Είναι στη σελίδα x του βιβλίου σας (η ηλεκτρονική έκδοση που έχω εγώ τώρα δεν έχει σελίδες, κάντε έναν κόπο να το βρείτε μόνοι σας). Και πιθανότατα νομίζετε ότι είναι μονάχα ένα ποίημα. Πλην όμως είναι, όπως και τα περισσότερα ποιήματα του Καβάφη άλλωστε, μια χρονομηχανή! Επιβιβαστείτε, λοιπόν, να κάνουμε τσάρκες στο χωροχρόνο αξιοποιώντας τα πολλαπλά του χρονικά επίπεδα...
Μετά την νίκη του στη Χαιρώνεια επί των Αθηναίων και των Θηβαίων το 338 π.Χ., ο Φίλιππος της Μακεδονίας ένωσε- έστω και με το ζόρι- τις ελληνικές πόλεις της νοτίου Ελλάδας σε συνέδριο που έγινε στην Κόρινθο την επόμενη χρονιά, κρατώντας για τον ίδιο το ρόλο του ηγεμόνα, με σκοπό να συντονιστεί καλύτερα η πανελλήνια εκστρατεία ενάντια στους Πέρσες και, στην πραγματικότητα, για να έχει το κεφάλι του ήσυχο και τα νώτα του καλυμμένα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Η μοναδική πόλη που αρνήθηκε να συμμετάσχει στην πανελλήνια ομοσπονδία ήταν η Σπάρτη, καθώς οι Σπαρτιάτες εξαιτίας της πατροπαράδοτης αλαζονείας/περηφάνιας τους αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στην εκστρατεία από τη στιγμή που δεν θα ήταν οι ίδιοι αρχηγοί. Ο Φίλιππος τους άφησε ήσυχους και την ίδια τακτική ακολούθησε και ο Αλέξανδρος μετά την δολοφονία του πατέρα του. Γιατί η Σπάρτη ήταν μεν σκιά του εαυτού της μετά την συντριπτική ήττα από τους Θηβαίους στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ουσιαστικό κίνδυνο για την Μακεδονία, αλλά παρά ταύτα σε περίπτωση απόπειρας να καταλάβει κάποιος την Λακωνία είχε ακόμα την δύναμη να προξενήσει πολύ μεγάλη φθορά στον αντίπαλό της.
Μετά την νίκη στο Γρανικό (334.π.Χ.) που αποτέλεσε το έναυσμα για την κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος έστειλε ως αφιέρωμα στον Παρθενώνα, στην Αθήνα, 300 περσικές πανοπλίες. Το αφιέρωμα συμπλήρωνε η παρακάτω φράση: "«Αλέξανδρος ο Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασία κατοικούντων»". Έκτοτε, η φράση "πλην Λακεδαιμονίων" χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η απουσία κάποιων από κάτι στο οποίο κανονικά θα όφειλαν να συμμετέχουν, μια απουσία όμως η οποία, παρόλα αυτά και με βάση το χαρακτήρα τους, είναι αναμενόμενη. (Αντίθετη της εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια η φράση "Συνήθεις ύποπτοι" ή είναι ιδέα μου;)
Πάρα πολύ σύντομα ο Αλέξανδρος κατέκτησε τα πάντα και κατέλυσε την περσική αυτοκρατορία. Και, με τους Σπαρτιάτες απόντες και απομονωμένους πάντα, ο ελληνικός πολιτισμός εξαπλώθηκε στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου, ενώ η ελληνική γλώσσα έγινε η κυρίαρχη γλώσσα της νέας εποχής.
Αυτό είναι το πρώτο χρονικό επίπεδο του ποιήματος.
Το δεύτερο διαδραματίζεται στα 200 π.Χ., όταν κάποιος ανώνυμος Έλληνας, που ζει στον νέο κόσμο που δημιουργήθηκε και όχι στη μητροπολιτική Ελλάδα, σχολιάζει με έκδηλη ειρωνεία τη μυωπική στάση των Σπαρτιατών με την άνεση της γνώσης των ιστορικών γεγονότων που ακολούθησαν την άρνησή τους. Το ποίημα χωρίζεται σε δυο ενότητες. Στην πρώτη ενότητα (από την αρχή μέχρι το στίχο "Είναι κι αυτή μια στάσις νιώθεται") ο αφηγητής- χρησιμοποιώντας α' πληθυντικό πρόσωπο, δείγμα ότι αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως εκπρόσωπο και των υπόλοιπων ανθρώπων της εποχής του- με αφορμή την ανάγνωση του επιγράμματος του Αλέξανδρου, προσπαθεί τάχα να φανταστεί την αντίδραση των Σπαρτιατών στο γεγονός της απουσίας τους από την επιγραφή, ειρωνευόμενός τους. Η ειρωνεία είναι έκδηλη και εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Αρχικά, ο αφηγητής παρουσιάζεται φαινομενικά σύμφωνος με την αναμενόμενη λόγω της αλαζονείας τους αδιαφορία των Σπαρτιατών για το γεγονός. Η πλαστή αυτή συμφωνία ενισχύεται με μια σειρά επιρρημάτων/επιρρηματικών φράσεων (κάλλιστα, παντάπασι, φυσικά) και με τη χρήση φράσεων πιο λαϊκών (περιωπής) που επιτείνουν την ειρωνεία η οποία κορυφώνεται με την μονόστιχη, ψευδοσυγκαταβατική, τελευταία στροφή (η οποία και έμεινε επιγραμματική, όπως προείπα): "Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται". Τόσο μπορούνε, τόσο κάνουν δηλαδή. Κουκιά τρώνε, κουκιά μαρτυράνε.
Το δεύτερο διαδραματίζεται στα 200 π.Χ., όταν κάποιος ανώνυμος Έλληνας, που ζει στον νέο κόσμο που δημιουργήθηκε και όχι στη μητροπολιτική Ελλάδα, σχολιάζει με έκδηλη ειρωνεία τη μυωπική στάση των Σπαρτιατών με την άνεση της γνώσης των ιστορικών γεγονότων που ακολούθησαν την άρνησή τους. Το ποίημα χωρίζεται σε δυο ενότητες. Στην πρώτη ενότητα (από την αρχή μέχρι το στίχο "Είναι κι αυτή μια στάσις νιώθεται") ο αφηγητής- χρησιμοποιώντας α' πληθυντικό πρόσωπο, δείγμα ότι αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως εκπρόσωπο και των υπόλοιπων ανθρώπων της εποχής του- με αφορμή την ανάγνωση του επιγράμματος του Αλέξανδρου, προσπαθεί τάχα να φανταστεί την αντίδραση των Σπαρτιατών στο γεγονός της απουσίας τους από την επιγραφή, ειρωνευόμενός τους. Η ειρωνεία είναι έκδηλη και εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Αρχικά, ο αφηγητής παρουσιάζεται φαινομενικά σύμφωνος με την αναμενόμενη λόγω της αλαζονείας τους αδιαφορία των Σπαρτιατών για το γεγονός. Η πλαστή αυτή συμφωνία ενισχύεται με μια σειρά επιρρημάτων/επιρρηματικών φράσεων (κάλλιστα, παντάπασι, φυσικά) και με τη χρήση φράσεων πιο λαϊκών (περιωπής) που επιτείνουν την ειρωνεία η οποία κορυφώνεται με την μονόστιχη, ψευδοσυγκαταβατική, τελευταία στροφή (η οποία και έμεινε επιγραμματική, όπως προείπα): "Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται". Τόσο μπορούνε, τόσο κάνουν δηλαδή. Κουκιά τρώνε, κουκιά μαρτυράνε.
Στην δεύτερη ενότητα ο αφηγητής κάνει μια ανασκόπηση των νικών της εκστρατείας και μια αποτίμηση των αποτελεσμάτων της. Η πρώτη στροφή της δεύτερης ενότητας αποτελεί ένα θριαμβευτικό χρονικό των στρατιωτικών επιτυχιών της εκστρατείας, στις οποίες τονίζεται ότι συνέβησαν χωρίς την απουσία των Σπαρτιατών, ώστε να φανεί πόσο κούφια ήταν η μεγάλη ιδέα που είχαν για τον εαυτό τους. Και για να δηλωθεί πόσο μεγάλες ήταν οι νίκες -και άρα να υποτιμηθούν οι Σπαρτιάτες για την απουσία τους- χρησιμοποιείται η επανάληψη της λέξης "εσαρώθη", η οποία την πρώτη φορά βρίσκεται σε αντίθεση με την φράση "φοβερός στρατός" και την δεύτερη με την φράση " που εξεκίνησε για νίκη". Γιατί ως γνωστόν η αξία του νικημένου δίνει δόξα στο νικητή. Και άρα τη στερεί από όσους δεν μετείχαν στην νίκη.
Στις επόμενες δυο στροφές αποτιμώνται τα αποτελέσματα της εκστρατείας. Αρχικά, ο αφηγητής δεν φείδεται επιθέτων αναφερόμενος στην εκστρατεία του μεγάλου Αλεξάνδρου, επιδαψιλεύοντάς της ό,τι επίθετο βρήκε στο λεξικό, μεθυσμένος από υπερηφάνεια για τον καινούριο ελληνικό κόσμο που προέκυψε και στον οποίο αναφέρεται (εις διπλούν μάλιστα, και με τη δεύτερη φορά να βρίσκεται στην αρχή του επόμενου στίχου για έμφαση) με τη λέξη "εμείς" (αποκαλύπτοντας μας έμμεσα και την ταυτότητά του), έναν μεγάλο κόσμο που διαφοροποιείται εντελώς από τον παλιό, αυτόν που συμβολίζουν οι Σπαρτιάτες, για τους οποίους δεν γίνεται καμία άλλη αναφορά, διότι η σύγκριση τους εκμηδενίζει πια, δεν έχουν κάτι αντίστοιχα μεγάλο να αντιτάξουν.
Στην επόμενη στροφή απαριθμούνται τα βασίλεια που περιλαμβάνει ο καινούριος κόσμος (κι από την απαρίθμηση απουσιάζει, όχι τυχαία, οποιαδήποτε αναφορά στον ελλαδικό χώρο) κι αναφέρονται πιο συγκεκριμένα τα επιτεύγματα του Ελληνισμού τα οποία είναι απόρροια της εκστρατείας του Mεγάλου Αλεξάνδρου και συνιστούν το περιεχόμενο αυτού του νέου ελληνικού κόσμου. Από την μια, λοιπόν, ο ελληνισμός επεκτάθηκε γεωγραφικά και διοικητικά και βρέθηκε απέναντι στις πρωτόγνωρες καταστάσεις της νέας εποχής και τις καινούργιες δυσκολίες που δημιούργησαν. Και, για να τις αντιμετωπίσει, αναγκάστηκε να προσαρμόσει τον τρόπο σκέψης του κάνοντάς τον ευρύτερο και πιο ευέλικτο. Από την άλλη δε, προβάλλεται ως κυριότερο στοιχείο (και για να τονιστεί ως τέτοιο γράφεται εξ με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα κάθε λέξης) η εξάπλωση της Κοινής Ελληνικής Λαλιάς (κι όχι Γλώσσας, ώστε τονιστεί η βιωματική της διάσταση), μια απλοποιημένης εκδοχής της αττικής διαλέκτου και προδρόμου της σημερινής γλώσσας, αλλά και συνακόλουθα και του ελληνικού πολιτισμού στα πέρατα του κόσμου, μέχρι την Βακτριανή και τους Ινδούς.
Μετά από όλα αυτά, ο αφηγητής καταλήγει αβίαστα- αλλά απρόσμενα με βάση όσα έχει πει πριν περί εκμηδενισμού των Σπαρτιατών - στο συμπέρασμα ότι είναι παράλογο να αναφέρουν καν τους Σπαρτιάτες, μιας και από την υπεροψία τους αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία κι έτσι δεν τους ταιριάζει καμιά τιμή για το αποτέλεσμα της, παρά μόνο η λήθη που αρμόζει στο παλιό που κατέστη ασήμαντο. Έτσι τους απαξιώνει και τους περιφρονεί εξ ολοκλήρου.
Γιατί όμως, τοποθετείται η αφήγηση το 200 π.Χ., και γιατί αυτή η υπερσυσσώρευση επιθέτων από τον συνήθως φειδωλό στη χρήση τους Καβάφη; Και γιατί ενώ οι Σπαρτιάτες έχουν ξεπεραστεί από την ιστορία εμμένει ο αφηγητής να τους κρατάει στο προσκήνιο, επιλέγοντας μάλιστα να τελειώσει το ποίημα με μια αναφορά σ' αυτούς, έστω και για να τους υποτιμήσει;
Γιατί όμως, τοποθετείται η αφήγηση το 200 π.Χ., και γιατί αυτή η υπερσυσσώρευση επιθέτων από τον συνήθως φειδωλό στη χρήση τους Καβάφη; Και γιατί ενώ οι Σπαρτιάτες έχουν ξεπεραστεί από την ιστορία εμμένει ο αφηγητής να τους κρατάει στο προσκήνιο, επιλέγοντας μάλιστα να τελειώσει το ποίημα με μια αναφορά σ' αυτούς, έστω και για να τους υποτιμήσει;
Η καβαφική ειρωνεία πάντως ποτέ δεν είναι άσπρο μαύρο, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τους "Νέους της Σιδώνος 400 μ.Χ.". Αναμφίβολα ο Καβάφης, όντας Αλεξανδρινός κι ο ίδιος, αναγνωρίζει τη σημασία των εκστρατειών του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη δημιουργία και την διατήρηση μιας πολιτιστικής ταυτότητας, κληρονόμος και φορέας της οποίας είναι ο ίδιος. Άρα αναμφίβολα συμμερίζεται την ειρωνεία του αφηγητή του. Μέχρι ενός σημείου όμως και μόνο σε πρώτο επίπεδο. Διότι σε δεύτερο επίπεδο, η ειρωνεία του πλήττει και τον ίδιο τον Αλέξανδρο αλλά και τον αφηγητή. Τον Αλέξανδρο γιατί στην πιο μεγάλη - μέχρι την επόμενη, που θα έλεγε κι ο Γκάλης- στιγμή του, εξαιρώντας τους Λακεδαιμόνιους από το επίγραμμα, συμπεριφέρθηκε με μικροπρεπή μνησικακία που δεν ταιριάζει σε έναν μεγάλο άντρα. Επιπλέον, μ' αυτόν τον τρόπο παραγνωρίζεται και εκμηδενίζεται η πολύτιμη συνεισφορά κατά τα προηγούμενα χρόνια των Σπαρτιατών στην προάσπιση της ελευθερίας των Ελλήνων, χωρίς την οποία ο Αλέξανδρος δεν θα είχε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει την εκστρατεία του.
Για τον ίδιο λόγο ειρωνεύεται ο ποιητής τον αφηγητή του, ο οποίος προφανώς είναι προπάππος εκείνου του νέου της Σιδώνας, που λέγαμε, εκείνου που μαλώνει τον Αισχύλο αδυνατώντας να κατανοήσει την εποχή του. Άλλωστε κι ίδια η μεγαλοστομία του (στην δεύτερη ενότητα και ειδικά στο σημείο της υπερσυσσώρευσης των επιθέτων) έρχεται σε αντίθεση με την παροιμιώδη λακωνικότητα των Σπαρτιατών, γεγονός υποδηλώνει συν τοις άλλοις και την διαφορά φιλοσοφίας που υπάρχει. Επιπλέον, ο αφηγητής έχοντας γνώση μόνο της εποχής του δεν αντιλαμβάνεται την τραγική ειρωνεία των λόγων του. Με φλυαρία και αμετροέπεια εκμηδενίζει τη συνεισφορά των Σπαρτιατών, οι οποίοι τουλάχιστον διατήρησαν τις αρχές τους και την αξιοπρέπειά τους ακόμα και στα χρόνια της παρακμής τους. Μόνο που όποιος όποιος λησμονεί να αποτίσει τιμή σ' εκείνους όπου στη ζωή τους όρισαν και φυλάττουν Θερμοπύλες είναι καταδικασμένος να αφήσει τους Μήδους να διαβούν. Το 200 π.Χ. δεν επιλέχθηκε τυχαία από τον Καβάφη. Τα ελληνιστικά βασίλεια μπορεί να φαίνονται στο απόγειο της δύναμής τους, όμως έχει ξεκινήσει ήδη η φθορά και έχει εμφανιστεί στο προσκήνιο η δύναμη που θα τα αντικαταστήσει στο πάλκο της ιστορίας. Οι Ρωμαίοι έχουν
εμφανιστεί στον ελλαδικό χώρο ως ρυθμιστές των σχέσεων των ελλαδικών κρατικών μορφωμάτων που αλληλοσπαράζονταν και μάλιστα μετά από πρόσκληση των ίδιων των Ελλήνων. Και περιμένουν την χρυσή ευκαιρία να επεκτείνουν την επιρροή τους και στην Ανατολή, η οποία τους δόθηκε μετά την νίκη τους στην μάχη της Μαγνησίας (περιοχή στη Μικρά Ασία) το 190 π.Χ. Στη συνέχεια οι Ρωμαίοι με ψυχραιμία και μεθοδικότητα χειρούργου ενσωμάτωσαν το βασίλειο της Μακεδονίας, μετέτρεψαν την Ελλάδα σε ρωμαϊκή επαρχία, κληρονόμησαν το βασίλειο της Περγάμου από τον φιλορωμαίο τελευταίο βασιλιά του, κατέλυσαν το βασίλειο των Σελευκιδών στη Συρία και με το θάνατο της Κλεοπάτρας και την ενσωμάτωση του βασιλείου των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο (το οποίο βέβαια τύποις ήταν ανεξάρτητο) ολοκληρώθηκε η μετατροπή του ελληνιστικού κόσμου σε ρωμαϊκό. Δέκα χρόνια πριν την μάχη της Μαγνησίας, λοιπόν, η μεγαλοστομία και η κομπορρημοσύνη του αφηγητή μπορούν να εκληφθούν μόνο ως μια τεράστια ύβρη που προετοιμάζει την τίση της. Κι υπό αυτές τις συνθήκες η τελευταία φράση μετατρέπεται σε κραυγή: "Πώς να μην μιλούμε για Λακεδαιμονίους τώρα;"
Μήπως, όμως ο αφηγητής του 200 π.Χ, είναι πλαστός και ο πραγματικός αφηγητής του ποιήματος βρίσκεται σε άλλη εποχή. Μήπως δηλαδή ο Καβάφης χρησιμοποίησε, όπως συχνά πυκνά κάνει, την Ιστορία για να μιλήσει για την εποχή του ή, ευρύτερα, για κάθε εποχή της ανθρώπινης ιστορίας.
"Είναι τρελοί αυτοί οι Έλληνες" |
Μήπως, όμως ο αφηγητής του 200 π.Χ, είναι πλαστός και ο πραγματικός αφηγητής του ποιήματος βρίσκεται σε άλλη εποχή. Μήπως δηλαδή ο Καβάφης χρησιμοποίησε, όπως συχνά πυκνά κάνει, την Ιστορία για να μιλήσει για την εποχή του ή, ευρύτερα, για κάθε εποχή της ανθρώπινης ιστορίας.
Ποιο θα ήταν το νόημα του ποιήματος με τίτλο μια άλλη χρονολογία; Το 1910, ας πούμε, μια εποχή κατά την οποία το όραμα της Μεγάλης Ιδέας δονούσε τον Ελληνισμό που ριγούσε από την εντύπωση πως είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες για την αναβίωση περασμένων μεγαλείων, μια ελπίδα που παρουσιάζεται οραματικά ως πραγματικότητα σε έργα όπως ο "Δωδεκάλογος του Γύφτου"... Ή το 1920, όταν με τη συνθήκη των Σερβών η "Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών" φαινόταν πως ήταν πια μια πραγματικότητα και το θωρηκτό "Αβέρωφ" ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης... Υπό αυτό το πρίσμα, τα λόγια του αφηγητή θα εξέφραζαν ηρωική αισιοδοξία και την αδιαμφισβήτητη πεποίθηση ότι πάλι με χρόνια και καιρούς γίνανε δικά μας τα περιλάλητα, τα απαράμιλλα εκείνα κι ο ελληνισμός είναι έτοιμος για ακόμα μια περίοδο ακμής.Θυμάστε τι έγινε μετά;
Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1931, εννιά χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, την μάχη της Μαγνησίας του σύγχρονου Ελληνισμού. Ο υπερφίαλες αντιλήψεις περί Μεγάλης Ιδέας και η αλαζονεία της ελληνικής κυβέρνησης να κυνηγήσει τον Ατατούρκ στα βάθη της μικράς Ασίας, ώστε να τον εξαναγκάσει να αποδεχθεί την Συνθήκη των Σεβρών, σε συνδυασμό με την προώθηση ιδίων συμφερόντων από τις υποτιθέμενα συμμαχικές Μεγάλες Δυνάμεις οδήγησαν στο τέλος της τρισχιλιετούς παρουσίας του Ελληνισμού στην Μικρά Ασία Έτσι, το ποίημα ουσιαστικά λειτουργεί ως επιτύμβιο επίγραμμα και η ειρωνεία γίνεται τόσο πικρή που καταλήγει θρήνος για την απώλεια του κόσμου εκείνου: "Ποτέ , σε όσους χρόνους και καιρούς, ποτέ δικά μας δεν θα ξαναγίνουν ". Εμπρός. Πάμε τώρα να μιλήσουμε και πάλι για Λακεδαιμονίους... (Ο Καβάφης πέθανε ευτυχώς το 1933 και δεν έζησε την εκδίωξη ουσιαστικά από τον
Νάσερ μετά την κρίση του Σουέζ της ελληνικής παροικίας της Αιγύπτου, ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της οποίας ήταν κι ο ίδιος.)
Ωραία δεν είναι που κάνουμε τόση ώρα τους μετά Χριστόν προφήτες και ψέγουμε τους Σπαρτιάτες, τον Αλέξανδρο, τον ευρισκόμενο στα 200 π.Χ αφηγητή και την Μεγάλη Ιδέα, εκ του ασφαλούς; Ωραία είναι!
Ωραία δεν είναι που κάνουμε τόση ώρα τους μετά Χριστόν προφήτες και ψέγουμε τους Σπαρτιάτες, τον Αλέξανδρο, τον ευρισκόμενο στα 200 π.Χ αφηγητή και την Μεγάλη Ιδέα, εκ του ασφαλούς; Ωραία είναι!
Για ρίξτε τώρα, φίλτατοι σύγχρονοι "Νέοι της Σιδώνος", μια ματιά στο ρολόι του υπολογιστή σας (κάτω δεξιά είναι) την χρονολογία: " 200 π.Χ." λέει! Αναλογιστείτε μήπως "οι μέρες της αφθονίας σας είναι μετρημένες". Μήπως όλοι, εγώ, εσείς που με διαβάζετε και κάθε άνθρωπος σε κάθε μέρος και σε κάθε εποχή, όλοι μας ζούμε το δικό του "Στα 200 π.Χ."!
Αυτό είναι το τελευταίο και μονίμως εκκρεμές χρονικό επίπεδο του ποιήματος. Δεν τον λένε τυχαία τον Καβάφη "ποιητή των μελλουσών γενεών "ε;
Υ.Γ.:
ἄνθρωπος ἐὼν μή ποτε φάσηις ὅ τι γίνεται αὔριον,
μηδ᾽ ἄνδρα ἰδὼν ὄλβιον ὅσσον χρόνον ἔσσεται·
ὠκεῖα γὰρ οὐδὲ τανυπτερύγου μυίας
οὕτως ἁ μετάστασις.
μηδ᾽ ἄνδρα ἰδὼν ὄλβιον ὅσσον χρόνον ἔσσεται·
ὠκεῖα γὰρ οὐδὲ τανυπτερύγου μυίας
οὕτως ἁ μετάστασις.
"Είσαι
άνθρωπος, και γι᾽ αυτό ποτέ μην πεις τι μέλλει αύριο να συμβεί, μήτε να
προβλέψεις, σαν δεις κανέναν να ευτυχεί, πόσον καιρό θα κρατήσει αυτό.
Γιατί τόσο γοργό σαν την αλλαγή της μοίρας δεν είναι ούτε το φτερούγισμα
της μακρόφτερης μύγας."
Σιμωνίδης ο Κείος, απ. 521 Page. Μετ. Ι.Ν. Καζάζης"
And you run, you run to catch up with the sun...
And you run, you run to catch up with the sun...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου