Κάθε εμπόδιο για καλό δεν λένε; (Ο υποφαινόμενος κύριος- στην κυριολέξία- "τέλος καλό, όλα κάλα" το λέει...)
Η αλλαγή στο Αναλυτικό Πρόγραμμα των Μουσικών Σχολείων μπορεί να μου στέρησε μια ώρα Αρχαίων από την Γ΄ Γυμνασίου ( και να με έκανε να τρέχω και να μην φτάνω, καθώς η ύλη παρέμεινε η ίδια), ωστόσο η μια ώρα έλλειμμα που μου άφησε σήμαινε παράλληλα ότι στους μαθητές της Β΄ Λυκείου δόθηκε η δυνατότητα να διαλέξουν ως μάθημα επιλογής την "Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία", κάτι εξαιρετικά σπάνιο καθώς οι φιλόλογοι ποτέ δεν επαρκούμε και κατανέμουμε τα μαθήματα με στόχο την κάλυψη των παγίων αναγκών. Τι σπάνια ευκαιρία να κάνω Σαίξπηρ, και μάλιστα σονέτο! Μεγαλεία!
Για το σονέτο ως ποιητικό είδος δείτε πληροφορίες εδώ. Η διαφορά που έχει το ελισαβετιανό σονέτο με το οικειότερο στα καθ’ ημάς ιταλικό είναι στην μορφή. Το ελισαβετιανό αποτελείται από τρεις τετράστιχες και μια δίστιχη, και ακολουθεί διαφορετικό σχήμα ομοιοκαταληξιών, κάτι το οποίο δεν θα μας απασχολήσει εδώ, καθώς η μετάφραση που χρησιμοποιεί το σχολικό βιβλίο είναι λίγο άτακτη ως προς τις ομοιοκαταληξίες. Το ίδιο και το γεγονός ότι στα αγγλικά είναι γραμμένο σε ιαμβικό πεντάμετρο, μια κι εδώ είναι μεταφρασμένο σε μέτρο ιαμβικό εντεκασύλλαβο, όπως συμβαίνει κατά κόρον στα σονέτα που είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσα.
Το "Σονέτο 18" είναι ένα από τα πλέον γνωστά και αγαπημένα μεταξύ των 154 σονέτων του ποιητή και θεωρείται από πολλούς ως το απόλυτο ερωτικό ποίημα της αγγλικής γλώσσας. Το 2001 ο κιθαρίστας των Pink Floyd, David Gilmour, το μελοποίησε και το αφιέρωσε στην γυναίκα του.
Το ίδιο έκανε και ο σουηδός συνθέτης Nils Linberg (ως προς την μελοποίηση, δεν ξέρω τι έκανε με την γυναίκα του, αν έχει δηλαδή)
Στις δυο πρώτες στροφές (την οχτάβα) ο ποιητής (και δεν εννοώ τον Σαίξπηρ, εννοώ το ποιητικό υποκείμενο το οποίο είναι ποιητής) προτίθεται να υμνήσει την ομορφιά της αγαπημένης του, χρησιμοποιώντας μια αναλογία. Όμως αναρωτιέται, απευθυνόμενος σε β’ πρόσωπο στην αγαπημένη του, πώς είναι δυνατόν η αναλογία της ομορφιάς και της λάμψης της με εκείνη μιας καλοκαιρινής μέρας να οδηγήσει σε σύγκριση, καθώς εκείνη, η αγαπημένη του, υπερέχει όλων και τα ξεπερνά όλα. Η ερώτηση λοιπόν, είναι ρητορική. Γιατί δεν είναι δυνατό να την συγκρίνει ούτε καν με μια λαμπρή καλοκαιρινή μέρα. Κι αυτό γιατί ακόμα και η μέρα αυτή, η τελειότερη των ημερών, υπολείπεται αισθητά σε απαλότητα και χάρη από κείνη. Και προσθέτει, επίσης - υπονοώντας εν αντιθέσει με την δική της ομορφιά και τελειότητα- ότι η ομορφιά των μαγιάτικών τριαντάφυλλων είναι υπό αίρεση, καθώς οι άγριοι βοριάδες μπορούν να την καταστρέψουν κι επιπλέον, ακόμα κι αν δεν το κάνουν, τα καλοκαίρια κάποτε τελειώνουν εκ των πραγμάτων. Και αυτό μπορεί να ειδωθεί και συμβολικά. Η ομορφιά και η κομψότητα, όπου υπάρχουν στην ζωή των ανθρώπων, είναι εύθραυστες και η ακμή τους δεν κρατάει για πολύ, όπως άλλωστε και η ζωή η ίδια. Φαίνεται όμως πως αυτό δεν ισχύει για την ομορφιά της αγαπημένης του.
Στη δεύτερη στροφή, η ομορφιά της κοπέλας εξιδανικεύεται χωρίς καν να αναφέρεται, υπαινικτικά. Η ομορφιά της αγαπημένης του δεν συγκρίνεται με τις θερμές ημέρες που ο ήλιος είναι υπερβολικά εκτυφλωτικός· πράγμα που υποδηλώνει ότι λάμψη και η ομορφιά της ξεπερνούν το απλό ερωτικό πάθος και μετουσιώνοντασι σε κάτι υπέρτερο και διαρκέστερο, πέρα από τα όρια της πραγματικότητας, το οποίο εξυψώνεται στο άυλο και το πνευματικό. Γιατί δεν αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της φθοράς του πάθους, φθορά όμοια με τη εκείνη της ομορφιάς, που βρίσκεται έκθετη στους ποικίλου κινδύνους, οι οποίοι προκύπτουν από την νομοτέλεια της φύσης και τις ιδιοτροπίες της τύχης.
Στο δεύτερο μέρος του σονέτου -τυπικά- ο ποιητής (και αναφέρομαι στον Σαίξπηρ εδώ, και όχι στον ποιητή - ποιητικό υποκείμενο) επεκτείνει την προβληματική του. Στον συνδετικό, ένατο στίχο η αγαπημένη του ποιητικού υποκειμένου με την ομορφιά της, μη μπορώντας να συγκριθεί ούτε καν με μια καλοκαιρινή μέρα, μεταμορφώνεται, ρητά και ξεκάθαρα πια και όχι υπαινικτικά, η ίδια σε καλοκαιρινή μέρα και μάλιστα αιώνια, καθώς ούτε η σκιά του θανάτου δεν την απειλεί. Η υπερβολή (και δεν αναφέρομαι μόνο στο εκφραστικό σχήμα) φαντάζει απροσδόκητη, καθώς όλοι ξέρουμε ότι η ομορφιά φθίνει από τα γηρατειά· και ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος· και η εν Ελλάδι δημοτική μούσα, ως γνωστόν,σε όλους τους τόνους διακηρύσσει "Να 'ταν τα νιάτα δυο φορές" και "Καλότυχα είναι τα βουνά,καλότυχοι είναι οι κάμποι".... Η απάντηση έρχεται στον τέταρτο στίχο της τρίτης στροφής. Οι στίχοι του ποιητικού υποκειμένου, οι οποίοι περιγράφουν την ομορφιά της, είναι εκείνοι που αιώνια θα την διατηρήσουν. Έτσι, ξαφνικά αλλάζει το θέμα του ποιήματος και από εξύμνηση μόνο της ομορφιάς της αγαπημένης του γίνεται, παράλληλα, και διατράνωση από τον ποιητή της αξίας του έργου του, γίνεται δηλαδή ένα αυτοαναφορικό ποίημα, ένα ποίημα για την ποίηση.
Η αντίληψη αυτή αναλύεται και κορυφώνεται στο τελευταίο δίστιχο, εκεί που στα σονέτα τίθεται η βασική ιδέα, η κύρια. Εκφράζεται από τον ποιητή η βεβαιότητα (η οποία απορρέει από την αξία του ποιητικού του έργου για την οποία δεν έχει αμφιβολία) ότι όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, οι στίχοι του θα μείνουν αθάνατοι κι έτσι, έμμεσα, αθάνατη θα μείνει και η ομορφιά της αγαπημένης του στην οποία αναφέρονται αυτοί. Παράλληλα όμως, η ομορφιά της ήταν εκείνη που τους προκάλεσε. Βλέπουμε έτσι πώς από την αγάπη ( η ομορφιά είναι θεραπαινίδα της επιθυμίας, η οποία σε μια πλήρη μορφή γίνεται αγάπη) γεννιέται η ποίηση και πώς η ποίηση κάνει αθάνατη την αγάπη. Γιατί το κίνητρο του ποιητή για να γράψει τους στίχους του ήταν αυτό ακριβώς. Να αποτυπώσει αυτή την τέλεια ομορφιά όπως εμφανίζεται στην κορυφαία της - κι εκ των πραγμάτων φευγαλέα- στιγμή, ώστε να διατηρηθεί για πάντα.
Παρόμοια αντίληψη εκφράζεται σε πολλά ποιήματα, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σονέτο "Καλλιπάτειρα" του Λορέντζου Μαβίλη. Η πατριώτισσά μας (εσάς εξ αίματος, εμένα εξ αγχιστείας), η Καλλιπάτειρα, αντιμετωπίζει τους Ελλανοδίκες, αγέρωχή όχι μόνο για τα επιτεύγματα της οικογένειας της αλλά και για το γεγονός ότι αυτά εξυμνήθηκαν στους στίχους του ποιητή Πινδάρου κι έτσι εξασφάλισαν πέραν πάσης αμφιβολίας την αιώνια μνήμη και την αθανασία.
Συνηθίζω να μην παραθέτω σε λίνκ τους στίχους των ποιημάτων που σχολιάζω, για να αποφύγω τις αναρτήσεις - σεντόνια. Θα κάνω σήμερα μια εξαίρεση, γιατί στην ανάρτηση θέλω να συμπεριλάβω και το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο, και όλες τις άλλες μεταφράσεις που υπάρχουν, για να φανεί πώς διαχειρίζεται ένας μεταφραστής το πρωτογενές ποιητικό υλικό [Αν και, μεταξύ μας, δεν πιστεύω ότι η ποίηση μεταφράζεται, εξαιτίας της ιδιαίτερης της σχέσης με την γλώσσα. Σε μια άλλη γλώσσα μεταμφιέζεται απλώς... Όχι ότι είναι αυτό κατ' ανάγκη κακό... Η μόνη λέξη που ξέρω από τα γαλλικά είναι «Μισέλ Πλατινί», πώς αλλιώς θα διάβαζα Ρεμπώ; ] Τέλος πάντων, όση ώρα εσείς θα διαβάζετε την μετάφραση ειδικά των Ρώτα και Δαμιανάκου, εγώ πρέπει να σας εξομολογηθώ πως ό,τι έγραψα παραπάνω αποτελεί ερμηνευτική αυθαιρεσία, δόκιμη ωστόσο. Ουσιαστικά “ξαναέγραψα” το ποίημα συμπληρώνοντας την ηθελημένη ασάφεια, την αμφισημία του Σαίξπηρ. [Στην αγγλική γλώσσα τα επίθετα δεν δηλώνουν το γένος, όντας πρακτικά άκλιτα. Το γένος ορίζεται είτε από τα συμφραζόμενα, είτε από συγκεκριμένα ουσιαστικά τα οποία επιτελούν μια τέτοια λειτουργία (π.χ. lord για τον άντρα και lady για την γυναίκα, sir και damme, κ.τ.λ.). Μόνο σε μερικές αντωνυμίες, κι εκεί στο γ΄ πρόσωπο και στον ενικό αριθμό, υπάρχει διαφορετικός τύπος για κάθε γένος ( Π.χ. his, hers,its, she, it, he). Στο κείμενο του Σαίξπηρ λέξεις δηλωτικές του γένους απουσιάζουν προσεκτικά και τα συμφραζόμενα δεν αποκαλύπτουν το παραμικρό. Την ασάφεια αυτή διατήρησε ο Αλεξίου στην μετάφραση που περιλαμβάνεται στο σχολικό βιβλίο και διαχειρίστηκαν κατά το δοκούν ο Καψάλης και οι Ρώτας – Δαμιανάκου στις δικές τους μεταφράσεις.] Υιοθετώντας λοιπόν, ως αναγνώστης, την σύμβαση ότι η λυρική ποίηση είναι έκφραση προσωπικών συναισθημάτων, θεώρησα αυτονόητο να ταυτίσω το φύλο του ποιητικού υποκειμένου με το φύλο του συγγραφέα του ποιήματος· κι επηρεασμένος και από αυτό που προανέφερα αλλά και από την δική μου προσωπική, ερωτική/ σεξουαλική ταυτότητα, θεώρησα ως δεδομένο ότι απευθύνεται σε γυναίκα. Στην πραγματικότητα, το ποίημα απευθύνεται σε ένα νεαρό, χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το ποίημα δεν είναι ερωτικό, ούτε κατ’ ανάγκη ότι είναι... Εγώ όμως έτσι το εξέλαβα και το έφερα στα μέτρα μου. Γιατί, όπως ο λέει κι ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούντα, ως κινηματογραφικός χαρακτήρας στην ταινία "Ο ταχυδρόμος": “Η ποίηση δεν ανήκει σ' αυτόν που τη γράφει, ανήκει σ’ αυτόν που την χρειάζεται".
Κάπως έτσι το ποίημα του Καβάφη " Δεκέμβρης 1903"
εξελίχθηκε, βοηθούσης και της μελοποίησης του από τον Σωκράτη Μάλαμα, σε ένα από τα πιο ερωτικά ποιήματα της ελληνικής λογοτεχνίας, ανεξαρτήτως των ερωτικών προτιμήσεων του ποιητή· και κάπως έτσι διέλαθε για ογδόντα χρόνια ότι στο γνωστό μελοποιημένο ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη "Ερωτικό"κρυβόταν, εν είδει ακροστιχίδας, το όνομα του εραστή του ποιητή·
και κάπως έτσι δεν υπάρχει κανένας που να μην ερωτεύεται ακούγοντας την βαθιά, αισθαντική φωνή της Φλέρυ Νταντωνάκη να τραγουδάει συγκλονιστικά το μελοποιημένο από τον Χατζιδάκι ποίημα της Μυρτιώτισσας "Σ' αγαπώ", χωρίς να δίνει σημασία, αν το ξέρει, που η ποιήτρια το έγραψε για το παιδί της
Με βάση τα παραπάνωμ δοκιμάστε να ερμηνεύσετε ξανά το το ποίημα με όποιο τρόπο θέλετε (είναι ερωτικό ποίημα, το ερωτικό υποκείμενο είναι άνδρας και απευθύνεται σε γυναίκα· ή δεν είναι ερωτικό ποίημα, το ποιητικό υποκείμενο είναι άντρας και απευθύνεται σε γυναίκα· ή είναι ερωτικό ποίημα, το ποιητικό υποκείμενο είναι γυναίκα και απευθύνεται σε γυναίκα· ή… ) Όποια ερμηνεία και να δώσετε, αυτό που θα μείνει στο τέλος είναι η ιδιότητα της ποίησης, εμπνεόμενη από την ομορφιά, να της χαρίζει την αθανασία.
Και κάπου εδώ θα σταματήσω και θα παραθέσω απλά το ποίημα στο πρωτότυπο και στις μεταφράσεις του, γιατί νομίζω ότι το φάντασμα που ήρθε είναι του του Παναγιώτη Σούτσου*· μου βάζει σε ένα παλιό γραμμόφωνο το μελοποιημένο ποίημα του Καρυωτάκη “Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων”…
Φοβάμαι μην με ρωτήσει τι είναι αυτό που κάνει έναν στίχο άφθαρτο στο χρόνο και του χαρίζει αθανασία… Και τι να του πω για την “ομορφονιά” που είναι “σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά”….
Η αλλαγή στο Αναλυτικό Πρόγραμμα των Μουσικών Σχολείων μπορεί να μου στέρησε μια ώρα Αρχαίων από την Γ΄ Γυμνασίου ( και να με έκανε να τρέχω και να μην φτάνω, καθώς η ύλη παρέμεινε η ίδια), ωστόσο η μια ώρα έλλειμμα που μου άφησε σήμαινε παράλληλα ότι στους μαθητές της Β΄ Λυκείου δόθηκε η δυνατότητα να διαλέξουν ως μάθημα επιλογής την "Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία", κάτι εξαιρετικά σπάνιο καθώς οι φιλόλογοι ποτέ δεν επαρκούμε και κατανέμουμε τα μαθήματα με στόχο την κάλυψη των παγίων αναγκών. Τι σπάνια ευκαιρία να κάνω Σαίξπηρ, και μάλιστα σονέτο! Μεγαλεία!
Για το σονέτο ως ποιητικό είδος δείτε πληροφορίες εδώ. Η διαφορά που έχει το ελισαβετιανό σονέτο με το οικειότερο στα καθ’ ημάς ιταλικό είναι στην μορφή. Το ελισαβετιανό αποτελείται από τρεις τετράστιχες και μια δίστιχη, και ακολουθεί διαφορετικό σχήμα ομοιοκαταληξιών, κάτι το οποίο δεν θα μας απασχολήσει εδώ, καθώς η μετάφραση που χρησιμοποιεί το σχολικό βιβλίο είναι λίγο άτακτη ως προς τις ομοιοκαταληξίες. Το ίδιο και το γεγονός ότι στα αγγλικά είναι γραμμένο σε ιαμβικό πεντάμετρο, μια κι εδώ είναι μεταφρασμένο σε μέτρο ιαμβικό εντεκασύλλαβο, όπως συμβαίνει κατά κόρον στα σονέτα που είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσα.
Το "Σονέτο 18" είναι ένα από τα πλέον γνωστά και αγαπημένα μεταξύ των 154 σονέτων του ποιητή και θεωρείται από πολλούς ως το απόλυτο ερωτικό ποίημα της αγγλικής γλώσσας. Το 2001 ο κιθαρίστας των Pink Floyd, David Gilmour, το μελοποίησε και το αφιέρωσε στην γυναίκα του.
Το ίδιο έκανε και ο σουηδός συνθέτης Nils Linberg (ως προς την μελοποίηση, δεν ξέρω τι έκανε με την γυναίκα του, αν έχει δηλαδή)
Στις δυο πρώτες στροφές (την οχτάβα) ο ποιητής (και δεν εννοώ τον Σαίξπηρ, εννοώ το ποιητικό υποκείμενο το οποίο είναι ποιητής) προτίθεται να υμνήσει την ομορφιά της αγαπημένης του, χρησιμοποιώντας μια αναλογία. Όμως αναρωτιέται, απευθυνόμενος σε β’ πρόσωπο στην αγαπημένη του, πώς είναι δυνατόν η αναλογία της ομορφιάς και της λάμψης της με εκείνη μιας καλοκαιρινής μέρας να οδηγήσει σε σύγκριση, καθώς εκείνη, η αγαπημένη του, υπερέχει όλων και τα ξεπερνά όλα. Η ερώτηση λοιπόν, είναι ρητορική. Γιατί δεν είναι δυνατό να την συγκρίνει ούτε καν με μια λαμπρή καλοκαιρινή μέρα. Κι αυτό γιατί ακόμα και η μέρα αυτή, η τελειότερη των ημερών, υπολείπεται αισθητά σε απαλότητα και χάρη από κείνη. Και προσθέτει, επίσης - υπονοώντας εν αντιθέσει με την δική της ομορφιά και τελειότητα- ότι η ομορφιά των μαγιάτικών τριαντάφυλλων είναι υπό αίρεση, καθώς οι άγριοι βοριάδες μπορούν να την καταστρέψουν κι επιπλέον, ακόμα κι αν δεν το κάνουν, τα καλοκαίρια κάποτε τελειώνουν εκ των πραγμάτων. Και αυτό μπορεί να ειδωθεί και συμβολικά. Η ομορφιά και η κομψότητα, όπου υπάρχουν στην ζωή των ανθρώπων, είναι εύθραυστες και η ακμή τους δεν κρατάει για πολύ, όπως άλλωστε και η ζωή η ίδια. Φαίνεται όμως πως αυτό δεν ισχύει για την ομορφιά της αγαπημένης του.
Στη δεύτερη στροφή, η ομορφιά της κοπέλας εξιδανικεύεται χωρίς καν να αναφέρεται, υπαινικτικά. Η ομορφιά της αγαπημένης του δεν συγκρίνεται με τις θερμές ημέρες που ο ήλιος είναι υπερβολικά εκτυφλωτικός· πράγμα που υποδηλώνει ότι λάμψη και η ομορφιά της ξεπερνούν το απλό ερωτικό πάθος και μετουσιώνοντασι σε κάτι υπέρτερο και διαρκέστερο, πέρα από τα όρια της πραγματικότητας, το οποίο εξυψώνεται στο άυλο και το πνευματικό. Γιατί δεν αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της φθοράς του πάθους, φθορά όμοια με τη εκείνη της ομορφιάς, που βρίσκεται έκθετη στους ποικίλου κινδύνους, οι οποίοι προκύπτουν από την νομοτέλεια της φύσης και τις ιδιοτροπίες της τύχης.
Στο δεύτερο μέρος του σονέτου -τυπικά- ο ποιητής (και αναφέρομαι στον Σαίξπηρ εδώ, και όχι στον ποιητή - ποιητικό υποκείμενο) επεκτείνει την προβληματική του. Στον συνδετικό, ένατο στίχο η αγαπημένη του ποιητικού υποκειμένου με την ομορφιά της, μη μπορώντας να συγκριθεί ούτε καν με μια καλοκαιρινή μέρα, μεταμορφώνεται, ρητά και ξεκάθαρα πια και όχι υπαινικτικά, η ίδια σε καλοκαιρινή μέρα και μάλιστα αιώνια, καθώς ούτε η σκιά του θανάτου δεν την απειλεί. Η υπερβολή (και δεν αναφέρομαι μόνο στο εκφραστικό σχήμα) φαντάζει απροσδόκητη, καθώς όλοι ξέρουμε ότι η ομορφιά φθίνει από τα γηρατειά· και ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος· και η εν Ελλάδι δημοτική μούσα, ως γνωστόν,σε όλους τους τόνους διακηρύσσει "Να 'ταν τα νιάτα δυο φορές" και "Καλότυχα είναι τα βουνά,καλότυχοι είναι οι κάμποι".... Η απάντηση έρχεται στον τέταρτο στίχο της τρίτης στροφής. Οι στίχοι του ποιητικού υποκειμένου, οι οποίοι περιγράφουν την ομορφιά της, είναι εκείνοι που αιώνια θα την διατηρήσουν. Έτσι, ξαφνικά αλλάζει το θέμα του ποιήματος και από εξύμνηση μόνο της ομορφιάς της αγαπημένης του γίνεται, παράλληλα, και διατράνωση από τον ποιητή της αξίας του έργου του, γίνεται δηλαδή ένα αυτοαναφορικό ποίημα, ένα ποίημα για την ποίηση.
Η αντίληψη αυτή αναλύεται και κορυφώνεται στο τελευταίο δίστιχο, εκεί που στα σονέτα τίθεται η βασική ιδέα, η κύρια. Εκφράζεται από τον ποιητή η βεβαιότητα (η οποία απορρέει από την αξία του ποιητικού του έργου για την οποία δεν έχει αμφιβολία) ότι όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, οι στίχοι του θα μείνουν αθάνατοι κι έτσι, έμμεσα, αθάνατη θα μείνει και η ομορφιά της αγαπημένης του στην οποία αναφέρονται αυτοί. Παράλληλα όμως, η ομορφιά της ήταν εκείνη που τους προκάλεσε. Βλέπουμε έτσι πώς από την αγάπη ( η ομορφιά είναι θεραπαινίδα της επιθυμίας, η οποία σε μια πλήρη μορφή γίνεται αγάπη) γεννιέται η ποίηση και πώς η ποίηση κάνει αθάνατη την αγάπη. Γιατί το κίνητρο του ποιητή για να γράψει τους στίχους του ήταν αυτό ακριβώς. Να αποτυπώσει αυτή την τέλεια ομορφιά όπως εμφανίζεται στην κορυφαία της - κι εκ των πραγμάτων φευγαλέα- στιγμή, ώστε να διατηρηθεί για πάντα.
Παρόμοια αντίληψη εκφράζεται σε πολλά ποιήματα, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σονέτο "Καλλιπάτειρα" του Λορέντζου Μαβίλη. Η πατριώτισσά μας (εσάς εξ αίματος, εμένα εξ αγχιστείας), η Καλλιπάτειρα, αντιμετωπίζει τους Ελλανοδίκες, αγέρωχή όχι μόνο για τα επιτεύγματα της οικογένειας της αλλά και για το γεγονός ότι αυτά εξυμνήθηκαν στους στίχους του ποιητή Πινδάρου κι έτσι εξασφάλισαν πέραν πάσης αμφιβολίας την αιώνια μνήμη και την αθανασία.
Συνηθίζω να μην παραθέτω σε λίνκ τους στίχους των ποιημάτων που σχολιάζω, για να αποφύγω τις αναρτήσεις - σεντόνια. Θα κάνω σήμερα μια εξαίρεση, γιατί στην ανάρτηση θέλω να συμπεριλάβω και το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο, και όλες τις άλλες μεταφράσεις που υπάρχουν, για να φανεί πώς διαχειρίζεται ένας μεταφραστής το πρωτογενές ποιητικό υλικό [Αν και, μεταξύ μας, δεν πιστεύω ότι η ποίηση μεταφράζεται, εξαιτίας της ιδιαίτερης της σχέσης με την γλώσσα. Σε μια άλλη γλώσσα μεταμφιέζεται απλώς... Όχι ότι είναι αυτό κατ' ανάγκη κακό... Η μόνη λέξη που ξέρω από τα γαλλικά είναι «Μισέλ Πλατινί», πώς αλλιώς θα διάβαζα Ρεμπώ; ] Τέλος πάντων, όση ώρα εσείς θα διαβάζετε την μετάφραση ειδικά των Ρώτα και Δαμιανάκου, εγώ πρέπει να σας εξομολογηθώ πως ό,τι έγραψα παραπάνω αποτελεί ερμηνευτική αυθαιρεσία, δόκιμη ωστόσο. Ουσιαστικά “ξαναέγραψα” το ποίημα συμπληρώνοντας την ηθελημένη ασάφεια, την αμφισημία του Σαίξπηρ. [Στην αγγλική γλώσσα τα επίθετα δεν δηλώνουν το γένος, όντας πρακτικά άκλιτα. Το γένος ορίζεται είτε από τα συμφραζόμενα, είτε από συγκεκριμένα ουσιαστικά τα οποία επιτελούν μια τέτοια λειτουργία (π.χ. lord για τον άντρα και lady για την γυναίκα, sir και damme, κ.τ.λ.). Μόνο σε μερικές αντωνυμίες, κι εκεί στο γ΄ πρόσωπο και στον ενικό αριθμό, υπάρχει διαφορετικός τύπος για κάθε γένος ( Π.χ. his, hers,its, she, it, he). Στο κείμενο του Σαίξπηρ λέξεις δηλωτικές του γένους απουσιάζουν προσεκτικά και τα συμφραζόμενα δεν αποκαλύπτουν το παραμικρό. Την ασάφεια αυτή διατήρησε ο Αλεξίου στην μετάφραση που περιλαμβάνεται στο σχολικό βιβλίο και διαχειρίστηκαν κατά το δοκούν ο Καψάλης και οι Ρώτας – Δαμιανάκου στις δικές τους μεταφράσεις.] Υιοθετώντας λοιπόν, ως αναγνώστης, την σύμβαση ότι η λυρική ποίηση είναι έκφραση προσωπικών συναισθημάτων, θεώρησα αυτονόητο να ταυτίσω το φύλο του ποιητικού υποκειμένου με το φύλο του συγγραφέα του ποιήματος· κι επηρεασμένος και από αυτό που προανέφερα αλλά και από την δική μου προσωπική, ερωτική/ σεξουαλική ταυτότητα, θεώρησα ως δεδομένο ότι απευθύνεται σε γυναίκα. Στην πραγματικότητα, το ποίημα απευθύνεται σε ένα νεαρό, χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το ποίημα δεν είναι ερωτικό, ούτε κατ’ ανάγκη ότι είναι... Εγώ όμως έτσι το εξέλαβα και το έφερα στα μέτρα μου. Γιατί, όπως ο λέει κι ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούντα, ως κινηματογραφικός χαρακτήρας στην ταινία "Ο ταχυδρόμος": “Η ποίηση δεν ανήκει σ' αυτόν που τη γράφει, ανήκει σ’ αυτόν που την χρειάζεται".
Κάπως έτσι το ποίημα του Καβάφη " Δεκέμβρης 1903"
εξελίχθηκε, βοηθούσης και της μελοποίησης του από τον Σωκράτη Μάλαμα, σε ένα από τα πιο ερωτικά ποιήματα της ελληνικής λογοτεχνίας, ανεξαρτήτως των ερωτικών προτιμήσεων του ποιητή· και κάπως έτσι διέλαθε για ογδόντα χρόνια ότι στο γνωστό μελοποιημένο ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη "Ερωτικό"κρυβόταν, εν είδει ακροστιχίδας, το όνομα του εραστή του ποιητή·
και κάπως έτσι δεν υπάρχει κανένας που να μην ερωτεύεται ακούγοντας την βαθιά, αισθαντική φωνή της Φλέρυ Νταντωνάκη να τραγουδάει συγκλονιστικά το μελοποιημένο από τον Χατζιδάκι ποίημα της Μυρτιώτισσας "Σ' αγαπώ", χωρίς να δίνει σημασία, αν το ξέρει, που η ποιήτρια το έγραψε για το παιδί της
Με βάση τα παραπάνωμ δοκιμάστε να ερμηνεύσετε ξανά το το ποίημα με όποιο τρόπο θέλετε (είναι ερωτικό ποίημα, το ερωτικό υποκείμενο είναι άνδρας και απευθύνεται σε γυναίκα· ή δεν είναι ερωτικό ποίημα, το ποιητικό υποκείμενο είναι άντρας και απευθύνεται σε γυναίκα· ή είναι ερωτικό ποίημα, το ποιητικό υποκείμενο είναι γυναίκα και απευθύνεται σε γυναίκα· ή… ) Όποια ερμηνεία και να δώσετε, αυτό που θα μείνει στο τέλος είναι η ιδιότητα της ποίησης, εμπνεόμενη από την ομορφιά, να της χαρίζει την αθανασία.
Και κάπου εδώ θα σταματήσω και θα παραθέσω απλά το ποίημα στο πρωτότυπο και στις μεταφράσεις του, γιατί νομίζω ότι το φάντασμα που ήρθε είναι του του Παναγιώτη Σούτσου*· μου βάζει σε ένα παλιό γραμμόφωνο το μελοποιημένο ποίημα του Καρυωτάκη “Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων”…
Φοβάμαι μην με ρωτήσει τι είναι αυτό που κάνει έναν στίχο άφθαρτο στο χρόνο και του χαρίζει αθανασία… Και τι να του πω για την “ομορφονιά” που είναι “σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά”….
Shall I compare thee to a summer's day?
Thou art more lovely and more temperate:
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer's lease hath all too short a date:
Sometime too hot the eye of heaven shines,
And often is his gold complexion dimm'd;
And every fair from fair sometime declines,
By chance or nature's changing course untrimm'd;
But thy eternal summer shall not fade
Nor lose possession of that fair thou owest;
Nor shall Death brag thou wander'st in his shade,
When in eternal lines to time thou growest:
So long as men can breathe or eyes can see,
So long lives this and this gives life to thee.
Σονέτο 18 (Μετάφραση Στυλιανός Αλεξίου)
Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;
εσυ υπερέχει σε απαλότητα και χάρη·
λυγίζει αέρας τα τριαντάφυλλα του Μάη
και δεν κρατάν τα καλοκαίρια μας πολύ.
Άλλοτε καίει πολύ των ουρανών η φλόγα,
θαμπώνεται άλλοτε η ολόχρυση του όψη·
τ' όμορφο κάποτε χάνει την ομορφιά του
απ' την πορεία της φύσης ειτε απο την τύχη.
Μα το δικό σου αιώνιο θέρος δεν θα σβήσει,
της ομορφιάς της κατοχή δε θα την χάσεις,
κι ο Χάρος δεν θα καυχηθεί πως μπήκες στη σκιά του·
θα λάμπεις πάντα εσύ μέσα σ' αιώνιους στίχους!
Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι αναπνέουν,
οι στίχοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις μαζί τους.
«Σονέτο 18» (Μετάφραση Β. Ρώτας και Β. Δαμιανάκου)
είσαι πιο ωραία γλυκός και πιο σεμνά ζωηρός.
Τα αβρά του Μάη μπουμπούκια καίει μια ριπή
κι έχει μικρή διορία ο πάγκαλος καιρός.
Πότε το ουράνιο μάτι υπέρμετρα φλογίζει,
πότε η χρυσή του η όψη θολοθαμπωμένη,
πότε το κάθε ωραίο από τ' ωραίο ξεφτίζει,
τυχαία είτε πορεία της φύσης το μακραίνει.
Μα το έαρ σου το αιώνιο δε θα ξεθωριάσει,
ούτε θα χάσει από τ' ωραίο το δικό σου,
ο Χάρος δε θα καυχηθεί πως σ' έχει πιάσει
αν με ρυθμούς αιώνιους περπατά ο καιρός σου.
Στήθια όσο θ' αναπνέουν και μάτια θα θωρούνε,
ετούτοι θα σου δίνουν ζωή γιατί θα ζούνε.
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, «Σονέτο 18». Μετάφραση Δ. Καψάλη
Πώς να σε πω — καλοκαιριάτικο πρωί;
Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία·
γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί,
τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.
Κάποτε καίει ο επουράνιος οφθαλμός
και της χροιάς του ο χρυσός συχνά θαμπώνει,
κάποιος μοιραίος του καιρού αναπαλμός
την ομορφιά της ομορφιάς απογυμνώνει.
Μα εσύ αιώνιο θα έχεις καλοκαίρι
κι η ομορφιά σου δεν θ' απαλλοτριωθεί,
δεν θα επαίρεται ο Άδης πως σε ξέρει
καθώς θα γράφεσαι στου χρόνου την πληθύ.
Όσο ζουν άνθρωποι και βλέπουν θα γυρίζουν
σ' αυτούς τους στίχους και ζωή θα σου χαρίζουν.
* Ο Παναγιώτης Σούτσος ήταν ποιητής της Πρώτης Αθηναικής Σχολής. Κατα την διάρκεια της ζωής του ήταν εξαιρετικά δημοφιλής κι απόλαυσε τιμές. Θεωρούσε τον Σολωμό και τον Κάλβο ταλαντούχους ποιητές που όμως δεν θα αντέξουν στο χρόνο. Κανείς δεν τον διαβάζει σήμερα... (Ακόμα κι εδώ, υπημειώση τον έκανα, τον καημένο...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου