Στην Α΄ Γυμνασίου είναι οι Φελλόποδες, στην Β΄ Γυμνασίου οι Σεληνίτες , στην Γ΄ Γυμνασίου ο ανθολόγος των βιβλίων της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας δεν προέβλεψε να βάλει απόσπασμα από την απολαυστική Αληθινή Ιστορία του Λουκιανού! Έλεος κάπου... Όλα εγώ πχια;
Οπότε, και φέτος... ανθολογήσαμε από μόνοι μας το κομμάτι εκείνο στο οποίο ο Λουκιανός περιγράφει την επίσκεψή του στη χώρα των ονείρων... (Δες το πιο κάτω, μετά το *)Και κάποια από τα παιδιά του Γ1 του Μουσικού Σχολείου Ρόδου έκατσαν και ζωγράφισαν εικόνες εμπνευσμένες από το κείμενο του Λουκιανού.
Αβραάμ |
Γιάννης Μ. |
Γιάννης Β. |
Γιώργος |
Δέσποινα |
Ελένη |
Οδυσσέας |
Ρία |
Σάββας |
Τσαμπίκος |
Παλιότεροι... ονειρίτες εδώ.
*Αληθινή ιστορία: Στη χώρα των ονείρων ( Luc. VH pos=74 μέχρι Luc. VH pos=77)
[Περίληψη προηγουμένων: Φεύγοντας από τη Φελλώ, το νησί των Φελλοπόδων, φτάνουν στο νησί των Μακάρων όπου κατοικούν οι νεκροί ήρωες. Τους επιτρέπεται να μείνουν για κάποιο διάστημα παρά το γεγονός ότι απαγορεύεται να μένουν εκεί ζωντανοί, εμπλέκονται όμως σε μια προσπάθεια απαγωγής της Ελένης, η οποία έχει διατηρήσει την τσαχπινιά της και στον Κάτω Κόσμο, και τους διώχνουν. Παραπλέουν τα νησιά των Καταραμένων που βρωμούν πίσσα και θειάφι και πλησιάζοντας σε ένα βλέπουν με φρίκη τα βασανιστήρια που υφίστανται οι ασεβείς. Και συνεχίζουν για το νησί των Ονείρων. ]
Καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐφαίνετο πλησίον ἡ τῶν ὀνείρων νῆσος, ἀμυδρὰ καὶ ἀσαφὴς ἰδεῖν· ἔπασχε δὲ καὶ αὐτή τι τοῖς ὀνείροις παραπλήσιον· ὑπεχώρει γὰρ προσιόντων ἡμῶν καὶ ὑπέφευγε καὶ ποῤῥωτέρω ὑπέβαινε. καταλαβόντες δέ ποτε αὐτὴν καὶ εἰσπλεύσαντες εἰς τὸν Ὕπνον λιμένα προσαγορευόμενον πλησίον τῶν πυλῶν τῶν ἐλεφαντίνων, ᾗ τὸ τοῦ Ἀλεκτρυόνος ἱερόν ἐστιν, περὶ δείλην ὀψίαν ἀπεβαίνομεν· παρελθόντες δὲ ἐς τὴν πόλιν πολλοὺς ὀνείρους καὶ ποικίλους ἑωρῶμεν. πρῶτον δὲ βούλομαι περὶ τῆς πόλεως εἰπεῖν, ἐπεὶ μηδὲ ἄλλῳ τινὶ γέγραπται περὶ αὐτῆς, ὃς δὲ καὶ μόνος ἐπεμνήσθη Ὅμηρος, οὐ πάνυ ἀκριβῶς συνέγραψεν. κύκλῳ μὲν περὶ πᾶσαν αὐτὴν ὕλη ἀνέστηκεν, τὰ δένδρα δέ ἐστι μήκωνες ὑψηλαὶ καὶ μανδραγόραι καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν πολύ τι πλῆθος νυκτερίδων· τοῦτο γὰρ μόνον ἐν τῇ νήσῳ γίνεται ὄρνεον. ποταμὸς δὲ παραῤῥέει πλησίον ὁ ὑπ᾿ αὐτῶν καλούμενος Νυκτιπόρος, καὶ πηγαὶ δύο παρὰ τὰς πύλας· ὀνόματα καὶ ταύταις, τῇ μὲν Νήγρετος, τῇ δὲ Παννυχία. ὁ περίβολος δὲ τῆς πόλεως ὑψηλός τε καὶ ποικίλος, ἴριδι τὴν χρόαν ὁμοιότατος· πύλαι μέντοι ἔπεισιν οὐ δύο, καθάπερ Ὅμηρος εἴρηκεν, ἀλλὰ τέσσαρες, δύο μὲν πρὸς τὸ τῆς Βλακείας πεδίον ἀποβλέπουσαι, ἡ μὲν σιδηρᾶ, ἡ δὲ κεράμου πεποιημένη, καθ᾿ ἃς ἐλέγοντο ἀποδημεῖν αὐτῶν οἵ τε φοβεροὶ καὶ φονικοὶ καὶ ἀπηνεῖς, δύο δὲ πρὸς τὸν λιμένα καὶ τὴν θάλατταν, ἡ μὲν κερατίνη, ἡ δὲ καθ᾿ ἣν ἡμεῖς παρήλθομεν ἐλεφαντίνη. εἰσιόντι δὲ εἰς τὴν πόλιν ἐν δεξιᾷ μέν ἐστι τὸ Νυκτῷον σέβουσι γὰρ θεῶν ταύτην μάλιστα καὶ τὸν Ἀλεκτρυόνα· ἐκείνῳ δὲ πλησίον τοῦ λιμένος τὸ ἱερὸν πεποίηται ἐν ἀριστερᾷ δὲ τὰ τοῦ Ὕπνου βασίλεια. οὗτος γὰρ δὴ ἄρχει παρ᾿ αὐτοῖς σατράπας δύο καὶ ὑπάρχους πεποιημένος, Ταραξίωνά τε τὸν Ματαιογένους καὶ Πλουτοκλέα τὸν Φαντασίωνος. ἐν μέσῃ δὲ τῇ ἀγορᾷ πηγή τίς ἐστιν, ἣν καλοῦσι Καρεῶτιν· καὶ πλησίον ναοὶ δύο, Ἀπάτης καὶ Ἀληθείας· ἔνθα καὶ τὸ ἄδυτόν ἐστιν αὐτοῖς καὶ τὸ μαντεῖον, οὗ προεστήκει προφητεύων Ἀντιφῶν ὁ τῶν ὀνείρων ὑποκριτής, ταύτης παρὰ τοῦ Ὕπνου λαχὼν τῆς τιμῆς. αὐτῶν μέντοι τῶν ὀνείρων οὔτε φύσις οὔτε ἰδέα ἡ αὐτή, ἀλλ᾿ οἱ μὲν μακροὶ ἦσαν καὶ καλοὶ καὶ εὐειδεῖς, οἱ δὲ μικροὶ καὶ ἄμορφοι, καὶ οἱ μὲν χρύσεοι, ὡς ἐδόκουν, οἱ δὲ ταπεινοί τε καὶ εὐτελεῖς. ἦσαν δ᾿ ἐν αὐτοῖς καὶ πτερωτοί τινες καὶ τερατώδεις, καὶ ἄλλοι καθάπερ ἐς πομπὴν διεσκευασμένοι, οἱ μὲν ἐς βασιλέας, οἱ δὲ ἐς θεούς, οἱ δὲ εἰς ἄλλα τοιαῦτα κεκοσμημένοι. πολλοὺς δὲ αὐτῶν καὶ ἐγνωρίσαμεν, πάλαι παρ᾿ ἡμῖν ἑωρακότες, οἳ δὴ καὶ προσῄεσαν καὶ ἠσπάζοντο ὡς ἂν καὶ συνήθεις ὑπάρχοντες, καὶ παραλαβόντες ἡμᾶς καὶ κατακοιμίσαντες πάνυ λαμπρῶς καὶ δεξιῶς ἐξένιζον, τήν τε ἄλλην ὑποδοχὴν μεγαλοπρεπῆ παρασκευάσαντες καὶ ὑπισχνούμενοι βασιλέας τε ποιήσειν καὶ σατράπας. ἔνιοι δὲ καὶ ἀπῆγον ἡμᾶς εἰς τὰς πατρίδας καὶ τοὺς οἰκείους ἐπεδείκνυον καὶ αὐθημερὸν ἐπανῆγον. ἡμέρας μὲν οὖν τριάκοντα καὶ ἴσας νύκτας παρ᾿ αὐτοῖς ἐμείναμεν καθεύδοντες εὐωχούμενοι. ἔπειτα δὲ ἄφνω βροντῆς μεγάλης καταῤῥαγείσης ἀνεγρόμενοι καὶ ἀναθορόντες ἀνήχθημεν ἐπισιτισάμενοι. Τριταῖοι δ᾿ ἐκεῖθεν τῇ Ὠγυγίᾳ νήσῳ προσσχόντες ἀπεβαίνομεν.
Καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐφαίνετο πλησίον ἡ τῶν ὀνείρων νῆσος, ἀμυδρὰ καὶ ἀσαφὴς ἰδεῖν· ἔπασχε δὲ καὶ αὐτή τι τοῖς ὀνείροις παραπλήσιον· ὑπεχώρει γὰρ προσιόντων ἡμῶν καὶ ὑπέφευγε καὶ ποῤῥωτέρω ὑπέβαινε. καταλαβόντες δέ ποτε αὐτὴν καὶ εἰσπλεύσαντες εἰς τὸν Ὕπνον λιμένα προσαγορευόμενον πλησίον τῶν πυλῶν τῶν ἐλεφαντίνων, ᾗ τὸ τοῦ Ἀλεκτρυόνος ἱερόν ἐστιν, περὶ δείλην ὀψίαν ἀπεβαίνομεν· παρελθόντες δὲ ἐς τὴν πόλιν πολλοὺς ὀνείρους καὶ ποικίλους ἑωρῶμεν. πρῶτον δὲ βούλομαι περὶ τῆς πόλεως εἰπεῖν, ἐπεὶ μηδὲ ἄλλῳ τινὶ γέγραπται περὶ αὐτῆς, ὃς δὲ καὶ μόνος ἐπεμνήσθη Ὅμηρος, οὐ πάνυ ἀκριβῶς συνέγραψεν. κύκλῳ μὲν περὶ πᾶσαν αὐτὴν ὕλη ἀνέστηκεν, τὰ δένδρα δέ ἐστι μήκωνες ὑψηλαὶ καὶ μανδραγόραι καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν πολύ τι πλῆθος νυκτερίδων· τοῦτο γὰρ μόνον ἐν τῇ νήσῳ γίνεται ὄρνεον. ποταμὸς δὲ παραῤῥέει πλησίον ὁ ὑπ᾿ αὐτῶν καλούμενος Νυκτιπόρος, καὶ πηγαὶ δύο παρὰ τὰς πύλας· ὀνόματα καὶ ταύταις, τῇ μὲν Νήγρετος, τῇ δὲ Παννυχία. ὁ περίβολος δὲ τῆς πόλεως ὑψηλός τε καὶ ποικίλος, ἴριδι τὴν χρόαν ὁμοιότατος· πύλαι μέντοι ἔπεισιν οὐ δύο, καθάπερ Ὅμηρος εἴρηκεν, ἀλλὰ τέσσαρες, δύο μὲν πρὸς τὸ τῆς Βλακείας πεδίον ἀποβλέπουσαι, ἡ μὲν σιδηρᾶ, ἡ δὲ κεράμου πεποιημένη, καθ᾿ ἃς ἐλέγοντο ἀποδημεῖν αὐτῶν οἵ τε φοβεροὶ καὶ φονικοὶ καὶ ἀπηνεῖς, δύο δὲ πρὸς τὸν λιμένα καὶ τὴν θάλατταν, ἡ μὲν κερατίνη, ἡ δὲ καθ᾿ ἣν ἡμεῖς παρήλθομεν ἐλεφαντίνη. εἰσιόντι δὲ εἰς τὴν πόλιν ἐν δεξιᾷ μέν ἐστι τὸ Νυκτῷον σέβουσι γὰρ θεῶν ταύτην μάλιστα καὶ τὸν Ἀλεκτρυόνα· ἐκείνῳ δὲ πλησίον τοῦ λιμένος τὸ ἱερὸν πεποίηται ἐν ἀριστερᾷ δὲ τὰ τοῦ Ὕπνου βασίλεια. οὗτος γὰρ δὴ ἄρχει παρ᾿ αὐτοῖς σατράπας δύο καὶ ὑπάρχους πεποιημένος, Ταραξίωνά τε τὸν Ματαιογένους καὶ Πλουτοκλέα τὸν Φαντασίωνος. ἐν μέσῃ δὲ τῇ ἀγορᾷ πηγή τίς ἐστιν, ἣν καλοῦσι Καρεῶτιν· καὶ πλησίον ναοὶ δύο, Ἀπάτης καὶ Ἀληθείας· ἔνθα καὶ τὸ ἄδυτόν ἐστιν αὐτοῖς καὶ τὸ μαντεῖον, οὗ προεστήκει προφητεύων Ἀντιφῶν ὁ τῶν ὀνείρων ὑποκριτής, ταύτης παρὰ τοῦ Ὕπνου λαχὼν τῆς τιμῆς. αὐτῶν μέντοι τῶν ὀνείρων οὔτε φύσις οὔτε ἰδέα ἡ αὐτή, ἀλλ᾿ οἱ μὲν μακροὶ ἦσαν καὶ καλοὶ καὶ εὐειδεῖς, οἱ δὲ μικροὶ καὶ ἄμορφοι, καὶ οἱ μὲν χρύσεοι, ὡς ἐδόκουν, οἱ δὲ ταπεινοί τε καὶ εὐτελεῖς. ἦσαν δ᾿ ἐν αὐτοῖς καὶ πτερωτοί τινες καὶ τερατώδεις, καὶ ἄλλοι καθάπερ ἐς πομπὴν διεσκευασμένοι, οἱ μὲν ἐς βασιλέας, οἱ δὲ ἐς θεούς, οἱ δὲ εἰς ἄλλα τοιαῦτα κεκοσμημένοι. πολλοὺς δὲ αὐτῶν καὶ ἐγνωρίσαμεν, πάλαι παρ᾿ ἡμῖν ἑωρακότες, οἳ δὴ καὶ προσῄεσαν καὶ ἠσπάζοντο ὡς ἂν καὶ συνήθεις ὑπάρχοντες, καὶ παραλαβόντες ἡμᾶς καὶ κατακοιμίσαντες πάνυ λαμπρῶς καὶ δεξιῶς ἐξένιζον, τήν τε ἄλλην ὑποδοχὴν μεγαλοπρεπῆ παρασκευάσαντες καὶ ὑπισχνούμενοι βασιλέας τε ποιήσειν καὶ σατράπας. ἔνιοι δὲ καὶ ἀπῆγον ἡμᾶς εἰς τὰς πατρίδας καὶ τοὺς οἰκείους ἐπεδείκνυον καὶ αὐθημερὸν ἐπανῆγον. ἡμέρας μὲν οὖν τριάκοντα καὶ ἴσας νύκτας παρ᾿ αὐτοῖς ἐμείναμεν καθεύδοντες εὐωχούμενοι. ἔπειτα δὲ ἄφνω βροντῆς μεγάλης καταῤῥαγείσης ἀνεγρόμενοι καὶ ἀναθορόντες ἀνήχθημεν ἐπισιτισάμενοι. Τριταῖοι δ᾿ ἐκεῖθεν τῇ Ὠγυγίᾳ νήσῳ προσσχόντες ἀπεβαίνομεν.
Και να σου σε λίγο άρχισε να φαίνεται κοντά μας το νησί των ονείρων, που μόλις διακρινόταν αμυδρά κι’ ακαθόριστα. Είχε κι’ αυτό κάτι που έμοιαζε με όνειρο, γιατί, καθώς εμείς πλησιάζαμε, εκείνο πήγαινε πίσω και ξέφευγε και τραβούσε μακρύτερα. Κάποτε όμως το φτάσαμε, μπήκαμε στο λιμάνι που λέγεται Ύπνος, κοντά στιςΕλεφάντινες πύλες, όπου βρίσκεται ο ναός του Κόκορα κι’ αργά το απόγευμα ξεμπαρκάραμε.
Όταν μπήκαμε στην πόλη, βλέπαμε πολλά όνειρα και λογιών λογιών. Πρώτ’ απ’ όλα όμως θέλω να μιλήσω για την πόλη, γιατί δεν έχει γράψει γι’ αυτήν κανένας άλλος, κι’ ο Όμηρος, ο μόνος που την αναφέρει, δε μας τα έγραψε με ακρίβεια. Γύρω τριγύρω από το νησί υψωνόταν δάσος· τα δέντρα είναι πανύψηλες παπαρούνες και μαντραγόρες και πάνω τους σμάρι οι νυχτερίδες, γιατί μόνο αυτό το πετούμενο υπάρχει στο νησί. Εκεί κοντά τρέχει κι’ ένα ποτάμι, ο Νυχτοπερπάτης, όπως τον λένε αυτοί. Υπάρχουν και δύο πηγές κοντά στις πύλες, που τη μια τη λένε Λήθαργο και την άλλη Ολονυχτία. Το περιτείχισμα της πόλης, υψηλό και πολύχρωμο, μοιάζει καταπληκτικά με το ουράνιο τόξο. Και δεν υπάρχουν μονάχα δυο πύλες, όπως έχει γράψει ο Όμηρος, αλλά τέσσερις, οι δύο, δηλαδή, που βλέπουν στην πεδιάδα της Τεμπελιάς· η μια είναι σιδερένια κι’ η άλλη πήλινη. Λέγανε πως από εκεί εξορμούσαν τα όνειρα τα τρομακτικά, τα όνειρα τα δολοφονικά και τα αποτρόπαια. Υπήρχαν κι’ άλλες δύο αντίκρυ στο λιμάνι και στη θάλασσα, η μια από κέρατο κι’ η άλλη, απ’ όπου μπήκαμε εμείς, από ελεφαντόδοντο. Καθώς μπαίνουμε στην πόλη, δεξιά μας βρίσκεται ο ναός της Νύχτας, που τη λατρεύουν περισσότερο απ’ όλους τους θεούς. Το ίδιο και τον Κόκορα, που το ιερό του είναι χτισμένο κοντά στο λιμάνι. Στο αριστερό πάλι μέρος βρίσκονται τα ανάκτορα του Ύπνου, που είναι ο βασιλιάς του τόπου κι’ έχει διορίσει δύο διοικητές και υπαρχηγούς, τον Ταραξία, γιο του Αδικόπουλου, και τον Πλουτοκράτορα, γιό του Φανταστικού. Στη μέση της αγοράς υπάρχει μια πηγή που τη λένε Νυσταλέα κι’ εκεί κοντά δυο ναοί, ο ένας της Απάτης κι’ ο άλλος της Αλήθειας. Επειδή βρίσκεται και το ιερό και το μαντείο τους με αρχιερέα και προφήτη τον Αντιφώντα τον ονειροκρίτη, που του έλαχε αυτή η χάρη από τον Ύπνο. Αυτά, λοιπόν, τα όνειρα δεν έμοιαζαν αναμεταξύ τους, μήτε στο είδος, μήτε στην όψη, γιατί άλλα ήταν υψηλά, όμορφα και καλοφτιαγμένα κι’ άλλα κοντά κι’ ασχημομούρικα· άλλα πάλι ήταν χρυσά, όπως έδειχναν, κι’ άλλα τιποτένια και κακομοίρικα.
Ανάμεσα τους ήταν και μερικά φτερωτά και τερατόμορφα κι’ άλλα πάλι, λες και πήγαιναν σε παρέλαση, μασκαρεμένα και στολισμένα, άλλο βασιλιάς, άλλο θεός κι’ άλλα παρόμοια. Πολλά απ’ αυτά τα αναγνωρίσαμε, γιατί τα είχαμε δει παλαιότερα στην πατρίδα. Αυτά, λοιπόν, μας πλησίαζαν και μας χαιρετούσαν, καθώς μας ήταν γνώριμα από παλιά κι’ έπειτα μας πήραν μαζί τους, μας κοίμισαν και μας φιλοξένησαν, όσο γίνεται πιο σπουδαία και πλούσια.
Γενικά μας περιποιήθηκαν με μεγάλη επισημότητα και μας υπόσχονταν πως θα μας κάνουν βασιλιάδες κι’ άρχοντες. Καμπόσα μας άρπαζαν και μας μετέφεραν στην πατρίδα μας, μας έδειχναν τους δικούς μας και μονομερής μας ξανάφερναν πίσω. Μείναμε κοντά τους τριάντα μέρες κι’ άλλες τόσες νύχτες και καλοπερνούσαμε κοιμισμένοι. Ύστερα έσκασε ξαφνικά μια δυνατή βροντή κι’ εμείς ξυπνήσαμε, πηδήσαμε απ’ τα κρεβάτια μας, πήραμε αρκετές προμήθειες και τραβήξαμε στ’ ανοιχτά.
Τρεις μέρες αργότερα πλησιάσαμε στο νησί Ωγυγία και βγήκαμε στη στεριά.
[ Στη συνέχεια: Ο Λουκιανός και οι φίλοι του δίνουν στην Καλυψώ το γράμμα που τους έδωσε ο Οδυσσέας στο νησί των Ηρώων αφού πρώτα το έχουν διαβάσει κι είδαν πως έλεγε τα εξής: «Ο Οδυσσεύς στέλνει τα χαιρετίσματα του στην Καλυψώ. Μάθε πως μόλις ξεκίνησα απ’ το νησί σου με τη σχεδία που έφτιαξα, καραβοτσακίστηκα και σώθηκα στο παραπέντε από τη Λευκοθέα στη χώρα των Φαιάκων. Αυτοί με ξεπροβόδισαν στην πατρίδα κι’ εκεί τσάκωσα πολλούς μνηστήρες της γυναίκας μου να γλεντοκοπούν στο σπιτικό μου. Τους σκότωσα όλους, μα ύστερα μ’ έβγαλε από τη μέση ο Τηλέγονος, γιος μου από την Κίρκη, και τώρα βρίσκομαι στο νησί των Μακάρων, φριχτά μετανιωμένος που παράτησα τη ζωή μαζί σου και την αθανασία που μού ’ταζες. Μόλις, λοιπόν, βρω ευκαιρία θα το σκάσω και θα ’ρθω κοντά σου». Η Καλυψώ συγκινείται από το γράμμα και τους φιλοξενεί. Κι έπειτα αναχώρησαν για άλλες αληθινές περιπέτειες που μπορείτε να τις δείτε εδώ:
Μαντραγόρα: Ο μανδραγόρας είναι φυτό (πόα), απ’ όπου παραγόταν πολύτιμο και περιζήτητο φάρμακο κατά την αρχαιότητα με υπνωτικές και αντισπασμωδικές ιδιότητες. Τον χρησιμοποιούσαν και για ερωτικά φίλτρα. Η ρίζα του μοιάζει με ανθρώπινο σώμα. Του είχαν αποδοθεί μυστηριώδεις και υπερφυσικές δυνάμεις.
Αντιφώντας: Εννοεί τον Αθηναίο σοφιστή στον οποίο αποδίδεται από μερικούς το Περί κρίσεως ονείρων, που ελάχιστα αποσπάσματα του έχουν περισωθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου