Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Κρυμμένοι έρωτες: "Ερωτικό" (Ναπολέοντας Λαπαθιώτης) /Για σένα τραγουδώ 19 (Ο Ναπολέοντας Λαπαθιώτης για τον Κώστα Γκίκα)

 Το "Ερωτικό", με τη συνδρομή και της καταπληκτικής του μελοποίησης από τον Νίκο Ξυδάκη. είναι το πιο γνωστό ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ωστόσο, μολονότι είναι γραμμένο στις 17/8/ 1928 ο ποιητής δεν το δημοσίευσε ποτέ όσο ήταν στη ζωή. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1964, 20 χρόνια μετά τον θάνατό του,  στην συγκεντρωτική έκδοση των έργων του ποιητή σε επιμέλεια του Άρη Δικταίου.   
 Όπως άλλωστε  φανερώνει και ο τίτλος του, αναφέρεται στον έρωτα. Ο έρωτας όμως που περιγράφεται δεν έχει καμία σχέση με αυτό που εμφανίζεται στις ρομαντικές ιστορίες. Είναι ένα βασανιστήριο, μια ταλαιπωρία. Και αυτό φαίνεται ήδη από την πρώτη λέξη του ποιήματος: Καημός είναι το συναίσθημα που προκαλεί ο έρωτας. Και το βίωμά του παραλληλίζεται από το ποιητικό υποκείμενο με το πέρασμα από ένα δύσβατο στενό κι έτσι ταυτίζεται με μια δύσκολη κατάσταση. Τόσο δύσκολη και βασανιστική, που κάνει το ποιητικό υποκείμενο σχεδόν να προτιμά τον θάνατο από το να την υποστεί. Αυτή η αίσθηση εμφανίζεται και ενισχύεται και στη συνέχεια του ποιήματος: Η μεταφορά επαναλαμβάνεται και  η ταλαιπωρία του έρωτα-δύσβατου στενού πιστοποιείται από τις συνέπειες του, οι οποίες θα είναι θλιβερές και θα επηρεάζουν την συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου επί μακρόν.
 Ωστόσο, παρά την γνώση (από προηγούμενους έρωτες ενδεχομένως ή από προηγούμενες φάσεις του ίδιου έρωτα, ποιος ξέρει;) των δυσαρεστών συνεπειών που θα του προκαλέσει,  η ποιητική φωνή αποφασίζει στη δεύτερη στροφή να αφεθεί σε αυτόν, γιατί τον εντάσσει στην επί μακρόν προσπάθειά του να ενωθεί ουσιαστικά με έναν άλλο άνθρωπο, μια διαδικασία  συνεχώς ματαιωμένη από πολλούς ερωτικούς συντρόφους στο παρελθόν.  Αυτό όμως δεν πτοεί και δεν αποθαρρύνει καθόλου  το ποιητικό υποκείμενο  που συνεχίζει επίμονα αναζητεί τον έρωτα ως μέσο προσωπικής ολοκλήρωσης, παρά την ματαίωση και τις συνεχείς απογοητεύσεις. 
  Έτσι, στην στην τρίτη στροφή, ο το ποιητικό υποκείμενο, ως ύστατη ελπίδα  και καταφύγιο, οραματίζεται ότι βυθίζεται στη Νύχτα που προσωποποιημένη συμβολίζει το θάνατο, και εκεί,  σε μια επόμενη ζωή ίσως, θα έχει ακόμα μια ευκαιρία και θα κατορθώσει να βιώσει τον ιδανικό έρωτα τον οποίο τόσο επίμονα μα άγονα αναζητεί και δεν βρίσκει.
  Ή, άμα θέλουμε, κάνοντας μια ερμηνευτική ακροβασία μπορούμε να εκλάβουμε κυριολεκτικά την Νύχτα και να τη θεωρήσουμε μάλιστα ως κατεξοχήν χώρο του Έρωτα. Το ποιητικό υποκείμενο, δηλαδή, περιμένει με λαχτάρα την άφιξη της, ώστε  αθέατο και βυθισμένο στο σκοτάδι της, να βιώσει επιτέλους τον έρωτα τον οποίο με τόση αγωνία και δίψα επιθυμεί, για να τον ολοκληρώσει ως άνθρωπο, απαλλαγμένο από τα εμπόδια που το φως της ημέρας προκαλεί.  
  Δικαίως, κατά τη γνώμη μου, το ποίημα έγινε τόσο δημοφιλές, καθώς αποτελεί ένα πραγματικό κομψοτέχνημα που κατορθώνει να ανανεώσει το φθαρμένο ποιητικά από την πολυχρησία θέμα της ερωτικής ματαίωσής με τον ειλικρινή και χαμηλότονο λυρισμό του, την ευαισθησία του, το πηγαίο του συναίσθημα και την μουσικότητά, που αναβλύζει αβίαστα, καθώς η σταυρωτή εξωτερική ομοιοκαταληξία συμπλέκεται με την  εσωτερική  ομοιοκαταληξία που υπάρχει στον πρώτο και στον τρίτο στίχο  κάθε στροφής. 
    Α! Το ποίημα έχει κρυμμένη και μια ακροστιχίδα, η οποία συνιστά το πραγματικό ερμηνευτικό κλειδί του. Όπως, λοιπόν, για πρώτη φορά παρατήρησε ο Άρης Δικταίος, καθώς ετοίμαζε  στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιώτη το 1964, το πρώτο γράμμα κάθε στίχου σχηματίζει το όνομα "Κώστας Γκίκας". 

 Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
Επειδή προφανώς δεν μπορώ να βρω
φωτογραφία του Κώστα Γκίκα,  έβαλα 
έναν ναύτη του Τσαρούχη. 

ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου…

Στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,

τι μου στοιχίζει στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.

 

Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,

στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,

κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…

 

Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,

και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,

αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,

σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!

   Ο Κώστας Γκίκας ήταν ο μεγάλος έρωτας του Λαπαθιώτη και, όπως προκύπτει από διάφορες αναφορές του ποιητή, η σχέση τους διήρκεσε τουλάχιστον από το 1925 ως το 1937. Μόνο που τον μεγάλο έρωτα αυτόν ο Λαπαθιώτης δεν μπορούσε να τον ζήσει εξαιτίας των κοινωνικών απαγορεύσεων. Έτσι, η ακροστιχίδα αποτελεί ουσιαστικά έναν αθέατο στην πρώτη ματιά ερμηνευτικό δείκτη του ποιήματος. Διότι η ερωτική ματαίωση την οποία αισθάνεται το ποιητικό υποκείμενο δεν είναι αποτέλεσμα ερωτικής απόρριψης από το αντικείμενο του πόθου του, αλλά απότοκο των εμποδίων που προκαλεί η κοινωνία, επειδή απορρίπτει τον έρωτά του ως ομοφυλοφιλικό. Κι έτσι δεν επιτρέπει στο ποιητικό υποκείμενο να τον βιώσει όσο  βαθιά και γεμάτα πρέπει να βιώνεται ένας μεγάλος έρωτας. Άρα, οι κοινωνικές συμβάσεις είναι εκείνες που καθιστούν τον έρωτα "στενό βαθύ και θλιβερό", ένα βασανιστήριο που κάνει το ποιητικό υποκείμενο να εύχεται το θάνατο ή να περιμένει την νύχτα για να τον βιώσει. (Στο σημείο αυτό, ίσως αξίζει να σημειωθεί ότι όπως προκύπτει από τα χαρτιά του ποιητή, στην πρώτη γραφή του ποιήματος ο πρώτος στίχος ήτανε "Κόπος αλήθεια να περνώ". Πώς ο "κόπος" έγινε "καημός"  και γιατί, το αφήνω σε καθένα και καθεμιά από εσάς να το συλλογιστείτε.)
     Στο παρελθόν, σχολιάζοντας στα πεταχτά (εδώ κι εδώ) το δεύτερο επίπεδο ερμηνείας που προσδίδει στο ποίημα η ακροστιχίδα, το είχα προσεγγίσει ως παράδειγμα που φανερώνει την αξία της ποίησης (κατορθώνει εκκινώντας από μια μύχια προσωπική εμπειρία, η οποία μάλιστα στο συγκεκριμένο ποίημα θεωρούταν επί μακρόν μιαρή και ήταν απαγορευμένη, να περιγράψει ένα κοινό βίωμα και να στεγάσει όλους τους ανθρώπους) και ως απόδειξη για την παγκοσμιότητα του έρωτα  (όταν μας πιάνει, μας κοπανάει όλους στο δόξα πατρί, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, ηλικίας, οικονομικής κατάστασης ή σεξουαλικού προσανατολισμού). Υπάρχει όμως, ακόμα μια παράμετρος που πρέπει να επισημανθεί, και μάλιστα  είναι η σημαντικότερη, και έχει να κάνει με την ορατότητα και την συμπερίληψη. Γιατί παρατηρούμε το παράδοξο να έχουμε ένα ερωτικό ποίημα στο οποίο  κρύβεται  σε μια ακροστιχίδα ο άνθρωπος που υπήρξε ή έμπνευση και η  αιτία για τη συγγραφή του. Το εντυπωσιακό από μόνο του αυτό γεγονός προξενεί ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση, αν αναλογιστούμε ότι ο Λαπαθιώτης δεν έκρυψε ποτέ την ομοφυλοφιλία και μάλιστα συγκέντρωνε στο πρόσωπό του όλα εκείνα τα στοιχεία που η υποκριτική Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα θεωρούσε απαράδεκτα: άθεος, ομοφυλόφιλος, αριστερός και χρήστης ναρκωτικών. Και να που τα στοιχεία που άφοβα έβαλε στη ζωή του, δεν διανοήθηκε καν να το βάλει στο ποιητικό του έργο στα φανερά.  Άρα, αυτό που στην παρούσα φάση έχει τη μεγάλη σημασία είναι να αναρωτηθούμε τι ήταν εκείνο, ποια ήταν η αιτία που ανάγκασε  τον Λαπαθιώτη να "κρύψει" τον μεγάλο έρωτα της ζωής του μέσα στο ίδιο το ποίημα που έγραψε για κείνον και από κείνον. Και ακόμα περισσότερο, να κρύψει και το ίδιο το ποίημα, το οποίο, όπως είπαμε, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιώτη. (Παρεμπιπτόντως ο Λαπαθιώτης είχε γράψει σε νεαρή ηλικία ακόμα ένα ποίημα  με ακροστιχίδα που σχημάτιζε το όνομα του τότε εραστή του.)
  Ενδεχομένως, αυτό έγινε επειδή ήξερε ή επειδή φοβόταν ότι θα το λογοκρίνουν ή δεν θα το δημοσιεύσουν. Χαρακτηριστικό στοιχείο που ενισχύει τον παραπάνω ισχυρισμό είναι ότι σε μια επιστολή του ο Λαπαθιώτης εκφράζει την λύπη του για την μη δημοσίευση ενός ποιήματος που είχε στείλει στον Πέτρο Χάρη για να το δημοσιεύσει στο περιοδικό  που εξέδιδε, επειδή νομίζει ότι ο λόγος για τον οποίο ο Χάρης δεν το δημοσίευσε  ήταν επειδή το είχε λογοκρίνει. Και ίσως να μην είναι τυχαίο που και ο Καβάφης δεν έκδωσε ποτέ τίποτα όσο ζούσε, αλλά έφτιαχνε συλλογές των ποιημάτων του και τις έδινε σε όποιους επιθυμούσε. Και καθόλου αβάσιμος δεν πρέπει να ήταν αυτός ο εικαζόμενος φόβος του Λαπαθιώτη, αν σκεφτούμε, επιπλέον, ότι η συγκεντρωτική έκδοση του έργου του το 1964 συγκέντρωσε τα πυρά των κριτικών εξαιτίας απαξιωτικών προς τον ποιητή  και το έργο του σχολίων του επιμελητή της, του Δικταίου δηλαδή, επειδή ήταν προκατειλημμένος απέναντί του εξαιτίας της ομοφοβίας του. Και για να φανεί η παράνοια του πράγματος, αξίζει να σημειωθεί ότι ταυτόχρονα, ο επιμελητής, ο εκδότης και ο χαράκτης του βιβλίου κλήθηκαν από τον ανακριτή κατηγορούμενοι για προσβολή της δημοσίας αιδούς, εξαιτίας των χαρακτικών του βιβλίου, τα οποία απεικόνιζαν γυμνά αντρικά σώματα, κατά το πρότυπο των αγαλμάτων της κλασικής εποχής, όπως ο Ερμής του Πραξιτέλη!  
   Με άλλα λόγια, ο Λαπαθιώτης και το ποίημα του είναι θύματα της "δεν με νοιάζει τι κάνει στο κρεββάτι του αλλά..." νοοτροπίας που ακόμα και σήμερα -πόσο μάλλον τότε- χαρακτηρίζει την ομοφοβική ελληνική κοινωνία κι αναδεικνύουν το ζήτημα της ορατότητας των ανθρώπων που βρίσκονται στο περιθώριο,, εν προκειμένω των ομοφυλόφιλών. Η συντηρητική αστική αθηναϊκή κοινωνία της εποχής εκείνης μπορούσε να δεχθεί  τις νυχτερινές "ατασθαλίες" του ποιητή, αλλά μόνο κρυμμένες πίσω από μισόλογα και υπαινιγμούς, που συνοδεύονταν με συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού, ως μια κουτσομπολίστικη ιδιωτικότητα ή μια ακίνδυνη ιδιοτροπία. Το να γράψει και να εκδώσει όμως έναν ποίημα για τον "απαγορευμένο"έερωτά του ήταν ένα δικαίωμα που δεν είχε την πρόθεση του παραχωρήσει. 
    Διότι η κοινωνία έχει την τάση εξορίζει από την δημοσία θέα όχι μόνο τον ομοφυλοφιλικό έρωτα αλλά και οτιδήποτε δεν ταιριάζει στην κυρίαρχη νόρμα. Κάνει τη χάρη στο διαφορετικό να υπάρχει (όχι πάντα) μεν, κρυμμένο δε, αντιμετωπίζοντας το ως απόκλιση. Γιατί όταν κάποιος λέει "δεν με νοιάζει τι κάνει στο κρεββάτι σου αρκεί να μη με προκαλεί", έμμεσα κάνει τα εξής: α) Απαγορεύει  σε κάποιους να είναι ο εαυτός τους, β) θεωρεί αυτό που κάνουν επιλήψιμο και κακό και υπαγορεύει ως αυτονόητο ότι ως εκ τούτου πρέπει να κρύβεται, γ) παρουσιάζει τον εαυτό του ανώτερο μιας και δεν έχει αυτό το χαρακτηριστικό και δ) τον παρουσιάζει και μεγαλόκαρδο που  τους ανέχεται παρόλα αυτά.          
   Αποτέλεσμα της νοοτροπίας αυτής είναι ότι επιτρέπεται ουσιαστικά μόνο σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων το δικαίωμα της ελεύθερης εκδήλωσης του ερωτισμού τους (και σε ορισμένα πλαίσια βέβαια). Άρα, με άλλα λόγια,  θέτει στον διαφορετικό το δίλημμα είτε να βρεθεί στο περιθώριο (με ό,τι συνεπάγεται αυτό) είτε να κρύψει τον πραγματικό του εαυτό, μην επιτρέποντάς του έτσι να καλλιεργήσει την προσωπικότητά του, κάτι που πρέπει να είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου. Διότι η σεξουαλική ταυτότητα, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του εαυτού μας και την προσωπικότητάς μας και προφανώς δεν εκδηλώνεται μόνο ως ερωτική συμπεριφορά πίσω από κλειστά παράθυρα, αλλά σχετίζεται και με τον ποιον ερωτευόμαστε, με το ποιον μοιραζόμαστε τη ζωή μας, με το πώς μοιραζόμαστε τη ζωή μας  αλλά και με το πώς θέλουμε να τη ζούμε. [Και να ξέρετε ότι κάθε φορά που κάνουμε μια χειραψία και αγγίζετε τη βέρα μου, σας λέω και τι κάνω στο κρεβάτι μου, μιας και μόνο στους ετεροφυλόφιλους επιτρέπεται να συνάψουν γάμο].
   Συνεπώς,  μια τέτοια στάση ανοχής... με δυσανεξία  δεν αποτελεί στην πραγματικότητα αποδοχή της  ομοφυλοφιλικής σεξουαλικής ταυτότητας, αλλά  είναι περισσότερο  μια απόπειρα να κρυφτεί κάτω από χαλί "το πρόβλημα" και... μακριά από μάς. Όταν δε ο πλούσιος, μεγαλοαστός Λαπαθιώτης, που  κατοικεί στην πρωτεύουσα και που είχε την ανοχή (τουλάχιστον) της οικογένειάς του αντιμετωπίζει τέτοια πίεση που τον κάνει να μην αναφέρει ρητά το όνομα του εραστή του στο ποίημα που έγραψε για αυτόν και, ακόμα περισσότερο, να μην το δημοσιεύει όσο ζει, φανταστείτε πώς είναι τα πράγματα για έναν οποιοδήποτε φτωχό ομοφυλόφιλο άντρα, που ενδεχομένως ζει και στην επαρχία όπου οι κοινωνίες είναι πιο κλειστές και πιεστικές. Κι ακόμα περισσότερο για μια φτωχή ομοφυλόφιλη γυναίκα, που έχει να αντιμετωπίσει πέρα από την ομοφοβία και τον μισογυνισμό της ελληνικής πατριαρχικής κοινωνίας. 
  Τα πράγματα βέβαια έχουν βελτιωθεί σε σχέση με την εποχή του Λαπαθιώτη, το ζήτημα όμως ακόμα δεν έχει επιλυθεί. Για αυτό, το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στα δυο κορίτσια που συνάντησα μια νύχτα πριν από χρόνια στον Ηλεκτρικό, καθώς γύριζα κουρασμένος από τη δουλειά  με το τελευταίο τρένο, Ήμασταν οι μόνοι επιβάτες στο βαγόνι. Οι κοπελιές καθότανε μπροστά μου, όρθιες, στηριγμένες στη γωνία που σχηματίζουν οι πλάτες των μπροστινών καθισμάτων με το τοίχωμα του τρένου  δίπλα στην πόρτα. Καθώς ήμουν κουρασμένος δεν πρόσεχα τι κάνανε, ξαφνικά ωστόσο το μάτι μου έπιασε μια κίνηση και κοιτώντας ασυναίσθητα είδα ότι η πιο κοντή σηκώθηκε στη μύτες και έσκασε στην άλλη ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Κι αμέσως, γύρισαν κι οι δυο το βλέμμα σε μένα, διερευνητικά και με μια εσάνς ανησυχίας, που φαντάζομαι την υπαγόρευε κάποια προηγούμενη αρνητική εμπειρία ή ο φόβος από την πιθανότητας μιας ενδεχόμενης τέτοιας επιθετικής αντίδρασης, κάτι που είναι ακόμα χειρότερο γιατί προδίδει την εξωτερικευμένη ντροπή για αυτό που είναι, με την οποία έχουν γαλουχηθεί από παιδιά οι ομοφυλόφιλοι. Τους χαμογέλασα, μου χαμογέλασαν κι αυτές κι έπειτα αγκάλιασαν πιο σφιχτά η μία την άλλη.  Και ενώ χάρηκα που αυτό το χαμόγελο έγινε αιτία να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον αποδοχής το οποίο επέτρεψε την εκδήλωση της αγάπης τους, ταυτόχρονα αισθάνθηκα πάρα πολύ άσχημα, τόσο που παρά λίγο θα έβαζα τα κλάματα. Γιατί θυμήθηκα πόσες φορές σε βάθος πολλών χρόνων, στην ίδια διαδρομή ή σε  άλλες παρόμοιες, πόσες φορές εκδήλωσα  αβίαστα και ανεμπόδιστα τον έρωτα μου, το ενδιαφέρον μου, το νοιάξιμό μου για την εκάστοτε ερωτική μου σύντροφο με βλέμματα, αγγίγματα, αγκαλιές και φιλιά (φανερώνοντας δηλαδή ξεκάθαρα "τι κάνω στο κρεβάτι μου"), χωρίς ποτέ να διανοηθώ καν να ζητήσω την άδεια, την συγκατάθεση ή έστω την ανοχή κάποιου τυχαίου τύπου, που δεν θα ξανασυναντήσω ποτέ. Και συνειδητοποίησα ότι αυτό το τόσο απλό πράγμα που τόσο αυτονόητο εγώ θεωρούσα και τόσο αυτονόητα το βίωνα,  τα δυο αυτά κορίτσια δεν το είχαν ποτέ. 
  Είναι χρέος, λοιπόν, όλων μας,  ως ατόμων και  ως μελών της κοινωνίας να διασφαλίσουμε να μπορούν όλοι άνθρωποι να ερωτευτούν και να εκδηλώσουν τον έρωτά τους.  Χωρίς να κρύβονται.  Χωρίς να ντρέπονται. Και προπάντων, χωρίς να φοβούνται. Δεν κάνουνε και κάνα έγκλημα στο κάτω κάτω, διάολε!  Απλώς αγαπήσανε... 
  (Κι αν  παρέμεινες από κείνους που γκρινιάζουνε και διατείνεσαι ότι πρέπει να... τα κάνουν στα σπίτια τους αυτά, να μείνεις εσύ καλύτερα στο σπίτι σου, άμα δεν γουστάρεις να τα βλέπεις. Το πρόβλημα είναι δικό σου. Μην το φορτώνεις στους άλλους!)

Δεν υπάρχουν σχόλια: