Στο ιστολόγιο έχουν γίνει πάμπολλες δημοσιεύσεις για την Ελισάβετ Μουτζάν και την Ελένη Αλταμούρα λόγω των αποσπασμάτων από την αυτοβιογραφία της πρώτης και την γραμμένη από την Ρέα Γαλανάκη μυθιστορηματική βιογραφία της δεύτερης, που ανθολογούνται αμφότερα στο βιβλίο Λογοτεχνίας της Γ΄ Γυμνασίου.
Στις αναρτήσεις αυτές σχολιάζεται ή αναλύεται το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο έζησαν η πρώτη σύγχρονη Ελληνίδα πεζογράφισσα και η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφισσα (οι όροι δικοί μου και θα συνεχίσω να τους χρησιμοποιώ, εύχομαι και στα δικά σας), λέγονται κάποια πράγματα για τη ζωή και το έργο τους ή παρουσιάζονται δημιουργικές εργασίες από μαθήτριες και μαθητές διαφόρων εποχών, που έγιναν με βάση τα ανθολογούμενα αποσπάσματα. *
Δεν υπάρχει όμως καμιά δημοσίευση που να σχολιάζει λιγάκι πιο στοχευμένα τα συγκεκριμένα αποσπάσματα. Και αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η συγκεκριμένη ανάρτηση, η οποία, επιπλέον, φιλοδοξεί και να συγκεντρώσει σε ένα ενιαίο κείμενο σχόλια και παρατηρήσεις για τα δυο αποσπάσματα που έχουν γραφεί σε διάφορες αναρτήσεις του ιστολογίου. Οφείλω να διευκρινίσω στο σημείο αυτό ότι συχνά πυκνά στη συνέχεια του κειμένου θα τις αποκαλώ με το μικρό τους όνομα. Αυτό δεν γίνεται σε καμία περίπτωση με διάθεση να τις υποτιμήσω, αντίθετα τρέφω και για τις δυο τους μεγάλο σεβασμό και εκτίμηση. Απλά, επειδή είναι πολλά χρόνια που ασχολούμαι μαζί τους, τις νιώθω πια δικούς μου ανθρώπους.
Ας αρχίσουμε πρώτα από την κατά τί μεγαλύτερη Ελισάβετ Μουτζάν. Όσον αφορά τη ζωή της, να πούμε επί τροχάδην ότι γεννήθηκε το 1801 στη Ζάκυνθο. Οι γονείς της προέρχονταν από επιφανείς αριστοκρατικές οικογένειες του νησιού. Οι γυναίκες δεν πήγαιναν σχολείο τα χρόνια εκείνα, ωστόσο η Ελισάβετ έμαθε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα της, ο οποίος διασκέδαζε με τον ζήλο που έδειχνε το "θηλυκό" και την έμαθε να διαβάζει και να γράφει, όπως μαθαίνει κανείς το σκυλάκι του να κάνει τούμπες, ξέρω γω. Για την μικρή Ελισάβετ όμως άνοιξε ένας καινούργιος κόσμος. Ρούφηξε όσα της έμαθαν οι τρεις κληρικοί που αργότερα υπήρξαν κατ' οίκον δάσκαλοί της και όσα μπορούσε μόνη της να μάθει. Έμαθε μόνη της αρχαία ελληνικά, γαλλικά και ιταλικά, έκανε μεταφράσεις και έγραψε δικά της έργα. Η μόρφωση την οποία απέκτησε και οι περισσότερες γυναίκες της εποχής της δεν είχαν την ευκαιρία να λάβουν υπήρξε για την Μουτζάν τύχη και ατυχία. Τύχη, γιατί πλάτυναν οι εξαιρετικά περιορισμένοι ορίζοντές της και ανακάλυψε την κλίση της. Ατυχία, γιατί ζητούσε πράγματα ανέφικτα για την εποχή της και το φύλο της. Η ίδια ποτέ δεν εξεγέρθηκε ανοιχτά. Ζητούσε ευγενικά, με μεγάλα σε έκταση γράμματα, από τον θείο και τον αδερφό της (οι οποίοι υποκαθιστούσαν τον άρρωστο πατέρα στη θέση του αρχηγού της οικογένειας) να της επιτρέψουν να ασχοληθεί με τα διαβάσματα της, τα ιερά για την ίδια και αποτέλεσμα παραλογισμού για αυτούς. Και βίωνε την εξής αντίθεση. Αυτά που την απελευθέρωσαν, να είναι και αυτά που την έκαναν να αντιληφθεί την σκλαβιά της.
Στη Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου δημοσιεύονται δυο αποσπάσματα από την "Αυτοβιογραφία" της. Στο πρώτο απόσπασμα αναφέρεται η αντίδραση της Ελισάβετ στο άκουσμα της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία την οδηγεί να συνειδητοποιήσει τις διακρίσεις που υφίσταται εξαιτίας του φύλου της. Στην πρώτη παράγραφο η Ελισάβετ αφηγείται πως, επειδή είναι κλεισμένη στο σπίτι, χρειάστηκε να έρθει ένας παλιός της δάσκαλος για να πληροφορηθεί το ξέσπασμα της Επανάστασης, τον Μάρτη του 1821. Την ένθερμη στάση της απέναντι στο γεγονός, το οποίο φανερώνεται στην επόμενη παράγραφο ότι την αφορά και προσωπικά, υπογραμμίζει η μεταφορά για τους ζυγούς της δουλείας.
Και η αίσθηση αυτή επαληθεύεται στη δεύτερη παράγραφο του αποσπάσματος στην οποία είναι ιδιαίτερα έντονο το βιωματικό στοιχείο, πράγμα λογικό μιας και μόνο μέσα στα γραπτά της βρίσκει τον χώρο η Ελισάβετ να εκφραστεί ως πρόσωπο και να δραπετεύσει από τους περιορισμούς που της επιβάλλονται λόγω του φύλου της. Τα ρήματα και οι αντωνυμίες, λοιπόν, είναι στο πρώτο πρόσωπο και, όσον αφορά το περιεχόμενο, διαγράφονται γλαφυρά τα συναισθήματα και οι σκέψεις της Ελισάβετ στο άκουσμα της είδησης. Η παράγραφος είναι δομημένη αντιθετικά. Στο πρώτο κομμάτι της περιγράφεται η έντονη επιθυμία της νεαρής γυναίκας να βοηθήσει τους επαναστάτες, την ένταση της οποίας φανερώνει η αναφορά στο αίμα που φούντωσε μέσα της στο άκουσμά της είδησης. Η Ελισάβετ αντιλαμβάνεται ως συντρόφους της τους επαναστάτες και επιδιώκει να τους βοηθήσει ενεργητικά, διότι καταλαβαίνει πως αγωνίζονται για τα ίδια τα πράγματά: την πατρίδα, τη θρησκεία και κυρίως, την ελευθερία. Το "θέλω" της όμως προσκρούει στο "μπορώ" της και η αντίθεση ανάμεσα σε αυτά τονίζεται με την επανάληψη της λέξεως "επεθύμουν", μέσω της οποίας ουσιαστικά προετοιμάζεται η ακύρωση της επιθυμίας. Γιατί η Ελισάβετ συνειδητοποιεί ότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να προσευχηθεί παθητικά για την επιτυχία της Επανάστασης. Επειδή είναι γυναίκα, άρα περιορισμένη. Και μάλιστα γυναίκα Ζακύνθια, άρα διπλά περιορισμένη, καθώς στις κλειστές μικρές τοπικές κοινωνίες οι κοινωνικοί αυτοματισμοί είναι ισχυρότεροι. (Και επιπλέον αριστοκράτισσα. Η Ελισάβετ δεν κάνει κάποια μνεία εδώ γιατί ενδεχομένως δεν το έχει συνειδητοποιήσει, αλλά η κοινωνική της τάξη είναι ουσιαστικά ένας παραπάνω χαλκάς στο λαιμό της. Οι γυναίκες των λαϊκών τάξεων αναγκαστικά έβγαιναν περισσότερο από το σπίτι γιατί έπρεπε να δουλέψουν για να ζήσουν. Και οι γυναίκες της αστικής τάξης είχαν περισσότερες ελευθερίες, αντίθετα με τις γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής οι οποίες πρέπει να ακολουθούν ένα πιο αυστηρό πρωτόκολλο, που πηγάζει από την παράδοση). Και τα στοιχεία τα οποία την οδηγούν στην συνειδητοποίηση αυτή είναι τα ρούχα της και οι τοίχοι του σπιτιού της. Σκεφτείτε το λίγο! Για τον καθένα από εμάς το σπίτι μας είναι ένα είδος καταφυγίου, ένας χώρος ασφαλής στον οποίο μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας. Και τα ρούχα μας είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητάς μας. Για την Ελισάβετ όμως όχι. Τα ρούχα της παρουσιάζονται μεταφορικά ως σύμβολο της "γυναικείας σκλαβίας" της, της σκλαβιάς που υφίσταται ως γυναίκα. Και οι τοίχοι τους σπιτιού της προσωποποιούνται και καθίστανται έτσι μια πελώρια φυλακή, η οποία της στερεί την δυνατότητα να γίνει αυτό που (γνωρίζει πια καλά ότι) είναι. Για αυτό, ουσιαστικά, η προσευχή της να επιτύχει η Επανάσταση και η υποστήριξη στους επαναστάτες έχει και μια μικρή τόση δα ιδιοτέλεια. Στη νίκη τους προσβλέπει την έλευση της ελευθερίας. Και στην έλευση της ελευθερίας την άφιξη των Μουσών, την πνευματική ανάπτυξη δηλαδή, κάτι που επιδιώκει η Ελισάβετ για δυο λόγους. Ο ένας, ο προφανής, είναι γιατί ορίζοντας η ίδια τον εαυτό της ως πνευματικό άνθρωπο αναγνωρίζει έναν τέτοιο κόσμο ως δικό της. Ο άλλος, ο λιγότερο προφανής και σημαντικότερος, είναι γιατί ελπίζει ότι σε έναν τέτοιο κόσμο θα γίνει αντιληπτό πόσο απαράδεκτες είναι κοινωνικές συνθήκες για τις γυναίκες και άρα θα βρει κι εκείνη την ελευθερία της.
Διότι η Ελισάβετ έχει κόψει τα γεφύρια πίσω της. Η μόρφωσή της την έχει διαχωρίσει πλέον τελείως και ολοκληρωτικά από τις υπόλοιπες γυναίκες της εποχής της, οι οποίες μέσα στην άγνοια τους θεωρούν φυσικό τον περιθωριακό ρόλο που είχε επιφυλάξει η κοινωνία στο γυναικείο φύλο. Η Ελισάβετ όμως μέσω της παιδείας έχει επεκτείνει τον κόσμο της και έχει αποκτήσει συνείδηση της ανελευθερίας στην οποία την έχει καταδικάσει η κοινωνία λόγω του φύλου της και τους καταναγκασμούς που υφίσταται. Το γεγονός αυτό βέβαια την καθιστά ελεύθερη μέσα της και την ωθεί να παλέψει για να βρει ή να δημιουργήσει την θέση της στον κόσμο. Έχει γίνει δηλαδή ουσιαστικά μια ελεύθερη πολιορκημένη. Το στοιχείο αυτό μπορεί να παρατηρηθεί εύκολα στο δεύτερο απόσπασμα που ανθολογείται. Η Ελισάβετ εδώ αναφέρεται σε δύο πράγματα. Το ένα είναι η προσπάθειά της να ξεφύγει από τους περιορισμούς που βιώνει εξαιτίας του φύλου της, επιχειρώντας να εφεύρει μια καινούργια ταυτότητα, διαφορετική από την στερεοτυπική για το φύλο της, στην οποία θα μπορεί να είναι ο εαυτός της. Και το άλλο ο φόβος και οι ελπίδες της για το μέλλον, όταν αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν είναι εφικτό.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Στην πρώτη παράγραφο η Ελισάβετ αναφέρει την αρνητική άποψή της για τον γάμο. Δε θέλει να παντρευτεί, γιατί δε θέλει γενικά να παντρευτεί, καθώςγνωρίζει όλα τα κακά που μπορούν να συμβούν στα πλαίσια του γάμου σε μια γυναίκα, όπως λέει. Αλλά και ειδικότερα δεν θέλει να παντρευτεί. Γιατί δεν θα διαλέξει η ίδια εκείνον που θα παντρευτεί. Ως εκ τούτου, πιθανότατα θα της τύχει κάποιος άντρας ο οποίος θα περιμένει από εκείνη να είναι πειθήνια και υπάκουη, όπως οι κοινωνικές επιταγές της εποχής υπαγορεύουν στις γυναίκες ότι πρέπει να συμπεριφέρονται. Κι έτσι, φοβάται ότι θα εκληφθεί ως κακιά γυναίκα, διότι η ίδια πια, λόγω της μόρφωσής της και της εσωτερικής ελευθερίας που απέκτησε εξαιτίας αυτής, αδυνατεί να παίξει αυτόν τον ρόλο. (Κάτι τέτοια βλέπουν οι Ταλιμπάν και επιτίθενται στις γυναίκες που επιχειρούν να μορφωθούν).
Για να αποφύγει τον γάμο, λοιπόν, η Ελισάβετ επιχειρεί να γίνει αναχωρήτρια κι αντιπροτείνει στην οικογένειά της δυο λύσεις. Η μία είναι να γίνει μοναχή και η άλλη να αποσυρθεί σε μια αγροικία της οικογένειας, ώστε, σε κάθε περίπτωση, να έχει την δυνατότητα να ασχοληθεί με τα πνευματικά της ενδιαφέροντα, την μελέτη και τη συγγραφή. Όμως ο αδερφός της και ο θείος της, οι οποίοι υποκαθιστούσαν, όπως είπαμε, τον καταθλιπτικό πατέρα της ως αρχηγοί της οικογένειας, φαίνεται ότι απορρίπτουν κατηγορηματικά και μετά βδελυγμίας και τις δυο προτάσεις της Ελισάβετ για το μέλλον της, διότι τι θα πει ο κόσμος για το... Μουτζανέικο. Η Ελισάβετ λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε -και το αντιλαμβάνεται και η ίδια- έχοντας να αντιμετωπίσει το δίλημμα να παντρευτεί ή να μην παντρευτεί ουσιαστικά επιλέγει με ποιον τρόπο να πονέσει στην συνέχεια της ζωής της, γενόμενη έτσι τραγικό πρόσωπο. Εάν παντρευτεί, θα εξαναγκαστεί κάνει κάτι που δεν θέλει για τους λόγους που ανέφερε. Εάν δεν παντρευτεί, θα περάσει την υπόλοιπη ζωή της φυλακισμένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι, γιατί μένοντας ανύπαντρη θα αποτελέσει ντροπή για την οικογένεια και ως εκ τούτου δεν θα βγαίνει από το σπίτι ούτε καν για να πάει στην εκκλησία. Άρα, στην πραγματικότητα το δίλημμα της Ελισάβετ είναι γάμος ή θάνατος και αυτό υπογραμμίζεται και από την προσωποποίηση του σπιτιού της, που ταυτόχρονα συμβολίζει και τον αριστοκρατικό οίκο στον οποίο ανήκει, το οποίο παρουσιάζεται ως να είναι εκείνο που προσπαθεί να την συνθλίψει και μοιάζει με φοβερό τέρας σε ταινία τρόμου. Γιατί κλεισμένη στο σπίτι θα πεθάνει από πνευματικό μαρασμό, καθώς ο θείος και ο αδερφός της δεν μιλάνε στις γυναίκες, ο καταθλιπτικός πατέρας της λέει μόνο στενάχωρα πράγματα και επισκέψεις λόγω της ομηρείας της δεν μπορεί να δεχτεί. Αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η Ελισάβετ δεν αναφέρεται καθόλου στην συντροφιά που θα μπορούσε να έχει από τις άλλες γυναίκες της οικογένειάς της, διότι έχει αντιληφθεί ότι λόγω της μόρφωσής της και της συνακόλουθης συνειδητοποίησης της σκλαβιάς την οποία υφίσταται ως γυναίκα, έχει εξοριστεί και από τον κόσμο των γυναικών, καθώς της φαίνονται ξένα και ευτελή εκείνα που (είναι αναγκασμένες να) σκέφτονται ή ασχολούνται οι γυναίκες.
Δεν είναι όμως ο θάνατος εκείνο που φοβάται η Ελισάβετ, ή τουλάχιστον δεν είναι το μόνο που φοβάται, όπως αποκαλύπτεται στην επόμενη παράγραφο. Το ένα πράγμα που φοβάται πραγματικά είναι ότι θα πεθάνει χωρίς να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο ζει, ότι δεν θα φτάσει στην αυτόπραγμάτωση δηλαδή. Η αυτοπραγμάτωση βρίσκεται στην πυραμίδα αναγκών του Μάσλοου στην υψηλότερη βαθμίδα και σχετίζεται με την επιτυχία του ανθρώπου να εξελίξει όλες του τις ικανότητες ώστε να καταφέρει να γίνει αυτό που πραγματικά είναι. Και για την Ελισάβετ αυτό δεν θα γίνει κάνοντας παιδιά όπως υπαγόρευαν οι κοινωνικές συμβάσεις ότι οφείλει να είναι το ιδανικό για μια γυναίκα, αλλά ασχολούμενη με τα πνευματικά της ενδιαφέροντα. Και η απελπισία της για την αποτυχία της να αυτοπραγματωθεί λόγω του φύλου της εκφράζεται με μια ρητορική ερώτηση και μια αποστροφή σε β' πρόσωπο στην εαυτή της [κι αυτό γλωσσικός ακτιβισμός, παιδιά], χρησιμοποιώντας το χαϊδευτικό του ονόματός της, καθώς αναπολεί την ευτυχία και την πληρότητα που ένοιωθε παλαιότερα, την ώρα που ασχολούταν με τις πνευματικές της ασχολίες και οραματιζόταν μια ζωή βυθισμένη σε αυτές. Μισό όμως... Ίσως να μην είναι ακριβές ότι η Ελισάβετ δε θέλει να κάνει παιδιά, διότι έχει ήδη, και αυτά είναι τα συγγράμματά της, τα οποία προσωποποιεί και παρομοιάζει με παιδιά της. Και με αυτά σχετίζεται ο δεύτερος φόβος της Ελισάβετ. Γιατί, όπως κάθε μάνα, έτσι και η Ελισάβετ θέλει τα καλύτερα για τα παιδιά της. Φοβάται, λοιπόν, για αυτά και ανησυχεί μήπως μετά τον θάνατό της αυτά ή θα σαπίσουν μέσα στα συρτάρια της και θα τα φάει το σαράκι ή ότι η αρχινέμεσή της, ο αδερφός της, θα τα δώσει να τα χρησιμοποιήσουν ως προσάναμμα και θα καούν. Κι εκφράζει την ελπίδα ότι τα συγγραμμάτά της, τα παιδιά της, μετά τον θάνατό της να βρουν κάποιον που θα τα εκτιμήσει.
Εδώ τελειώνει το ανθολογούμενο απόσπασμα, αλλά όχι και η ζωή της Ελισάβετ. Βλέποντας την πεισματική άρνηση της οικογένειάς της να της επιτρέψει να ασχοληθεί με τα πνευματικά της ενδιαφέροντα, προσπάθησε, όπως λέει η ίδια στην "Αυτοβιογραφία" της, δειλά και απεγνωσμένα να δραπετεύσει, με χαρακτηριστική και παταγώδη αποτυχία. Έφυγε από το σπίτι της μεταμφιεσμένη και ντυμένη με παλιόρουχα και τριγυρνούσε μέσα στη Ζάκυνθο, ψάχνοντας να βρει το λιμάνι ώστε να δραπετεύσει στην Ιταλία και να σπουδάσει. Περιπλανήθηκε μάταια για αρκετή ώρα στην πόλη, καθώς δεν ήξερε πού να πάει, μιας και οι γυναίκες δεν έβγαιναν από το σπίτι τους. Κουρασμένη, μετά από ώρες, ανακάλυψε, βλέποντας την είσοδο του σπιτιού της, ότι έκανε κύκλους και ακόμα βρισκόταν στη γειτονιά της. Σαν τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του, ξαναμπήκε στη "φυλακή" της και δεν προσπάθησε να ξαναφύγει ποτέ. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί κι ούτε πότε του έμαθε την απουσία της...
Οπότε δεν είχε πια πολλές επιλογές. Στο δίλημμα γάμος ή θάνατος η Ελισάβετ διάλεξε τον γάμο. Για να αποφύγει τον πνευματικό μαρασμό του εγκλεισμού, συνθηκολόγησε και παντρεύτηκε το 1830 έναν άνθρωπο σαν τον χαρακτήρα αυτού του διηγήματος του Ροΐδη, τον οποίο δεν εκτιμούσε και δεν διάλεξε η ίδια- για αυτόν τον λόγο σε κανένα κείμενό μου δεν την αναφέρω με το επώνυμό του. Το 1831 γέννησε τον γιο της και πέθανε λίγο μετά από επιπλοκές της γέννας. Στο δίλημμα γάμος ή θάνατος η απάντησή ήταν και γάμος και θάνατος...
Αλλά, εκτός από τη ζωή και η Ιστορία φάνηκε άδικη με την Μουτζάν. Κατά τη διάρκεια της ζωής της έγραφε ακατάπαυστα, όπως μαρτυρεί η ίδια, έγραφε για να θυμάται ποια είναι, θα έλεγε κανείς. Τα έργα της μετά τον θάνατό της μείναν στο συρτάρι. Το 1881 ο γιος της, Ελισαβέτιος Μαρτινέγκος, εξέδωσε την "Αυτοβιογραφία της" (λογοκριμένη, γιατί τι θα πει ο κόσμος) και αποσπάσματα από κάποια άλλα έργα της ως συμπλήρωμα σε μια ποιητική συλλογή του. Κι όταν αυτή δεν είχε την απήχηση που περίμενε, δεν ασχολήθηκε ξανά με τα έργα της μάνας του. Μια προσπάθεια έκδοσης των έργων της αργότερα, τη δεκαετία του 1940 δεν τελεσφόρησε λόγω απουσίας κονδυλίων. Και τελικά οι φόβοι της Ελισάβετ για τα "παιδιά" της επαληθεύτηκαν. Στον μεγάλο σεισμό της Ζακύνθου το 1953 το σπίτι στο οποίο φυλάσσονταν τα χειρόγραφά της κατέρρευσε και στην φωτιά που ακολούθησε κάηκαν...
Εύλογο είναι το ερώτημα μετά από όλα αυτά; Δικαιώθηκε η Ελισάβετ για τις επιλογές της;
Η απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι "προφανώς και ναι". Ακόμα κι έτσι, η Ιστορία δικαίωσε την Ελισάβετ. Σε όλα τα επίπεδα. Ως συγγραφέα πρώτα από όλα. Σήμερα θεωρείται η Τζέιν Όστιν της Ελλάδας και η δημοφιλία της μεγαλώνει συνεχώς, την ίδια ώρα που οι υπόλοιποι πεζογράφοι της εποχής της είναι ξεχασμένοι. Υπάρχει δε ένας φιλόλογος σε ένα νησί στο άλλο μεγάλο ελληνικό πέλαγος που κάθε χρόνο μιλάει για κείνη δακρυσμένος και συχνά πυκνά κάνει και τους μαθητές του να δακρύζουν, αλλά να μείνει μεταξύ μας αυτό, να μην κυκλοφορήσει. Και μπορεί από το έργο της να διασώθηκε σε μεγάλη έκταση μόνο η πετσοκομμένη "Αυτοβιογραφία" της, αυτή όμως είναι από μόνη της αρκετή όχι απλά για να θεωρηθεί η πρώτη Ελληνίδα πεζογράφισσα, αλλά για να αναδειχθεί ως μια πραγματική μαστόρισσα της γραφής, καθώς διεκτραγωδεί τη ζωή της σε γλώσσα ρέουσα, μπολιασμένη με στοιχεία απλής καθαρεύουσας και από τη ζακυνθινή διάλεκτο της εποχής της, και με απλό και ανεπιτήδευτο αλλά γεμάτο πάθος ύφος, με τέτοιον τρόπο που αγγίζει την ψυχή του αναγνώστη.
Αλλά και ως άνθρωπος δικαιώθηκε η Ελισάβετ. Μέσω της μόρφωσης που έλαβε κατόρθωσε να φτάσει μόνη της σε κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο. Την συνειδητοποίηση της σκλαβιάς της. Ότι επειδή ήταν γυναίκα ήταν σκλαβωμένη. Μπορεί τελικά να μην κατάφερε να επιτύχει τους στόχους της ζωής της και το μεγαλύτερο μέρος του έργου της να καταστράφηκε, μέσα της κατάφερε όμως να παραμείνει ελεύθερη κι νους της να 'ναι "αληταριό που όλο θα δραπετεύει". Θα μπορούσε ίσως κάποιος να ισχυριστεί ότι τελικά δεν την ωφέλησε η μόρφωση γιατί, σε αντίθεση με εκείνη ίσως, οι άλλες γυναίκες της εποχής της που δεν είχαν μορφωθεί και αποδέχονταν αδιαμαρτύρητα ως φυσικές τις κοινωνικές επιταγές της εποχής τους που υποβίβαζαν την θέση της γυναίκας, έζησαν μια πιο ευτυχισμένη ζωή. Μόνο που αυτή είναι μια φαινομενική ευτυχία που κανείς άνθρωπος δεν θα έπρεπε να επιδιώκει. Ως άνθρωπος η Ελισάβετ κατάφερε να μην δελεαστεί από αυτή την επίπλαστη ευτυχία και έψαξε την ελευθερία κάνοντας το πρώτο βήμα, καθώς, για να κερδίσεις την ελευθερία σου, το πρώτο πράγμα που χρειάζεται είναι να αντιληφθείς ότι δεν την έχεις. Και θέλει γερά κότσια να προσπαθήσεις να σπάσεις τα δεσμά που σε δένουν. Η ηθική ελευθερία που απέκτησε την οδήγησε στο να εξεγερθεί. Με τον τρόπο που ήξερε και τα μέσα που είχε, γράφοντας μεγάλα γράμματα στους δυνάστες της, τον θείο και τον αδερφό της, και κυρίως γράφοντας την "Αυτοβιογραφία" της. Τα απομνημονεύματα, ως γνωστόν είναι αυτοβιογραφικό γραμματειακό είδος, στο οποίο ο συγγραφέας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο σημαντικά ιστορικά γεγονότα στα οποία ήταν παρών. Ειδικά δε όσον αφορά την Νεοελληνική Γραμματολογία, Απομνημονεύματα ονομάζονται τα κείμενα που έγραψαν οι αγωνιστές του 1821 στα οποία αφηγούνται τις αναμνήσεις τους από την Επανάσταση. Εξαιτίας της χρονικής ταύτισης της ζωής της Ελισάβετ με την Επανάσταση θεωρήθηκε εσφαλμένα (και κατά την γνώμη μου) ότι η "Αυτοβιογραφία" ανήκε σε αυτά. Μόνο που η Ελισάβετ έζησε μια ζωή περιορισμένη και δε βίωσε κανένα μεγάλο και σημαντικό γεγονός, τουλάχιστον ως αυτόπτης μάρτυρας. Επειδή ήταν γυναίκα. Συνειδητοποιώντας αυτό το στοιχείο, η Ελισάβετ γράφει για τη ζωή της όχι γιατί θέλει να αυτοβιογραφηθεί, καθώς γνωρίζει ότι οι εμπειρίες της ζωής της είναι κάθε άλλο παρά συγκλονιστικές. Τη γράφει ως μια έκφραση διαμαρτυρίας για την ανούσια ζωή στην οποία την καταδίκασε φύλο της. Κι ως ένα μανιφέστο γυναικείας χειραφέτησής ενάντια στις πατριαρχικές κοινωνικές επιταγές. Και φύτεψε τον σπόρο...
Για αυτό και η δικαίωσή της ως γυναίκας είναι η σημαντικότερη που πέτυχε η Ελισάβετ στα χρόνια που ήρθαν. Γιατί την δικαιώνει κάθε γυναίκα που κατορθώνει να υπερνικήσει τα προσκόμματα που ακόμα και σήμερα της θέτουν κάποια σεξιστικά κοινωνικά στερεότυπα που έχουν επιβιώσει και να ζήσει τη ζωή που θέλησε, φτάνοντάς στην αυτοπραγμάτωση. Να παντρεύεται, εάν θέλει κι όποιον θέλει η ίδια, να κάνει παιδιά μόνο αν θέλει η ίδια να κάνει παιδιά, να ασχοληθεί αποκλειστικά με την καριέρα της, να έχει όσους συντρόφους επιθυμεί, να είναι σεξουαλικά αυτεξούσια, να ανέβει στο Έβερεστ, να πάει στο φεγγάρι, να ερωτευτεί τα τσακίρικα μάτια της συμμαθήτριας της στα Αγγλικά, να, να, να... Και το έργο της Μουτζάν στέκει δίπλα σε όλα αυτά, όχι μόνο ως ένας από τους φάρους που οδήγησαν στην αυτονόητη σήμερα, στη χώρα μας τουλάχιστον, ελευθερία, αλλά και ως στοιχείο υπενθύμισης ότι η ελευθερία αυτή δεν ήταν πάντα αυτονόητη και άρα μπορεί στο μέλλον, αν αδιαφορήσουμε, να μην ξαναείναι.
Αυτοπροσωπογραφία της Ελένης Αλταμούρα |
Στη μεταμφίεση της Αλταμούρα και το πρώτο βράδυ της στην Ιταλία μετά την αναχώρηση του πατέρα της αναφέρεται το απόσπασμα "Η μεταμφίεση", το οποίο ανθολογείται στο βιβλίο της Λογοτεχνίας και προέρχεται από την μυθιστορηματική βιογραφία της Αλταμούρα που έγραψε η εξαίρετη Ρέα Γαλανάκη με τίτλο "Ελένη ή ο Κανένας".
Το απόσπασμα διαδραματίζεται στην Ιταλία, αρχικά στην Νάπολη και έπειτα στη Ρώμη. Ο χρόνος
είναι το 1848, χρονιά κατά την οποία στην Ευρώπη ξέσπασε σειρά κοινωνικών και απελευθερωτικών επαναστάσεων, όπως φαίνεται πρώτα αόριστα από την παρατήρηση της Ελένης ότι τα πατριωτικά τραγούδια σαν αυτό που τραγούδησε στον σερβιτόρο είχαν απαγορευτεί και στη συνέχεια με συγκεκριμένες αναφορές στην επανάσταση. Το βασικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Ελένη και δευτερεύοντα πρόσωπα είναι ο πατέρας της και ο σερβιτόρος. Συμβολικά, παρουσία έχει και η Μπουμπουλίνα, η οποία είναι το πρότυπο της Ελένης.
Η Ελένη ως νεαρός κύριος |
Σχηματικά μπορούμε να χωρίσουμε το απόσπασμα σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα ("'Έξω από την Νάπολι... είχα μιλήσει με το εγώ") περιγράφει τη διαδικασία της μεταμφίεσης της Ελένης καθώς και τις πρώτες αλλαγές που προκάλεσε το γεγονός αυτό στην ψυχοσύνθεσή της. Χαρακτηριστική είναι η κατακλείδα της ενότητας στην οποία η Αλταμούρα σχολιάζει ότι με το που ντύθηκε άντρας μίλησε ήδη με το εγώ, μια φράση που φανερώνει τη σημασία που έχει το ρούχο στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου και μας θυμίζει την Μουτζάν και τα ρούχα της γυναικείας της σκλαβίας που αναφέρθηκαν πιο πάνω, καθώς και το ασφυκτικό πλαίσιο στο οποίο είχαν καταδικάσει τις γυναίκες τα πατριαρχικά κοινωνικά στερεότυπα.
Η δεύτερη ενότητα ("Στον τοίχο του πανδοχείου... λίγο πριν φύγει") περιλαμβάνει τη σκηνή στο καφενείο, το ταξίδι στη Ρώμη και την αναχώρηση του πατέρα της Ελένης, αφού τη βάλει να υποσχεθεί να μην ξεχάσει ποια είναι. Η σκηνή στο καφενείο είναι κομβική καθώς ο νεαρός σερβιτόρος είναι ο πρώτος που τη βλέπει μεταμφιεσμένη σε άντρα, οπότε η συναναστροφή μαζί του είναι ένας είδος εξετάσεων για την επιτυχία της μεταμφίεσης, η οποία έχει εξαιρετικά αποτελέσματα. Η παρουσία του πατέρα της αποτελεί για την Ελένη το τελευταίο δίχτυ
ασφαλείας και με την αναχώρησή του η Ελένη μένει μόνη σε μια ξένη πόλη, έξω από την κόμφορτ ζόουν της, και είναι έτοιμη να αναμετρηθεί με τις επιλογές της, τις ελπίδες της και το άδηλο του μέλλοντός της. Παράλληλα, ο πατέρας της είναι ο σύνδεσμός της με την πραγματικότητα και την νεαρή κυρία που είναι κάτω από τα ρούχα του "νεαρού κύριου", όπως την είχε αποκαλέσει ο σερβιτόρος, και τη βοηθάει να μην απωλέσει την πραγματική της ταυτότητα, Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η Ελένη θυμάται τα τελευταία λόγια που της είπε, να μην ξεχάσει ότι είναι Ελληνίδα, διότι αναγνωρίζει ότι πίσω από αυτήν την πράξη βρίσκεται η αληθινή της εαυτή.
Η Ελένη ως Ελένη |
Εξ ου και στην τρίτη ενότητα ("Δεν το λησμόνησα... και Κανένας".) δίνεται έμφαση στην αναλυτική περιγραφή του ονείρου της Ελένης με την Μπουμπουλίνα και στον αντίκτυπο που έχει αυτό στην Ελένη. Είναι το πρώτο βράδυ μόνη της και είναι λογικό το μυαλό της να μην μπορεί να ηρεμήσει από τους φόβους και τις ελπίδες του μέλλοντος. Οπότε η συνείδησή της, για να κατευνάσει το άγχος της και να καταπραΰνει την ταραγμένη της ψυχή καλεί το βαρύ πυροβολικό, την Μπουμπουλίνα, η οποία είναι το πρότυπο της Ελένης, καθώς έχει ήδη βαδίσει τον ίδιο δρόμο με εκείνη. Πρώτα από όλα, είναι και οι δυο Σπετσιώτισσες, έπειτα και εκείνη, σαν την Ελένη, ντυνόταν άντρας, πιθανότατα, όταν πολεμούσε (για να μπορεί να κινείται με ευκολία πάνω στο καράβι, απαλλαγμένη από τις
μακριές φουστάνες της γυναικείας της σκλαβίας, που έλεγε κι η Ελισάβετ, να μπορεί να επιβάλλεται στο πλήρωμα και να μπαίνει πιο εύκολα στο ρόλο της καπετάνισσάς και για να μην δίνει στόχο στους εχθρούς) και, τέλος και κυρίως, γιατί είναι μια γυναίκα που είχε σπάσει τα στερεότυπα που καταδικάζουν τις γυναίκες σε παθητικό ρόλο κι έγινε πολεμίστρια, έκανε δηλαδή το ίδιο πράγμα που επιδιώκει και η Ελένη, γενόμενη ζωγράφισσα. Έρχεται, λοιπόν το όνειρο για να την ενισχύσει ψυχολογικά, ώστε να μην επιστρέψει στον φόβο και στην αγωνία να την εμποδίσουν να εκπληρώσει το όνειρό της.
Η Μπουμπουλίνα όπως την ονειρεύτηκε και... ΔΕΝ την ονειρεύτηκε η Ελένη |
Στο σημείο αυτό αξίζει να παρατηρήσουμε ότι και τα δύο κείμενα, η "Αυτοβιογραφία" και η "Μεταμφίεση" έχουν τα ίδια ακριβώς αφηγηματικά στοιχεία. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, από μια ομοδιηγητική και αυτοδιηγητική αφηγήτρια, που αφηγείται την ιστορία με εσωτερική εστίαση, από την δική της οπτική γωνία. Στην "Αυτοβιογραφία" αυτό είναι λογικό και αναμενόμενο καθώς η αφηγήτρια είναι ταυτόχρονα και η βασική ηρωίδα και η συγγραφέας μιας και έχουμε να κάνουμε με ένα αυτοβιογραφικό κείμενο (στην πραγματικότητα δε είναι το μόνο μέρος στο οποίο επετράπη στην Ελισάβετ να είναι πρωταγωνίστρια στη ζωή της). Αντίθετα, στην "Μεταμφίεση" η Ελένη είναι η αφηγήτρια και η βασική ηρωίδα, συγγραφέας όμως είναι η Ρέα Γαλανάκη, άρα οι συγκεκριμένες αφηγηματικές επιλογές είναι δικές της. Σε άλλα κεφάλαια του βιβλίου μάλιστα η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη. Είναι λοιπόν πολύ ενδιαφέρον να αναλογιστούμε τι ήταν εκείνο που ώθησε τη Γαλανάκη να επιλέξει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε αυτό το κεφάλαιο. Η απάντηση βρίσκεται, πιστεύω, στη σημασία που έχει το συγκεκριμένο επεισόδιο στη ζωή της Αλταμούρα και δεν είναι τυχαίο ότι από αυτό το απόσπασμα και τη σχετική φράση της Ελένης καθώς αναλογίζεται το όνειρο με την Μπουμπουλίνα προέρχεται ο τίτλος του βιβλίου ("Ελένη ή ο Κανένας"). Ο Οδυσσέας στη σπηλιά του Κύκλωπα αρνήθηκε τον εαυτό του
Η Ελένη ζωγραφισμένη από τον Σαβέριο Αλταμούρα |
Πορτραίτο της μάνας της ζωγράφου, Μαρίας |
Κλείνοντας τον συν-σχολιασμό των δύο κειμένων μένει να παρατηρήσουμε μόνο ότι οι διαφορές στην μοίρα των δυο γυναικών ξεκινούν από την έκβαση της επιθυμίας τους να πάνε να σπουδάσουν στην Ιταλία. Η Ελισάβετ δεν τα κατάφερε και αναγκάστηκε να ζήσει μια ζωή που δεν διάλεξε, αντίθετα με την Ελένη. Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Η Ελένη πρώτα από όλα είχε την βοήθεια και τη συνδρομή της οικογένειάς της η οποία καλλιέργησε την κλίση της προσλαμβάνοντας έναν ζωγράφο για να την βοηθήσει, συγκατατέθηκε στο ταξίδι της στην Ιταλία και μάλιστα ο πατέρας της τη συνόδεψε εκεί μέχρι να εγκατασταθεί, όπως κάνουν σήμερα όλοι με τα παιδιά τους που έχουν περάσει σε σχολή που είναι σε άλλη πόλη. Αντίθετα, η οικογένεια της Ελισάβετ εξέλαβε ως απειλή τα πνευματικά ενδιαφέροντά της και χρησιμοποίησε όλα τα μέσα για να την αποθαρρύνει. Έπειτα, η Ελισάβετ είχε ως δασκάλους τρεις ντόπιους ιερωμένους, ανθρώπους περιορισμένων οριζόντων και συγκεκριμένης οπτικής γωνίας. Αντίθετα, δάσκαλος της Ελένης ήταν ένας εξόριστος επαναστάτης ο οποίος όχι μόνο έμαθε στην Ελένη να ζωγραφίζει αλλά και την ενθάρρυνε να πάει στην Ιταλία να σπουδάσει και της έδωσε και τις σχετικές συστατικές επιστολές. Μισό λεπτό! Δηλαδή, αν δάσκαλος της Ελισάβετ ήταν κάποιος σαν τον Τσέκολι, τον δάσκαλο της Ελένης, θα τα κατάφερνε; Η απάντηση είναι, βέβαια, ότι προφανώς και δεν υπήρχε
περίπτωση το Μουτζανέικο να έβαζε μέσα στο σπίτι του έναν "αναρχοάπλυτο θολοκουλτουριάρη". Η αριστοκρατική τάξη. στην οποία άνηκε η οικογένεια της Μουτζάν. αποστρέφεται την νεωτερικότητα και τις επαναστάσεις γιατί η εξουσία της πηγάζει από την παράδοση και ως εκ τούτου το να αποστρέφεται την οποιαδήποτε απόπειρα για αλλαγή, συνιστά πράξη αυτοσυντήρησης. Αντίθετα, η αστική οικογένεια της Ελένης δεν έχει καμία αρτηριοσκληρωτική παράδοση να την εμποδίζει και ως εκ τούτου είναι ανοικτή στις αλλαγές, πόσο μάλλον όταν αυτές ανατρέποντας την καθεστηκυία τάξη, μπορούν να αυξήσουν τη δύναμη και την επιρροή της. Δεν πρέπει, επίσης, να λησμονούμε ότι κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Η Ελισάβετ αντιστάθηκε παθητικά και η εξέγερσή της περιορίστηκε στις μακροσκελείς επιστολές που έστελνε στον θείο και τον αδερφό της, στις οποίες προσπαθούσε να τους πείσει για το δίκαιο των επιθυμιών της. Η Ελένη από την πλευρά της κυνήγησε ενεργητικά τα θέλω της, έχοντας τη δύναμη να αξιοποιήσει την δεκτικότητα της οικογένειάς της να σπουδάσει και την φρόνηση να μην τους αποκαλύψει εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να δράσουν ανασταλτικά, ότι δηλαδή η σχολή δέχεται μόνο άντρες. Τέλος, εξαιρετικά σημαντικός λόγος εξαιτίας του οποίου η μία κατάφερε να πάει στην Ιταλία και η άλλη όχι είναι ότι η μία, η Ελένη, είχε ένα πρότυπο στο οποίο μπορούσε να βασιστεί και να βαδίσει στο δρόμο του, την Μπουμπουλίνα, και βλέπουμε την επίδραση του στοιχείου αυτού στη δύναμη που αντλεί από το όνειρό της, σε μια κρίσιμη στιγμή για τη ζωή της. Αντίθετα, η Ελισάβετ δεν είχε κανέναν. Ήταν η πρώτη. Ήταν η μόνη. (Αν διαβάσετε μέχρι τέλους τον σύνδεσμο που παραθέτω εδώ, θα δείτε ότι σε ένα αφήγημα της Διδώς Σωτηρίου η Ελισάβετ Μουτζάν εμφανίζεται σε ένα όνειρο στην έφηβη κεντρική ηρωίδα. Όπως η Μπουμπουλίνα στο όνειρο της Αλταμούρα! Έχει ο καιρός γυρίσματα...) Ίσως τελικά τα είκοσι χρόνια διαφορά που είχαν, και στα οποία η Μπουμπουλίνα κατάφερε να γίνει καπετάνισσα και να εμπνεύσει την Ελένη, να είχανε και αυτά τη σημασία τους.
Ελένη Αλταμούρα "Απόγνωση" |
Αναφερόμενοι συνοπτικά στη συνέχεια της ζωής της Αλταμούρα, να πούμε ότι σπούδασε με
επιτυχία στη σχολή των Ναζαριστών και συνέχισε να φοράει αντρικά ρούχα, μέχρι που γνώρισε τον έρωτα στο πρόσωπο του κατά τέσσερα χρόνια μικρότερού της Ιταλού ζωγράφου Σαβέριο Αλταμούρα και το παράφορο πάθος που ένοιωσε την χειραφέτησε τελείως. Από τον έρωτα αυτόν γεννιούνται τρία παιδιά -εκτός γάμου παρακαλώ κι, υπενθυμίζω, είμαστε στον 19ο αιώνα. Αργότερα, ωστόσο, προσχώρησε στον καθολικισμό για να μπορέσει να παντρευτεί τον Αλταμούρα. Φαίνεται όμως ότι τα μεγάλα πάθη έχουν μια εγγενή απέχθεια στον κομφορμισμό που συνεπάγεται ο γάμος ή, το πιθανότερο, ότι και τότε οι άνθρωποι παντρεύονταν μήπως και σώσουν μια χρεοκοπημένη σχέση. Ο Αλταμούρα το 1857 την εγκαταλείπει, συνάπτει σχέση με τη φίλη της Ελένης, Τζέιν Μπεναμ Χέι, και την ακολουθεί στην Αγγλία, μαζί το μικρότερο παιδί. Η Ελένη επιστρέφει στην Ελλάδα με τα άλλα δυο παιδιά και συνεχίζει να ζωγραφίζει, παραδίδοντας παράλληλα μαθήματα. Μέχρι που το 1872 η τραγωδία την ξαναχτυπά. Η 18χρονη κόρη
της, Σοφία, παθαίνει φυματίωση και αργότερα πεθαίνει. Τελευταία αχτίδα χαράς ήταν για την Ελένη η επάνοδος του γιου της, Ιωάννη Αλταμούρα, από την Κοπεγχάγη, όπου είχε πάει να σπουδάσει- τι άλλο;- ζωγραφική. Ο θάνατος όμως δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη. Ο νεαρός ζωγράφος (που, έστω με τα λίγα έργα που πρόλαβε να κάνει, θεωρείται από τους καλύτερους Έλληνες ζωγράφους) πεθαίνει το 1878 κι αυτός από φυματίωση, σε ηλικία μόλις 26 χρονών! Η Ελένη μένει μόνη κι έρημη. Παθαίνει νευρικό κλονισμό και επιστρέφει το 1880 στις Σπέτσες. Θα πεθάνει το 1900, μόνη, άγνωστη και μισότρελη... Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της χάθηκε. Ο θρύλος λέει ότι μέσα στην τρέλα και την απελπισία της έκαψε η ίδια τα περισσότερα έργα της, καθώς θεώρησε την απώλεια των παιδιών της ως τιμωρία από τον θεό που ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Το πιθανότερο βέβαια είναι ότι τα έκαψαν συγγενείς της που άδειαζαν το σπίτι της μετά τον θάνατό της (κάτι σαν την σπιτονοικοκυρά του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα). Τον μικρότερο γιο της, τον Αλέσαντρο Αλταμούρα, δεν τον ξανάδε ποτέ. Έγινε κι αυτός ζωγράφος κι είχε μια σχετική επιτυχία. Πέθανε από τη θλίψη του το 1918 στη Γερμανία όπου ζούσε, όταν σε κάποιον βομβαρδισμό κατά την διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου έπιασε φωτιά το ατελιέ του και κάηκαν όλα του τα έργα...
Σ. Αλταμούρα. "Αυτοπροσωπογραφία" |
"Αυτοπροσωπογραφία ντυμένη άντρας ζωγραφίζοντας την Τζέιν Μπεναμ Χέι ¨ (Αμφιβόλου αυθεντικότητας) |
Ιωάννης Αλταμούρα "Το λιμάνι της Κοπεγχάγης" |
Η τραγική κατάληξη όμως της Ελένης δε σημαίνει ότι δεν δικαιώθηκε για τις επιλογές της. Κανένας μας δεν έχει συμβόλαιο με την ευτυχία ούτε έχει καμιά εγγύηση ότι θα έχει μακριά και ευτυχισμένη ζωή. (Και δυστυχώς τρία από τα παιδιά με τα οποία κάναμε για πρώτη φορά αυτά τα κείμενα, ακόμα κι αν ήθελαν δεν θα μπορέσουν να διαβάσουν αυτό το κείμενο. Ραφαήλ, Μανόλη και Αντωνία κανείς μας δεν σας ξεχνάει.) Παρόλα αυτά σχεδιάζει τη ζωή του και επιλέγει ό,τι είναι το καλύτερο για κείνον. Το ίδιο έγινε και με την Αλταμούρα. Μπορεί η ζωή της κατά τα τελευταία χρόνια να ήταν τραγική, έζησε όμως μια ζωή που ήταν δική της και βασίστηκε στις επιλογές της και τις επιθυμίες της. Για αυτό και δε με πειράζει να τη λέω με το όνομα του άντρα της. Δεν της τον φορτώσανε, ήταν δική της επιλογή, Το ότι δεν της βγήκε είναι άσχετο, καθώς, όπως είπαμε, κανένας δεν έχει συμβόλαιο με την ευτυχία.
Κλείνοντας, να πούμε ότι Ελισάβετ Μουτζάν και Ελένη Αλταμούρα έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Και οι δύο ήταν Ελληνίδες νησιώτισσες, η μία από τις Σπέτσες, η άλλη Ζακυνθινή, που έζησαν τον 19ο αιώνα και ονειρεύτηκαν πράγματα αταίριαστα για το φύλο τους, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής τους... Υπήρξαν για την Ελλάδα πρωτοπόρες γυναικείες παρουσίες, η καθεμία στον τομέα της, την πεζογραφία η μία, την ζωγραφική η άλλη. Κι οι δύο συνειδητοποίησαν τη σκλαβιά στην οποία το φύλο τους τις καταδίκαζε και εξεγέρθηκαν, η μια παθητικά, η άλλη ενεργητικά. Κι οι δύο θέλησαν να φύγουν στην Ιταλία και την Ελευθερία. Η μια δεν τόλμησε να το ολοκληρώσει και πλήρωσε το τίμημα. Η άλλη το τόλμησε και πλήρωσε το τίμημα... Μέσα τους όμως ήταν και οι δύο ελεύθερες και προσπάθησαν με όσα μέσα και όση δύναμη είχαν να διεκδικήσουν της ζωή που τους ταιριάζει και όχι εκείνη για την οποία τις προόριζαν τα κοινωνικά στερεότυπα. Κάνοντάς το δε, έβαλαν κι αυτές το δικό τους λιθαράκι, μικρότερο ή μεγαλύτερο δεν έχει σημασία, ώστε να μπορούν να κάνουν το ίδιο οι γυναίκες των επόμενων γενιών. Και για αυτά όλα έχουν τον θαυμασμό και τον σεβασμό μας.
Υ.Γ.: " Πάμε στον κόσμο υπέροχα μονάχοι
μ΄ ένα παλιό τραγούδι χαρωπό.
Το τραγουδάνε οι θαλασσομάχοι
και λέει στον γλυκό του το σκοπό
πως μάταιο ταξίδι δεν υπάρχει. "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου