχει κάποιος συμβάλλουν τα μέγιστα. Εγώ, ας πούμε, δεν κατάφερα να γίνω μπασκετμπολίστας, διότι μεταξύ άλλων μου λείπουν καμιά πενήντα πόντοι για να μπορώ να παίξω σέντερ, όπου ήμουν σχετικά καλός, και δεν σκέφτηκα ποτέ στα σοβαρά να γίνω αστροναύτης γατί σιχαίνομαι τα μαθηματικά, έχω μυωπία και για να χρησιμοποιήσω κατσαβίδι χρειάζομαι οδηγίες χρήσης. Και τέλος, για να μην μακρηγορώ, άλλοι παράγοντες σχετίζονται με τον χαρακτήρα των ανθρώπων και αφορούν στοιχεία όπως η δυνατότητα να κρατάει την ψυχραιμία του, η επιμονή και η υπομονή κατά τη διάρκεια της προσπάθειας, η καλλιέργεια της αυτοπεποίθησης, η επιθυμία να βάζει δύσκολους στόχους, το υψηλό κίνητρο επίτευξης κ.α..
Άλλοι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν στην επίτευξη ή τη μη επίτευξή των στόχων μας είναι εξωτερικοί. Το κλίμα και γενικότερα το περιβάλλον στο οποίο ζει κάποιος είναι ένας τέτοιος παράγοντας, Είναι εξαιρετικά απίθανο, ας πούμε, ένας παιδί από την Ελλάδα να επιθυμήσει, αρχικά, και να το επιτύχει, έπειτα, να γίνει ολυμπιονίκης στο σκι. Με αυτό σχετίζεται και ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος και ο χρόνος στον οποίο ζει. Το να είσαι δε 2.15 στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1980 μπορεί να σε κάνει πλούσιο, διάσημο, δήμαρχο και βουλευτή όπως έγινε με τον Φασούλα. Το να είσαι όμως τόσο ψηλός στο Μπουτάν, ξέρω γω, που κανείς δεν ασχολείται με το μπάσκετ, μπορεί να σε κάνει μόνο στόχο καζούρας. Το ίδιο κι αν γεννιόσουνα στην Ελλάδα, αλλά όχι σήμερα, το 1823, ας πούμε.
Άλλοι εξωτερικοί παράγοντες σχετίζονται με το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων, τα κοινωνικά στερεότυπα, καθώς τις επιθυμίες μιας οικογένειας για τα παιδιά της. Πολλοί καλλιτέχνες θυσιάστηκαν γιατί "έπρεπε" να κληρονομήσουν το δικηγορικό γραφείο, την επιχείρηση ή το ιατρείο του μπαμπά τους, ενώ για να γίνεις μπαλαρίνος ή νταλικέρισσα πρέπει να νικήσεις τα έμφυλα στερεότυπα. Η οικονομική κατάσταση είναι ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας, Οι γονείς μου δεν κατάφεραν να σπουδάσουν και πήγαν μέχρι την Τρίτη Δημοτικού στο σχολείο (βρήκαν ωστόσο άλλους τρόπους να αποκτήσουν παιδεία), γιατί, πέρα από το γεγονός ότι όταν ήταν παιδιά ήταν οι καιροί δίσεκτοι, προέρχονταν από φτωχές οικογένειες και έπρεπε να δουλέψουν. Η τύχη τέλος μπορεί να θεωρηθεί ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο στην επίτευξη ή μη των στόχων του με ποικίλους τρόπους. Από το να πας αδιάβαστος στο τελευταίο μάθημα, να πέσουν θέματα που ξέρεις, να πάρεις πτυχίο και να προλάβεις μια προθεσμία για έναν διαγωνισμό που θα σου καθορίσει τη ζωή, μέχρι να είσαι γυναίκα στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του ΄60 αντί για σήμερα, και να καταφέρεις να πας σχολείο.
Δερβενάκια, 1821: Σκύψε, ρε ψηλέα, μη σε βρει κάνα βόλι στο δόξα πατρί!" |
Ενδεχομένως φλυάρησα λίγο, αλλά ήθελα να καταστήσω σαφές το ακόλουθο: Ο άνθρωπος οφείλει μεν να παλεύει για να επιτύχει τους στόχους του, αλλά είναι εξαιρετικά πιθανό να μην τα καταφέρει.
Το ποίημα του Καβάφη ξεκινάει αμέσως μετά ουσιαστικά, καθώς πραγματεύεται τι είναι καλό (και όχι τι πρέπει) να κάνεις, ακόμα κι αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις. Και υπάρχουν δυο ερμηνευτικές προσεγγίσεις του ποιήματος, όχι κατ' ανάγκη άσχετες ή ασύνδετες. Με την μία, που έχει να κάνει με την ηθική αντιμετώπιση της ήττας, θέμα προσφιλές στον Καβάφη, έχει ακροθιγώς έστω ασχοληθεί σε μια άλλη ανάρτηση το ιστολόγιο, οπότε εδώ θα ασχοληθούμε πρώτα με την άλλη, εκείνη που έχει να κάνει με την υιοθέτηση μιας αξιοπρεπούς στάσης απέναντι στη ζωή.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, οφείλουν να παλέψουν να κάνουν τη ζωή τους, όπως θα την ήθελαν, μπορεί όμως και να μην τα καταφέρουν. Είναι πιθανό, είναι λογικό... Κι εξηγήσαμε γιατί πιο πάνω. Το ποίημα του Καβάφη, λοιπόν, αρχίζει από αυτό το σημείο! Γιατί, ακόμα και έτσι, και η χρήση της παραχωρητικής πρότασης είναι εύγλωττα ενδεικτική των προθέσεων του ποιητή, ο άνθρωπος οφείλει να μην τα παρατήσει, η επιτυχία σχετίζεται και με παράγοντες τους οποίους δεν μπορεί ενδεχομένως να ελέγξει. Αυτό όμως που μπορεί να ελέγξει είναι, με όλα αυτά και παρόλα αυτά που μπορεί να του συμβούν, πώς θα (επιλέξει να) ζήσει τη ζωή του. Γιατί το αν θα τη ζήσει με αξιοπρέπεια ή όχι είναι κάτι που εν πολλοίς εξαρτάται από τον ίδιο. Προσέχουμε εδώ βέβαια, ότι το ποιητικό υποκείμενο επιλέγει να μην ορίσει ως στόχο το να ζει τη ζωή ο άνθρωπος με αξιοπρέπεια, αλλά αντίθετο τού, το να μην την εξευτελίσει. Διότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να ζήσει κάποιος τη ζωή του με αξιοπρέπεια, ανάλογα με το ποιος είναι. Αντίθετα, ο εξευτελισμός, ο αναξιοπρεπής τρόπος ζωής, ουσιαστικά είναι ένας. Το ποιητικό υποκείμενο βέβαια δεν είναι ούτε συνταγματάρχης σε τάγμα ανεπιθύμητων ούτε ιεροκήρυκας που κηρύττει κάποια μονοκόμματη ηθική "αλήθεια" που προσεγγίζει κανείς ξαπλώνοντας στο κρεβάτι του Προκρούστη. Γνωρίζει ότι είναι μια δύσκολη και επίπονη διαδικασία, όμως, όπως φανερώνουν η φράση "όσο μπορείς" (που αποτελεί και τον τίτλο του ποιήματος, στοιχείο ενδεικτικό τη σημασίας του) καθώς και η χρήση της προστακτικής "προσπάθησε", και προτείνει αυτή τη στάση ζωής ως το "τουλάχιστον", την βάση πάνω στην οποία μπορεί να ζήσει τη ζωή του ένας άνθρωπος. Ναι, οκ, είναι κάτι δύσκολο. Αλλά δεν πρέπει κάποιος να αποθαρρυνθεί από τις δυσκολίες του εγχειρήματος και πεπεισμένος ότι δεν θα τα καταφέρει να μην κάνει τίποτα. Αντίθετα, οφείλει να προσπαθήσει όσο μπορεί να ζήσει με αξιοπρέπεια,. Αν μπορεί λίγο, λίγο, αν μπορεί πολύ, πολύ. Γιατί ό,τι κι αν κάνει, όσο κι αν το καταφέρει, κέρδος θα είναι γιατί θα είναι καλύτερο από το τίποτα.
Στην συνέχεια του ποιήματος αναφέρεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να χάσει την αξιοπρέπειά του μέσω των κοινωνικών επαφών και συναναστροφών. Και είναι ένα σημείο στο οποίο φαίνεται καθαρά ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης χρησιμοποιεί τα επίθετα. Λειτουργικά δηλαδή και όχι καλολογικά. Ως εργαλεία και όχι ως στολίδια. Γιατί το κέντρο βάρους του νοήματος των σχετικών στίχων βρίσκεται στο επίθετο "πολλή". Ο ποιητής με άλλα λόγια δεν μας προτρέπει να γίνουμε κοσμοκαλόγεροι, μονόχνωτοι και μισάνθρωποι. Να μην βλέπουμε κανένα και να μην συγχρωτιζόμαστε με κανέναν. Δεν ψέγει με άλλα λόγια την "συνάφεια", αλλά την "πολλή συνάφεια". Την υπερβολή δηλαδή, το να ξοδεύεται κανείς σε ανούσιες, επιφανειακές, ρηχές, υποκριτικές κοινωνικές σχέσεις που μπορούν να τον φθείρουν, να τον κουράσουν και να του ρουφήξουν όλη του την ενέργεια.
Στην δεύτερη στροφή ο ποιητής επεκτείνει την πρώτη, για αυτό και ξεκινάει επαναλαμβάνοντας για έμφαση την βασική προτροπή προς τον αναγνώστη, να μην εξευτελίζει τη ζωή του. Κι έπειτα φανερώνει πιο συγκεκριμένα μέσω τριών τροπικών μετοχών τοποθετημένων κλιμακωτά πώς μπορεί να γίνει αυτό. Οι μετοχές αυτές δε είναι ενεργητικής φωνής, πράγμα που υποδηλώνει ότι είναι του κάθε ανθρώπου η πράξη και η επιλογή. Ο άνθρωπος λοιπόν, εξευτελίζει την ζωή του πηγαίνοντας από δω κι από κει (ουδέτερη κατάσταση), γυρίζοντας συχνά (εντονότερη η προηγούμενη κατάσταση), κι εκθέτοντας (αρνητική κατάσταση) τη ζωή σου σε εκείνες της συναναστροφές οι οποίες είναι ανούσιες κι επιβλαβείς και άρα προξενούν στον άνθρωπο φθορά και εν τέλει επιβεβαιώνουν την φράση του Σαρτρ ότι η κόλαση είναι οι άλλοι. (Στην παρούσα ζωή ή και στην... άλλη. Η τηλεοπτική σειρά "The good place" που βασίζεται στην φιλοσοφία του Σαρτρ συστήνεται ανεπιφύλακτα ).
Και το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι στο τέλος να αισθάνεται ο άνθρωπος τη ζωή του ξένη. Αλλοτριώνεται, απομακρύνεται από τον εαυτό του, αλλοιώνει την προσωπικότητα του και ζει τη ζωή ενός άλλου. Κι έτσι, τον βαραίνει, δεν την απολαμβάνει και την νοιώθει φορτική, την βιώνει δηλαδή ως βάρος, γιατί κουράζεται να υποδύεται κάποιον άλλο.
Δεδομένου ότι ο άνθρωπος καλείται στα πλαίσια διαφόρων κοινωνικών περιστάσεων να αναλάβει διάφορους ρόλους και για να τους εκπληρώσει είναι αναγκασμένος να έρθει πάρα πολύ συχνά σε επαφή με ανθρώπους και καταστάσεις τους που δεν έχει πάντα την πολυτέλεια να επιλέξει, είναι προφανής διαχρονικά η αξία του ποιήματος. Σε πείσμα όλων αυτών, όμως, καθένας από μας οφείλει να διατηρεί τον εαυτό του, τον ελάχιστο έστω, ακέραιο και άφθαρτο, και για τον ίδιο, αλλά και για τους άλλους ανθρώπους, και ειδικά τους δικούς του, ώστε να μπορεί να συνάψει ειλικρινείς σχέσεις αμοιβαιότητας μαζί τους. Όσο μπορεί, τουλάχιστον, ας προσπαθήσει...
Για τον homo interneticus του σήμερα δε το μήνυμα του ποιήματος είναι ακόμα πιο έντονο, καθώς στις μέρες παρέχεται αφειδώς η δυνατότητα σε καθένα από εμάς να εξευτελίσει τον εαυτό του, πέρα από τους παραδοσιακούς τρόπους, με ποικιλία άλλων. Από τη συμμετοχή σε τάλεντ ή ριάλιτυ σόου (ή/και την παρακολούθηση αυτών) στις οποίες ο εξευτελισμός του ίδιου του ανθρώπου ή του "αντιπάλου" μετριέται σε δείκτες ακροαματικότητας ή θεαματικότητας, μέχρι την ψευδαίσθηση ζωής που επιβάλλει η υπερβολική χρήση των κοινωνικών δικτύων.
Αυτά ως προς την πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση. Ως προς τη δεύτερη, εκείνη της ηθικής στάσης απέναντι στην ήττα, ας περιοριστούμε μόνο στα βασικά., τα οποία έχουν ειπωθεί στην προηγούμενη ανάρτηση, που αναφέρθηκε πιο πριν. Πρόκειται για μια στάση ζωής που εμφανίζεται σε πληθώρα ποιημάτων του Καβάφη, όπως οι "Θερμοπύλες", ο"Βασιλεύς Δημήτριος", η "Σατραπεία" ή το "Απολειπειν ο θεός Αντώνιον" κ.α.. Ο άνθρωπος οφείλει να προσπαθεί να επιτύχει στους στόχους του, αλλά δεν ελέγχει αν θα τα καταφέρει τελικά, γιατί αυτό κρίνεται από πολλούς παράγοντες, όπως είπαμε, εξωτερικούς ή εσωτερικούς. Εκείνο που μπορεί να ελέγξει, άρα είναι στο χέρι του, είναι ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειριστεί την ήττα, χωρίς να χάσει την αξιοπρέπειά του. Είναι λογικό για οποιονδήποτε από εμάς να λυπηθεί για μια αποτυχία του και μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματά του με όποιον τρόπο θέλει, αρκεί να μην κάνει την ήττα του παντιέρα και την περιφέρει από δω κι από κει σε τέτοιο βαθμό που τελικά να χαρακτηρίσει τη ζωή του όλη ή να καταστεί εκείνος "μηχανή μιας απέραντής οδύνης που κατάντησε να μην έχει σημασία ". Με άλλα λόγια δηλαδή, μπορεί να αποτύχεις να πεις το "μεγάλο Ναι" (ή "το μεγάλο Όχι'') αλλά, ακόμα κι έτσι, στο χέρι σου είναι με ποιον τρόπο θα πορευθείς προς το "διδώ".
Στην πρώτη ανάρτηση για το ποίημα το είχα ζευγαρώσει με το ποίημα του Κ. Καρθαίου "Βάλτε να πιούμε "
, αν και (αντιγράφω από εκεί) φαινομενικά υποστηρίζει μια
διαφορετική, ηδονιστική σε πρώτη εντύπωση, στάση ζωής. Ο Καρθαίος ξεκινάει από την αποδοχή της ματαιότητας της ζωής, αλλά, αντί να συνθηκολογήσει, μας προσκαλεί σε μια συνεπή, ανυποχώρητη και ακάματη προσπάθεια να αντισταθούμε σ' αυτή τη ματαιότητα, πρόσκληση που κορυφώνεται δια της επωδού "Βάλτε να πιούμε," κι έτσι μας προτρέπει σε μια στάση ζωής, η οποία, ξεπερνώντας το ηδονιστικό της πρώτης εντύπωσης (καθώς το "Βάλτε να πιούμε" αποτελεί διατύπωση/απαίτηση του μερτικού από "Ψωμί και Τριαντάφυλλα" που ανήκει σε καθένα μας), στέκεται με αξιοπρέπεια κι αντιστέκεται, αντάξια ανθρώπου που στη ζωή του "ώρισε και φυλάγει Θερμοπύλες" (μακριά από "σατραπείες και τέτοια") ακόμα και μπροστά στο θάνατο (και την ανυπαρξία): "Σαν είναι η ώρα γνέψε μας, δεν σου ζητούμε χάρη... "
(Ή αλλιώς, "Do not go gentle into thατ good night")
Κατά τα λοιπά, κλείνοντας, να πούμε ότι με όποια ερμηνευτική πρόταση κι αν το προσεγγίζουμε, είναι προφανές ότι το ποίημα εντάσσεται στα διδακτικά φιλοσοφικά ποιήματα του ποιητή. Πέρα από το περιεχόμενο, την διδακτική διάσταση του ποιήματος φανερώνουν η χρήση του β΄ προσώπου καθώς και η επιλογή των εγκλίσεων, της προστακτικής ("προσπάθησε") και της αποτρεπτικής υποτακτικής ("μην την εξευτελίζεις"). Έχει, τέλος, όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της καβαφικής τεχνοτροπίας, εκτός από την υπαινικτικότατα και την ειρωνεία. Είναι γραμμένο σε ιαμβικό μέτρο, χωρίς ομοιοκαταληξία, και χωρισμένο σε δυο άνισες ως προς τον αριθμό των στίχων στροφές με νοηματικά κριτήρια. Η γλώσσα του ποιήματος είναι η τυπική ιδιότυπη καβαφική γλώσσα που συνδυάζει στοιχεία της καθαρεύουσας (π.χ."συνάφεια"), της δημοτικής ( π.χ. "φορτική") και της πολίτικης ή της αλεξανδρινής διαλέκτου (π.χ. "πηαίνοντας"). Τέλος, η χρήση του β΄ προσώπου προσδίδει θεατρικότητα, ενώ για την λειτουργική χρήση του επιθέτου έχουμε αναφερθεί ήδη.
Υ.Γ.1:
"... Ακόμα κι αν αυτοί που ήμασταν δεν μείναμε,
ακόμα κι αν αυτοί που θέλαμε δεν γίναμε,
είμαστε ακόμα εδώ ψάχνοντας
στα τυφλά καινούριους τρόπους ... "
Υ.Γ.2: Υπάρχει και αντίλογος πάντως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου