Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

"Do not go gentle into that good night" (Ντίλαν Τόμας) που θα έλεγε κι ο "Αλέξης Ζορμπάς" (Νίκος Καζαντζάκης)

    Σε μια συνέντευξη που έδωσε το 2018, στις παραμονές των τελευταίων συναυλιών του στο Θέατρο Βράχων,  ο Θάνος Μικρούτσικος είχε δηλώσει: 
   «Εγώ αισθάνομαι σαν πυγμάχος, που πυγμαχεί με ένα τύπο πολύ ψηλό, που είναι ο χρόνος, ο οποίος στο τέλος μετατρέπεται σε θάνατο, γιατί στο 15ο γύρο θα σε ρίξει νοκ άουτ. Και το στοίχημα που έβαλα στον εαυτό μου και το τήρησα, είναι σε κάθε γύρο να τον νικάω στα σημεία.» . Πρόκειται για την επανάληψή μιας πάγιας θέσης του εμφανίστηκε πρώτη φορά στο οπισθόφυλλο του (αυτο)βιογραφικού βιβλίου που έβγαλε το 2011.  Μια τέτοια προσέγγιση της ζωής και του θανάτου παρουσιάζουν τα δυο κείμενα με τα οποία θα ασχοληθούμε σήμερα.
Γ. Ζορμπάς 
        Το πρώτο είναι το απόσπασμα  από το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». που ανθολογείται στο βιβλίο  Λογοτεχνίας της Β΄ Λυκείου. Είναι το πρώτο μυθιστόρημα που εξέδωσε ο  συγγραφέας (1946) και εγκαινιάζει την τελευταία φάση της καριέρας  του.  Το περιεχόμενο του βασίζεται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία, εφόσον χρησιμοποιούνται ως πρωτογενές υλικό οι εμπειρίες του Καζαντζάκη από την απόπειρά του να εκμεταλλευθεί γύρω στο 1917 ένα ορυχείο στην Πράστοβα, μέρος το οποίο βρίσκεται κοντά στη Στούπα της Μεσσηνιακής Μάνης, στην οποία και έμενε, σε ένα σπίτι στην δημοφιλέστατη σήμερα παραλία της Καλόγριας, και για να το δω, (το ορυχείο) είχα κάνει ως μαθητής την πρώτη μου κοπάνα, φεύγοντας από μια εκδρομή. Γενικός επιστάτης των εργασιών ήταν ο Γεώργιος Ζορμπάς τον οποίο ο Καζαντζάκης θεωρούσε μαζί με τον Βούδα, το Χριστό και τον Νίτσε ως τις βασικότερες επιρροές του. Στο μυθιστόρημα  ο Ζορμπάς έχει ονομαστεί  Αλέξης, και ο αφηγητής είναι ένας ελληνοβρεττανός ο οποίος έχει κληρονομήσει ένα ορυχείο σε μια παραλία της νοτιας Κρήτης όπου μεταφέρεται η δράση. Το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη έγινε πολύ επιτυχημένη ταινία από τον  Μιχάλη Κακογιάννη και ο Ζορμπάς, όπως τον υποδύθηκε  ο Άντονι Κουίν, ταυτίστηκε στα μάτια των δυτικών με την εικόνα του τυπικού Έλληνα.
 Η σκηνή που ανθολογεί το  σχολικό βιβλίο διαδραματίζεται μετά τον θάνατο της Μαντάμ Ορτάνς, μιας γυναίκας με την οποία ο Ζορμπάς είχε συνάψει σχέση.
  Η  πρώτη ενότητα του αποσπάσματος είναι μεταβατική και μεταφορικά και.… κυριολεκτικά.  Ξεκινάει μετά το θάνατο της Ορτάνς και το πλιάτσικο του ξενοδοχείου της από τους ντόπιους, και περιγράφει την μετάβαση του αφηγητή και του Ζορμπά, ο οποίος κρατάει ένα κλουβί με τον
Το ορυχείο της Πράστοβας στη Στούπα 
παπαγάλο της Ορτάνς, τον οποίο η νεκρή αγαπημένη του υπεραγαπούσε, στην παραλία όπου κατοικούν. Η μετάβαση αυτή τους δίνει τον απαραίτητο χρόνο να χωνέψουν ψυχολογικά τον θάνατο και την απώλεια που συνεπάγεται ταυτόχρονα δε τους μεταφέρει και στον κατάλληλο τόπο και με τις κατάλληλες συνθήκες. «Στο ακρογιάλι μας», λέει ο αφηγητής. Και το σημασιολογικό βάρος πέφτει εξίσου και στις δυο λέξεις. Γιατί ο άνθρωπος θέλει να βρεθεί σε ένα οικείο χώρο για να ξεσπάσει τη θλίψη του, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Και γιατί  η θάλασσα είναι ένας χώρος που προδιαθέτει τον άνθρωπο να αφήσει τα συναισθήματά του να ξεχειλίσουν. Από την αρχαιότητα ήδη έχει σημειωθεί αυτό, θυμηθείτε την βουβή οργή του Χρύση δίπλα, από την ηχηρή θάλασσα, το παραπονεμένο κλάμα του Αχιλλέα μετά την συνέλευση των Αχαιών και τον άγριο σπαραγμό του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς. Και δεν είναι τυχαίο ότι ως σύμβολο η θάλασσα συμβολίζει την ψυχή του ανθρώπου…
   Στη δεύτερη ενότητα οι  ήρωες ενδύονται τα βασικά τους χαρακτηριστικά. όπως περιγράφονται αυτά  στο μυθιστορήμα. Ο αφηγητής είναι ένας σπουδαγμένος άνθρωπος που έχει διαβάσει πολύ, ένας διανοούμενος που βασανίζεται στην αναζήτηση της αλήθειας. Ο Ζορμπάς είναι ένας λαϊκός άνθρωπος, αμόρφωτος αλλά με έμφυτη ευφυΐα, παιδεία και φιλομάθεια.  Είναι ένας άνθρωπός παραδομένος στη ζωή και ο πρόσφατος θάνατος της Ορτάνς τον οδηγεί σε υπαρξιακή κρίση, η οποία ουσιαστικά είναι η  αιτία για την συζήτηση που πρόκειται να κάνουν. Η συζήτηση αυτή έχει θεατρικό ύφος, μοιάζει με σκηνή θεατρικού έργου. Τον έντονο διάλογο των προσώπων συνοδεύουν κάποια σκόρπια σχόλια του αφηγητή, εν είδει σκηνοθετικών παρατηρήσεων. Το όλο στήσιμο του σκηνικού για μια τέτοια κουβέντα πάνω στα πανάρχαια και πάντα αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου, μπροστά από το ευρύ πέλαγος και κάτω από τον έναστρο ουρανό, αποτελεί δικαίωση, κατά κάποιον τρόπο, του στίχου του Ελύτη από τον Τρίτο Ύμνο της Γένεσης στο «Άξιον Εστί»: «και πλατύς επάνου  ο ουρανός για να διαβάζεις  μόνος σου την απεραντοσύνη».
    Σε αυτό το χώρο και υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ζορμπάς  κοιτάζει τον έναστρο ουρανό συνεχίζοντας την προαιώνια, την πανάρχαια γραμμή που ξεκίνησε από τότε που ο πρώτος άνθρωπος σήκωσε το βλέμμα  στον ουρανό κι είδε τα αστέρια,  κι αναρωτιέται  τι να είναι αυτά, τι να υπάρχει εκεί. Το ερώτημα αυτό θέτει και  ο Ζορμπάς μόνο που στην στην περίπτωσή του δεν είναι αστρονομικής φύσης, δεν είναι εκείνο του επιστήμονα.  Πίσω του κρύβεται ο θάνατος της Ορτάνς. Έτσι, στην πραγματικότητα αυτό που  αναρωτιέται ο Ζορμπάς, όπως και κάθε άνθρωπος, είναι ποιος έφτιαξε τον κόσμο και γιατί.  Η ερώτηση αυτή, λοιπόν, είναι η αφορμή, η πρόβα, η προετοιμασία για να θέσει το  πραγματικό ερώτημα που τον καίει υπό το βάρος του θανάτου της  Ορτανς: Γιατί να ζούνε οι άνθρωποι και κυρίως (μιας και πρόκειται για έναν άνθρωπο που έχει βρει το νόημα της ζωής και γνωρίζει πολύ καλά την ομορφιά και τη χαρά που έχει  παρά τις αντιξοότητές της) γιατί να πεθαίνουνε. Και οι ίδιοι και αυτοί που αγαπάνε. Ο Ζορμπάς ρωτάει με την αφέλεια και την αθωότητα του λαϊκού ανθρώπου που δεν έχει αξιωθεί να μορφωθεί και θεωρεί αυτονόητο πως ο σπουδαγμένος γνωρίζει όλα τα μυστικά της ζωής. Ο αφηγητής, από την πλευρά του, τού απαντάει με την γνώση  και την επίγνωση ότι κανείς δεν μπορεί να  απαντήσει σε τέτοια υπαρξιακά ερωτήματα. Γιατί,η μόρφωση  και η σκέψη γενικά δεν είναι η θεραπεία στην αγωνία που προκαλούν, αλλά αναλγητικά στο ψυχικό άλγος  που τα συνοδεύει.

Αν έγινε τέτοια κουβέντα μεταξύ Καζαντζακη και Ζορμπά, έγινε στην παραλία Καλόγρια στη Στούπα
Στην άκρη της, κάτω δεξιά,  φαίνεται το σπίτι  που έμενε ο Καζαντζάκης για κάποιο διάστημα.  
Και εκεί αποσκοπεί η νιτσεϊκών καταβολών και ομηρικής τεχνοτροπίας, καθώς είναι αντλημένη από τη φύση, παραβολή με την οποία προσπαθεί να  απλοποιήσει τον συλλογισμό του, ώστε να μπορεί να τον κατανοήσει  ο Ζορμπάς, μια παραβολή από την οποία προκύπτει η μηδαμινότητα και η μεγαλοσύνη ταυτόχρονα του ανθρωπίνου είδους. Το σύμπαν είναι ένα δέντρο και οι άνθρωποι σκουλήκια σε ένα φύλλο. Και κάποιοι από αυτούς το αντιλαμβάνονται και αντιμετωπίζουν με γενναιότητα αυτόν τον «ιερό τρόμο» που προκύπτει από την αναμέτρηση με αυτά τα ερωτήματα, «κοσμικό τρόμο» θα τον λέγαμε σήμερα που οι γνώσεις μας για το σύμπαν είναι πολύ περισσότερες και  γνωρίζουμε ότι είμαστε σε μια «αχνή γαλάζια  κουκίδα», που θα έλεγε και ο Sagan
Η Γη  όπως φαίνεται είναι από απόσταση 6 δισεκατομμυρίων χιλιομέτρων.
Είναι  αυτή η μικρή γαλάζια  κουκκιδούλα 

     Στο σημείο αυτό, αξίζει να παρατηρηθεί ότι έμμεσα ο Καζαντζάκης  φανερώνει τις αντιλήψεις για του για την τέχνη βάζοντας τον  αφηγητή του να έχει την πρόθεση να συμπληρώσει ότι από το σημείο εκείνο ξεκινάει η ποίηση. Τη θεωρεί ως  άλλος Ιάσων Κλέανδρος  ένα μέσο  καταπράυνσης του υπαρξιακού άγχους. Και άρα μέσο για  να εκφράσει ο  άνθρωπος  κάτι βαθύτερο από το καθημερινό βίωμα, μια ανώτερη  έννοια και ιδέα, αλλά και φάρμακο για να μην τρελαθεί,  αντιμετωπίζοντας τον ιερό αυτό τρόμο,  αλλά να φτάσει, αντίθετα, στη μεγαλοσύνη.
     Θα ήταν άτοπη όμως, και δραματουργικά και ουσιαστικά, μια τέτοια απάντηση στο  ερώτημα του  Ζορμπά γιατί  δεν είναι σε ένα λογοτεχνικό σουαρέ και ο Ζορμπάς είναι ένας λαϊκός άνθρωπος  που έκανε την ερώτηση για έναν συγκεκριμένο λόγο. Έτσι, ο αφηγητής αναγκάζεται να ακολουθήσει άλλο δρόμο, εξαίροντας την ηθική γενναιότητα των ανθρώπων εκείνων που έχουν το θάρρος να αναμετρηθούν με την μηδαμινότητα του ανθρώπου, με τον φόβο της ανυπαρξίας και το μονίμως αναπάντητο ερώτημα για το νόημα της ζωής. Θέματα δηλαδή των οποίων η συνειδητοποίηση  συνεπάγονται μεγάλο κίνδυνο, γιατί μπορούν να εκτροχιάσουν άνθρωπο ηθικά και πνευματικά και να τον οδηγήσουν στον μηδενισμό ή την κατάθλιψη.
     Η φράση «μου αρέσει», όμως, που τη χρησιμοποιεί ο αφηγητής κατά βάσιν  ως δείκτη κατανόησης  της κατάστασής και αντίστασης, μπορεί να εκληφθεί  και ως ένδειξη ηθικής δουλείας και μοιρολατρικής αποδοχής. Έτσι, ο Ζορμπάς εξεγείρεται στο όνομα της ηθικής ελευθερίας του ανθρώπου, γενόμενος έτσι  η πρώτη έκφανση του τυπικού καζαντζακικού ήρωα. Όντας πραγματικά γενναίος, αναγνωρίζει και σέβεται τον θάνατο, επειδή είναι μια αναπόφευκτη συνθήκη της ζωής. Δεν του αρέσει όμως ούτε και τον φοβάται και το τραγουδάκι που του τραγουδάει είναι το «σιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώ».  Επειδή λατρεύει τη ζωή και την εκτιμάει παρά τις αντιξοότητες της και θέλει να την ρουφήξει όλη, μέχρι την τελευταία σταγόνα της και με την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών του.
   Αυτή η υπέρτατη διακήρυξη της ηθικής ελευθερίας του ανθρώπου από τον Ζορμπά δεν αφήνει περιθώρια για τη συνέχιση της συζήτησης κι έτσι αυτή λήγει και μάλιστα μη αναμενόμενο τρόπο. Ο δάσκαλος διδάχθηκε και ο μορφωμένος έμαθε από τον απλό λαϊκό άνθρωπο. Στον επίλογο, την τρίτη ενότητα, ο αφηγητής μένει μόνος  να αισθάνεται τον εαυτό του να μεγαλώνει ηθικά και πνευματικά.  Και το «ξημερώνει» με το οποίο τελειώνει το απόσπασμα δεν είναι μόνο κυριολεκτικό…
Προικονομία
    Η σκηνή αυτή έχει μεταφερθεί  δυο φορές στον κινηματογράφο,  αλλά σε διαφορετικά πλαίσια από το μυθιστόρημα. Στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη περιλαμβάνεται μόνο ένα μικρό απόσπασμα της σκηνής. τοποθετημένο μετά την σφαγή της χήρας, μιας ντόπιας γυναίκας η οποία συνάπτει ερωτικές σχέσεις με τον αφηγητή και την σκοτώνει ο πατέρας ενός νεαρού που ήταν ερωτευμένος μαζί της και αυτοκτόνησε, όταν είδε τον αφηγητή να βγαίνει από το σπίτι της.
    Περιλαμβάνεται επίσης στην  βιογραφική ταινία  «Καζαντζάκης» του Γιάννη Σμαραγδή, στο κομμάτι που αφορά την γνωριμία του συγγραφέα με τον Ζορμπά.  Παρουσιάζεται να συνέβη έπειτα από μια κουβέντα του Καζαντζάκη με τον  Ζορμπά, όπου με αφορμή ένα βιβλίο που γράφει  ο συγγραφέας  ο Ζορμπάς τον πετάει στη θάλασσα για να του γνωρίσει τη χαρά της ζωής.
(Όλη η σκηνή εδώ)
Σε παρόμοιο κλίμα κινείται και το εμβληματικό  ποίημα του Ντύλαν Τόμας «Do not go gentle  into the good night» (1947),
  μια από τις γνωστότερες βιλανέλες παγκοσμίως, αν όχι η γνωστότερη, και ταυτόχρονα από τα πιο γνωστά και επιδραστικά έργα του ποιητή αλλά και  γενικά της αγγλόφωνης λογοτεχνίας.
   Η βιλανέλα  είναι  ιταλικής προέλευσης είδος ποιήματος, ξαδερφάκι του σονέτου, αλλά χωρίς την παγκόσμια εξάπλωσή του, μιας και είναι γνωστή και διαδεδομένη κυρίως στην Αγγλία. Αποτελείται από 19 στίχους χωρισμένους σε  έξι στροφές, οι πέντε πρώτες με τρεις στίχους και η τελευταία με τέσσερις. Ο πρώτος και ο τρίτος στίχος της πρώτης στροφής, ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους και αποτελούν τα ρεφραίν του ποιήματος. Τοποθετούνται εναλλάξ στο τέλος κάθε μιας από τις υπόλοιπες 4 τρίστιχες  στροφές, ομοιοκαταληκτώντας  με τον  πρώτο στίχο της, και  τίθενται μαζί πάλι, ως τρίτος και  τέταρτος στίχος, στην τελευταία. Ο δεύτερος στίχος της πρώτης στροφής ομοιοκαταληκτεί με τους δεύτερους στίχους των υπόλοιπων τρίστιχων στροφών και με τον πρώτο και τον δεύτερο της τελευταίας.
  Επειδή δεν μου αρέσει καμία από τις μεταφράσεις του ποιήματος στα ελληνικά. θα το προσεγγίσω   με βάση το αγγλικό κείμενο. Δείτε ωστόσο εδώ την  μετάφραση του Διονύση Καψάλη  η οποία είναι έμμετρη (αυτό το «στέργει» και αυτό το «ευλογημένη» δεν μπορώ να τα χωνέψω, τα άλλα είναι μια χαρά.. )
    Στο  πρώτο στίχο της πρώτης στροφής, ο οποίος όπως είπαμε είναι το πρώτο ρεφρέν, το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται σε κάποιο απροσδιόριστό  β’ πρόσωπο  και το προτρέπει να μην αφεθεί, να μη να βυθιστεί χωρίς μάχη στην «καλή νύχτα». Η λέξη «νύχτα» συμβολίζει το θάνατο και το σημασιολογικό πλέγμα (που είναι εντονότερο στα αγγλικά) που δημιουργεί εντασσόμενη στη φράση «καλή νύχτα», που είναι φράση αποχαιρετισμού, αποκαλύπτουν ότι αυτό που προτρέπει το ποιητικό υποκείμενο το απροσδιόριστο β' πρόσωπο είναι να μην αφεθεί να στο θάνατο, να μη βυθιστεί αμαχητί στην ανυπαρξία. Η προτροπή αυτή επιτείνεται στο δεύτερο στίχο. Μην αφεθείς, ακόμα κι αν φθάσεις τα γηρατειά με την αδυναμία, την ταλαιπωρία, τις αρρώστιες που αυτά συνεπάγονται αλλά και με το νομοτελειακά πλησίασμα στο τέλος της ζωής που σηματοδοτούν. Ακόμα και τότε, λέει ο τρίτος στίχος που είναι και το δεύτερο ρεφρέν του ποιήματος, οφείλεις να παλεύεις για το φως, για τη ζωή δηλαδή.  Και είναι εμφανής η υφολογική διαφοροποίηση από τον πρώτο στίχο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια  ενεργητική με όλες τις δυνάμεις αντίσταση απέναντι στο θάνατο και όχι απλά μια προτροπή μη παραίτησης. Το στοιχείο αυτό τονίζεται και από την αναδίπλωση της πρώτης λέξης του στίχου, που είναι μια καθαρή προστακτική: Rage! Πάλεψε!
  Στις υπόλοιπες τρίστιχες στροφές το ποιητικό υποκείμενο αναφέρει κατηγορίες ανθρώπων που έκαναν το ίδιο, πάλεψαν ενάντια στο θάνατο  από πόθο για τη ζωή και το φως (Κι επειδή δυσκολεύτηκα, τα σχόλια μου βασίστηκαν σε κάποια  πράγματα  που λέει ένας τύπος εδώ).
   Οι σοφοί άνθρωποι, εκείνοι δηλαδή που ασχολήθηκαν με τις ιδέες, οι φιλόσοφοι, οι ποιητές, ακόμη κι όσοι ασχολήθηκαν με τα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης, δεν αφήνονται να βυθιστούν στο θάνατο γιατί  καταλαβαίνουν την ύστατη στιγμή ότι ο χρόνος τους πέρασε
 
και  δεν πρόλαβαν να πουν όσα ήθελαν ή να υπερασπιστούν όσο  έπρεπε ή όσο επιθυμούσαν τις ιδέες του. ώστε να μη χαθούν στη λήθη.  Και θέλουν όσο μπορούν περισσότερο χρόνο.  
     Οι καλοί άνθρωποι, εκείνοι  που κινήθηκαν στη ζωή τους με βάση τον αλτρουισμό, την αγάπη και την φιλανθρωπία, αντιλαμβάνονται ότι η προσπάθεια τους να αλλάξουν τον κόσμο ή να αμβλύνουν το κακό που υφίστανται διάφοροι άνθρωποι δεν ολοκληρώθηκε. Υπάρχουν και άλλα πράγματα να κάνουν και περισσότερη βοήθεια που πρέπει να δώσουν.  Κι έτσι παλεύουν ενάντια στο θάνατο, επιδιώκοντας να κερδίσουν περισσότερο χρόνο. 
    Οι άγριοι άνθρωποι, αυτοί δηλαδή που ζουν με βάση τη δύναμη και την εξουσία, οι φιλόδοξοι, οι ηγέτες, οι κατακτητές δεν αφήνονται να πεθάνουν γιατί καταλαβαίνουν ότι όσα κι αν κατάφεραν να κατακτήσουν, δεν τελείωσαν,  υπάρχουν ακόμα και άλλα.  Και παλεύουν ενάντια στο θάνατο για να κερδίσουν  κι αυτοί όσο παραπάνω χρόνο μπορούνε.  
   Το ίδιο κάνουν και οι αυστηροί άνθρωποι, εκείνοι που ζουν με βάση την ηθική, οι ιερωμένοι, οι νομοθέτες, οι ηθικοί φιλόσοφοι. Αντιλαμβάνονται στο νεκρικό κρεβάτι τους, παρά τη θολή πια όρασή τους, την ομορφιά της ζωής (την οποία ίσως δεν βίωσαν αρκετά ζώντας με βάση τη σκληρότητα  των κανόνων τους; ) και παλεύουν ενάντια στο θάνατο για να συνεχίσουν να τη ζουν.
Στην τελευταία στροφή αποκαλύπτεται η ταυτότητα του προσώπου στο οποίο απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο. Είναι ο ετοιμοθάνατος πατέρας του που βρίσκεται στο νεκροκρέβατό του. Και τον παρακαλεί να τον ευχηθεί ή να τον καταραστεί.  Αδιάφορο τι από τα δύο, απλά να κάνει κάτι, για να δώσει σημεία ζωής. Ώστε να μην αφεθεί χωρίς μάχη να πεθάνει και να παλέψει ενάντια στο θάνατο για όσο μπορεί περισσότερο.
   Προσοχή όμως! Δεν είναι όμως ο θάνατος το πραγματικό θέμα της βιλανέλας.  Η ζωή και η ομορφιά της είναι.  Γιατί, όπως μαθαίνουμε όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας και με βάση αυτή την επίγνωση  ζούμε σε όλη την υπόλοιπη, ο θάνατος είναι αναπόφευκτός και αήττητος.  Εκείνος είναι πάντα ο τελευταίος νικητής. Αυτό όμως που έχει σημασία για κάποιον δεν είναι δεν πως πεθαίνει, αλλά πώς πεθαίνει!. Αν βλέπεις τον θάνατο  κατάματα, όπως αρμόζει σε ένα ελεύθερο και ηθικά δυνατό άνθρωπο ή, αντίθετα,  μέσα στο φόβο για το άγνωστο που σηματοδοτεί  αυτός. Στην πραγματικότητά δε το ποίημα τονίζει μέσα από συνεχείς αντιθέσεις μεταξύ του φωτός, που συμβολίζει τη ζωή, και του σκοταδιού, που συμβολίζει το θάνατο, τη λαχτάρα για τη ζωή. Κι αυτό που προκύπτει πίσω από την πάλη των ανθρώπων αυτών που αναφέρονται στο ποίημα να μάχονται ενάντια στον θάνατο, είναι η ομορφιά της ζωής. Αυτό είναι που καταλαβαίνουν όλοι. Οι σοφοί, οι καλοί, οι αυστηροί, οι άγριοι. Και όλοι,  παράλληλα, φτάνουν στη διαπίστωση ότι ο χρόνος μας είναι περιορισμένος καθώς ο θάνατος είναι αναπόφευκτος. Άρα,  το ουσιαστικό μήνυμα του ποιήματος είναι παρόμοιο με  το «άδραξε την μέρα» που δίδασκε ο σούπερμαν συνάδελφός μου  ο κύριος Κίτινγκ στους μαθητές του στην ταινία «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών». "Άδραξε την μέρα"! Γιατί τελικά αυτό που έχει σημασία για κάποιον δεν είναι πως ζει αλλά πώς ζει!, (Για να επαναλάβω και τον λογοπαίγνιο.) 

   Οφείλεις, λοιπόν,  να ρουφάς τη ζωή και τους χυμούς της, να βυθίζεσαι κάθε στιγμή  στην ομορφιά της και να λούζεσαι το φως της.  Και να παλεύεις κάθε στιγμή της ζωής σου και για κάθε στιγμή της ζωής σου… Γιατί είναι μοναδική!  Γιατί είναι πεπερασμένη!  Γιατί θάνατος θα είναι μεν ο τελευταίος νικητής, αλλά δεν υπάρχει λόγος να τον αφήσουμε να μας συντρίψει ούτε βέβαια  να σκιάσει τη ζωή και την ομορφιά της  ο φόβος του, ενόσω είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Με άλλα λόγια:
« Hey you dont help them to bury the light
Dont give in without a fight » .
(Even if its a fantasy)
Τοίχος στην Ινδία
Καλάθι ελληνικής αλυσίδας καταστημάτων με φτηνιάρικά προϊόντα και μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας. Ούτε με εφτά ευρώ! 


 Τέλος πάντων, για να κλείσουμε σε σχήμα κύκλου,  ο Θάνος Μικρούτσικος έμεινε μέχρι το τέλος σταθερός σε αυτή την στάση του, όπως δηλώνει στα τελευταία του μηνύματα στα social media: «Αυτές τις μέρες στο νοσοκομείο χρειάστηκε πολλές φορές να κάνω μετάγγιση αίματος. Το ίδιο και οι άνθρωποι στους διπλανούς θαλάμους. Σκεφτόμουνα αντί για δώρο φέτος να δώσετε αίμα. Για τον Θ.Μ. Για κάποιον που το έχει ανάγκη. Αυτές τις γιορτές σκεφτείτε τους άλλους και γίνετε αιμοδότες» και «Ποτέ δεν κρύφτηκα. Μηνύματα έρχονται από πολλούς φίλους που ρωτάνε για την κατάσταση της υγείας μου. Ενάμιση μήνα τώρα βρίσκομαι σ΄ ένα δωμάτιο του νοσοκομείου παλεύοντας μ΄ ένα ανόητο πυρετό που επιμένει. Σας γράφω σήμερα γιατί αισθάνομαι πιο δυνατός κι είμαι σίγουρος ότι θα σας συναντήσω σύντομα. “Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος. Το να μην παραδίνεσαι, αυτό είναι” που λέει και ο αγαπημένος μου Χικμέτ».
   Και  έτσι, τιμής ένεκεν θα τελειώσω  όχι με τους εξαιρετικούς και διαφορετικά παιγμένους κάθε φορά «7 νάνους…» του,  όπως ίσως θα περίμενε κανείς από μένα, αλλά με το αγαπημένο του τραγούδι, το “ Sultans of Swing”  των Dire Straits το οποίο συνήθιζε να ακούγεται  μετά το τέλος των συναυλιών του (δεν έκανε ποτέ ενκόρ).
(Ολόκληρη η  τελευταία συναυλία του εδώ).



Δεν υπάρχουν σχόλια: