Το αφεντικό, λέει η ιστορία, ξεφτίλισε τον μπαμπά. Ο μπαμπάς έδειρε τη μαμά. Η μαμά έδειρε το παιδί. Το παιδί έδειρε το μικρό του αδερφάκι. Το αδερφάκι χτύπησε το σκύλο. Ο σκύλος κυνήγησε τη γάτα. Η γάτα όρμησε στο ποντίκι. Το ποντίκι έφαγε το τυράκι. Και το τυράκι... Το τυράκι δεν έχει κανένα...
"Παραρλάμα" |
Τα ίδια ισχύουν και για τον Φάρμα, τον ήρωα του Βουτυρά. Στην περιγραφή του Φάρμα αφιερώνεται όλη η πρώτη ενότητα του διηγήματος, ώστε να φωτιστούν όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν το θέμα του διηγήματος και θα ενεργοποιηθούν αργότερα. Ο Φάρμας είναι ένας άνθρωπος που δεν είναι εκεί ούτε για τους άλλους ούτε για τον εαυτό του. Είναι πια σαν άγραφο χαρτί, σα σβησμένο χαρτί καλύτερα. Οι αναμνήσεις της οικογένειάς του είναι χαμένες, το ίδιο και οι μνήμες της γυναίκας του. Στη δουλειά που εργάζεται είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης (όπως υποδηλώνει το γεγονός ότι είναι εκείνος τον οποίον τον βάζουν αργότερα να καθαρίσει την επιγραφή και, βέβαια, δεν τον υποπτεύονται καθόλου) και είναι εκείνος πάνω στον οποίο οι συνάδελφοί του ξεσπάν τη βία που υφίστανται οι ίδιοι ασκώντας του άγριο μπούλινγκ στο οποίο εκείνος δεν αντιδρά και το οποίο δέχεται με απάθεια. Οι μοναδικοί με τους οποίους φαίνεται ότι έχει μια επαφή είναι η μύγα η οποία περιγράφεται "συλλογισμένη" σαν τον Φάρμα- η αναλογία προφανής- και ο σκύλος, ο μόνος που γνωρίζει πως ο Φάρμας υπάρχει, ο μόνος που του συμπεριφέρεται με τρυφερότητα, στοιχείο το οποίο υπογραμμίζει ο συγγραφέας με την ειρωνική παρατήρηση προς το τέλος του διηγήματος ότι κανένας δεν υποπτεύθηκε τον Φάρμα και τον σκύλο...
Ενώ όμως ο Άρθουρ Φλεκ έχει ακόμα ελπίδα, ο Φάρμας έχει παραιτηθεί και το μόνο ανθρώπινο στοιχείο επάνω του είναι το μίσος. Το μίσος και η ρόδα, δηλαδή η επαναλαμβανόμενη, μονότονη εργασία του, η οποία του ρουφάει όλη τη ζωτικότητα του, τον απανθρωποποιεί και τον καθιστά τελικά ακόμα ένα γρανάζι της. Η ρόδα, η μηχανή δηλαδή, είναι το βασικό σύμβολο του κειμένου, ένα στοιχείο το οποίο επαναλαμβάνεται πολλές φορές και αναφέρεται μεταξύ άλλων στο τέλος κάθε ενότητας. Συμβολίζει την αποξένωση του ανθρώπου από τον σύγχρονο τρόπο ζωής και την καταπίεση που υφίστανται τα εξαθλιωμένα στρώματα της κοινωνίας για ένα κομμάτι ψωμί... Ως σύμβολο είναι αντίστοιχη με την οθόνη της τηλεόρασης στο "Τζόκερ". Στην ταινία η δράση διακόπτεται συχνά-πυκνά από πλάνα στα οποία το Σκάι της Γκόθαμ κινδυνολογεί για τους φανταστικούς κινδύνους που προκαλούνται τάχα από την απεργία των εργατών καθαριότητας, ο δισεκατομμυριούχος Τομ Γουέιν παρουσιάζεται ως ο μεσσίας που θα καθαρίσει την πόλη από τους ανθρώπους-κατσαρίδες (όπως ο Άρθουρ Φλεκ) και προβάλλονται συχνά σκηνές από την εκπομπή του Λιάγκα που λέγαμε, στις οποίες γελοιοποιούνται οι μη προνομιούχοι, μαζί με αυτούς και ο Άρθουρ και στην οποία καλείται όχι ως μεγάλος κωμικός. όπως ονειρεύεται, αλλά για να σπάσουν πλάκα μαζί του, ως "παρατράγουδο". Και στην οθόνη αυτή μιλώντας -ως Τζόκερ πια- αφήνεται να ξεσπάσει σε ένα παρανοϊκό γέλιο, με τον ίδιο τρόπο που ο Φάρμας στο τέλος του διηγήματος ξεσπάει στο πρώτο σιωπηλό του γέλιο μετά από χρόνια δίπλα στη ρόδα.
Για να γίνουν αυτά ωστόσο απαιτείται η αφύπνιση των δυο ηρώων, ή μάλλον η συνειδητοποίηση της κατάστασης. Στην περίπτωση του Τζόκερ, είναι η συνάντηση με τον κόσμο των προνομιούχων οι οποίοι του επιτίθενται στη σκηνή του μετρό. Το συμβάν αυτό τον κάνει να βιώσει αναδρομικά όλη τη βία την οποία υπέστη και άρα να γευθεί όλη μαζί την οργή και τη λύσσα για την απανθρωποποίηση που βίωσε καθόλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο Φάρμας νοιώθει μίσος για όλους και για όλα- αλλά το μίσος αυτό είναι υπόκωφο και κούφιο, δεν ξέρει πώς να ξεσπάσει. Η αφύπνιση του περιγράφεται στη δεύτερη ενότητα, στη σκηνή της ταβέρνας και γίνεται μέσω της ακρόασης μιας τυπικά βιβλικής φρικιαστικής ιστορίας, με τις άσημες λέξεις που προανήγγειλαν υποτίθεται την πτώση του Ναβουχοδονόσορα. Η ιστορία αυτή βάζει την ιδέα της εκδίκησης στο μυαλό του Φάρμα, την οποία τελικά υλοποιεί εκμεταλλευόμενος τη δεισιδαιμονία και την αμορφωσιά των συναδέλφων του.
Μετά τη σκηνή στο μετρό, ο Άρθουρ Φλεκ αρχίζει να μεταμορφώνεται στον Τζόκερ καθώς το γεγονός αυτό πυροδοτεί τη δημιουργία μιας παράλληλης πραγματικότητας στην οποία ο Άρθουρ Φλεκ κατορθώνει όλους του τους στόχους (και η συνειδητοποίηση της πλάνης αυτής από τον Τζόκερ ουσιαστικά προκαλεί την τελική σκηνή). Στο "Παραρλάμα" αυτό γίνεται στην τρίτη ενότητα μέσω της ρευστότητας της αφήγησης. Η επιτάχυνση αυτή επιτυγχάνεται με τη συνεχή μεταβολή στον χώρο και τον χρόνο της αφήγησης (σπίτι του Φάρμα βράδυ, εργαστήριο βράδυ, εργαστήριο την άλλη μέρα το πρωί, εργαστήριο την άλλη μέρα το βράδυ, εργαστήριο την παράλλη μέρα το πρωί, εργαστήριο την τρίτη μέρα το πρωί), η οποία αποδίδει την υπερδιέγερση στην οποία βρίσκεται ο Φάρμας κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της εκδίκησής του .
Ο αδρανής και απαθής ήρωας λοιπόν βρίσκει σκοπό στη ζωή του. Ωραία. Και τι κερδίζει; Το βασικό κοινό στοιχείο ανάμεσα στο "Joker" και το "Παραρλάμα" είναι η απουσία κοινωνικής συνείδησης στους ήρωές τους. Αμφότεροι είναι μέλη αυτού που οι μαρξιστές ονομάζουν λούμπεν προλεταριάτο, τα κατώτερα και εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα, δηλαδή, τα οποία μη έχοντας αποκτήσει ταξική συνείδηση αδυνατούν να καταλάβουν τις αιτίες της καθημερινής εξαθλίωσης που βιώνουν -άρα και να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή. Ο Τζόκερ ορθά-κοφτά αποκαλύπτει ότι δεν έχει καμία σχέση με τους εξεγερμένους του Γκόθαμ που τον βλέπουν ως σύμβολο της εξέγερσής τους. Σκοπός της μικρής του επανάστασης είναι η εκδίκηση. Αυτός είναι και σκοπός του Φάρμα. Εγκλωβισμένος στον φαύλο κύκλο ρόδα (που είπαμε τι συμβολίζει)-κρασί (ο οποίος τροφοδοτεί και τροφοδοτείται ταυτόχρονα από τον φαύλο κύκλο της φτώχειας), κάνει την μικρή του επανάσταση η οποία ωστόσο μένει αδικαίωτη στην ουσία. (Αντίθετα ας πούμε με την ενέργεια του άστεγου στην ακόλουθη ταινία...) Το στοιχείο αυτό υπογραμμίζει και η άσημη λέξη " παραρλάμα" την οποία διαλέγει ακριβώς επειδή του φαίνεται δυσοίωνη και θέλει μέσω αυτής να προκαλέσει τον φόβο. Και πράγματι, αυτό είναι εκείνο που πετυχαίνει χρησιμοποιώντας την και το πετυχαίνει ακριβώς επειδή είναι άσημη η λέξη, άρα καθρεφτίζει το νόημα που θα της δώσει κανείς, εν προκειμένω την αμάθεια και τη δεισιδαιμονία. Αντίθετα είναι τα πράγματα με την ομοίως άσημη λέξη "Γκραγκάντα " από την ομώνυμη ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου που διαπνέεται από αγωνιστικό αίσθημα και ηρωική αισιοδοξία.
(...)
Λοιπόν
- εἶπε ὁ
Βαγγέλης - ἡ ζωὴ δὲν εἶναι ἀπάτη·
λοιπὸν δὲν
εἶναι μόνο ὁ θάνατος· δῶσε καὶ πάρε τὴ λέξη, τὴν πράξη· ὤχ - εἶπε
θὰ πάρουμε
τὸ μερτικό μας καὶ τὸ δίκιο μας μὲ λόγο καὶ πράξη· ὑπάρχει τὸ ὑπάρχω· ὑπάρχει συνέχεια· ὤχ·
στὰ φαρδιὰ
τζάμια τῶν καταστημάτων εἶδα
τ’ ἀγάλματα
ὁλάκερη στρατιά, κατεβαίναν στὴ διαδήλωση
εἶδα μαζὶ
καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν ἦταν ἀγάλματα
κρατοῦσαν
μεγάλα πλακὰτ μὲ συνθήματα: ψωμί, ἐλευθερία, ἔρωτας,
κρατοῦσαν
σημαῖες και μικρότερα ἀγάλματα· φαινόταν
καθρεφτισμένη
πάνω στὶς βιτρίνες ἡ λευκὴ παρέλαση
καὶ μέσα στὶς
βιτρίνες, τὰ κόκκινα μαγιό, τὰ ψαροντούφεκα, οἱ γυάλινες μάσκες, τὰ γαλάζια
βατραχοπέδιλα
ἦταν ὡραία
αὐτὴ ἡ ἀντιστοιχία
ἦταν ὡραῖο
ποὺ τὴν προσέξαμε· γεννιόταν τὸ νερό· κυλοῦσε·
μεγάλωνε ἡ
ρευστότητα· ἐπιταχυνόταν· κι ἄξαφνα
ἡ πρώτη
ντουφεκιὰ ἡ ἀντίστροφη, ἡ δεύτερη, ἡ
τρίτη·
δὲ
στάθηκαν· συνέχεια, πορεία, οἱ νεκροί, τὰ παιδιά, ξεχτένιστες γυναῖκες, οἱ
δασύτριχοι ἄντρες
καὶ κάτω ἀπ’
τοὺς μεγάλους διασκελισμούς τῆς μόνης σημαίας
ἀκούστηκε ὁ
Κώστας φωνάζοντας μέσα του
τί κόσμος,
θέ μου, τί ἀπέραντος ὁ κόσμος
κι ὁ ἕνας σήκωσε ψηλὰ τὸ βιολί
κι ὁ
δεύτερος τ’ ἄδειο κλουβὶ μὲ τὸ φλιτζάνι, τὶς βέργες καὶ τὶς δυὸ τοῦφες μπαμπάκι
κι ὁ τρίτος
σήκωσε μὲ το ΄να πόδι τὴν καρέκλα
ἐπάνω στὴν
καρέκλα ἦταν ἕνα τεράστιο γάντι πυγμαχίας
κρατώντας τὰ
ἴδια τρία λουλούδια. Καὶ τότε τρέχονταςς ἐγὼ φώναξα:
Γραγκάντα
κι οἱ ἄλλοι
κατάλαβαν ἀμέσως καὶ φώναξαν: Γκραγκάντα
κι οἱ ἀντίλαλοι
ἀπ’ τοὺς λόφους ἀπέναντι καθὼς ἀνεβαίναμε φώναξαν:
Γκρὰ καὶ
γκρὰ καὶ γκὰ καὶ ντὰ
Γκραγκάντα.
Κι ἦταν
ἀλήθεια Γκραγκάντα.
Εδώ το ποιητικό υποκείμενο αναζητεί μια καινούργια ανείπωτη λέξη για να περιγράψει την αγωνιστική έξαρση την οποία αισθάνεται, η οποία να αποτυπώνει τη συναδέλφωση και την ενότητα με τους άλλους με τους οποίους αγωνίζεται για έναν κοινό σκοπό. Έτσι φτιάχνει τη λέξη "γκραγκάντα", η οποία όμως άμεσα γίνεται κατανοητή και αποδεκτή από τους συνοδοιπόρους και συναγωνιστές τους ποιητικού υποκειμένου και αποδεικνύεται μαγική φράση αφού κατορθώνει τελικά να τα κάνει όλα γκραγκάντα.
Τέλος πάντων, να κλείσω με δυο τρία πραγματάκια ακόμα για το "Παραρλάμα".
Είναι το πιο γνωστό διήγημα του κατά τα άλλα ξεχασμένου διηγηματογράφου Δημοσθένη Βουτυρά. Μαζί με άλλα οχτώ διηγήματα του Βουτυρά συμπεριλήφθηκε στο ghraphic novel "Παραρλάμα και άλλες ιστορίες " που έφτιαξαν ο Θανάσης Πέτρου στο σενάριο και ο Δημήτρης Βιανέλλης στο σχέδιο. Δείτε το στο βιντεάκι που ακολουθεί, το οποίο έφτιαξε ο σεναριογράφος, ο Θανάσης Πέτρου.
"Παραρλάμα" ονομαζόταν το εμβληματικό μπλουζ κλαμπ της Θεσσαλονίκης το οποίο άνοιξε το 1986 και έκλεισε το 1991. Από τη σκηνή του παρέλασαν πολλοί μπλουζ καλλιτέχνες με προεξάρχοντες τους θρυλικούς Blues Wire.
Κι από ό,τι είδα υπάρχει και μια καφετέρια στο Παγκράτι με τέτοιο όνομα. Αλλά δεν ξέρω κάτι γι' αυτήν.
Στο "Ζέλιγκ" πάντως του Γούντι Άλεν, ο ομώνυμος ήρωας ο οποίος είναι και κείνος "το τυράκι", για να γλυτώσει αναπτύσσει ιδιότητες ανθρώπου-χαμαιλέοντα, αλλάζοντας την μορφή του...
Στο "Ζέλιγκ" πάντως του Γούντι Άλεν, ο ομώνυμος ήρωας ο οποίος είναι και κείνος "το τυράκι", για να γλυτώσει αναπτύσσει ιδιότητες ανθρώπου-χαμαιλέοντα, αλλάζοντας την μορφή του...
4 σχόλια:
Μπράβο, συνάδελφε, εξαιρετική δουλειά !
Ευχαριστώ πολύ, εξαιρετικέ συνάδελφε.
συγχαρητήρια.
Να ΄στε καλά.
Δημοσίευση σχολίου